0
Your Καλαθι
Τα Αντικριτικά Ι. Θέατρο 1990-1998
Με σχέδια της Έλλης Σολομωνίδη Μπαλάνου
Περιγραφή
Οι δύο τόμοι των Αντικριτικών, και ο προηγηθείς των Κριτικών, διαβάζονται όπως και οι θεατρικές κριτικές του Keneth Tynan, ή, τα, πριν και μετά την Βαβέλ, κείμενα του George Steiner, ως αυτοτελείς δημιουργίες. Τέρπουν άμα και διδάσκουν, χωρίς να το επιδιώκουν με το ανεπανάληπτο, τακοπουλικόν «μεταροϊδιον» χιούμορ και πνεύμα τους.
Ο Πάρις Τακόπουλος σε ό,τι γράφει είτε ποίηση, είτε διήγημα, είτε μυθιστόρημα, είτε θέατρο, κριτική ποιεί, ακόμα και όταν γράφει κριτική. Υπάρχει μια ενότης ύφους στα γραπτά του, αποτελούσα την πεμπτουσία του έργου του κι η οποία μετατρέπεται σε αριστοτέλεια «εξ-ουσία» με την Κενή Διαθήκη του, την χαρακτηρισθείσα από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ως το πιο επαναστατικό και πρωτότυπο έργο, τύποις και ουσία, στην γλώσσα μας, και το μοναδικό στην Ελλάδα ανάλογο της γραφής του λόγου, του James Joyce.
Η κριτική του «καθαρού» λόγου της Κενής Διαθήκης μετά του σχετικού γλωσσαρίου προόρισται να είναι ο τέταρτος τόμος των αντι-αυτοκριτικών του, όστις πιθανόν να προηγηθεί του τρίτου «Απόκρυφου» τόμου της Κενής Διαθήκης, όστις, φυσικά, θα ακολουθήσει τα Αντικριτικά, μέχρι της τελικής εξαντλήσεώς σας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Πάρις Τακόπουλος αποτελεί μοναδική περίπτωση συστηματικού «βασανιστή» της γλώσσας. Τόσο στο θέατρο, που συνήθως γράφει, όσο και στα πεζά του (με κυριότατο την «Κενή Διαθήκη» του), μα και στις κριτικές του ακόμη, πέραν του αστείρευτου και δηκτικότατου χιούμορ του, χαίρεται να «βιάζει» τις λέξεις με τον απώτερο ανόσιο σκοπό να καταδείξει το κρυμμένο τους νόημα -διαφορετικό πάντα απ' το καταχωριζόμενο στο λεξικό Μπαμπινιώτη! Στα έργα του ελλοχεύει διαρκώς ένας δαίμονας, που αναρωτιέται τι όντως σημαίνουν οι λέξεις, και στηρίζεται στις ποικίλες παρηχήσεις, τις παρετυμολογήσεις, τις παρα-ορθογραφήσεις και κάθε λογής στρεβλώσεις για να τους αποσπάσει πειθαναγκαστικά μιαν ομολογία ενοχής: πως δηλαδή πίσω απ' την «επίσημη» σημασία τους κρύβουν πολλές άλλες, ανεπίσημες, παράνομες, καταχρηστικές, επικίνδυνες... Κάνοντας «την τρίχα τριχιά», πιάνοντας και την πιο αθώα και προσδίδοντάς της περιεχόμενο πολιτικό ή σεξουαλικό, γελοιοποιώντας την ή γυρνώντας της τη φόδρα ανάποδα, πείθει στο τέλος πως πολλά κρύβονται κάτω από τα χιλιοτριμμένα σύμβολα της γλώσσας, που ούτε καν τα υποψιαζόμαστε. Ενίοτε μάλιστα μας παρασύρει να δεχτούμε πως η παρασημασιολογία είναι και η μόνη νόμιμη ερμηνεία... Τυπικό παράδειγμα: το «πανταλύνο» του, που αποκαλύπτει τη βαθύτερη φύση του παντελονιού, αφού ...πάντα το λύνεις!
Το πείραμα -κάθε πείραμα!- έχει πολλά τρωτά, αλλά δεν μπορεί κανείς να του αρνηθεί την πρωτοτυπία -ιδίως εφόσον δεν περιορίζεται σ' ένα πνευματώδες κείμενο αλλά σ' εκατοντάδες σελίδες διαφορότατων ειδών λόγου. Αν πετυχαίνει; Καμιά «μανιέρα» δεν πετυχαίνει την καθολική αποδοχή. Αποτελεί ωστόσο μιαν αισθητική υπερβολή, που δείχνει έναν δρόμο ιδιαίτερο, όπως και το να διακοσμήσεις ένα σπίτι αποκλειστικά με αντικείμενα και έπιπλα art nouveau. Δύσκολο, ευφάνταστο, σαγηνευτικό και προκλητικό, αλλά φυσικά όχι για όλους! Ευτυχώς, θα 'λεγε ο ίδιος ο δημιουργός του!...
Οι δύο τόμοι των «Αντικριτικών» τού Π. Τακόπουλου περιέχουν θεατρικές κριτικές του από το 1990 ώς σήμερα. (Οι παλιότερες περιέχονται στον τόμο των «Κριτικών» του, που βγήκε το 2002). Καθώς σημειώνει αυτοβιογραφούμενος, τις γράφει «ανελλιπώς, επιτιθέμενος μανιωδώς κατά πασών των κακών μεταφράσεων, οι οποίες είναι ομολογουμένως περισσότερες από τις κριτικές του», κι άξιζαν να συγκεντρωθούν διότι δεν αποτελούν τυπικές παρουσιάσεις, θετικές ή αρνητικές, κάποιων παραστάσεων, αλλά ιδιόμορφα σύντομα κριτικά-σατιρικά «μονόπρακτα», εξ αφορμής των όσων συμβαίνουν επί σκηνής στο ελληνικό θέατρο.
Ο κριτικός μ' όλο του το φιλολογικό οπλισμό (παρ' ότι μη φιλόλογος) και με αρτιότατη γνώση του διεθνούς θεατρικού ρεπερτορίου, καθό συνεπής θεατής επί μισόν αιώνα, κρίνει, συγκρίνει και ξεσκίζει με αγγλικό φλέγμα τα κακώς κείμενα, τις διαστρεβλώσεις αρχαίων και νέων συγγραφέων, τους θεατρινισμούς και τους επιτυχείς ή ατυχείς νεωτερισμούς στο σκηνικό χώρο. Βέβαια, για να παρακολουθήσεις το λόγο του, πρέπει να 'σαι γνώστης, αλλιώς πολλά απ' τα φραστικά και νοηματικά παιχνίδια, που συχνά διαδέχονται το 'να τ' άλλο σαν καταιγιστικά πυρά εν ώρα μάχης, τα χάνεις. Μολαταύτα το αίτημα «απλής» γραφής, της «κατανοητής απ' τους πολλούς και τους αμύητους», είναι κι αυτό παρεξηγημένο. Δεν μπορεί να εφαρμόζεται απολύτως, παρά μόνο στις οδηγίες χρήσεως οικιακών συσκευών!... Οι υπόλοιποι μπορούν δα να και μη διαβάζουν Τακόπουλο...
Αλλ' ας περάσουμε στην ουσία: έχω δει, είν' αλήθεια, λίγο θέατρο στην Ελλάδα! Κι αυτό γιατί είχα την ατυχία, τις περισσότερες φορές, να υποστώ τον απερίγραπτο εκείνο φανφαρονισμό και τη μεγαλοστομία με τις δραματικές φωνάρες, τις κληρνομημένες από παλιότερες γενιές ηθοποιών, και τις βαρύγδουπες, κλαψιάρικες ή φαρσοκωμωδιακές ερμηνείες, που δεν αποσκοπούσαν παρά στην αυτοπροβολή του πρωταγωνιστή! Υστερα, ήταν και οι μεταφράσεις, όπου ως γνώστης, ιδίως του αρχαίου δράματος, παρακολούθησα με κατάθλιψη τις απερίγραπτες αλλοιώσεις των κειμένων αλλά και των ρόλων, ώστε ν' αποσπάται διαρκώς βίαια απ' το κοινό ένα χαμόγελο ή ένα καταναγκαστικό ερύθημα με ομοφυλοφιλικά κουνήματα των ηθοποιών εν μέση Επιδαύρω (την ώρα που ο Αριστοφάνης τίποτε σχετικό δεν υπαινισσόταν για τα συγκεκριμένα πρόσωπα), ή με τη χυδαιολογία αυξημένη στο δεκαπλάσιο από κείνην του πρωτοτύπου, και άλλα ακατάπιωτα. Το πιο εκνευριστικό ήταν όμως πως την άλλη μέρα στις επιφυλλίδες των εφημερίδων όλα ήταν «θαυμάσια», καμία επιφύλαξη, καμία επίκριση ποτέ για τίποτε! Ενιωσα λοιπόν πως αυτά θεωρούνται «φυσικά» μας κι αφού αυτά δεν μ' άρεσαν (λ.χ. δεν γελάω με τους ομοφυλόφιλους, ούτε επί σκηνής ούτε εκτός αυτής!), κράτησα τις αποστάσεις μου!
Το βιβλίο του Π. Τακόπουλου ήρθε να δικαιώσει πολλούς απ' τους ενδοιασμούς μου, να ενισχύσει μ' επιχειρήματα τις διαισθητικά συγκροτημένες αντιλήψεις μου, να καυτηριάσει με πένα αιμοσταγή μάστιγες που 'χουν στοιχειώσει το θεατρικό χώρο. Συνάμα, κάθε κριτική του ανοίγει κι έναν διάλογο με τους συντελεστές της παράστασης, κάτι που ζωντανεύει το γράψιμο και σε μεταφέρει στη σκηνή που παίχτηκε, σαν να 'σουν παρών. Λυπάσαι για τις καλές που έχασες και χαίρεσαι για τα αίσχη που γλίτωσες! Τα δε χαρακτηριστικά σχέδια της Σολομωνίδη - Μπαλάνου, που κοσμούν το βιβλίο, αποδίδουν εκφράσεις, κινήσεις, χειρονομίες και ύφη πιο ζωντανά απ' ότι αν τα 'βλεπες απ' τη σειρά των επισήμων.
Κουραστική μένει μονάχα η αναλυτική απαρίθμηση όλων των συντελεστών κάθε παράστασης, κάτι για το οποίο υπάρχει όμως κι ο αντίλογος, πως δεν πρέπει δηλαδή και οι μικροί «διονυσιακοί τεχνίτες» να παραγκωνίζονται διαρκώς προς όφελος των διάσημων ονομάτων και των σκηνοθετών. Αλλωστε, απ' τους καλούς εξ αυτών δε θα ξεπεταχτούν οι πρωταγωνιστές τής αύριον;...
Ο Τακόπουλος δεν αφήνει περιθώρια για «προθέρμανση» του αναγνώστη. Απ' την πρώτη κιόλας αράδα του Προλόγου του ξεκινάει σαρκάζοντας συναδέλφους κριτικούς κι αυτοσαρκαζόμενος ανελέητα:
Το «γράφω άρα υπάρχεις» είναι πολλές φορές τόσο σημαντικό, όσο και το «γράφω άρα υπάρχω». Βέβαια εγώ θα είχα προ πολλού γίνει ανύπαρκτος, εάν η ζωή μου εξαρτάτο από το τι δεν γράφουν οι άλλοι για μένα!...
Περισσότερες συστάσεις είναι εκ του περισσού...
Εξ όνυχος τον λέοντα!..
ΣΤΑΝΤΗΣ Ρ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 08/04/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις