Η κριτική της λογοτεχνίας τον εικοστό αιώνα

Έκπτωση
10%
Τιμή Εκδότη: 29.00
26.10
Τιμή Πρωτοπορίας
+
132431
Συγγραφέας: Tadie, Jean-Yves
Εκδόσεις: Τυπωθήτω
Σελίδες:487
Επιμελητής:ΒΑΣΙΛΑΡΑΚΗΣ Ι Ν
Μεταφραστής:ΒΑΣΙΛΑΡΑΚΗΣ Ι Ν
Ημερομηνία Έκδοσης:01/10/2001
ISBN:9789604020102
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή

Ο εικοστός αιώνας γνώρισε την άνθηση της κριτικής της λογοτεχνίας. Μιας λογοτεχνίας πάνω στη λογοτεχνία. Στα δέκα Κεφάλαια του παρόντος βιβλίου, ο Tadie διερευνά τους ζωντανούς άξονες της σύγχρονης κριτικής τον ρωσικό φορμαλισμό, τις μεγάλες γερμανικές συνθέσεις, τη Σχολή της Γενεύης με την σπουδή της συνείδησης, την κριτική του φανταστικού, την ψυχανάλυση, την κοινωνιολογία, τις σχέσεις μεταξύ γλωσσολογίας και λογοτεχνίας,τη σημειωτική, τη γενετική, την ποιητική.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο εικοστός αιώνας ονομάστηκε, προτού ακόμη εκπνεύσει, αιώνας της κριτικής. Ο πομπός του λογοτεχνικού μηνύματος εκτοπιζόταν όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα, προς το τέλος της δεκαετίας του '60, να «γιορτάσουμε» τον θάνατο του συγγραφέα. Ωστόσο το μεγαλείο της κριτικής είναι ότι δεν κρίνει απλώς, κρίνεται. Στο τέλος του αιώνα το ποιητικό Εγώ ξαναγεννιέται και διεκδικεί τη θέση που δικαιωματικά του ανήκει στη διαδικασία της δημιουργίας. Η κριτική που ασκήσαμε μας αφήνει δυνατότερους, έτοιμους να αποδεχθούμε, με κριτικό πνεύμα πλέον, τη φαντασία μας.

Αν και η Γαλλία έδωσε μερικούς από τους πιο πρωτότυπους δημιουργούς θεωριών της λογοτεχνίας - Bachelard, Barthes, Derrida, Kristeva, μεταξύ πολλών άλλων -, η θεωρία δεν έγινε ποτέ ολοσχερώς αποδεκτή από τη γαλλική ακαδημαϊκή κοινότητα. Το 1984 ο Fumaroli και ο Genette διαφωνούσαν εντόνως για το πόσο επιστημονική πρέπει να είναι η μελέτη της λογοτεχνίας. Για να μπορέσουν να διδάξουν τα πρωτοποριακά τους μαθήματα, οι θεωρητικοί, ακόμη και σήμερα, τα βαπτίζουν με πιο παραδοσιακά, άρα ανώδυνα, ονόματα, όπως ρητορική ή υφολογία. Δεν είναι τυχαίο ότι η Κρίστεβα δίδασκε χρόνια στο Columbia ή ότι η αποδόμηση έγινε περισσότερο γνωστή ως σχολή του Yale.

Ο Jean-Yves Tadie, καθηγητής της Γαλλικής Φιλολογίας στη Σορβόννη, το προπύργιο της παράδοσης, αλλά και πιθανότατα της πιο ολοκληρωμένης μελέτης της γαλλικής λογοτεχνίας, δημοσίευσε το 1987 ένα σημαντικό βιβλίο με θέμα το σύνολο της κριτικής του εικοστού αιώνα. Μπορεί η κριτική να ξεκίνησε ως συστηματική θεωρία το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα, λίγο πριν από τον ρομαντισμό, αλλά περίμενε τον 20ό για να γίνει λογοτεχνικό είδος, να ταυτιστεί δηλαδή με το αντικείμενο της μελέτης της, και συνάμα να γίνει η άλλη όψη του κειμένου. Δεν υπάρχει εδώ η διάκριση των Wellek και Warren ανάμεσα στη θεωρία και στην κριτική. Η μόνη κριτική άξια του ονόματος είναι αυτή που πηγάζει από μια θεωρία αλλά που δεν επιδιώκει αποκλειστικά τη μελέτη των αρχών και της φύσης της λογοτεχνίας, όπως προσδιορίζει τη θεωρία ο Jonathan Culler: επιτυγχάνει μια μετάβαση από τη θεωρία στη μελέτη του λογοτεχνικού έργου· αποκλειστικός στόχος της είναι να γίνει κριτική.

Ο Ταντιέ περνά μέσα από την επανάσταση των φορμαλιστών όχι μονάχα γιατί προηγούνται χρονολογικά αλλά και για να μας κάνει να ζήσουμε τη βαθιά επίδρασή τους σε όλες τις θεωρίες που ακολουθούν. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ακόμη και οι θεωρίες του φαντασιακού, που αναπτύσσονται λίγο πριν από τις γλωσσολογικές θεωρίες της λογοτεχνίας, δεν θα τολμήσουν να μιλήσουν για συγγραφέα αλλά για δημιουργική συνείδηση, όρος που ταυτίζεται συχνά με το κείμενο. Το ίδιο ισχύει και για τις κοινωνιολογικές θεωρίες εκείνης της εποχής οι οποίες δεν αναφέρονται ακριβώς στην κοινωνία αλλά στα κοινωνικά σημεία που δρουν μέσα στο κείμενο.

Το βιβλίο αποτελείται από δέκα κεφάλαια, ομάδες θεωριών, που αξίζει να ονομάσουμε: ρωσικός φορμαλισμός, γερμανική κριτική, κριτική της συνείδησης, φαντασιακό, ψυχαναλυτικές, κοινωνιολογικές, γλωσσολογικές και σημειωτικές θεωρίες, ποιητική και γενετική κριτική. Η τελευταία δίνεται ως το αποκορύφωμα των θεωρητικών μελετών του αιώνα, αν και η ευχή του συγγραφέα στο τέλος εκφράζει νοσταλγία για έναν ταπεινό, παλιό τύπο ανάγνωσης, που δεν διστάζει να ταυτιστεί με το κείμενο που μελετά, διατηρώντας όλον τον πλούτο των νοημάτων. Ξεχνά, προφανώς συνειδητά, ότι αυτό ακριβώς έκανε και κάνει το φαντασιακό, για το οποίο το κείμενο δεν είναι αντι-κείμενο, ότι οποιαδήποτε ανάγνωση, ακόμη και η απλή παράφραση, είναι μια μέθοδος και ότι η θεωρία, όσο και αν έχει κακοποιηθεί στις μέρες μας, είναι θέα και θέαση, είναι θεώρια, όπως θα έλεγαν οι Αρχαίοι.

Το βιβλίο είναι ολοκληρωμένο, άψογο, γραμμένο στην καλύτερη γαλλική παράδοση: ο συγγραφέας έχει εντυπωσιακές ικανότητες σύνθεσης και σύλληψης ενός μεγάλου έργου, καθώς και βαθιές γνώσεις του συνόλου της θεωρίας. Είναι φυσικό να υπάρχουν ελλείψεις. Δεν γίνονται, λ.χ., αναφορές στις αρχές της θεωρίας πριν από τον 20ό αιώνα, δεν αναφέρεται ο σημαντικότατος ρόλος των μελετών για τον Σαίξπηρ και τον αγγλικό ρομαντισμό στην ανάπτυξη της θεωρίας. Ο συγγραφέας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος σε θεωρίες που αναλύουν την πρόζα και τον στίχο, την εξέλιξη των λογοτεχνικών ειδών, την πρωτοκαθεδρία των κειμένων και στη συνέχεια του αναγνώστη, για το πώς οι νέες κοινωνικές συνθήκες προετοιμάζουν μια νέα μορφή πρόσληψης, άρα ένα νέο νόημα, πώς η ποίηση παλεύει ανάμεσα στη στιχουργική και στο νόημα.

Και ενώ η θεωρία θριάμβευε, ποιητές-θεωρητικοί, όπως ο Τ. S. Eliot, μας θύμιζαν ότι ο κριτικός πρέπει να ξέρει να αφήνει τον αναγνώστη μόνο του απέναντι στο ποίημα. Αρα η μελέτη μέσα από μία ή πολλαπλές προσεγγίσεις πρέπει να είναι άσκηση που μας οδηγεί στην πολλαπλότητα της σήμανσης. Οι προσεγγίσεις δεν αντικαθιστούν τον αναγνώστη. Ο Ταντιέ ταυτίζει την κριτική με τον Φάρο της Αλεξανδρείας: φωτίζει τα έργα που ήδη υπάρχουν. Η μεταφορά θυμίζει το Ο καθρέφτης και το φως του Abrams (1953), που επίσης μεταφράστηκε πρόσφατα στη γλώσσα μας. Ας προσθέσω ότι αν η κριτική είναι ο Φάρος, η λογοτεχνία είναι η Βιβλιοθήκη και κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να καεί από το μη κατανοητό, ξύλινο, σχόλιο.

Η μετάφραση κυλά, διαβάζεται ευχάριστα. Είναι προφανές ότι ο μεταφραστής γνωρίζει και τη θεωρία της λογοτεχνίας και την τέχνη της μετάφρασης. Τα λάθη δεν λείπουν, κυρίως οι γαλλισμοί, αλλά όσοι μεταφράσαμε γνωρίζουμε τα προβλήματα: τα δίγλωσσα λεξικά είναι φτωχά, και συχνά η σωστή λέξη έρχεται στον νου μας όταν δούμε τη μετάφρασή μας τυπωμένη. Αναρωτιέμαι ωστόσο γιατί σε ένα γαλλικό βιβλίο που μεταφράζεται στην ελληνική μένουν αυτούσιοι οι γαλλικοί τίτλοι και γιατί δίνονται τίτλοι άλλων γλωσσών στη γαλλική, γιατί λ.χ. ο Ουμπέρτο Εκο έγραψε το L'oeuvre ouverte και όχι το Opera aperta ή Το ανοιχτό έργο. Ο κ. Βασιλαράκης φαίνεται να ξεχνά ότι μεταφράζει· δίνει την εντύπωση ότι νιώθει περισσότερο σχολιαστής παρά μεταφραστής. Απειρες σημειώσεις του κατακλύζουν το κείμενο. Αυτό οδηγεί σε μια δημιουργική συζήτηση με το κείμενο, αλλά οι πληροφορίες είναι τόσο πληθωρικές που πνίγουν το κείμενο και ο διάλογος αυτοαναιρείται.

Η θεωρία της λογοτεχνίας βάλλεται σήμερα από πολλές πλευρές. Θα πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε τι φταίει. Η άγνοια της πλειονότητας, η αλαζονεία των θεωρητικών, η αλόγιστη χρήση της ορολογίας, η αντικατάσταση του αναγνώστη από το θεωρητικό μοντέλο; Ας μην ξεχνάμε ότι η κριτική μας έρχεται και παρέρχεται. Μόνο το πρωτογενές έργο παραμένει.



Ζωή Σαμαρά (καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)

ΤΟ ΒΗΜΑ , 17-03-2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!