0
Your Καλαθι
Παγκοσμιοποίηση και δημοκρατία
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Κίνηση για την κίνηση, αλλαγή για την αλλαγή, εκσυγχρονισμός για τον εκσυγχρονισμό, την κοινωνική επιφάνεια τη διατρέχει ένας αδιάκοπος κυματισμός, οι άνθρωποι καλούνται να συμμορφωθούν, να προσαρμοστούν, να τρέξουν, να ακολουθήσουν, αν θέλουν να γίνουν ή να παραμείνουν «σύγχρονοι». Πίσω από αυτόν τον «τροχαδισμό», κρύβεται μια άλλη, πραγματική κίνηση: η διαδικασία ενοποίησης του χρηματο-οικονομικού πεδίου σε παγκόσμια κλίμακα. Κι αν παρουσιάζεται σαν κάτι το μοιραίο και το αναπόφευκτο, δεν παύει να είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων αποφάσεων και εσκεμμένων επιλογών. Πλάι της κι απέναντί της, άλλοτε σαν συμπλήρωμα και άλλοτε σαν ψευδής αντίσταση, αναδύονται εθνοτικές, φυλετικές ή ταυτοτικές διεκδικήσεις. [...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το κατηγορητήριο είναι αμείλικτο. Το σημερινό πνεύμα της παγκοσμιοποιημένης εποχής αποδεκατίζει αξίες, καταστρέφει κοινότητες πολιτών, με πρώτη αυτή του έθνους, αλλά και την ίδια τη δημοκρατία, τόσο ως σχέση όσο και ως καθεστώς. Κατήγορος είναι ο Γάλλος φιλόσοφος, ιστορικός των ιδεών και πολιτειολόγος Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, γνωστός για τις πρωτοποριακές αναλύσεις του σχετικά με το νεο-ρατσιστικό και εθνικιστικό φαινόμενο.
Οπαδός του ρεπουμπλικανικού ιδεώδους, ενός δημοκρατικού πλαισίου δηλαδή πολιτικής και πολιτειακής συγκρότησης, του οποίου τα στηρίγματα είναι το προστατευτικό και αναδιανεμητικό κράτος δικαίου, η εθνική κυριαρχία η νοηματοδοτούμενη από το γενικό συμφέρον και η αρχή της κοσμικότητας με εδραία βάση αυτή του διαχωρισμού δημόσιου/ιδιωτικού, ο Π.-Α. Ταγκιέφ καταδικάζει και καταγγέλλει: τον εθνοτικό εθνικισμό, ο οποίος ιεροποιεί την εθνότητα και σπρώχνει στη λήθη το δήμο, το μειονοτισμό ως πολιτική γραμμή, αφού, διαλύοντας τη δημοκρατικά οργανωμένη εθνική κοινότητα παράγει θυματοποιημένες μειονότητες ως «απαραίτητο συγκινησιακό-φαντασιακό συμπλήρωμα» του πλανητικού χωριού. Γιατί αυτό ακριβώς προωθεί η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση: η κυριαρχία μιας πλανητικής ομοιομορφίας συμβαδίζει με την ανάδυση σπασμωδικών εθνοτικο-τοπικισμών. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, όπως άλλωστε το κάνει και ο ίδιος ο συγγραφέας, ότι οι δύο αυτοί πόλοι δεν είναι απλώς αλληλοτροφοδοτούμενοι, αλλά και συνένοχοι στην υπονόμευση της κρατικο-εθνικής κυριαρχίας και, τελικά, της ίδιας της δημοκρατίας.
Υπό την κυριαρχία της νέας κατηγορικής προσταγής -τρέξτε, χωρίς να ρωτάτε γιατί- η δημοκρατία απενσαρκώνεται, εξαϋλώνεται, εκπίπτει στο δημοκρατισμό. Ομοιοκαταληκτεί με την ενιαία σκέψη, το μονόδοξο μεντιακό χώρο, τον εκθειασμό της διαφάνειας, χαρακτηριστικό κάθε ολοκληρωτισμού. Εκσυγχρονίσου, παγκοσμιοποιήσου, αυτά είναι τα συνθήματα της νέας μεταπολιτικής γλώσσας: πρόκειται για την κινογλώσσα (movlangue), όπως τη χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, αυτή δηλαδή τη γλώσσα η οποία εκθειάζει τον κινητισμό, την «αναγκαία προσαρμογή» στις εξελίξεις: πρέπει να κάνουμε τα πράγματα να κινηθούν, πρέπει να καλύψουμε το χαμένο έδαφος, πρέπει να μη χάσουμε το τρένο του εκσυγχρονισμού... Κι όλα αυτά, αδιαμαρτύρητα, χωρίς περιττές ερωτήσεις του τύπου: Ναι, να τα κάνουμε όλα αυτά, αλλά για να πετύχουμε τι; Ο κινητισμός, θα επισημάνει ο Ταγκιέφ, είναι σήμερα το σημείον μηδέν του προοδευτισμού, αφού εξαλείφθηκε από αυτόν η σχέση του με τους οικουμενικούς στόχους, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.
Οποιος ερωτά, όποιος διαμαρτύρεται, όποιος αντιστέκεται χαρακτηρίζεται συνοπτικά «λαϊκιστής», «αρχαϊστής». Η με κάθε αντίτιμο κυριαρχία της νεοφιλίας εκφοβίζει, λογοκρίνει, δυσφημεί, τρομοκρατεί. Η δημοκρατία μεταλλάσσεται σε ένα ιδιόμορφο πλουραλιστικό καθεστώς, σε «μινιμαλιστική, αρνητική δημοκρατία», εντός της οποίας η κυρίαρχη ρητορική περί ανοχής ισοπεδώνει αξίες και πρακτικές. Σε μια ομοιογενοποιημένη κοινωνία από την οικουμενική ανάγκη για κατανάλωση, ο δήμος στην πολιτική του συγκρότηση είναι ανύπαρκτος. Ο λαός συντρίβεται ανάμεσα στον καταναλωτισμό και τους αγώνες για αναγνώριση απόλυτων πολιτισμικών-εθνοτικών ταυτοτήτων. Ο νομαδισμός, από τη μία πλευρά, η ιεροποίηση της μνήμης και της εθνικο-λαϊκής ταυτότητας, από την άλλη, φτιάχνουν ψευδο-δημοκρατίες χωρίς πολίτες, αλλά και χωρίς πολιτικούς! Στην ακρατία των κυβερνώντων αντιστοιχεί η απάθεια των κυβερνωμένων. Μέσα στο κενό αυτό, μία «ειδικοκρατία» αντικαθιστά την πολιτική εξουσία, ενώ «από τα κάτω» αναδύεται η «εθνοτικοκρατία».
Από την άλλη πλευρά, ο άρριζος, ο νομάς, είναι η ιδεοτυπική φιγούρα του κοινωνικά αμέτοχου, του ανεύθυνου, του απολιτικού. Τόπος του θα μπορούσε να είναι το εμιράτο του Ντουμπάι. Ανεκτικό, πολυπολιτισμικό, πολυεθνοτικό. Συντίθεται από μια πλειοψηφία ξένων, ο γηγενής πληθυσμός δεν υπερβαίνει το 15%. Ο ξένος πληθυσμός αποτελείται από επιχειρηματίες και χειρώνακτες. Συνιστά το Ντουμπάι, αναρωτιέται ο Ταγκιέφ, δημοκρατία; Για να δώσει ο ίδιος την αρνητική απάντηση: Ο περιστασιακός αυτός πληθυσμός δεν συγκροτεί λαό, δεν είναι ενεργοί πολίτες. Πρόκειται για έναν κατακερματισμένο πληθυσμό, χωρίς ιστορία και μνήμη, χωρίς τα ετερογενή μέλη του να μοιράζονται έναν κοινό νοηματικό ορίζοντα, με ανύπαρκτη την έννοια του κοινού καλού (γενικό συμφέρον). Αντιθέτως, η συνεύρεσή τους εξαντλείται στα όρια μιας απολιτικής οντότητας, η μοναδική συγκολλητική της ύλη είναι το «αιώνιο παρόν» των οικονομικών της συναλλαγών.
Το έθνος, για τον Ταγκιέφ, είναι μια δημοκρατική, πολιτική κοινότητα πεπρωμένου, όχι μια τυχαία συνεύρεση οικονομικών υποκειμένων. Μέσα σε μια τέτοια δημοκρατική κοινότητα δεν έχουν δημόσια θέση οι διαφορές και οι διακρίσεις -ιδεολογικές, γλωσσικές, θρησκευτικές, φυλετικές κ.λπ. Η εθνικότητα, υπογραμμίζει ο Γάλλος συγγραφέας, δεν προκύπτει από μία προϋπάρχουσα εθνότητα ή οποιαδήποτε προ-πολιτική οντότητα, αλλά αποτελεί προϊόν δημοκρατικού συμβολαίου, το οποίο και συνάπτουν και διαρκώς επιβεβαιώνουν τα μέλη της. Το έθνος είναι κοινότητα πολιτών που διαθέτουν ίσα δικαιώματα και ενώνονται σε μία πατριωτική αφοσίωση ως προς κοινές πολιτικές πρακτικές και αξίες. Συνεπάγεται, επομένως, ότι αυτή ακριβώς η έννοια του έθνους είναι αδιαχώριστη από την έννοια της δημοκρατίας, η τελευταία δεν μπορεί να υπάρξει και να αναπτυχθεί παρά μόνο μέσα σε ένα πλαίσιο λήθης των παλιών ταυτοτήτων, περάσματος «από τη φύση στην ελευθερία».
Ωστόσο, έναν τέτοιο, χωρίς συμπλήρωμα, ορισμό του δημοκρατικού έθνους, αν τον αποδίδαμε εξ ολοκλήρου στον Ταγκιέφ, θα κινδυνεύαμε να εξομοιώσουμε κατά κάποιον τρόπο το Γάλλο συγγραφέα με οπαδό του χαμπερμασιανού συνταγματικού πατριωτισμού. Με τον οποίο όμως ο Ταγκιέφ δηλώνει ρητά τη διαφωνία του. Πράγματι, ο Ταγκιέφ δεν είναι οπαδός μιας «διαδικασιακής δημοκρατίας», αφού, μεταξύ άλλων, δεν πιστεύει ότι η «ατέρμονη συζήτηση» μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη για μία σχέση με το παρελθόν. Αν η σημερινή κυρίαρχη ιδεολογική νόρμα της «λυτρωτικής παγκοσμιοποίησης», αυτού του παγκόσμιου «μεταρρυθμιστικού κόμματος», είναι η ρήξη με κάθε παρελθόν, οφείλουμε να επανασυνδεθούμε μαζί του, ακριβέστερα: με ορισμένες πλευρές του, να τις συντηρήσουμε. Με ποιες; Με εκείνες οι οποίες πρέπει να συντηρηθούν. Υιοθετώντας έναν αντιστασιακό «κριτικό, βελτιωτιστικό συντηρητισμό», οφείλουμε, παραδείγματος χάρη, να υποστηρίξουμε εκείνον τον αγρότη ο οποίος αρνείται να μεταβληθεί σε βιομήχανο: οφείλουμε να τον θεωρήσουμε «κληρονόμο μιας αγροτικής κουλτούρας, η οποία, ενώ ενσαρκώνει τη μεταβίβαση μιας παράδοσης, παρουσιάζει επιπλέον το ασύγκριτο πλεονέκτημα ότι ανταποκρίνεται στην απαίτηση ποιότητας των διατροφικών προϊόντων». Τη στιγμή αυτή, θα επισημάνει ο Ταγκιέφ, ένας «έξυπνος» συντηρητισμός προηγείται της όποιας αναγκαιότητας για αλλαγή. Με άλλα λόγια, ο σημερινός πραγματικός προοδευτισμός είναι, για τον Ταγκιέφ, ο συντηρητισμός και ένας τέτοιος συντηρητισμός πρέπει να γίνει η κατεξοχήν μέριμνα της Αριστεράς!
Ταυτόχρονα, για να είναι λειτουργικός αυτός ο αντιστασιακός συντηρητισμός, για να μπορεί να αντιστέκεται αποτελεσματικά και παραγωγικά έναντι της «συγκινησιακής πανούκλας» των εθνοτικο-τοπικισμών και της έκπτωσης της δημοκρατίας σε απλή μεντιακο-εκλογική σκηνοθεσία, οφείλει στο κοινωνικό-πολιτικό του πρόταγμα να είναι βαθιά συμμετοχικός, διατηρώντας την ιδέα της άμεσης δημοκρατίας ως «ορίζοντα, ως ρυθμιστική ιδέα κάθε δημοκρατικής πρακτικής». Μία τέτοια δημοκρατία, τόσο ως σχέση όσο και ως καθεστώς, θα μπορούσε να είναι μία «ισχυρή δημοκρατία», η οποία θα ξαναΰφαινε τον ιστό της πολιτικής, διαπλέκοντάς τον με αναγκαίες δόσεις ηθικής. Οχι, βέβαια, αυτής της ψευδο-ηθικής, πάντα σύμφωνα με τον Ταγκιέφ, η οποία εξαντλείται στο φιλανθρωπισμό ή σε διεθνείς αστυνομικές επιχειρήσεις «δικαίων πολέμων», αλλά σε εκείνη την ηθική η οποία κάνει δικό της μέλημα τη ρήση του Μοντεσκιέ: «Αυτό που ονομάζω η αρετή στη δημοκρατία είναι η αγάπη της πατρίδας, δηλαδή η αγάπη της ισότητας. Δεν είναι καθόλου μία ηθική αρετή ούτε μία χριστιανική αρετή, είναι η πολιτική αρετή».
Είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να διαφωνήσει κανείς με τις διαπιστώσεις και τις επισημάνσεις του συγγραφέα, έστω και πολεμικά διατυπωμένες. Γιατί το δοκίμιο αυτό, όπως, άλλωστε, και τα περισσότερα έργα του Π.-Α. Ταγκιέφ, είναι κείμενα κατεξοχήν παρεμβατικά, χωρίς να χάνουν οτιδήποτε από την αναλυτική τους δεινότητα και σαφήνεια. Ωστόσο, αυτό το οποίο φαίνεται να μένει έξω από τον αναλυτικό ορίζοντα του συγγραφέα, ή έστω να μην τίθεται στο επίκεντρο του προβληματισμού του, είναι η πραγματική -και όχι μόνον η ρητορικά και ιδεολογικά κατασκευασμένη- τάση υπέρβασης του υλικού πλαισίου πραγμάτωσης της δημοκρατίας. Το κράτος-έθνος, είναι πλέον κοινός τόπος, αποδυναμώνεται, η αναζήτηση της δημοκρατίας πέραν του συγκεκριμένου κράτους είναι στο εξής αναγκαιότητα και προσδοκία μαζί. Μπορεί στην κατίσχυση της τάσης αυτής να έχει συμβάλλει και η εν πολλοίς μυθολογική θεματική των οπαδών της «χαρούμενης παγκοσμιοποίησης», ωστόσο, έχουμε ήδη εισέλθει σε μία εποχή αβεβαιότητας· το να την ξορκίζουμε, όπως φαίνεται να κάνει ώς έναν βαθμό ο Ταγκιέφ, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Προφανώς, εδώ, έχει μεγάλη σημασία το αίτημα αποκατάστασης του νοήματος της πολιτικής, μιας βουλησιαρχικής -και ως τέτοιας, «αντιστασιακής»- πολιτικής, όπως και αυτό της συμμετοχής και του δημοκρατικού ελέγχου των αποφάσεων. Ωστόσο, σε ποια κλίμακα, σε ποια χρονικότητα, μέσα σε ποια τοπικότητα; Ακόμα και αν είναι απολύτως νομιμοποιημένη η κριτική του συγγραφέα στο συγκεκριμένο τρόπο κατασκευής του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και της συνάδουσας ρητορικής, παραμένει ακέραιο το αίτημα χωρο-χρονικού αναπροσανατολισμού της δημοκρατικής πολιτικής μέσα σε νέες συνθήκες. Το ότι ο αντίπαλος διακινεί και προάγει τον ελιτίστικο και αγελαίο ταυτόχρονα κινητισμό, εντός του οποίου η δημοκρατία γίνεται η σκιά του εαυτού της, δεν σημαίνει ότι η λυτρωτική, χαρούμενη επιστροφή στο κράτος-έθνος θα επέλυε όλα τα προβλήματα. Αν αυτός είναι ο σκληρός πυρήνας του νέου «κριτικού συντηρητισμού», τότε οι αντίπαλοι είναι περισσότεροι του ενός...
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/07/2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Παραδόξως οι εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν βιβλία για τη δημοκρατία. «Παραδόξως» γιατί η δημοκρατία έχει εξαπλωθεί στις περισσότερες χώρες του κόσμου και στην εποχή μας αμφισβητείται λιγότερο από οποτεδήποτε άλλοτε. Τι σημαίνει η συνεχιζόμενη έκδοση βιβλίων για τη δημοκρατία; Ενώ η συνολική κριτική για τη δυτική δημοκρατία έσβησε σε δύο χρόνους, κατ' αρχάς με την ήττα του φασισμού το 1945 και ύστερα με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η κριτική για τις επί μέρους αδυναμίες του δημοκρατικού πολιτεύματος συνεχίζεται αμείωτη. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η τελευταία μονογραφία του Π.-Α. Ταγκιέφ, διευθυντή Ερευνών στο γαλλικό Εθνικό Ιδρυμα Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) και συγγραφέα πολλών βιβλίων και άρθρων για τη Δεξιά και τον ρατσισμό.
Κύρια θέση του συγγραφέα είναι ότι η παγκοσμιοποίηση αποδομεί το κράτος-έθνος και βλάπτει τη δημοκρατία, το μόνο ασφαλές κέλυφος της οποίας είναι η εθνική κοινότητα. Αυτή η πολιτική θέση είναι κοινότοπη. Ο Ταγκιέφ συντάσσεται με εκείνους τους διανοητές που έχουν επισείσει παρόμοιους κινδύνους (π.χ., τον Μπ. Μπάρμπερ στο Ο κόσμος των Mac κόντρα στους Τζιχάντ: Η παγκοσμιοποίηση και ο φονταμενταλισμός εχθροί της δημοκρατίας και της ελευθερίας, εκδόσεις Καστανιώτη, 2001). Σε τι συνίσταται λοιπόν η πρωτοτυπία του Ταγκιέφ; Η συμβολή του έγκειται στην ανίχνευση δύο ρευμάτων που κατά τη γνώμη του υποσκάπτουν τη δημοκρατία. Το πρώτο ρεύμα είναι η ταυτόχρονη και ομοιόμορφη σε όλες τις χώρες ανάδυση του οικονομικού και του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού. Το δεύτερο είναι ο κατακερματισμός των κοινωνιών σε επί μέρους συλλογικότητες (κοινωνικές κατηγορίες, μειονότητες κ.ά.), η καθεμιά από τις οποίες συγκροτεί τη δική της ιδιαίτερη ταυτότητα και ιεραρχεί τις αξιώσεις της πάνω από το γενικό συμφέρον. Ο Ταγκιέφ δυστυχώς χρησιμοποιεί πολλούς νεολογισμούς. Π.χ., θεωρεί ότι η παγκοσμιοποίηση προκαλεί «τροχαδισμό» ή «κινησισμό» («bougisme»), δηλαδή την «αέναη κίνηση προς τα εμπρός με διαρκώς μεγαλύτερη επιτάχυνση» (σ. 17), και ότι η δημοκρατία έχει αλλοτριωθεί από τον λόγο του «δημοκρατισμού». Αυτός συνίσταται στην «απατηλή ρητορεία που συνεπάγεται μια ιδεολογική απόκρυψη της εισόδου στη μεταδημοκρατική κοινωνία, η οποία χαρακτηρίζεται από την εξάλειψη της φυσιογνωμίας του πολίτη προς όφελος εκείνης του καταναλωτή και του μετόχου» (σ. 18).
Το πρώτο μέρος του βιβλίου αφορά κυρίως την παγκοσμιοποίηση. Σε αυτό το μέρος ο συγγραφέας περισσότερο δηλώνει με ρητορικό και δηκτικό ύφος παρά πείθει με επιχειρήματα ότι η παγκοσμιοποίηση είναι καταστροφική για τη δημοκρατία και το κράτος-έθνος. Επιτίθεται κατά της «παγκοσμιωτικής («globalitaire», δηλαδή «global» και «totalitaire») νέας τάξης», η οποία σχεδιάζει έναν «αποστειρωμένο μετα-εθνικό κόσμο, χωρίς κυριαρχίες και χωρίς εδάφη» (σ. 87). Η κριτική του Ταγκιέφ συμπαρασύρει γνωστούς γάλλους διανοουμένους όπως οι Α. Μινκ, Ο. Ντιαμέλ, Α. Τουρέν και Ζ.-Μ. Κολομπανί, πολιτικούς ηγέτες όπως οι Μ. Ροκάρ και Λ. Ζοσπέν, φιλοσόφους όπως ο Τ. Τέιλορ και Ζ. Χάμπερμας, αλλά και το Διαδίκτυο, το οποίο «καθιστά εφικτή την εμφάνιση μιας μεγα-κοινωνίας ελέγχου και επιτήρησης» (σ. 89). Τέτοια προκατειλημμένα σχόλια εναντίον των νέων τεχνολογιών είναι διάσπαρτα στο βιβλίο.
Το δεύτερο μέρος περιστρέφεται γύρω από το κλασικό ερώτημα της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης: Είναι άραγε η δημοκρατία μια μέθοδος επιλογής της ηγεσίας μιας κοινωνίας ή είναι μια κοινότητα πολιτών; Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται απλώς για μια διαδικασία εναλλαγής κυβερνήσεων στην εξουσία. Στη δεύτερη, για κάτι το ευρύτερο, δηλαδή για μια συλλογικότητα τα μέλη της οποίας συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων μέσα από μια δημόσια δραστηριότητα. Ο Ταγκιέφ υιοθετεί τη δεύτερη άποψη αλλά εννοεί τη συλλογικότητα αποκλειστικά ως έθνος: «Το πεπρωμένο της ενεργού δημοκρατίας μού φαίνεται συνδεδεμένο για πολύ καιρό (...) με αυτό του πολιτειακού έθνους». Απεύχεται, δηλαδή, την εμπέδωση της δημοκρατίας σε ευρύτερα σύνολα, όπως στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στην οποία άλλωστε αφιερώνει λίγα, και μάλιστα ιδιαιτέρως επιφυλακτικά, σχόλια. Το όραμά του είναι ένα περισσότερο συμμετοχικό δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο δεν θα περιορίζεται στην απλή εναλλαγή των ελίτ στην εξουσία ούτε όμως θα επιτρέπει την άνοδο των «ταυτοτικών και/ή κοινοτικών διεκδικήσεων» (σ. 19). Σκοπός του είναι «μια συμμαχία ανάμεσα στην παράδοση του πολιτειακού ρεπουμπλικανισμού και στο οικολογικό σχέδιο» (σ. 38).
Από τα παραπάνω παραθέματα γίνεται φανερό ότι το έργο του μεταφραστή ήταν πολύ δύσκολο. Παρά κάποιους γαλλισμούς, το ολοκλήρωσε με επιτυχία. Στις υποσημειώσεις προσέθεσε σχεδόν όλες τις ελληνικές εκδόσεις των ξένων βιβλίων στα οποία παραπέμπει ο συγγραφέας και στο τέλος παρέθεσε «Σημείωμα του μεταφραστή», στο οποίο εξηγεί τις μεταφραστικές επιλογές του. Αστόχησε, νομίζω, μόνο σε λίγες περιπτώσεις. Ο όρος «societe civile» δεν αποδίδεται καλά ως «ιδιωτιακή κοινωνία» ούτε το επίθετο «plurier» ως «πλουραλικός». Ο όρος «citoyennete» έχει επικρατήσει να μεταφράζεται «ιδιότητα του πολίτη» και όχι «πολιτιότητα» (παρά τις αντιρρήσεις του μεταφραστή) και ο όρος «sustainaible development» «βιώσιμη» και όχι «ανθεκτική» ανάπτυξη. Συνολικά η ελληνική έκδοση είναι προσεγμένη, με ενδιαφέρον εξώφυλλο και λίγα τυπογραφικά λάθη.
Το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να γίνει το ευαγγέλιο των αντι-εκσυγχρονιστών και των οπαδών της διατήρησης του κράτους-έθνους όπως το ξέραμε στον 20ό αιώνα. Θα μπορούσε να θεωρηθεί το ένα, πολύ παραδοσιακό, αριστερό άκρο του βιβλιογραφικού φάσματος για την παγκοσμιοποίηση. Το άλλο άκρο είναι Το Lexus και η ελιά του Θ. Λ. Φρίντμαν (εκδόσεις Ωκεανίδα, 2001), ένα κοινωνικά αναίσθητο έργο υπέρ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο το βιβλίο του Ταγκιέφ αποτελεί παράδειγμα του πώς η ενδιαφέρουσα διατύπωση ενός αιτήματος μπορεί να συνοδεύεται από μια αδιάφορη και συντηρητική λύση. Γι' αυτό συγκρατώ μόνον το αίτημά του «να μην παραιτηθούμε από την αναζήτηση μιας δημοκρατίας χωρίς καπιταλιστική εκμετάλλευση, τον ουτοπικό ορίζοντα που δίνει το έσχατο νόημά της στη ρεπουμπλικανική στράτευση» (σ. 147).
Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος (καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 03-11-2002
Κριτικές
19/11/2010, 10:49