Οι ναυαγοί της Πασιφάης ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ

Ένα χειρόγραφο. Μυθιστόρημα
Έκπτωση
77%
Τιμή Εκδότη: 23.44
5.50
Τιμή Πρωτοπορίας
+
364340
Συγγραφέας: Ταμβακάκης, Φαίδων
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες:503
Ημερομηνία Έκδοσης:01/12/2005
ISBN:2229600507711

Περιγραφή


Χάρη στη διπλή μορφή του μυθιστορήματος, ταξιδιωτικό στυλ και
μνημοτεχνική μέθοδος, ο συγγραφέας μπόρεσε να αφήσει τους τρεις
ναυαγούς του ελεύθερους να τρέξουν στο άγνωστο νησί, να έρθουν
αντιμέτωποι με τη φύση και με τους εαυτούς τους, και να
γνωρίσουν τους Αριόι... Όπως ο Μιχάλης, ο Αντώνης και ο
Γαβρήλος, έτσι και ο συγγραφέας συνάντησε τυχαία τη χαμένη
κάστα της Πολυνησίας, την επίλεκτη ομάδα των θεατρίνων που
περιέπλεαν τον Ειρηνικό οργανώνοντας μεγάλα μουσικά και
θρησκευτικά γλέντια που κατέληγαν πάντοτε σε ερωτικά όργια. Οι
Αριόι εξαφανίστηκαν περί τα μέσα του 19ου αιώνα, μετά από
ανελέητο κυνηγητό των ιεραποστόλων, και μαζί τους πήραν τη
μυθολογία και τη μουσική, την ποίηση και τη σκηνική τέχνη όλων
των νησιωτικών λαών του Ειρηνικού, δηλαδή τη μνήμη. Οι ναυαγοί
της Πασιφάης προσπαθούν να την ξαναβρούν.







ΚΡΙΤΙΚΗ




Ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος του Φαίδωνα Ταμβακάκη «Οι ναυαγοί της Πασιφάης» προς το τέλος του βιβλίου λέγει: «Μερικές φορές αναλογίζομαι κάτι που μου έκανε εντύπωση στα ταξιδιωτικά βιβλία. Μου άρεσε και λόγω επαγγέλματος να διαβάζω αφηγήσεις για ταξίδια εξερεύνησης και ταξίδια περιήγησης σε μακρινούς τόπους, ειδικά στην Ωκεανία, για τα οποία έχουν γράψει δεκάδες τους τελευταίους τρεις αιώνες. Με παραξένευε, λοιπόν, που πάντοτε, σε διαβεβαιώ, δεν υπάρχει εξαίρεση, ο εγγλέζος, γάλλος, ισπανός, αμερικανός ή οποιασδήποτε άλλης προέλευσης συγγραφέας οποιασδήποτε περιόδου αναφέρεται στα πρόσωπα και στα πράγματα που συνάντησε ωσάν να μην πρόκειται ποτέ οι άνθρωποι που περιγράφονται να τα διαβάσουν!».

Δεν ξέρω αν ο συγγραφέας της «Πασιφάης» αρεσκόταν λόγω χόμπι ­είναι μανιώδης ιστιοπλόος­ να διαβάζει, όπως ο ήρωάς του, αφηγήσεις για ταξίδια εξερεύνησης και περιήγησης σε μακρινούς τόπους. Αυτό που ξέρω είναι ότι το απρόσμενο και συναρπαστικό μυθιστόρημά του βγαίνει από αυτή την αφηγηματική παράδοση, την κατά κανόνα ξένη και σχεδόν ανύπαρκτη στα νεοελληνικά γράμματα. Και θεωρώ περισσότερο και από βέβαιο ότι οι άνθρωποι που περιγράφει αποκλείεται να το διαβάσουν, όντας απολύτως φανταστικοί, έστω και αν ο συγγραφέας κατορθώνει να μας πείσει για τη μυθιστορηματική τους υπόσταση, να μας τους κάνει οικείους και συμπαθείς.

Τον αναγνώστη μου, πάντως, θα τον συμβούλευα να μην μπει στην περιπέτεια της ανάγνωσης ενός μυθιστορήματος 500 σελίδων αν δεν τον γοητεύουν αυτού του είδους οι αφηγήσεις. Αντίθετα, εκείνοι που στα προεφηβικά ή στα εφηβικά τους χρόνια μαγεύτηκαν από το πασίγνωστο μυθιστόρημα «Ροβινσών Κρούσος» του Ντιφόου και το «Η νήσος με τον θησαυρόν» του Στίβενσον ή, αργότερα, με τον «Μόμπι Ντικ» του Μέλβιλ ­ονόματα που ρητά αναφέρονται μέσα στην ιστορία του Ταμβακάκη­ θα νιώσουν τη νοσταλγία τους να ερεθίζεται από τις περιπέτειες των «Ναυαγών της Πασιφάης», μολονότι ο συγγραφέας τους σκοπεύει λιγότερο στην αναβίωση ενός δημοφιλούς είδους του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα και περισσότερο σε μια μεταμοντέρνα εκμετάλλευση του κλασικού μύθου.

«Τώρα που η γη μετρήθηκε κι αλυσοδέθηκε στη θάλασσα», όπως λέει ο Μιροσλάβ Χόλουμπ, ο λαμπρός τσέχος ποιητής, τρεις σημερινοί έλληνες κυνηγοί περιπετειών, ένας εκδότης που εκποίησε τα υπάρχοντά του για να αγοράσει ιστιοπλοϊκό σκάφος και δύο φίλοι του ναυτικοί, ερασιτεχνικής μάλλον ναυτοσύνης, καταφέρνουν να ναυαγήσουν κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες σε ένα άγνωστο και αχαρτογράφητο νησί του Ειρηνικού.

Από την αρχή κιόλας η μυθιστορηματική σύμβαση εμπεριέχει ένα στοιχείο ειρωνείας. Ο αναγνώστης καλείται να αποδεχθεί το απίθανο, αλλιώς η σύμβαση δεν λειτουργεί. Και ο συγγραφέας δεν κάνει ζαβολιές. Παραιτούμενος από κάθε αξίωση αληθοφάνειας, εξαπολύει τους ήρωές του σε μια δίνη απίστευτων περιπετειών, με ανυπόκριτη (ή υποκριτική;) σοβαρότητα. Τον πρώτο καιρό οι ήρωές του ακολουθούν το κλασικό πρόγραμμα κάθε ναυαγού που σέβεται τον εαυτό του· προσπαθούν, δηλαδή, να ανιχνεύσουν το άγνωστο περιβάλλον, να λύσουν επείγοντα προβλήματα στέγης και διατροφής, να επισημάνουν τους πιθανούς κινδύνους, να έρθουν σε επαφή με τους ντόπιους και να εκτιμήσουν τις δυνατότητες της επιστροφής τους. Το στάδιο αυτό ο συγγραφέας το διανύει με άνεση και δεξιοτεχνία, χωρίς να διατρίβει σε φορτικές λεπτομέρειες, εφόσον βεβαίως ο στόχος του δεν είναι η αφήγηση των συνθηκών επιβίωσης των ναυαγών του αλλά η σχέση που αυτοί συνάπτουν, ο καθένας με τον τρόπο του, με τους απίθανους και γοητευτικούς κατοίκους του νησιού, τους Αριόι.

Ο συγγραφέας στο ενυπόγραφο κείμενο που δημοσιεύεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του εξομολογείται: «Οι Αριόι εξαφανίστηκαν περί τα μέσα του 19ου αιώνα, μετά από ανελέητο κυνηγητό των ιεραποστόλων, και μαζί τους πήραν τη μυθολογία και τη μουσική, την ποίηση και τη σκηνική τέχνη όλων των νησιωτικών λαών του Ειρηνικού, δηλαδή της μνήμης. "Οι ναυαγοί της Πασιφάης" προσπάθησαν να την ξαναβρούν».

Οι Αριόι, όπως με πληροφόρησε ο συγγραφέας, ο οποίος όντως περιπλανήθηκε για χρόνια μέσα στη σχετική βιβλιογραφία, υπήρξαν πραγματικά και κάποια από τα στοιχεία του χαμένου τους πολιτισμού τού χρησίμευσαν ως έναυσμα. Ωστόσο, το ερώτημα ποιος είναι ο πυρήνας της πραγματικότητας μέσα στη μυθοπλασία στερείται σημασίας και η ερώτησή μου δεν είχε άλλο σκοπό παρά την ικανοποίηση μιας παιδιάστικης περιέργειας που με κατέλαβε όταν τελείωσα την ανάγνωση της «Πασιφάης». Εκείνο που έχει σημασία για τον αναγνώστη είναι η απόλαυση μιας εξόχως ευφάνταστης περιπέτειας και η μαστοριά με την οποία ο συγγραφέας μέσα από τα απίστευτα επεισόδια που επινοεί συντάσσει ένα καλοδομημένο μυθιστόρημα, με ήρωες που αποκτούν σαφή περιγράμματα και γίνονται αξιομνημόνευτοι ­ τόσο οι οιονεί πραγματικοί ναυαγοί όσο και οι φανταστικοί κάτοικοι του τόπου, στους οποίους πρέπει να συνυπολογίσουμε και τους παλιούς καπετάνιους ή πειρατές που ξέπεσαν στο αχαρτογράφητο νησί, ηλικίας 150 περίπου ετών σήμερα, τους εν μέρει γνωστούς από την ταξιδιωτική φιλολογία.

Η έννοια του χρόνου, βεβαίως, χάνει εντελώς το νόημά της σε έναν τόπο του οποίου οι κάτοικοι είναι αθάνατοι. Τον χρόνο τον μετρούν οι αναμνήσεις και χωρίς αναμνήσεις, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, ο χρόνος είναι στάσιμος. Οι Αριόι είναι αμνήμονες και ως εκ τούτου αθάνατοι. Οι βασιλιάδες τους είναι οι θεματοφύλακες της μνήμης τους αλλά αυτοί έχουν τη δυνατότητα να μπαινοβγαίνουν στον θάνατο. Οι τρεις ναυαγοί, από ένα σημείο και πέρα, παύουν να αναζητούν τρόπο διαφυγής και επιστροφής και κυνηγούν μετά μανίας το μυστικό των Αριόι· εκτός από τον Γαβρήλο που, έχοντας ανακαλύψει ένα δραστικό ναρκωτικό, ζει μέσα στην παραδείσια νιρβάνα του.

Το παιχνίδι με τη μνήμη και τον χρόνο ωθεί τον αναγνώστη προς μια αλληγορική ανάγνωση της «Πασιφάης». Οι αφηγήσεις αυτού του τύπου ενέχουν ούτως ή άλλως έναν τέτοιον προσανατολισμό. Το ευτύχημα είναι ότι ο συγγραφέας δεν εκβιάζει μια αλληγορική εκδοχή ούτε μας πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση. Υπάρχουν νύξεις που ερεθίζουν τη διάθεση του αναγνώστη να ανιχνεύσει τις αλληγορικές προεκτάσεις τους αλλά ο συγγραφέας ελέγχει ικανοποιητικά τις σχετικές διαθέσεις και μας επαναπροσανατολίζει προς την ουσιαστική διάσταση της ιστορίας του που είναι, πιστεύω, η περιπέτεια των ηρώων του, με τις απροσδόκητες ανατροπές των καταστάσεων και τις σκοτεινές απειλές που διαγράφονται για τη μοίρα τους, με τη συμμετοχή τους στις μεγαλοπρεπείς τελετουργίες των Αριόι, με τις εμπλοκές τους, ερωτικές ή μη, με τους ανεξιχνίαστους ιθαγενείς και τις σαγηνευτικές γυναίκες τους, με τις απρόοπτες συναντήσεις τους με τους υπεραιωνόβιους πειρατές και τα κακοποιά τους σχέδια και με τη διαρκή βαριά σκιά του ηφαιστείου που απειλεί με αφανισμό ολόκληρο το νησί.

Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι «Οι ναυαγοί της Πασιφάης» δεν προσφέρονται σε μιαν ανάγνωση όμοια με εκείνη στην οποία καλεί «Ο βασιλιάς των μυγών» του Γκόλντινγκ ή «Ο Παρασκευάς» του Τουρνιέ ­ για να σταθώ στα σχετικώς πρόσφατα και μεταφρασμένα στα ελληνικά γνωστά παραδείγματα. Το μυθιστόρημα του Ταμβακάκη καλεί τον αναγνώστη σε μια ανεπιφύλακτη εγκατάλειψη στην ηδονή της περιπέτειας, όμοια με εκείνη που εβίωνε στα παιδικά του χρόνια, όταν διασκέδαζε με τη ροή της δράσης, χωρίς να ψάχνει για δεύτερα επίπεδα ή να βασανίζεται με την αναζήτηση βαθύτερων νοημάτων. Το γεγονός ότι ενδέχεται να αισθανθεί, μαζί με τον μόνο επιζήσαντα ναυαγό, τον αφηγητή της ιστορίας, ωριμότερος μετά το τέλος της περιπέτειας είναι μια άλλη ιστορία, διόλου ασήμαντη φυσικά.

Διόλου ασήμαντη εξάλλου είναι κι ό,τι θεωρώ βασική αρετή του μυθιστορήματος: να διασκεδάζει τον αναγνώστη με την πιο γνήσια και ουσιαστική σημασία της λέξης, αρετή που σπάνια συναντάται στην πεζογραφία μας, ακόμη κι όταν πασκίζει απεγνωσμένα να μας διασκεδάσει επιστρατεύοντας δήθεν πικάντικα πορνογραφικά καρυκεύματα ή άνοστα, δήθεν χιουμοριστικά, μυρωδικά. Εκτός από τις ευφάνταστες ιστορίες τους, «Οι ναυαγοί της Πασιφάης» τέρπουν και με την καλοδουλεμένη γραφή τους, την εύστοχη λειτουργικά γλώσσα τους. Ο ώριμος πλέον συγγραφέας πέτυχε να δώσει στην αφήγησή του τον σωστό τόνο. Χωρίς να ανατρέπει ή να παρωδεί τον παραδοσιακό μύθο του, τον υπονομεύει ελαφρώς με την αδιόρατη ειρωνεία που προκύπτει από τη σοβαρότητα με την οποία ο αφηγητής του εκθέτει την απίστευτη εμπειρία του.

Σπύρος Τσακνιάς, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 26-04-1998

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!