0
Your Καλαθι
Ο θάνατος του κόμη του Λωτρεαμόν
Διηγήματα
Περιγραφή
Μια χώρα, ένα κράτος, μια πόλη. Γύρω από την πόλη απέραντες εκτάσεις ερήμου με πετρωμένο έδαφος. Ούτε άμμος, ούτε οάσεις, ούτε ζωή. Τίποτα. Σε αυτήν την πολιτεία, την ανέλπιδη, την από καιρό πεθαμένη, την αδιέξοδη, κινούνται οι ήρωες του βιβλίου. Οι ιστορίες τους πλέκουν ένα παράξενο και γοητευτικό σύμπαν. Συγκροτούν ένα διακειμενικό ταξίδι στον κόσμο των καταραμένων ποιητών και δημιουργών. Τα πρόσωπα του βιβλίου, πιστά στην ειμαρμένη τους, παλεύουν, ερωτεύονται, άγονται και φέρονται στη δίνη της καταδίκης τους, αρνούνται την ελπίδα, λυγίζουν από το βάρος του μεγαλείου τους, αυτοκαταστρέφονται. Τα πρόσωπα του βιβλίου ενσαρκώνουν τον Ιανό, φέρουν αυτούσια τη διττή πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης: και άγγελοι και δαίμονες. Ο συγγραφέας προσφέρει ένα απολαυστικό, μα και απελπισμένο ταξίδι.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μπορεί ο κόμης του Λωτρεαμόν να τελεύτησε τον βίον του σε ηλικία 24 ετών, αφού προηγουμένως είχε συγγράψει τα ρηξικέλευθα Ασματα του Μαλντορόρ, ωστόσο ένας πρωτοεμφανιζόμενος πεζογράφος 26 χρόνων εξακολουθεί να θεωρείται νέος και προκαλεί απορία, όταν, σε απόσταση λίγων μηνών, παρουσιάζει δύο βιβλία, και μάλιστα προβιβαζόμενος εκδοτικά σε οίκο μεγαλύτερης επιφανείας. Ωστόσο το αξιοπρόσεκτο με τις δύο συλλογές διηγημάτων του Φ. Θαλασσινού δεν είναι η σχετικά μικρή απόσταση ως προς τον χρόνο έκδοσής τους αλλά η αναμεταξύ τους ποιοτική διαφορά. Οι εννέα σύντομες ιστορίες του πρώτου βιβλίου, παρά τον τίτλο τους, Μαύρα μαργαριτάρια (Εμπειρία Εκδοτική), θα χαρακτηρίζονταν πρωτόλεια, έστω κι αν υπόσχονται, σε αντίθεση με τα οκτώ διηγήματα του πρόσφατου βιβλίου. Ισως η διαφορά να οφείλεται στον Λωτρεαμόν, στον Πόε και στους καταραμένους ποιητές, οι οποίοι στις ανθεκτικότερες ιστορίες του δεύτερου βιβλίου χρησίμευσαν, τρόπον τινά, ως υποστηρίγματα για τις περικοκλάδες της γόνιμης φαντασίας του συγγραφέα.
Στα διηγήματα του Θαλασσινού, παρ' όλο που έρχεται από την ηλιόλουστη αιγαιοπελαγίτικη νήσο της Κω, κυριαρχεί το έρεβος. Οι διηγήσεις του απλώνονται στην περιοχή του υπερφυσικού και ο αφηγητής συνομιλεί με βρικόλακες και εξωγήινους, πνεύματα και φαντάσματα. Προφανώς, στην περίπτωσή του, οι αναγνωστικές εμπειρίες αποδείχθηκαν κατά πολύ εντονότερες των όποιων προσωπικών βιωμάτων. Στις πρώτες ιστορίες, μαγείες και μαγγανείες, παραφυσικά φαινόμενα και ουτοπικοί κόσμοι ανακατώνονται, δημιουργώντας την εντύπωση των ατάκτως ερριμμένων. Ο νεαρός αφηγητής στον μονόλογό του «H ψυχή μου» δηλώνει ότι «θέλει να γράψει κάτι σαν τις εκλάμψεις του Ρεμπό», τελικά όμως απομένει να κραυγάζει, μιμούμενος τα ξεσπάσματα απελπισίας των προσφιλών του καταραμένων ποιητών.
Αφιερωμένο το δεύτερο βιβλίο στη Ζυράννα Ζατέλη, το γηγενές πρότυπο του συγγραφέα, συγκεντρώνει ιστορίες αφηγηματικά λιγότερο άναρχες, αν και θεματικά το ίδιο και περισσότερο ζοφερές. Αυτή τη φορά όμως το άστρο της Ζατέλη, με την οποία ο Θαλασσινός αγωνίζεται από μιας αρχής να συνομιλήσει διακειμενικώς, αποδεικνύεται θαυματουργό. Το βιβλίο ανοίγει με την ομώνυμη ιστορία, η οποία πλέκεται γύρω από τον κόμη του Λωτρεαμόν. Το συγγραφικό εγώ συνομιλεί με «τον τροβαδούρο του ωκεανού», τον Ιζιντόρ Ντυκάς, τον αυτοαποκαλούμενο κόμη ντε Λωτρεαμόν. Καταραμένο χαρακτηρίζει ο Λωτρεαμόν, εν τη ρύμη του λόγου του, τον αφηγητή, και αυτός οιστρήλατος αβγαταίνει με τη φαντασία του τα λιγοστά γνωστά στοιχεία γύρω από τον Λωτρεαμόν. Αποσπάσματα από τα έξι Ασματα του Μαλντορόρ διακόπτουν και προωθούν τον εξομολογητικό μονόλογο του πλασματικού Λωτρεαμόν, ο οποίος ανιστορεί την προσωπική του κόλαση, μνημονεύοντας και τον μεγάλο δάσκαλό του, τον Δάντη. Τέλος, αποκαλύπτει όσα τον οδήγησαν στον θάνατο, τα οποία δεν είχαν να κάνουν με το ανάστατο Παρίσι του 1870 αλλά με την κυρίαρχη πατρική φιγούρα στο μακρινό Μοντεβίδεο της Ουρουγουάης. Αν και καθοριστικό ρόλο έπαιξε η στάση των κριτικών της εποχής του, οι οποίοι είχαν μπροστά τους έναν Λωτρεαμόν και δεν τον αναγνώρισαν. Σε ένα «έβδομο άσμα», συμπληρωματικό, ο αφηγητής, «στις αρχές του στυγερού εικοστού πρώτου αιώνα», ανασύρει από το ποτάμι του χρόνου «ένα πτώμα του ρομαντικού δέκατου ένατου αιώνα», τον κόμη, και, σουρεαλιστική αδεία, τον κάνει «τροφή για τα ψάρια» αλλά και πρωταγωνιστή σε ένα ερεθιστικό διήγημα.
Σε ένα άλλο διήγημα της πρόσφατης συλλογής, «Το κακό αίμα», ο συγγραφέας ξαναθυμάται τον Ρεμπό, όχι όμως πλέον παραληρηματικά αλλά πλάθοντας μια ευφάνταστη ιστορία μετενσάρκωσης. Δεκατριών χρόνων ο αφηγητής και ήδη κατατρύχεται από την έμμονη ιδέα ότι πάσχει από νευροσύφιλη. Στα δεκαοκτώ του παραμένει υποχόνδριος, φοβούμενος ακρωτηριασμό του δεξιού του ποδιού. Τελικά, στα είκοσι πέντε του, καταφεύγει στον υπνωτισμό, οπότε όλα βρίσκουν μια εξήγηση. Παιδιόθεν είχε καταληφθεί από το πνεύμα του καταραμένου συμβολιστή, ο οποίος πέθανε ακριβώς 80 χρόνια προ της γέννησης του Θαλασσινού, γι' αυτό και ταλαιπωριόταν από τα νοσήματα που έστειλαν τον Ρεμπό στον τάφο. Και πάλι ενσωματώνονται στην αφήγηση ποιήματα, αυτή τη φορά του Ρεμπό, ενώ η ιστορία καταλήγει στη γενέτειρα του ποιητή, το επετειακό έτος 2004, όταν συμπληρώνονται 150 χρόνια από τη γέννησή του και ο αφηγητής, στο ύψος ενός καταραμένου, λυτρώνεται με την ύβρι ενάντια στο σύμβολο του Σταυρού.
Ακόλαστοι ήρωες, οι οποίοι συχνάζουν σε παρακμιακά στέκια και ενδίδουν σε πάσης φύσεως κραιπάλες, οδηγούμενοι κάποτε ως την παράνοια και τον θάνατο, πρωταγωνιστούν σε ποικίλες παραλλαγές στα υπόλοιπα διηγήματα. Ο συγγραφέας καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να συνομιλήσει με τους συγγραφείς, με τους οποίους γαλουχήθηκε, ακόμη και όταν ο μυθιστορηματικός κόσμος τους ουδόλως συγγενεύει. Ετσι στο διήγημα «Ξύπνα» προκύπτει μια εκδοχή της κυρίας Κούλας του Μένη Κουμανταρέα ως καταραμένης ηρωίδας. Ωστόσο τα καλύτερα εμπνέονται από τους κορυφαίους της ξένης λογοτεχνίας. Τουλάχιστον σε δύο διηγήματα της πρώτης συλλογής γυροφέρνει το κοράκι του Πόε ως «ψυχοπομπός των νεκρών». Τελικά ο Θαλασσινός στήνει και ένα άρτιο διήγημα με «Το κοράκι του Πόε 158 χρόνια μετά», υπό τη μορφή διαλόγου με το μαύρο πουλί, όπου, κατ' εξαίρεσιν, διακρίνονται και ψήγματα χιούμορ. Τελικά, διηγήματα με πλοκή στον χώρο του υπερφυσικού δεν είναι εύκολη υπόθεση. Στα διηγήματα του Θαλασσινού υπάρχει το αναγκαίο νοσηρό κλίμα και οι ιστορίες του πλέκονται όλο και καλύτερα, μόνο η γλώσσα μένει κάπως σαν ατημέλητη, με δάνειες ποιητικές εκφράσεις. Πάντως συγκρατούμε, από τις σατανιστικές ιστορίες του, τη σημερινή Ελλάδα ως εφιαλτική ουτοπία.
MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 31-10-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις