0
Your Καλαθι
Τιμής ένεκεν
Περιγραφή
Οι ζωντανοί είναι απρόβλεπτοι. Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, κόντρα στη νεκροφιλική του παράδοση, αποφασίζει να τιμήσει ως Συγγραφέα του Έτους έναν δημιουργό που εξακολουθεί να αναπνέει.
Το Υπουργείο Πολιτισμού, η Εταιρεία Συγγραφέων και οι συντεχνίες του βιβλίου βυσσοδομούν, είτε για να φέρουν την απόφαση στα μέτρα τους είτε για να την παροπλίσουν. Τελικά κερδίζει το χρίσμα εκείνος που ενοχλεί λιγότερο τους περισσότερους. Σύντομα θα αποδειχθεί ότι ο Συγγραφέας του Έτους δεν είναι τόσο βολικός και πειθήνιος. Ανομολόγητοι πόθοι και ομολογημένα συμφέροντα προσμειγνύονται.
Η κοινή γνώμη αδιαφορεί για τα τεκταινόμενα, μέχρις ότου ξεσπάσει το σκάνδαλο που θα αφυπνίσει τη νοσηρή της περιέργεια. Μια κλωστή θα χωρίζει πλέον το τιμώμενο πρόσωπο από τον αποδιοπομπαίο τράγο.
Μετά την Καρδιά του κτήνους και την Πρώτη εμφάνιση, ο Πέτρος Τατσόπουλος υπογράφει ένα ακόμη μυθιστόρημα γύρω από τον σύγχρονο ελληνικό τραγέλαφο. Αυτή τη φορά ρίχνει μια αιχμηρή ματιά στον κόσμο του πνεύματος.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η γενιά την οποία αντιπροσωπεύει ο Πέτρος Τατσόπουλος στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία ήταν η πρώτη που απομάκρυνε οριστικά την πολιτική από το προσκήνιο της σκηνικής δράσης, για να βάλει στη θέση της μια μουντή και συνάμα σαθρή και αδιέξοδη καθημερινότητα: μια καθημερινότητα άξια άγριας ειρωνείας και χλευασμού, καθώς και στερημένη από τη δυνατότητα προσήλωσης σε οιαδήποτε κοινωνική, ηθική ή ιδεολογική αξία. Συγγραφείς όπως ο Τατσόπουλος, αλλά και όπως η Ερση Σωτηροπούλου, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος ή ο Αρης Σφακιανάκης, βρήκαν στην έμμεση παράφραση ή στην άμεση διακωμώδηση της πραγματικότητας μια ζωτική διέξοδο από την πολιτική απραξία και καθήλωση της μεταπολιτευτικής περιόδου. Δεν πορεύτηκαν όλοι κατά τον ίδιο τρόπο μέχρι τις μέρες μας. Ο Τατσόπουλος, πάντως, ο οποίος και μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, έμεινε σταθερά προσανατολισμένος στο πνεύμα της σάτιρας και της δηλητηριώδους απόστασης από τις έγνοιες και τα παθήματα των ηρώων του. Κι αν το 1994 μας έδωσε με την «Πρώτη εμφάνιση», για να μείνω στο προτελευταίο του μυθιστόρημα, μια πολύ σκληρή παρωδία του επαγγελματικού κόσμου του ελληνικού κινηματογράφου, με το ανά χείρας «Τιμής ένεκεν» επιφυλάσσει ανάλογη τύχη στον επαγγελματικό κόσμο του ελληνικού λογοτεχνικού βιβλίου -μια πολύ καλύτερα, ωστόσο, τώρα σκηνοθετημένη τύχη, με γλωσσικό και δραματουργικά σαφώς ισχυρότερο αποτέλεσμα.
Τρελό πανηγύρι με τους ήρωες
Η ιστορία που ξεδιπλώνει ο Τατσόπουλος στο «Τιμής ένεκεν» έχει ως χρόνο αναφοράς της το πολύ πρόσφατο παρελθόν (ας πούμε, την περίοδο της προηγούμενης κυβερνητικής θητείας) και παίζεται ανάμεσα σε τέσσερα πρόσωπα: τον Βασίλη Δημητράκο, ημιαποτυχημένο δελφίνο και υπουργό Πολιτισμού, τον Θωμά Μπακιρτζή, φιλόλογο και διευθυντή του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), τον Αντώνη Μαγκλίνη, ευρείας αποδοχής και αναγνώρισης πεζογράφο, και τον Ηλία Χουβαρδά, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΚΕΒΙ και συγγραφέα ο οποίος έχει περιπέσει από χρόνια σε σιωπή. Στην ιστορία εμπλέκονται πλήθος ακόμη πρόσωπα, περισσότερο ή λιγότερο τονισμένα, χωρίς, ωστόσο, κανένα από αυτά να μπορεί να διεκδικήσει τον απολύτως καθοριστικό ρόλο των τεσσάρων. Ο Τατσόπουλος στήνει ένα τρελό πανηγύρι μαζί τους, ρίχνοντάς τους σε μια εξπρεσιονιστικής έμπνευσης (με τερατολογικές διαστάσεις) περιπέτεια που έχει τα πάντα ή περίπου τα πάντα: ένα τιμητικό έτος Μαγκλίνη, που καταλήγει σε απίστευτο φιάσκο, ένα εξωελλαδικό υπουργικό σκάνδαλο, που κάποια στιγμή συμπλέκεται μοιραία με το λογοτεχνικό φιάσκο, κι ένα επεισόδιο έξαλλης παιδεραστίας, από το οποίο δεν λείπει το καυτό πιπέρι του εκβιασμού.
Πρώτη κατάκτηση του Τατσόπουλου: μολονότι όλη η δράση εξελίσσεται σ' έναν πολύ στενό και αφόρητα συντεχνιακό χώρο, ο αναγνώστης μπορεί να την παρακολουθήσει χωρίς να του χρειάζεται ούτε μία εσωτερική πληροφορία ή λεπτομέρεια. Και τούτο επειδή ο τρόπος με τον οποίο εικονογραφεί ο μυθιστοριογράφος τα μυστικά της συγγραφικής πιάτσας φωτίζει όχι μόνο τα δικά της, μικρής έτσι κι αλλιώς σημασίας κακά, αλλά και κάποια πολύ σοβαρότερα φαινόμενα του ευρύτερου ελληνικού περίγυρου: την άοκνη πάλη στους διαδρόμους της πολιτικής εξουσίας, το διάτρητο χαρακτήρα ακόμη και των πλέον έγκυρων και αποδεκτών θεσμών ή την πλήρη απουσία εμπιστοσύνης μεταξύ των οργανωμένων επαγγελματικών εταίρων. Και από αυτή την άποψη, ο Τατσόπουλος μοιάζει να απομακρύνεται αρκετά από τον ατομικισμό της παλαιότερης πρόζας του, καθώς και να κοιτάζει με παρατηρητικό και στέρεο βλέμμα το συλλογικό του πεδίο.
Δεύτερη κατάκτηση του Τατσόπουλου: η γλώσσα του έχει ωριμάσει και κατασταλάξει εντυπωσιακά, ενώ κατά τόπους μεταβάλλεται σε καταλύτη σαρκασμού και απομυθοποίησης των πάντων. Η τάση προς το συνεχές ευφυολόγημα (την καλογραμμένη, αλλά άσφαιρη ατάκα, να καραδοκεί ανά δέκα ή ανά είκοσι σελίδες), η οποία ταλαιπώρησε έντονα το συγγραφέα στην «Πρώτη εμφάνιση» (και όχι μόνο), βρίσκεται εδώ σε φανερή υποχώρηση, ενόσω όλως ξεχωριστή φροντίδα έχει καταβληθεί ώστε να αποκτήσει και ο καθένας εκ των τεσσάρων πρωταγωνιστών τη δική του, εντελώς προσωπική και αναγνωρίσιμη φωνή. Και μια και ο λόγος περί πρωταγωνιστών, αξίζει τον κόπο να πω πως ο Τατσόπουλος έχει μοιράσει ωραία τους βασικούς του χαρακτήρες ανάμεσα στην πολιτική καρικατούρα και το ψυχολογικό πορτρέτο. Πολιτική καρικατούρα, διανθισμένη κάποτε και με απροσποίητα πικρούς τόνους, για τον Διαμαντάκο και τον Μπακιρτζή, ψυχολογικό πορτρέτο, με προσεκτικά διαβαθμισμένες τόσο τις υπόγειες όσο και τις εξωτερικές του εντάσεις, για τον Μαγκλίνη και τον Χουβαρδά.
Κάποιες αδυναμίες
Τι δεν έχει κατακτήσει ο Τατσόπουλος; Την τόλμη να αφήσει πίσω του διά παντός τις ευκολίες και τους αυτοματισμούς του. Ο τραγέλαφος, για παράδειγμα, τον οποίο στήνει με τη γραμματεία της Προεδρίας της Δημοκρατίας είναι άσκοπα γκροτέσκος και φασαριόζικος, δεν προσθέτει το παραμικρό στην εξέλιξη του μύθου (θα μπορούσε να αφαιρεθεί εξ ολοκλήρου χωρίς να πειραχτεί ούτε μία τρίχα της κεφαλής του) και δημιουργεί την αίσθηση της πρόκλησης για την πρόκληση -μια πρόκληση που όπως όλες οι ανάλογες προκλήσεις βουτάει απλώς γενναία στο κενό. Αλλη, εξίσου άγευστη και απονευρωμένη κατάσταση, οι ανερμάτιστες σεξουαλικές επιδόσεις των νυμφιδίων που ακούνε στο όνομα Κορίνα και Βιβή -δεν πείθουν ως γελοιογραφίες, βγάζουν μάτι με τη χοντροκοπιά του ερωτισμού τους και, το χειρότερο, μας φιλοδωρούν με τεράστια χασμουρητά. Κι αυτές θα μπορούσαν να λείψουν εν σώματι από το βιβλίο, χωρίς να θίξουν το παραμικρό από τη δομή του.
Τέτοιου τύπου, βέβαια, δυσκολίες δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να μας οδηγήσουν σε αρνητικά συμπεράσματα. Το βιβλίο κερδίζει τον αναγνώστη με τη δραματουργία των προσώπων του και με το εσωτερικό πλέξιμο των γεγονότων του, μας κάνει να σκεφτούμε καλύτερα πάνω σε ποικίλες όψεις του δημοσίου βίου και μας παρασύρει γόνιμα και ευφρόσυνα στην αποκαθηλωτική λογική του. Οσο για το νεύμα μελαγχολίας με το οποίο μας αποχαιρετά, είναι το στυφό μήνυμα για έναν κόσμο ο οποίος ελάχιστες προοπτικές μοιάζει ικανός να υποσχεθεί για το μέλλον.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/11/2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
Προτού κλείσει τα σαράντα πέντε χρόνια του, ο Πέτρος Τατσόπουλος κοντεύει να συμπληρώσει ένα τέταρτο του αιώνα παρουσίας στα γράμματα. Πρωτοεμφανίστηκε το 1980 με τους Ανήλικους ως παιδί-θαύμα σε μια εγχώρια λογοτεχνική σκηνή που είχε προφανώς μεγάλη ανάγκη και από παιδιά και από θαύματα. Καθιερώθηκε σχεδόν αμέσως, μεσουράνησε με το Παυσίπονο και με την Καρδιά του κτήνους - βιβλία που σπανίως έλειπαν απ' τις νεανικές βιβλιοθήκες της εποχής - και εξέδωσε το 1994 την Πρώτη εμφάνιση, ένα μυθιστόρημα-ποταμό, που δεν γνώρισε την επιτυχία για την οποία προοριζόταν. Για την επόμενη δεκαετία ο Τατσόπουλος σίγησε μυθιστορηματικά, μα κάθε άλλο παρά εξαφανίστηκε από την πιάτσα: Εργάστηκε ως σύμβουλος εκδόσεων, ανέλαβε δική του εκπομπή βιβλίου στην τηλεόραση, δημοσιογράφησε, δίχως να σταματήσει να γράφει και διηγήματα, που κατά καιρούς κυκλοφορούσε σε τόμους. Ηταν λοιπόν και παραμένει ένας συγγραφέας με έντονη δημόσια παρουσία, ο οποίος μπορεί να συνδιαλέγεται με τους ομοτέχνους του και με την ίδια άνεση να παίρνει συνεντεύξεις από διάσημες τρανσέξουαλ ή ανερχόμενους πολιτικούς. Μια προσωπικότητα του χώρου με ευρύτερη απήχηση.
Ο τίτλος εργασίας
Πριν από λίγες εβδομάδες ο Πέτρος Τατσόπουλος εξέδωσε το πέμπτο μυθιστόρημά του με τίτλο Τιμής ένεκεν. Τυχαίνει να γνωρίζω τον προηγούμενο τίτλο - «εργασίας» - και να τον βρίσκω πιο εύστοχο από αυτόν που τελικά επελέγη: Ο κόσμος του πνεύματος. Με τον «κόσμο του πνεύματος» ασχολείται ο Τατσόπουλος στο βιβλίο του, με εκείνους που τα τηλεοπτικά κανάλια αποκαλούν συλλήβδην «πνευματικούς ανθρώπους» και τους επιφυλάσσουν ένα μάλλον διακοσμητικό ρόλο στα πάνελ και στα δελτία ειδήσεων. Και ακριβώς - ή μολονότι - ο Τατσόπουλος έχει τριφτεί όσο λίγοι άλλοι με τον ημεδαπό «κόσμο του πνεύματος» κατορθώνει να αποστασιοποιηθεί και να τον παρουσιάσει με αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια, επιτυγχάνοντας την επιθυμητή αναλογία μεταξύ καυτηριασμού και επιείκειας, σκώμματος και μελαγχολίας.
Ο μύθος του είναι σχετικά απλός: Ο διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου έχει την έμπνευση να ανακηρύξει έναν συγγραφέα ως τον κορυφαίο εν ζωή εγχώριο λογοτέχνη, ο οποίος αφού τιμηθεί με μια σειρά πανηγυρικών εκδηλώσεων ανά την επικράτεια και αφού «στεφθεί» εν χορδαίς και οργάνοις από τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, θα «εξαχθεί» στην Εκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης για να πλασαριστεί στο διεθνές κοινό ως Ελλην Μίλαν Κούντερα ή έστω Ισμαήλ Κανταρέ. Μόλις η ιδέα του διευθυντή γίνεται αποδεκτή τόσο από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του E.KE.BI. όσο και από τον πολιτικό τους προϊστάμενο, τον υπουργό Πολιτισμού, ξεκινάει η διαδικασία επιλογής του συγκεκριμένου προσώπου, περιφοράς και αποθέωσής του. Ακολουθώντας τον κλασικό μυθιστορηματικό κανόνα, ο Τατσόπουλος στρώνει τον δρόμο με λακκούβες και με μπανανόφλουδες, ώστε οι ήρωές του να κινδυνεύουν διαρκώς να εκτροχιαστούν ή να κλατάρουν και ο ίδιος να έχει τη σαδιστική χαρά να τους διασώζει την ύστατη στιγμή ώστε να τους υποβάλλει, μερικές σελίδες παρακάτω, σε ακόμα πιο ευτράπελα παθήματα. Στο τέλος του μυθιστορήματος ο αναγνώστης μένει ελαφρώς μετέωρος καθώς δεν είναι σίγουρος για το εάν η οριστική καταστροφή θα αντηχήσει σαν εκκωφαντική έκρηξη ή σαν υποχθόνιος γδούπος.
Ανθρώπινος βιότοπος
H σημασία τού Τιμής ένεκεν βρίσκεται, πέραν της αλληλουχίας των κωμικοτραγικών περιστατικών, στην απεικόνιση ενός ανθρώπινου βιότοπου που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά της αλλοτρίωσης: Διανοούμενοι που οι συμμετοχή τους σε ποικιλώνυμες επιτροπές έχει μεγαλύτερη σημασία από τη σκέψη τους. Συγγραφείς που μπαίνουν - ηθελημένα ή μη - σε ένα ιδιότυπο πολιτιστικό χρηματιστήριο και προκρίνονται με βάση τον τρόπο ζωής ή τον τόπο καταγωγής και όχι το έργο τους. Λεξιλάγνοι κριτικοί που βυσσοδομούν αέναα, πασχίζοντας να διατηρήσουν τις συντεχνιακές ισορροπίες και να λειτουργήσουν σαν τροχονόμοι ιδεών κι ας μην επηρεάζονται από τις κριτικές τους περισσότεροι από δύο χιλιάδες βιβλιόφιλοι. «Αιώνιοι έφηβοι» που η επαναστατικότητά τους καταδεικνύεται από την υπερκατανάλωση αλκοόλ και την παρωχημένη σεξουαλική ελευθεριότητα ενώ ταυτόχρονα εκλιπαρούν το κράτος για κάποια γλίσχρα επιδότηση. Νεαρές φοιτήτριες που, αντί να απολαμβάνουν τη νεότητά τους, παίζουν παιχνίδια εξουσίας παριστάνοντας τις μοιραίες γυναίκες σε υπέρβαρους υπουργούς και ξοφλημένους μυθιστοριογράφους. Ενα τοπίο αξιοθρήνητο, που - στερούμενο και του στοιχειώδους αυτοσαρκασμού και της ελάχιστης αίσθησης του γελοίου - κατορθώνει να συνδυάζει την έπαρση του Χόλιγουντ με τη σοβαροφάνεια ενός επαρχιακού εξωραϊστικού συλλόγου τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Εχουν έτσι τα πράγματα; Παρουσιάζει όντως ο «πνευματικός κόσμος» της χώρας, πλην εξαιρέσεων, μια τόσο θλιβερή εικόνα; Ο Τατσόπουλος ξέρει καλύτερα. Ο Τατσόπουλος ωστόσο δεν γράφει με το Τιμής ένεκεν ρεπορτάζ αλλά μυθιστόρημα. Εχει άρα εκ προοιμίου το ελεύθερο να αυθαιρετήσει όσο χρειάζεται προς όφελος της καλλιτεχνικής του αλήθειας. Και εμείς, ως αναγνώστες, σκόπιμο είναι να αντισταθούμε στον πειρασμό να αναγνωρίσουμε στις σελίδες του γνωστά μας πρόσωπα. Ας απολαύσουμε τους χαρακτήρες που προωθούν την πλοκή και την πλοκή που φωτίζει τους χαρακτήρες.
Κάπου, κάποτε, διάβασα ότι το μυθιστόρημα πρέπει να λειτουργεί ως καθρέφτης και ως μεγεθυντικός φακός της κοινωνικής πραγματικότητας. (Ορισμένοι θα προσέθεταν και ως μοχλός ανατροπής της.) Και ότι το κλασικό μυθιστόρημα αντανακλά, μεγεθύνει, ανατρέπει διαχρονικά. Ειλικρινά δεν γνωρίζω εάν το Τιμής ένεκεν του Πέτρου Τατσόπουλου διαθέτει τέτοιες προδιαγραφές. Πιστεύω ωστόσο ότι ο ψύχραιμος, διεισδυτικός και αναλυτικός τρόπος του είναι χαρακτηριστικός όσων η δημιουργία αποτελεί το απόσταγμα της εμπειρίας και όχι το υποκατάστατο μιας στερημένης ζωής, καταδικασμένo να διαρκέσει λιγότερο και από την ίδια.
Χρήστος Χωμενίδης (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 05-12-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις