0
Your Καλαθι
Ερνέστο Γκεβάρα γνωστός και ως Τσε
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Μια συνάντηση με τον Ερνέστο Γκεβάρα, τον άνθρωπο πίσω από το μύθο. Ο διακεκριμένος Μεξικανός συγγραφέας, ιστορικός και δημοσιογράφος Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ χρειάστηκε οκτώ χρόνια εντατικής έρευνας προκειμένου να γράψει τη βιογραφία του Τσε Γκεβάρα. Για τη συγγραφή της, αξιοποίησε περισσότερες από χίλιες τριακόσιες διαφορετικές πηγές. Μεταξύ αυτών, τα προσωπικά ημερολόγια του Τσε από την εκστρατεία του στην Αφρική, καθώς και το ημερολόγιο της Βολιβίας. Με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και κείμενα του ίδιου του Τσε (επιστολές, χειρόγραφες σημειώσεις, άρθρα, ποιήματα, ομιλίες, διαλέξεις, φράσεις του καταχωρισμένες από αξιόπιστους μάρτυρες), αρκετά από τα οποία ανέκδοτα, πρόκειται για την πληρέστερη βιογραφία του μεγάλου κομαντάντε που έχει μέχρι στιγμής εκδοθεί. Το έργο έχει μεταφραστεί σε περισσότρες από δέκα γλώσσες και κυκλοφορεί σε περισσότερες από είκοσι χώρες.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο δεν κρύβει τη συμπάθεια και την αγάπη του για τον Τσε. Η βιογραφία που έγραψε δεν είναι προϊόν ψυχρής ακαδημαϊκής έρευνας που έγινε από ασφαλή απόσταση. «Η αποστασιοποίηση -γράφει ο Τάιμπο- είναι μια μέθοδος που λειτουργεί για τους ιστοριογράφους του Μεσαίωνα. Αλλά ο Τσε καίει, σε καίει, ανεβάζει ταχύτητες, σε υποχρεώνει, σου επιβάλλει...». Γράφοντας τη βιογραφία του Τσε, ο Τάιμπο βυθίστηκε -με κίνδυνο να πνιγεί- μέσα στο σύμπαν του ήρωά του. Οπως έλεγε ο ίδιος σε μια παλιότερη συνέντευξή του: «Θέλησα να πλησιάσω όσο το δυνατόν κοντύτερα στον Τσε. Αυτό το βιβλίο με εξουθένωσε. Ο Γκεβάρα είναι ένα απαιτητικό πρόσωπο. Απαιτητικό απέναντι στον εαυτό του και απέναντι στους άλλους, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που γράφει γι' αυτόν. Εζησα περιόδους όπου περνούσα είκοσι ώρες τη μέρα αποκρυπτογραφώντας τα αρχεία, μαζεύοντας σημειώσεις, διατυπώνοντας υποθέσεις, για να γράψω το βιβλίο μου».
«Προκειμένου να παρακολουθήσω αυτόν τον ασθματικό, άρχισα εγώ ο ίδιος να αναπνέω δύσκολα. Ο Τσε σε καίει, επειδή σε ρίχνει σε ένα ηθικό σύμπαν -σε αυτή τη μύχια γωνιά που όλοι εμείς της γενιάς του 1968 έχουμε μέσα μας-, σε αυτόν το μυστικό χώρο όπου φτιάχνονται τα όνειρα, οι ουτοπίες και η αντίσταση στον άγριο καπιταλισμό. Αυτό το βιβλίο υπήρξε μια τρέλα για μένα. Εργάστηκα με εγκυκλοπαιδική επιμονή. Ερεύνησα διαφορετικές εκδοχές ενός και του ίδιου γεγονότος. Με σεβασμό στην ιστορική ακρίβεια. Ταυτόχρονα όμως έπρεπε να γράψω ένα βιβλίο που να μην είναι ακαδημαϊκό, που να μπορεί να διαβαστεί από όλο τον κόσμο, ιδίως από αυτούς τους 18χρονους νέους που δεν γνώρισαν εκείνη την εποχή και που η κοινωνία μας δεν τους αρέσει. Και έπρεπε η ανάγνωση αυτού του βιβλίου να τους προσφέρει όχι μόνο γνώση αλλά και απόλαυση, να υποκινεί το πάθος», («Liberation», 8.5.1997).
Οταν, στην ίδια συνέντευξη, ο Γάλλος δημοσιογράφος θυμίζει ότι ο Τσε έκανε λάθη και είχε πολλές αποτυχίες, ο Τάιμπο αναρωτιέται: «Και λοιπόν;» Και διευκρινίζει: «Αυτό που με ενδιαφέρει στον Γκεβάρα είναι η ηθική εξέγερση. Μοιάζει λίγο με την Αντίσταση στη Γαλλία. Οι άνθρωποι που είπαν όχι στους ναζί δεν είχαν προηγουμένως σταθμίσει εξονυχιστικά τις δυνατότητες, τις εναλλακτικές λύσεις. Είχαν ακολουθήσει μιαν ηθική γραμμή. Ο Τσε είναι περίπου το ίδιο πράγμα. Τα λάθη του με ενδιαφέρουν, αλλά λιγότερο από την ηθική του».
Ποιος ήταν όμως ο Ερνέστο Γκεβάρα πριν γίνει ο γνωστός μας Τσε; Η ζωή του υπήρξε πολύ σύντομη -δεν έφτασε τα σαράντα χρόνια-, αλλά σημαδεύτηκε από πολλά και συνταρακτικά γεγονότα. Γεννήθηκε στην Αργεντινή στις 14 Ιουνίου 1928. Ηταν ο πρώτος από τα αδέλφια της οικογένειας, τον Ρομπέρτο, τη Σέλια, την Αννα-Μαρία και τον Χουάν-Μαρτίν. Η οικογένεια Γκεβάρα μετακινείται από τη μια πόλη στην άλλη εξαιτίας των αποτυχημένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του πατέρα και ο μικρός Ερνέστο ζει μια ζωή περιπλάνησης. Από τα τρυφερά παιδικά του χρόνια υποφέρει από συχνές και οξείς κρίσεις άσθματος. Καθώς η ασθένεια τον ακινητοποιεί και του επιβάλλει ανάπαυση και σωματική ηρεμία, ο Ερνέστο βρίσκει διέξοδο στο διάβασμα, που θα γίνει το μεγάλο πάθος του από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια.
Το άλλο μεγάλο πάθος του είναι το ταξίδι και η περιπλάνηση. Σαν ένας πρόδρομος των μπίτνικς, ο νεαρός Γκεβάρα βρίσκεται συνέχεια «στο δρόμο». Είναι φοιτητής της Ιατρικής όταν διασχίζει με ένα ποδήλατο την Αργεντινή. Αργότερα, τις τελευταίες μέρες του Δεκεμβρίου του 1951, ο Γκεβάρα μαζί με τον φίλο του Αλμπέρτο Γρανάδο ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι για να γνωρίσουν τη Λατινική Αμερική. Αυτή η περιπετειώδης περιπλάνηση συμπίπτει για το νεαρό Ερνέστο με την κατανόηση μιας ιστορίας που διαίρεσε τον κόσμο σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους. Από την Αργεντινή στη Χιλή και από εκεί στο Περού και έπειτα στην Κολομβία και τη Βενεζουέλα και μετά στο Μαϊάμι, επισκέπτεται χώρες, πόλεις, αρχαιολιγικά μνημεία και μοιράζεται το ψωμί του με ανθρώπους εξουθενωμένους από το μόχθο για την επιβίωση, από την πείνα, την αρρώστια, την ταπείνωση και την αμάθεια. Θα διαλέξει έτσι τη δική του θέση μέσα στον κόσμο και θα ανακαλύψει το δικό του εχθρό. Δοκιμάζοντας κατά μήκος των δρόμων, των βουνών, των ποταμών τα όρια της αντοχής τους και τη δύναμη της θέλησής του, θα νιώσει τη συμπόνοια, την αλληλεγγύη και την αγάπη για τους ταπεινούς και τους απόκληρους.
Μετά από αυτήν την ανακάλυψη της Λατινικής Αμερικής, το μέλλον του γιατρού στο Μπουένος Αϊρες του φαίνεται μακρύ και στενόχωρο. Μόλις παίρνει το πτυχίο του, αποχαιρετάει ξανά την οικογένειά του και τον Ιούλιο του 1953 αρχίζει πάλι την περιπλάνηση. Με πρώτο σταθμό τη Βολιβία φεύγει για το Περού, για να καταλήξει περνώντας από το Εκουαδόρ, τον Παναμά, την Κόστα Ρίκα και τη Νικαράγουα στη Γουατεμάλα, όπου ο πρόεδρος Αρμπενς προωθεί μιαν αγροτική μεταρρύθμιση και μπαίνει σε τροχιά σύγκρουσης με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Στη Γουατεμάλα ο Γκεβάρα θα γνωρίσει την πρώτη συζυγό του, την Περουβιανή Ιλδα Γκαδέα, και θα συνδεθεί με Κουβανούς εξόριστους που είχαν πάρει μέρος στην επίθεση στη Μονκάδα. Εκεί θα διαβάσει Μαρξ και θα μετάσχει σε πολύωρες συζητήσεις για τον Φρόιντ και τον Σαρτρ. Η μετριοπαθής μεταρρυθμιστική απόπειρα του Αρμπενς διακόπτεται βίαια με ένα στρατιωτικό πραξικόπημα που οργάνωσε η CIA. Είναι ένα σκληρό μάθημα που συμβάλλει στη ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής σκέψης του Γκεβάρα. Η Ουάσινγκτον δεν ανέχεται ούτε καν τις πιο ειρηνικές μορφές αμφισβήτησης της ηγεμονίας της. Ο Γκεβάρα, που είχε για ήρωα της νεότητάς του τον Γκάντι, αναρωτιέται τώρα: άραγε ο μοναδικός δρόμος για τη χειραφέτηση των καταπιεζομένων είναι εκείνος της ένοπλης πάλης;
Μετά το πραξικόπημα ο Ερνέστο θα φύγει για το Μεξικό. Εκεί, τον Ιούλιο του 1955, θα συναντήσει τον Φιντέλ Κάστρο, τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη του αντιστασιακού κινήματος κατά του δικτάτορα Μπατίστα. Η πρώτη συζήτησή τους διήρκεσε οχτώ ή δέκα ώρες. Ο Γκεβάρα εντυπωσιάστηκε πολύ από την προσωπικότητα του συνομιλητή του. Ο μεσσιανικός λόγος του Κάστρο φτάνει στον Γκεβάρα ακριβώς τη στιγμή της πολιτικής του ωριμότητας, σε μια φάση στην οποία αντιλαμβάνεται ότι έχει φτάσει η ώρα να περάσει στη δράση. Μέσα από το ταξίδι του στη Λατινική Αμερική, μέσα από την τραυματική εμπειρία της Γουατεμάλας και τη μεξικανική του εξορία, ο Γκεβάρα συλλαμβάνει την ιδέα ενός ενιαίου λατινοαμερικανικού κόσμου, ο οποίος πρέπει να απελευθερωθεί πέρα από σύνορα, κράτη και σημαίες, που ήσαν τα τεχνητά εργαλεία μιας διαίρεσης, μιας «βαλκανιοποίησης» που επιβλήθηκε από τον ιμπεριαλιασμό. Οταν ο Κάστρο θα του προτείνει να μετάσχει στη στρατιωτική αποστολή που οργάνωνε για να απελευθερώσει την Κούβα από το δικτάτορα Μπατίστα, είναι ήδη έτοιμος και θα δεχθεί αμέσως. Να αρχίσουμε από την Κούβα; Γιατί όχι;
Στις 25 Νοεμβρίου 1956, ο Φιντέλ, ο Τσε και άλλοι ογδόντα μαχητές θα επιβιβαστούν σε ένα εύθραυστο πλεούμενο, το «Γκράνμα», και θα αναχωρήσουν για την Κούβα, όπου τους περιμένει πάνοπλος ένας ολόκληρος στρατός. Υστερα από ένα περιπετειώδες ταξίδι -ο Τάιμπο το περιγράφει γλαφυρά, επιστρατεύοντας όλο το αφηγηματικό του ταλέντο-, θα αποβιβαστούν σε μιαν ελώδη έκταση και με δυσκολία θα κατορθώσουν να ξεκολλήσουν από τη λάσπη. Στη συνέχεια, θα δώσουν πολλές μάχες με τα στρατιωτικά αποσπάσματα της δικτατορίας, θα περιπλανηθούν στους ορεινούς όγκους της Σιέρα Μαέστρα, θα βρουν στήριξη και βοήθεια από πολλούς χωρικούς και θα συμμαχήσουν με όλες τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Οταν αρχίζει να πυροβολεί στη μάχη ο Γκεβάρα είναι μόνον ένας θαραλλέος μαχητής, ο οποίος εκτίθεται χωρίς δισταγμό στον κίνδυνο και μάχεται χωρίς να φοβάται το θάνατο. Στην πορεία του αγώνα βλέπουμε αυτόν τον παρορμητικό άνθρωπο να μαθαίνει να αυτοσυγκρατείται και να ελέγχει τον εαυτό του, να δίνει το προσωπικό του παράδειγμα αυτοθυσίας και ηρωισμού για να μπορεί να διευθύνει τους άνδρες του. Τον βλέπουμε δηλαδή να μεταμορφώνεται σε αληθινό κομαντάντε. Αυτός ο μελλοντικός θεωρητικός του ανταρτοπόλεμου δεν έχει ακόμα στο νου του κάποια στρατιωτική θεωρία για την ένοπλη δράση. Θα καταλήξει σε αυτήν μέσα από την εμπειρία και την πράξη. Τα μεταγενέστερα γραπτά του για τον ανταρτοπόλεμο θα ανατρέψουν παλιές ορθοδοξίες και θα θεωρηθούν σημαντικά από τους ειδικούς (οι Αμερικανοί στρατιωτικοί «σύμβουλοι» τα μελετούν ακόμα με ιδιαίτερη προσοχή).
Υστερα από είκοσι πέντε μήνες ένοπλου και πολιτικού αγώνα ο δικτάτορας Μπατίστα θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τη χώρα. Ο αντάρτης Τσε μεταμορφώνεται τώρα σε σοβαρό και υπεύθυνο κρατικό ηγέτη. Το Νοέμβριο του 1959, ο Γκεβάρα διορίζεται πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας. Και το 1963 γίνεται υπουργός Βιομηχανίας. Στο μεταξύ, ως μέλος της κουβανικής κυβέρνησης και ως πρεσβευτής της επανάστασης, ταξιδεύει στον κόσμο, συναντιέται με ηγέτες της Ασίας και της Αφρικής, επισκέπτεται την ΕΣΣΔ και την Κίνα. Επιστρέφει ενθουσιασμένος και το δηλώνει με ειλικρίνεια, με θέρμη και με αφέλεια. Η υπουργική περίοδος ωστόσο είναι μια σκληρή δοκιμασία για τον Τσε. Διεξάγει τότε ένα νέο πόλεμο, ίσως πιο δύσκολο από το αντάρτικο ενάντια στον Μπατίστα. Σχεδόν κάθε φορά που έπαιρνε μιαν απόφαση, ξεσπούσε μια σύγκρουση στην καθοδήγηση του καστρικού κινήματος και ο Τσε βρισκόταν μόνος του ενάντια σε όλους τους άλλους. Γρήγορα εμφανίζονται σύννεφα και στις σχέσεις του με τους Σοβιετικούς. Ο Γκεβάρα θεωρεί ότι το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» θα έπρεπε να βοηθάει ανιδιοτελώς, όχι μόνον την Κούβα, αλλά και όλες τις χώρες του Τρίτου Κόσμου να απελευθερωθούν. Ανακαλύπτει ωστόσο ότι είναι υποχρεωμένος να συζητάει και να διαπραγματεύται σκληρά για τιμές, συμφέροντα, πιστώσεις και οφειλές. Διαπιστώνει επίσης ότι η Μόσχα και το Πεκίνο -που συγκρούονται μεταξύ τους- ασκούν με την ίδια ωμότητα πιέσεις σε φιλικά κόμματα και κυβερνήσεις για να επηρεάσουν την πολιτική τους. Τον απογοητεύει και μια άλλη πλευρά του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Πού είναι ο «νέος άνθρωπος»; Σοβιετικοί και Κινέζοι έσπασαν τα δεσμά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αλλά δεν έχουν απελευθερωθεί από άλλες μορφές αλλοτρίωσης. Εργάζονται υποκινούμενοι από υλικά κίνητρα, χωρίς κανέναν ενθουσιασμό, ενώ η δημιουργικότητά τους καταπνίγεται από γκρίζους γραφειοκράτες.
Ετσι, ως υπουργός Βιομηχανίας ο Τσε θέτει έναν εξαιρετικό φιλόδοξο στόχο: τη ρήξη όχι μόνο με τις καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις, αλλά εν μέρει και με εκείνες που υιοθετήθηκαν στις άλλες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Τοποθετείται δηλαδή ενάντια στα υλικά κίνητρα επειδή, όπως έλεγε, αυτά ενισχύουν τον εγωισμό και το ιδιωτικό συμφέρον. Αυτός προτάσσει τα ηθικά κίνητρα. Κουβανοί υπεύθυνοι και ξένοι ειδικοί (ανάμεσά τους και ο Γάλλος Ρενέ Ντιμόν) ασκούν κριτική στο βολονταρισμό του Τσε και τον προειδοποιούν για τις πιθανές επιπτώσεις των οικονομικών του σχεδίων. Ο Τάιμπο υπογραμμίζει το πόσο θεωρητικά ανέτοιμος και απαράσκευος ήταν ο Τσε για τον πολιτικό αγώνα ενάντια στο γραφειοκρατικό κίνδυνο: «Είναι παράξενο που ο Τσε, ο τόσο επικριτικός όσον αφορά την οδό οικονομικής οργάνωσης που είχαν ακολουθήσει οι Σοβιετικοί, δεν είχε ακόμα την παραμικρή αντίληψη της κοινωνικής καταστροφής, του πολιτικού αυταρχισμού, του αστυνομικού και κατασταλτικού χαρακτήρα της σοβιετικής κοινωνίας. Και οπωσδήποτε δεν είχε τον αναγκαίο θεωρητικό στοχασμό που θα του επέτρεπε να απομακρυνθεί από αυτήν. Ηταν αιχμάλωτος του πρωτόγονου μαρξισμού. Αυτή η ακούσια τύφλωση ...δεν του επέτρεπε να έχει μια σφαιρική άποψη του προβλήματος». Στις θεωρητικές και πολιτικές του αναλύσεις ο Τσε είναι απόλυτος και απλοϊκός, έχει ισχυρές προκαταλήψεις και, το κυριότερο, δεν διαθέτει αντισώματα ενάντια στον σταλινισμό, σαν αυτά που η ισπανική επανάσταση, τα γεγονότα του 1956 στην Ουγγαρία ή στην Πολωνία είχαν προμηθεύσει σε ορισμένους από τους συγχρόνους του.
Ηττημένος στη συζήτηση για την οργάνωση της οικονομίας και απογοητευμένος από την Κούβα που «σοβιετοποιείται», ο Γκεβάρα φεύγει για την Αφρική το 1965. Επιλέγει το πρώην βελγικό Κογκό (το σημερινό Ζαΐρ) ως θέατρο μιας νέας επαναστατικής προσπάθειας. Ο Λουμούμπα είχε δολοφονηθεί. Αντάρτικες ομάδες και επαναστατικά κόμματα βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Η ενοποίησή τους αποδεικνύεται ανέφικτη. Μπροστά σε αυτή τη χαοτική κατάσταση ο Τσε υποχρεώνεται να αναδιπλωθεί και να εγκαταλείψει την Αφρική. Το 1966 επιστρέφει στην Κούβα. Στις 3 Νοεμβρίου 1966 με ένα διαβατήριο Ουρουγουάης με το όνομα Αδόλφο Μένα και με το πρόσωπό του γερασμένο και ξυρισμένο, φαλακρός με μαύρα γυαλιά, παρουσιάζεται στο αεροδρόμιο του Λα Πας στη Βολιβία. Στη συνέχεια, αναχωρεί με ένα τζιπ για το Νιανκαουασού για να συναντήσει την αντάρτικη ομάδα του, στην οποία θα προστεθούν η Τάνια και ο Γάλλος διανοούμενος Ρεζίς Ντεμπρέ. Αρχίζει έτσι η τελευταία περιπέτεια του περιπλανώμενου ιππότη μας, που θα έχει το γνωστό τραγικό τέλος. Στις 8 Οκτωβρίου του 1967, προδομένος, ο Τσε θα συλληφθεί τραυματισμένος στο φαράγγι του Τσούρο, στην περιοχή του Βαγεγκράντε και θα οδηγηθεί στο χωριό της Ιγέρα. Με το πράσινο φως που άναψε ο ίδιος ο πρόεδρος της Βολιβίας Μπαριέντος, ο Τσε εκτελείται περίπου στη 1.10 το μεσημέρι της 9ης Οκτωβρίου 1967. Ο θρύλος του ωστόσο διατηρείται ζωντανός πολλά χρόνια μετά το θάνατό του και η εικόνα του συνεχίζει να περνάει από γενιά σε γενιά.
Ο Τάιμπο ξεχωρίζει τρεις αρετές που τον χαρακτήριζαν ήδη από τον καιρό της πρώτης του νιότης και τον συνόδευαν έπειτα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο Τσε, γράφει, υπήρξε «ένας τυχοδιώκτης, περιπλανώμενος και ρομαντικός». Επομένως, το να βρεις τον Τσε, όπως τον βρίσκει κάθε γενιά που ακολουθεί, «σημαίνει να ξαναβρείς λέξεις σαν κι αυτές, να τις αποκαταστήσεις στην αρχική τους σημασία. Ρομαντικός: εκείνος που αγκαλιάζει με αγάπη τις ιδέες, τις ιδέες πέρα από τη βιωσιμότητά τους. Περιπλανώμενος: αυτός που αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως ένα σκηνικό μόνιμου ταξιδιού. Τυχοδιώκτης: εκείνος που αντιλαμβάνεται τη ζωή ως μια περιπέτεια της οποίας οι συνέπειες δεν μπορούν να υπολογιστούν».
Ο Τσε είναι ίσως μια μοναδική περίπτωση στον 20ό αιώνα, έναν αιώνα που καταβρόχθισε σαν ένας άλλος Κρόνος τους πρωταγωνιστές του και στάθηκε ανελέητος ακόμη και απέναντι σε αυτούς που άξιζαν περισσότερο, καταδικάζοντάς τους σε μια γρήγορη λήθη. Ο Τσε αποτελεί μιαν εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα της λήθης. Πώς εξηγείται άραγε αυτή η αντοχή του μύθου τού Τσε; «Γιατί -αναρωτιέται ο Εντουάρντο Γκαλεάνο- ο Τσε έχει αυτή την επικίνδυνη συνήθεια να συνεχίζει να γεννιέται;». Ο Ουρουγουανός συγγραφέας δίνει μιαν απάντηση: «Οσο περισσότερο τον προσβάλλουν, τον χειραγωγούν, τον προδίδουν τόσο περισσότερο ο Τσε γεννιέται. Και μάλιστα είναι εκείνος που γεννιέται περισσότερο από όλους. Ισως επειδή λέει αυτό που σκέφτεται και κάνει αυτό που λέει. Πράγμα εξαιρετικά ασυνήθιστο σε έναν κόσμο όπου τα λόγια και τα έργα σπάνια συναντιούνται. Και αν συναντηθούν, δεν χαιρετιούνται, επειδή δεν γνωρίζονται».
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/06/2006
Κριτικές
24/02/2024, 17:20
21/02/2013, 21:59