0
Your Καλαθι
Το μούδιασμα
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Καθόταν τώρα στο παγκάκι, σκεπάζοντας το πρόσωπό του με τις χούφτες, γνωρίζοντας πως το να σκέφτεται ότι δεν θα κρατήσει για πάντα δεν είχε κανένα νόημα. Ήξερε όμως και πως στην περίπτωση αυτή, όταν η παρατήρηση των άλλων ανθρώπων δεν αρκούσε για να τον αποσπά από το ανυπόφορο, όταν δεν υπήρχε ούτε καν μια όμορφη σεξουαλική γυναίκα για να την παρατηρήσει και να ξεχαστεί, να ξεχαστεί οπτικά μέσα στο σώμα της, έπρεπε να βρίσκει κάποιον άνθρωπο και να πιάνει κουβέντα μαζί του. Οποιονδήποτε άνθρωπο, γνωστό ή άγνωστο, δεν είχε σημασία, αρκεί να απασχολούσε τη σκέψη του, οτιδήποτε κι αν έλεγαν, ούτε αυτό είχε σημασία, ακόμα κι αν αναγκαζόταν να τον προκαλέσει για ν’ αρχίσουν να μιλάνε, ναι, ακόμα κι αν τσακώνονταν, αρκεί να μιλούσαν, ακόμα κι αν έφταναν στα πρόθυρα της δολοφονίας, αρκεί να μιλούσαν, να μιλούσαν και να έδιωχνε έτσι το Μούδιασμα, μόνο αυτό είχε σημασία.
Ολόγυρα υπήρχαν φιγούρες που κάθονταν σε παγκάκια και μιλούσαν μεταξύ τους, υπήρχαν φιγούρες που διέσχιζαν το πάρκο, υπήρχαν περιστέρια, συγκεντρωμένα για κάποιο λόγο σ’ ένα σημείο και, πίσω από τα περιστέρια, υπήρχε ένας άντρας, αυτός ήταν ο λόγος, ναι, ένας άντρας που καθόταν κάτω και τάιζε τα περιστέρια. Με την κούτα στηριγμένη στους αγκώνες του πλησίασε τότε τον άντρα. Δεν ήξερε τι θα μπορούσε να του πει. Το γεγονός όμως ότι έδιωξε τα περιστέρια καθώς άφησε κάτω την κούτα και κάθισε δίπλα του ήταν μια καλή αφορμή. «Συγγνώμη», είπε, «τα έδιωξα». Ο άντρας δεν του απάντησε. «Θα ξαναγυρίσουν, μου άρεσε και μένα να τα ταΐζω. Ήμουν παιδί τότε, ο καιρός περνάει γρήγορα, τώρα έχω εγώ ένα παιδί». Ο άντρας τον κοιτούσε στα μάτια. «Αρέσει και σ’ αυτό να ταΐζει τα περιστέρια». Τον κοιτούσε στα μάτια αλλά δεν έλεγε τίποτα. «Του αρέσει και να τα τρομάζει» συνέχισε εκείνος. «Έχουμε αναπτύξει μια τεχνική. Τα πλησιάζει σιγά σιγά και κάθεται κάτω πολύ ήσυχα, μέχρι να τον συνηθίσουν. Ύστερα πετάγεται πάνω και σηκώνει τα χέρια». Είχε πια αρχίσει να τον ενοχλεί αυτό το σιωπηλό μετωπικό βλέμμα. «Και τα περιστέρια σκορπίζουν», είπε, «σαν να βγαίνουν μεσ’ απ’ τα χέρια του». Ήταν κάτι παραπάνω από ενόχληση – τον διαπερνούσε το ανατρίχιασμα που ένιωθε καμιά φορά μπροστά στα ζώα, κυρίως όταν μια γάτα στεκόταν ακίνητη και τον κοιτούσε. «Ας μιλήσουμε!» φώναξε στον άντρα. Και τότε αυτός έδειξε το στόμα του με το δάχτυλο. Κι εκείνος, καταλαβαίνοντας πως έφερνε σε δύσκολη θέση έναν άνθρωπο που δεν είχε τελικά τη δυνατότητα να μιλήσει, έβγαλε χωρίς να το θέλει ένα μούγκρισμα κατηγορίας προς τον εαυτό του. Άρχισε τότε να μουγκρίζει και ο άντρας, για λίγο αντάλλαξαν μουγκρίσματα –ο άντρας έδειχνε την κούτα και μούγκριζε, αυτός εξηγούσε με χειρονομίες και μουγκρίσματα– έτσι που έμεινε στο τέλος η αίσθηση ότι οι δυο τους είχαν πράγματι μιλήσει.
Καθώς απομακρυνόταν από το χέρι του άντρα, πάνω στο οποίο άφησε ένα νόμισμα, σκεφτόταν πόσο γρήγορα εξαφανίστηκε το Μούδιασμα στη διάρκεια εκείνης της συνομιλίας. Πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο εξαφανιζόταν στις κανονικές συνομιλίες με τους ανθρώπους – λες και η φύση του Μουδιάσματος, μια φύση αναμφίβολα κοινωνική, δεν άντεξε έναν τέτοιο πρωτογονισμό, μια τέτοια βαρβαρότητα, λες και εκδιώχθηκε απ’ το ρόπαλο εκείνης της συνομιλίας με μουγκρίσματα. Παρότι βέβαια, ακόμα και αν όντως συνέβη έτσι –κι έτσι ακριβώς συνέβη!– η γνώση αυτή δεν ήταν μια γνώση πάνω στην οποία θα μπορούσε να οικοδομήσει τη ζωή του: οι περισσότεροι άνθρωποι μιλούσαν, ναι, όλοι σχεδόν μιλούσαν, σου απηύθυναν τον λόγο κι έπρεπε να τους απαντάς, χρειαζόσουν κάτι κι έπρεπε να μιλάς για να το πάρεις, αγαπούσες κάποιον κι έπρεπε να του μιλήσεις, τον μισούσες κι έπρεπε να του μιλήσεις, ήθελες να μάθεις τι σκέφτεται κι έπρεπε να μιλήσετε, ήθελες να τον αποφύγεις για πάντα κι έπρεπε να μιλήσετε, δεν μπορούσες να παρασύρεις κανέναν σε μια συνομιλία με μουγκρίσματα, θα σε περνούσαν για τρελό και θα σε εκτόπιζαν, σίγουρα δεν γινόταν να εφαρμοστεί μια τέτοια γνώση, ναι, αυτή ήταν άλλωστε η μοίρα των αληθινών γνώσεων, να παραμένουν άχρηστες, να μη γίνεται να εφαρμοστούν στη ζωή, μολονότι εμείς συνεχίζουμε να ζούμε με αυτές τις γνώσεις, εμείς ζούμε πάντοτε με αυτά που δεν μας βοηθάνε να ζήσουμε, εμείς ζούμε με αυτά εναντίον των οποίων πρέπει να ζήσουμε, σκεφτόταν και επαναλάμβανε τα τελευταία λόγια μέσα του, ξανά και ξανά, ώσπου άκουσε μια δυνατή φωνή και είδε τότε κάποιον να τον χαιρετάει από μακριά.
Ολόγυρα υπήρχαν φιγούρες που κάθονταν σε παγκάκια και μιλούσαν μεταξύ τους, υπήρχαν φιγούρες που διέσχιζαν το πάρκο, υπήρχαν περιστέρια, συγκεντρωμένα για κάποιο λόγο σ’ ένα σημείο και, πίσω από τα περιστέρια, υπήρχε ένας άντρας, αυτός ήταν ο λόγος, ναι, ένας άντρας που καθόταν κάτω και τάιζε τα περιστέρια. Με την κούτα στηριγμένη στους αγκώνες του πλησίασε τότε τον άντρα. Δεν ήξερε τι θα μπορούσε να του πει. Το γεγονός όμως ότι έδιωξε τα περιστέρια καθώς άφησε κάτω την κούτα και κάθισε δίπλα του ήταν μια καλή αφορμή. «Συγγνώμη», είπε, «τα έδιωξα». Ο άντρας δεν του απάντησε. «Θα ξαναγυρίσουν, μου άρεσε και μένα να τα ταΐζω. Ήμουν παιδί τότε, ο καιρός περνάει γρήγορα, τώρα έχω εγώ ένα παιδί». Ο άντρας τον κοιτούσε στα μάτια. «Αρέσει και σ’ αυτό να ταΐζει τα περιστέρια». Τον κοιτούσε στα μάτια αλλά δεν έλεγε τίποτα. «Του αρέσει και να τα τρομάζει» συνέχισε εκείνος. «Έχουμε αναπτύξει μια τεχνική. Τα πλησιάζει σιγά σιγά και κάθεται κάτω πολύ ήσυχα, μέχρι να τον συνηθίσουν. Ύστερα πετάγεται πάνω και σηκώνει τα χέρια». Είχε πια αρχίσει να τον ενοχλεί αυτό το σιωπηλό μετωπικό βλέμμα. «Και τα περιστέρια σκορπίζουν», είπε, «σαν να βγαίνουν μεσ’ απ’ τα χέρια του». Ήταν κάτι παραπάνω από ενόχληση – τον διαπερνούσε το ανατρίχιασμα που ένιωθε καμιά φορά μπροστά στα ζώα, κυρίως όταν μια γάτα στεκόταν ακίνητη και τον κοιτούσε. «Ας μιλήσουμε!» φώναξε στον άντρα. Και τότε αυτός έδειξε το στόμα του με το δάχτυλο. Κι εκείνος, καταλαβαίνοντας πως έφερνε σε δύσκολη θέση έναν άνθρωπο που δεν είχε τελικά τη δυνατότητα να μιλήσει, έβγαλε χωρίς να το θέλει ένα μούγκρισμα κατηγορίας προς τον εαυτό του. Άρχισε τότε να μουγκρίζει και ο άντρας, για λίγο αντάλλαξαν μουγκρίσματα –ο άντρας έδειχνε την κούτα και μούγκριζε, αυτός εξηγούσε με χειρονομίες και μουγκρίσματα– έτσι που έμεινε στο τέλος η αίσθηση ότι οι δυο τους είχαν πράγματι μιλήσει.
Καθώς απομακρυνόταν από το χέρι του άντρα, πάνω στο οποίο άφησε ένα νόμισμα, σκεφτόταν πόσο γρήγορα εξαφανίστηκε το Μούδιασμα στη διάρκεια εκείνης της συνομιλίας. Πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο εξαφανιζόταν στις κανονικές συνομιλίες με τους ανθρώπους – λες και η φύση του Μουδιάσματος, μια φύση αναμφίβολα κοινωνική, δεν άντεξε έναν τέτοιο πρωτογονισμό, μια τέτοια βαρβαρότητα, λες και εκδιώχθηκε απ’ το ρόπαλο εκείνης της συνομιλίας με μουγκρίσματα. Παρότι βέβαια, ακόμα και αν όντως συνέβη έτσι –κι έτσι ακριβώς συνέβη!– η γνώση αυτή δεν ήταν μια γνώση πάνω στην οποία θα μπορούσε να οικοδομήσει τη ζωή του: οι περισσότεροι άνθρωποι μιλούσαν, ναι, όλοι σχεδόν μιλούσαν, σου απηύθυναν τον λόγο κι έπρεπε να τους απαντάς, χρειαζόσουν κάτι κι έπρεπε να μιλάς για να το πάρεις, αγαπούσες κάποιον κι έπρεπε να του μιλήσεις, τον μισούσες κι έπρεπε να του μιλήσεις, ήθελες να μάθεις τι σκέφτεται κι έπρεπε να μιλήσετε, ήθελες να τον αποφύγεις για πάντα κι έπρεπε να μιλήσετε, δεν μπορούσες να παρασύρεις κανέναν σε μια συνομιλία με μουγκρίσματα, θα σε περνούσαν για τρελό και θα σε εκτόπιζαν, σίγουρα δεν γινόταν να εφαρμοστεί μια τέτοια γνώση, ναι, αυτή ήταν άλλωστε η μοίρα των αληθινών γνώσεων, να παραμένουν άχρηστες, να μη γίνεται να εφαρμοστούν στη ζωή, μολονότι εμείς συνεχίζουμε να ζούμε με αυτές τις γνώσεις, εμείς ζούμε πάντοτε με αυτά που δεν μας βοηθάνε να ζήσουμε, εμείς ζούμε με αυτά εναντίον των οποίων πρέπει να ζήσουμε, σκεφτόταν και επαναλάμβανε τα τελευταία λόγια μέσα του, ξανά και ξανά, ώσπου άκουσε μια δυνατή φωνή και είδε τότε κάποιον να τον χαιρετάει από μακριά.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις