0
Your Καλαθι
Ποιήματα ΙΙ
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σίγουρα πολλοί Έλληνες κάποια στιγμή της ζωής τους έχουν τραγουδήσει στίχους του Γιώργου Θέμελη, χωρίς φυσικά να γνωρίζουν ούτε τον ποιητή ούτε το έργο του. Παρά το γεγονός όμως πως ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια του Μ. Κουγιουμτζή που ερμηνεύει ο Γ. Νταλάρας, το «Μ' έκοψαν, με χώρισαν στα δυο», βασίζεται σε στίχους του Θέμελη από το ποίημά του «Κήπος κλειστός», ουσιαστικά το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής του παραγωγής παρέμενε για χρόνια άγνωστο στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.
Το κενό ήρθε να καλύψει η συγγραφέας Ελένη Κιτσοπούλου - Θέμελη που μας παρέδωσε μια αντιπροσωπευτική ανθολόγηση της ποίησής του σε δύο τόμους, το 1986 και το 1997, αντίστοιχα. Στον πρώτο τόμο καλύπτεται η παραγωγή των ετών 1945-1960 και στον δεύτερο των ετών 1961-1976. Στον δεύτερο τόμο συναντούμε και κάποια εργοβιογραφικά στοιχεία που συμπληρώνουν αυτά που προτάσσει ο Αλέξανδρος Αργυρίου στην Ανθολογία Σοκόλη. Να υπενθυμίσουμε λοιπόν κι εμείς ότι ο Γ. Θέμελης γεννήθηκε στη Σάμο το 1900 και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας. Διορίστηκε καθηγητής σε γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης όπου τελικά και έζησε ως το τέλος της ζωής του το 1976. Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του τη δεκαετία του '20 αλλά, όπως σημειώνει και η ανθολόγος του, αυτά τα γραπτά ανήκουν στην προϊστορία του. Η ποιητική ιστορία του αρχίζει με την ένταξή του στον πρωτοποριακό κύκλο του περιοδικού «Κοχλίας». Τότε εγκαταλείπει τις παραδοσιακές φόρμες, αποκηρύσσει ό,τι έχει γράψει ως τότε και ασπάζεται τα νεωτερικά ποιητικά ρεύματα. Η ελαφρώς καθυστερημένη στροφή του δημιούργησε σε αρκετούς μελετητές κάποια σύγχυση, γιατί ενώ ηλικιακά ανήκει στη γενιά του '30 η κυκλοφορία της πρώτης του συλλογής συμπίπτει με την εμφάνιση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ορθώς πάντως ο Αργυρίου τον συγκαταλέγει στη γενιά του '30 γιατί το ποιητικό του προφίλ αρχίζει να διαμορφώνεται μέσα σε αυτή τη δεκαετία (βλ. και τις σχετικές μελέτες των Γ. Κιτσόπουλου και Κ. Στεργιόπουλου). Η επιμελήτρια του έργου του ξεκινά την ανθολόγησή του από το πρώτο βιβλίο του, το «Γυμνό παράθυρο», που τύπωσε στη Θεσσαλονίκη το 1945.
Ήδη από τον τίτλο και μόνο ο Θέμελης μας εισάγει σ' έναν κόσμο ζοφερό. Το γυμνό παράθυρο μας παραπέμπει στα γκρεμισμένα σπίτια της Κατοχής, στους βομβαρδισμένους συνοικισμούς, στα χαλάσματα που άφησε η επίσημη ιστορία δρασκελίζοντας αυτόν τον αιώνα. Η συνέχεια είναι εξίσου αποκαλυπτική:
«Είπα ν' αφήσω αυτό το πεθαμένο σπίτι / να πάω να κατοικήσω επάνω στη θάλασσα / σκιές το κατοικούν ξεχασμένες φωνές / εξαρθρωμένες κούκλες ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες / Το παράθυρο γέρνει γυμνό μέσα στη νύχτα / όλα τα τζάμια έχουν πέσει».
Μέσα στο άνυδρο σκηνικό που στήνει ο ποιητής μόνο «ένα κομμένο κεφάλι ξεφωνίζει» και το μόνο που κινείται «ίσκιοι που χόρτασαν αίμα». Είναι η εποχή που ο παλιός κόσμος τελειώνει μέσα σ' ένα λυγμό. Ιδιο το κλίμα και στη δεύτερη συλλογή του «Άνθρωποι και πουλιά». Παρ' ότι τώρα υπάρχει ένας συνομιλητής, παρ' ότι απευθύνεται σε μια γυναικεία μορφή, δημιούργημα κάποιας σολωμικής επίδρασης, η ερημιά και η απόγνωση της πραγματικότητας που βιώνει του στερεί οποιαδήποτε ουσιαστική επαφή με αυτό το πρόσωπο. Οι καθημερινοί εφιάλτες εξακολουθούν να δηλητηριάζουν τις σχέσεις των ανθρώπων και στον δημιουργό αυτό που απομένει είναι να τραγουδά για να πάρει μια ανάσα, για ν' ακούει τη φωνή του πολλαπλή.
Η επικοινωνία αποκαθίσταται στη συλλογή «Συνομιλίες». Ενδεικτικό το μότο της συλλογής «Καιρός ν' αρχίσουμε να μιλούμε για να μην πεθάνουμε». Όταν ο ποιητής ανοίγει μια κάμαρη κλεισμένη από καιρό, δεν συναντά πια κομμένα κεφάλια, αλλά παλιούς καθρέφτες που κράτησαν τη μορφή αγαπημένων προσώπων. Όσοι επέζησαν αρχίζουν να ξαναμιλούν, όσοι χάθηκαν ξαναγυρίζουν μέσα από τα κάτοπτρα, τα έπιπλα, τις θαμπές φωτογραφίες, τα ταραγμένα όνειρα. Όλους μάς ξανασμίγει ο ύπνος, η μνήμη, η μοναξιά, όπως αδρά τονίζει ο ποιητής στο ποίημα «Παρουσία». Ο χώρος αρχίζει να κατοικείται και ο θάνατος δεν έχει τον πρώτο λόγο, καραδοκεί όμως μέσα στη συσκοτισμένη πολιτεία, πίσω από κάθε χειρονομία, κάθε προσπάθεια πνευματικής αντίστασης. Στην επόμενη συλλογή «Δενδρόκηπος» η ατμόσφαιρα δεν αλλάζει, προστίθεται όμως έτερος συνομιλητής, ο Θεός. Ένας Θεός που αγρυπνεί εν σιωπή, που έρχεται κουρασμένος και αυτός, όχι για να μας λυτρώσει, αλλά για να μας συμπαρασταθεί στη σισύφεια προσπάθειά μας. Αν και ο Θέμελης από την αρχή της ποιητικής του αποφεύγει τις προσωπικές εξομολογήσεις ή την ακατέργαστη παράθεση κάποιων βιωμάτων, εν τούτοις προς το τέλος αυτής της συλλογής εγκαταλείποντας την κρυπτικότητα της γραφής του μιλά ανοιχτά για ένα φαινομενικά άσχετο θέμα, το χαρτοπαίγνιο.
«Πρέπει νάχης περάσει από χαρτοπαίγνιο / Και νάχης αγρυπνήσει νύχτες πολλές / για να μπορείς ν' αλλάζεις την τύχη / όπως αλλάζει κανείς χειρόκτια /... Παίζοντας με τραπουλόχαρτα είναι σα να ξιφουλκής / Να σκοτώσης τ' ανδρείκελα που παίζουν».
Εδώ ίσως συναντούμε την πρώτη και μοναδική αναφορά σε ένα κρυφό πάθος που λέγεται πως καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το πρόσωπο και το προσωπείο του Γ. Θέμελη μέσα στον χώρο της λογοτεχνίας μας. Ένα πάθος που μας προϊδεάζει για έναν διχασμό, αυτόν που άκρως υπαινικτικά και με αφάνταστης ομορφιάς στίχους παρουσιάζεται στη συλλογή «Το πρόσωπο και το είδωλο». Κατά τη γνώμη μου αυτή η συλλογή είναι η κορυφαία στο έργο του Θέμελη και από τις κορυφαίες της μεταπολεμικής μας ποίησης. Παντρεύοντας την ερμητικότητα μιας μοντερνιστικής γραφής με τις διδαχές του γαλλικού συμβολισμού μάς δίνει ποιήματα όπως το «De Rerum Natura» που συμπεριλαμβάνεται στις περισσότερες ανθολογίες νεοελληνικής ποίησης και είναι πιο γνωστό από τον τελευταίο του στίχο «Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα ο θάνατος» που πολλές φορές χρησιμοποιείται λανθασμένα ως τίτλος. Όλα τα καίρια ερωτήματα του σύγχρονου ανθρώπου τίθενται με τρόπο ποιητικό εδώ.
«Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα ο ουρανός / Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια φωνή / Να τα ονομάσει δίχως αιωνιότητα / Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θάταν / Τι σάρκα θάπαιρνε για να φανεί...».
Με έναν καταιγιστικό ρυθμό που βρίσκει τον επίλογό του στη συλλογή «Φωτοσκιάσεις» που ακολουθεί, κλείνει με τις καλύτερες εντυπώσεις ο πρώτος τόμος.
Ο δεύτερος τόμος των ποιημάτων του Γ. Θέμελη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, καλύπτει την παραγωγή της τελευταίας περιόδου του ποιητή, δηλαδή από το 1961 ως και το 1976. Ουσιαστικά όμως μπορούμε να μιλάμε για δεύτερη ποιητική περίοδο, από τη συλλογή «Ηλιοσκόπιο», 1971, γιατί οι συλλογές «Το δίχτυ των ψυχών» και «Έξοδος», που προηγούνται, τόσο σε επίπεδο φόρμας όσο και θεματολογικά βρίσκονται στο ίδιο σημείο με τα ώριμα έργα της δεκαετίας 1945-1955. Αν η επιλογή της επιμελήτριας και των δύο τόμων είχε σταματήσει στο χρονικό όριο του 1970 θα μπορούσαμε να μιλάμε για τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση ενός υλικού που παρέμενε για χρόνια ανενεργό ή στη χειρότερη περίπτωση υπονομευμένο από τους νεότερους δημιουργούς της Θεσσαλονίκης που απαιτούσαν τη δεκαετία του '60 μια ρεαλιστικότερη απόδοση της πραγματικότητας. Η ανθολόγηση όμως του τελευταίου ποιητικού κύκλου απαρτίζεται από οκτώ συλλογές με τον τρόπο που γίνεται δημιουργεί ορισμένα ερωτηματικά στον αναγνώστη· π.χ., τι σχέση έxουν οι πειραματισμοί της αποσπασματικής γραφής στο «Περιστροφικό και μετατοπιζόμενο ποίημα» με τα θρησκευτικά ποιήματα της συλλογής «Βιβλικά» που ακολουθούν; Γιατί δεν συμπεριελήφθησαν στην παρούσα έκδοση ποιήματα που ο ίδιος ο Θέμελης είχε συμπεριλάβει στην πρώτη συγκεντρωτική έκδοση που κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη το 1970; Με τι κριτήρια προσετέθη στο υπάρχον ποιητικό σώμα η συλλογή «Το περιστέρι και τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα», που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του δημιουργού και φέρει εμφανή τα ίχνη μιας ημιτελούς επεξεργασίας; Έχω την εντύπωση ότι ενώ ο πρώτος τόμος που επιμελήθηκε η κυρία Ελένη Κιτσοπούλου - Θέμελη διατηρεί την ενότητα του ποιητικού έργου, προβάλλει τον ξεχωριστό χαρακτήρα του και διασώζει ακέραια την αισθητική συγκίνηση, στον δεύτερο τόμο υπάρχουν κάποια χάσματα, κάποιες απώλειες. Βέβαια μερίδιο της ευθύνης έχει και ο ίδιος ο ποιητής γιατί η στροφή που πραγματοποιεί στα τελευταία του ποιήματα έρχεται σε αντίθεση με την πιο ώριμη κατάθεσή του. Νομίζω πως ο Θέμελης, όπως και ο Δ. Π. Παπαδίτσας με το «Εν Πάτμω», εγκαταλείποντας τον μοντερνισμό και στρεφόμενος αποκλειστικά σε κάποια ποιήματα θρησκευτικής φύσεως, πέρασε από τις πρωτοποριακές αναζητήσεις στην άνευρη παράθεση κάποιων ποιητικών μοτίβων. Δυστυχώς όμως ο πρώτος δεν είχε τα χρονικά περιθώρια του δεύτερου για να «επανορθώσει». Ωστόσο, παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις που μπορεί να έχει κάποιος, η τελευταία συγκομιδή δεν αλλοίωσε τη συνολική εικόνα που παρέμεινε και παραμένει θετική. Καιρός λοιπόν να προσεγγίσουμε ξανά μια από τις αισθαντικότερες φωνές της νεωτερικής μας ποίησης.
Νίκος Δαββέτας, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 12-07-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις