Η συμφωνία των ονείρων ΜΕΤΑΧΕΙΡ1ΣΜΕΝΟ

Έκπτωση
74%
Τιμή Εκδότη: 18.80
4.95
Τιμή Πρωτοπορίας
+
351268
Συγγραφέας: Θέμελης, Νίκος
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες:312
Ημερομηνία Έκδοσης:25/10/2010
ISBN:2229605010605

Περιγραφή


Όνειρα… όνειρα που μιλούν για επίγειες και επουράνιες εξουσίες και μας στοιχειώνουν, μας καθοδηγούν, μας παρασύρουν.

Όνειρα του ύπνου και του ξύπνιου, στον αντίποδα της πραγματικότητας και του πώς αυτή ξετυλιγόταν· ανήμπορα να βοηθήσουν το κράτημα των δεσμών μιας οικογένειας αλλά και των ανθρώπων της, καθώς σπαράσσονταν και χάνονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ίσως επειδή το έφερναν οι περιστάσεις αλλά και επειδή οι ίδιοι τις έφτιαχναν με τα μυαλά που κουβαλούσαν. Διαδρομές ζωής στη Μεταπολεμική Ελλάδα για την αναζήτηση της λύτρωσης, της δικαίωσης και της δικαιοσύνης μέχρι τα άκρα των αντοχών της κοινωνίας. Τέσσερις εκδοχές ονείρων σε αντίστοιχες ιστορίες στη ζωή μιας οικογένειας που όσο κι αν με το πέρασμα του χρόνου ματώνει και αποσαθρώνεται κάποιοι κερδίζουν τη δυνατότητα μιας ελπίδας.

Διαβάστε το πρώτο κεφάλαιο:

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ


Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΕΣΥΡΕ ΤΙΣ ΠΑΝΤΟΦΛΕΣ ΤΗΣ μέχρι το εικονοστάσι. Έτσι τις έσερνε μόνο όταν προσέτρεχε να προσευχηθεί, σαν να ήταν το σούρσιμο ένας πρόσθετος τρόπος ευλαβούς συμπεριφοράς απέναντι στα θεία, γιατί σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση δεν το συνήθιζε. Στα πενήντα τέσσερά της ανέβαινε δυο δυο τα σκαλιά του διώροφου σπιτιού της για την καθημερινή επίσκεψη στη μικρή της κόρη θεοδώρα, και με ένα σάλτο πατώντας τα ζιγκιά καβαλούσε το μουλάρι όποτε αποφάσιζε να επισκεφτεί τα κτήματα και το πατρικό της στο Ανήλιαστο, ένα ρημαγμένο χωριό στο υψίπεδο, κοντά τέσσερις ώρες απόσταση από την πόλη.
Συμπλήρωσε το λάδι στο καντήλι, καθάρισε με προσοχή μια στάλα που είχε στάξει από κάτω στο πιατάκι και άναψε το θυμιατό δίχως τσιγκουνιές στη δόση λιβανιού που ως συνήθως έπνιγε το σπίτι και έφτανε μέχρι τα παράθυρα της θεοδώρας. Έκανε τον σταυρό της
με αργές κινήσεις τρεις φορές κι απόμεινε εκεί ακίνητη, βουβή, να διαλογίζεται, κάθε τόσο να βαριανασαίνει, με υγραμένα μάτια να κινεί ανεπαίσθητα αραιά και πού τα χείλη. Δεν αντιλήφθηκε έτσι όπως ήταν απορροφημένη τη θυγατέρα της που μόλις είχε κατεβεί και με
αργό αβέβαιο βηματισμό στάθηκε πίσω της σε στάση προσευχής κάνοντας τον σταυρό της. Όμως καθώς περνούσε η ώρα, η θεοδώρα ένιωσε ότι επαναλαμβανόταν, όσα είχε να πει τα είχε καταθέσει τόσες φορές, η ίδια πάντα ικεσία. Απομακρύνθηκε διακριτικά πισωπατώντας κι άφησε τη μητέρα της να συνεχίσει τη μοναχική
διαδρομή στους δρόμους της κατάνυξής της.

Απόσωσε κάποτε η μαριάνθη με τις προσευχές της στην Παναγία και στους αγίους της προτίμησής της, έκανε πάλι τον σταυρό της και σκούπισε τα μάτια. Ασυναίσθητα πλησίασε στο καγκελόφρακτο παράθυρο και έριξε μια ματιά στον δρόμο αφηρημένη. Σαν να περίμενε κάτι να έχει αλλάξει, κάτι να συμβεί που θα την έβγαζε από τους κόσμους της και θα έκανε ένα χαμόγελο, ένα αχνό μειδίαμα, να γράψει στην άκρη των χειλιών της. Κάτι που θα μπορούσε να ρίξει φως σε εκείνον τον εφιάλτη που τη βασάνιζε εδώ και δυο βδομάδες. να διαλευκάνει το κακό όνειρο, ήταν σίγουρη ότι ήταν κακό όνειρο, κι ας μην μπορούσε ακόμη να το ερμηνεύσει. Κι ήταν επίσης σίγουρη ότι είχε να κάνει με τη δύσκολη εγκυμοσύνη της θεοδώρας και την
ασθενική της φύση, μια και από μικρή την είχε χτυπήσει η ζαμπούνα. Στεφανωμένη με τον μιχάλη εδώ και τρία χρόνια είχε αποβάλει τον πρώτο τους καρπό και τώρα εναγώνια περίμεναν να φέρει τον δεύτερό τους ζωντανό στον κόσμο.
Όμως κανένα σημάδι δεν φάνηκε στον μολυβοφορτωμένο ουρανό, στους δρόμους, στα ορθόκλαδα κυπαρίσσια, στις πέτρινες όψεις των σπιτιών. Τίποτα ξεχωριστό στα ακροκέραμα των κεραμοσκεπών, στο μακρινό καμπαναριό της εκκλησίας. Ίσως το μόνο αξιοπερίεργο ήταν ότι δεν υπήρχε ψυχή στους δρόμους. Περασμένες δέκα υνταιριαζόντουσαν μια ασυνήθιστη ερημιά, μια σιωπή πέρα ως πέρα με τη θαμπή γκριζάδα. μόρφασε απανωτά με τη μύτη της σαν κάτι να οσφριζόταν, σήκωσε το δεξί της φρύδι έτοιμη κάτι να ψιθυρίσει, όμως σιώπησε. Ήταν επιρρεπής σε αυθόρμητους ή εσκεμμένους μορφασμούς όταν απαξίωνε ή αρνιόταν να μιλήσει, οι οποίοι έκρυβαν ή υπαινίσσο. Έκλεισε το εικονοστάσι με αργές κινήσεις και τοποθέτησε προσεκτικά το μισόσβηστο θυμιατό στο έξω περβάζι του παραθύρου. Η πρωινή ομίχλη είχε διαλυθεί αλλά η υγρασία τής τύλιξε το πρόσωπο και τη συνέφερε από την κλεισούρα. επισκέφθηκε τη φρεσκοβαμμένη βεραμάν σαλοτραπεζαρία και βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν του γούστου της· αχ πόσο επιπόλαια είχε υποχωρήσει στην επιθυμία του γιου της να φρεσκάρουν το σπίτι. Η ματιά της στάθηκε στη νύφη της τη μαρία που είχε βάλει το ραδιόφωνο και γερμένη δίπλα του άκουγε τις ειδήσεις, ως συνήθως σε χαμηλή ένταση για
να μην την ενοχλεί. Την πλησίασε και με μια απλή κίνηση, δίχως σχόλιο, έκλεισε το ραδιόφωνο. Σφάλισαν την πόρτα της σαλοτραπεζαρίας που άνοιγε μόνο την Κυριακή το μεσημέρι ή όταν είχαν επισκέψεις κι επέστρεψαν στο δωμάτιό της όπου περνούσαν τη μέρα τους αντάμα. Συνήθως εκεί αλλά και στην κουζίνα. Κάθισε στη γωνιά της και πήρε στα γόνατα το τελάρο με το κέντημα.

Η μαρία την κοιτούσε φανερά απογοητευμένη ώσπου δεν άντεξε και με μειλίχιο τρόπο είπε: «Καλέ μητέρα, πόλεμο έχουμε, να μη μαθαίνουμε τι συμβαίνει, σκοτώνονται ανθρώποι». «Κάπου εδώ έχω κάνει λάθος στο μέτρημα» της απάντησε και ξεφύσηξε ζεματισμένη. Την ενοχλούσε όχι μόνο το λάθος της αλλά και η διαπίστωση, η υπενθύμιση, όπως έδειχναν τα πράγματα κάθε τόσο, ότι η μεγαλύτερη θυγατέρα της η νίκη είχε βγει καλύτερη στο κέντημα από αυτήν και τα κομψοτεχνήματά της συγκέντρωναν τα εύγε όσων κατείχαν τη λεπτή εκείνη τέχνη και ήξεραν να κρίνουν. Σήκωσε το κεφάλι της και σε εξίσου ήπιο ύφος που έκρυβε την ενόχλησή της απάντησε:
«Τα έχουμε ξαναπεί αυτά κι άσε αυτούς να κουτουλιούνται. Άλλες είναι οι δικές μας στενοχώριες κι αλλού τα σοβαρά στην επίγεια ζωή μας».
Η μαρία συνέχισε στον δρόμο της δικής της σκέψης:

«Ξέρετε, έπιασαν μαζί με άλλους τον γιο της λέγκως. Τους έχουν στις φυλακές του FIX. είπαν ότι είναι επονίτης».

«Ποιος, ο Αντωνάκης; Αυτός φαινόταν καλό παιδί. νόμιζα ότι παλιά ήταν με τον Ζέρβα. Σίγουρα θα τον παρέσυραν. Καλά να πάθει» σχολίασε αδιάφορα και συνέχισε ξεφυσώντας τη μύτη της και τη δική της έγνοια: «θα σκάσω αν δεν ορμηνέψω τι σημαίνει». Η γιαγιά μαριάνθη πίστευε στα όνειρα. Στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι της είχε εκτός από την Αγία Γραφή και το Πηδάλιον, τον Προφητικό Ονειροκρίτη του Παζίνη. Ζούσε με τα νοήματα και τις αμφισημίες
τους, τα σύμβολα, τα προμηνύματα και τα απόνερά τους. μονολογούσε σιωπηλά ψάχνοντάς τα, ψηλαφώντας και υψαλιάζοντάς τα. Τα έξανε επίμονα με τα νύχια του μυαλού της, λες κι ήτανε μαινάδα μπροστά σε αινιγματικές κατάλευκες δαντέλες ή μαύρα αποτρόπαια τούλια που έκρυβαν την αλήθεια. Άλλοτε πάλι τα μετάγγιζε μουρμουριστά σε κάποιον της εμπιστοσύνης της αόρατο παρόντα. Ποτέ δεν αργούσε η στιγμή που τα εξωτερίκευε, τα ξετύλιγε και έπειτα από μια δυσβάσταχτη σιωπή προχωρούσε να τα ερμηνεύσει, να τα σχολιάσει, να βγάλει συμπεράσματα, να δώσει οδηγίες και να σκορπίσει ελπίδες και έγνοιες, κυρίως έγνοιες. Καμιά φορά ανέσυρε από τις μνήμες όνειρα σημαδιακά αλλά ξεχασμένα για να αναθεωρήσει προηγούμενες ερμηνείες και να τις συνταιριάξει με
την πραγματικότητα της ζωής που αλλιώτικα είχε ξετυλιχτεί από τις παλιότερες προβλέψεις της. γέμιζε με αυτά τον χρόνο της, γέμιζε τον κόσμο της και εκείνον των δικών της, της γειτονιάς, ακόμη και των συγγενών που είχαν μεταναστεύσει στην Αίγυπτο και με τους
οποίους τακτικά, αν και αραιά, αλληλογραφούσε. Άλλος πρώτος, άλλος δεύτερος, κατά μικρόν και ανεπαισθήτως, είχαν ενστερνισθεί τη σημασία των ονείρων και με κυμαινόμενες φορτίσεις ταξίδευαν πειθήνια, αυτονόητα στις κάθε λογής τροχιές τους.
Έτσι συνομιλώντας και διαλεγόμενη πνευματικά πότε με θεϊκές δυνάμεις και πότε με τη βούληση ενός σκοτεινού αγνώστου μάγευε, φόβιζε και έσερνε γύρω της σαν γαϊτανάκι τους δικούς της για μέρες, για βδομάδες. Κατάφερνε να στραγγίζει την προσοχή τους, να τους ξεκόβει από τις άλλες έγνοιες, από τα καθημερινά ή όσα σημαντικά, ή έστω άξια λόγου συνέβαιναν στον κόσμο. για την εμφύλια σύρραξη που συγκλόνιζε τη μεταπολεμική ελλάδα έτσι κι αλλιώς είχε απαγορέψει στο σπίτι της κάθε κουβέντα. Κι όταν προέλεγε τα μελλούμενα σαν να ’ταν οι καρποί μιας επίπονης, βασανιστικής και εξουθενωτικής διεργασίας, αλλά και καταστάλαγμα ενός περφυσικού χαρίσματος, ανάλογου ιέρειας του μαντείου της Δωδώνης, που πέραν κάθε αμφισβήτησης την έκανε να ξεχωρίζει από τους ζωντανούς του κόσμου, ασκούσε σε όποιον την άκουγε μια σαγηνευτική εξουσία που παρέλυε τη σκέψη και τη θέλησή του.
Έτσι έπειθε ότι διαμεσολαβούσε ανάμεσα στο παρόν και σε αυτά που θα ακολουθούσαν αφήνοντας να αναδυθεί ένα άγνωστο πεπρωμένο.
Καθόταν αγέρωχη και αδιαμφισβήτητη στον πιο ψηλό θρόνο της οικογενειακής εστίας, τη σέβονταν πειθήνια παιδιά, γαμπροί και νύφες. Ιδίως μετά τον αδόκητο θάνατο του παππού, χωρίς περιέργως κάποιο όνειρο να έχει δώσει μέχρι τότε έναν οιωνό, κάποιο σημάδι, προς μεγάλη έκπληξη όχι μόνο της γιαγιάς αλλά και όλης της οικογένειας. Άνθρωπος αρχοντάνθρωπος ο κυρ γιάννης,
παχουλός και ροδαλός σαν υπερφυσικό παντζάρι, με κτήματα, μαγαζιά και ντενεκέδες λίρες –κάποιες φαρμακόγλωσσες είχαν πει κάποτε και για μια ζωντοχήρα στην Άρτα σπιτωμένη, αυτό μάλιστα είχε επιβεβαιωθεί κι από κάποιο όνειρο στη συνέχεια– κοιτούσε τη δουλειά του, την οικογένεια και το καλό όνομά του. Ένα απομεσήμερο Αυγούστου που ο ήλιος έσκαγε τις πέτρες πήρε μια σύγχυση στην αγορά, του ’ρθε ταμπλάς και μέχρι να τον φέρουν σπίτι είχε αποδημήσει. Έφυγε κληροδοτώντας στη γυναίκα του ανάμεσα σε τόσα και το ανεπιβεβαίωτο μυστικό της ζωντοχήρας που έγινε κρυφό βαρίδι στον λαιμό και στην υπερηφάνειά της.

Ο σεβασμός στο πρόσωπό της δεν οφειλόταν μόνο στο όνομα και στην αρχοντιά της για την οποία ακόμη κι άγνωστοι και προύχοντες μιλούσαν ανεπιφύλακτα στην πόλη. Κτίστηκε με τον χρόνο πάνω σε ένα απόθεμα αγάπης που το είχε ως προίκα από την καλή καρδιά, τη θεοσέβεια και τις πράξεις ευποιίας υπέρ των σκοπών της μητρόπολης· την αδυναμία στα εγγόνια της που ήδη είχαν περπατήσει· τη γλυκιά φωτεινή φυσιογνωμία της με τα μεγάλα γκριζογάλανα μάτια και την αστραφτερή ασημένια κόμη. Αλλά ακόμη και για τη λάμψη που της έδινε η αποφοίτηση από το παρθεναγωγείο, πράγμα ξεχωριστό για μια κοπέλα από τα χωριά των Ιωαννίνων, σε μια εποχή κατά την οποία μαράζωνε η Ήπειρος και αιμορραγούσε από τους ανθρώπους της που έφευγαν στα πέρατα του κόσμου.
Πόσες ελληνίδες άραγε –ακόμη και από την παλιά ελλάδα– είχαν την τύχη τότε να πάρουν μόρφωση, να μάθουν γράμματα και οικοκυρική επί Τουρκοκρατίας; να μελετά και να έχει διαμορφώσει με αυτοπεποίθηση άποψη για ένα προς ένα τα εδάφια της Αποκάλυψης του Ιωάννη; μετά την απελευθέρωση από τον Τούρκο να ενστερνισθεί χάρη στη φιλομάθειά της όσο λίγες γυναίκες το τρίπτυχο των αξιών της πατρίδος, της θρησκείας, της οικογένειας. να απαγγέλλει από στήθους ποιήματα του Κρυστάλλη.
Αυτά πίστευε για τη μητέρα της, όπως και όλοι οι συγγενείς, η κόρη της η νίκη, απόφοιτη της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας. γι’ αυτό και την ενοχλούσε αφάνταστα –καμιά φορά και δυστυχούσε– η σκέψη ότι μόνη παραφωνία στην οικογενειακή σύμπνοια και γαλήνη αποτελούσε ο άνδρας της ο λουκάς που δήλωνε ανενδοίαστα ότι δεν πίστευε στα όνειρα. Ότι όλα αυτά δεν ήταν τίποτα άλλο από προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες και μυαλά που είχανε σαλέψει, ενώ σε χαμηλότερους τόνους σφύριζε με κάθε ευκαιρία στο αυτί της:

«Αν δεν ήταν τα κτήματα, τα σπίτια και τα μαγαζιά της
αγοράς στο όνομά της, θα σου ’λεγα εγώ ποιος θα ήταν
ο σεβασμός και η υπακοή στο πρόσωπό της».

Η αλήθεια ήταν ότι όταν ο παππούς, ο μακαρίτης κυρ γιάννης, νέος ακόμη, με τα παιδιά του ανήλικα να μπουσουλάνε ή να μυξοπερπατάνε, τράβηξε ένα επεισόδιο με την καρδιά του, φοβήθηκε, συμβουλεύτηκε έναν συμβολαιογράφο από την Κόνιτσα απ’ όπου καταγόταν κι έφτιαξε μία διαθήκη. Άφηνε από τη μεγάλη
περιουσία του ένα μαγαζί σε ένα γυναικείο μοναστήρι έξω από την Άρτα και όλη την υπόλοιπη στη γυναίκα του μαριάνθη. Όταν πέθανε από τη στένωση που τον κυνηγούσε, κανένα από τα ενήλικα πια παιδιά δεν διανοήθηκε να αμφισβητήσει τη διαθήκη. Έτσι η γιαγιά σφιχτοχέρα όπως ήταν από φυσικού της, και μαζί με όσα είχε κληρονομήσει ή προικοδοτηθεί από τις δικές της ρίζες, αναδείχθηκε σε μια από τις πιο πλούσιες γυναίκες της πόλης.
Ωστόσο στο σπιτικό της, στις συνήθειες και στον τρόπο της ζωής τους, τίποτα δεν μαρτυρούσε τα πλούτη και τα αγαθά της. Ζούσε στο ισόγειο του πατρικού του άνδρα της μαζί με τον πρωτότοκό της Αγησίλαο που
τον αποκαλούσε Άγη, τη γυναίκα του μαρία και τα δυο εγγόνια της, τη μαριάνθη και τον γιαννάκη, έτσι τον φώναζαν για να τον ξεχωρίζουν από τον άλλο εγγονό, τον γιάννη της νίκης. Ο Άγης κρατούσε την επιχείρηση του πατέρα του, αφού εκείνη τον είχε εγκαταστήσει διάδοχό του και στη συνέχεια τον είχε παντρέψει παρά
τους ενδοιασμούς του επειδή είχε μια άλλη γιαννιώτισσα στο μάτι.
Χονδρεμπόριο γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, από δημητριακά μέχρι ζωντανά και τυροκομικά, όμως εμπορευόταν και ό,τι άλλο είχε η γη ανάγκη για την καλλιέργειά της, από σπόρους μέχρι εργαλεία και ζωοτροφές. Πουλούσε και στη λιανική,
όμως αν παρασυρόταν κανείς και ζητούσε κάτι παραπάνω έβρισκε ευκαιρία να τον βάζει στη θέση του με τη στερεότυπη απάντηση σχεδόν προσβεβλημένου:
«εμείς δεν είμαστε μπακάλικο, να πάτε παρακάτω». Κοντολογίς είχαν ένα νοικοκυριό, όπως και κάποιοι άλλοι συμπατριώτες τους που είχαν βγει σώοι από τη λαίλαπα της Κατοχής.
Η μαριάνθη συνέχιζε να ζει σε μια κάμαρη λιτή στην
πρόσοψη του σπιτιού απέναντι στη σάλα. Οι διαθέσεις της σπάνια την έβγαζαν από τους ρυθμούς που η ίδια είχε επιβάλει στην καθημερινή ζωή τους· ο τακτικός εκκλησιασμός κάθε Κυριακή μετά την πρώτη καμπάνα και οι δεσμοί της με τη μητρόπολη, οι κοινωνικές υποχρεώσεις και οι επισκέψεις, η καθημερινή βόλτα στην
αγορά, η ανάμειξη στη ζωή των παιδιών της κι η απόλαυση της συναναστροφής των εγγονιών της, η κυριακάτικη μάζωξη όλης της οικογένειας γύρω από το μεσημεριανό τραπέζι. Έκανε, βέβαια, στα πάντα αυτή κουμάντο, αλλά δεν καθόταν και με σταυρωμένα χέρια
να την υπηρετούνε. θα ’λεγε κανείς ότι τη φροντίδα για τα ψώνια και το φαγητό την είχε εκείνη και όλη την υπόλοιπη λάντζα του σπιτιού η νύφη της, παρόλο που η μαρία όταν της δινόταν η ευκαιρία αποδείκνυε πως ήταν άφθαστη μαγείρισσα. Όσο για την περιουσία της ποτέ δεν παινευόταν, στραβομουτσούνιαζε επιτιμητικά αλλά και επιδεικτικά, αν κάποιος την υπαινισσόταν. μα πάνω απ’ όλα τα επίγεια πετούσε και κυριαρχούσε ο άλλος κόσμος, ο κόσμος των ονείρων της.
Ο λουκάς που παντρεύτηκε τη νίκη από έρωτα τρελό δεν καταδέχτηκε να ζητήσει μια δεκάρα προίκα όταν στην πρώτη νύξη του η μαριάνθη ξίνισε τα μούτρα της και είπε: «Αφού θα μένετε σε δικό μου σπίτι… αυτό δεν είναι προίκα;».
Τουλάχιστον όταν γεννήθηκε ο γιος τους ο γιάννης, τον χρύσωσε με μία λίρα. Αλλά μήτε κι η νίκη ζήτησε ποτέ της κάτι, αναθρεμμένη από τον πατέρα της με την πρώτη συμβουλή του που ακόμη ηχούσε στα αυτιά της: «να είσαι, κόρη μου, ακατάδεχτη, να μην παίρνεις τίποτα κι από κανέναν, εγώ είμαι εδώ για όλα». μια συμβουλή που της άρεσε και την είχε κάνει στέμμα νιώθοντας έτσι να ανυψώνεται, να ξεχωρίζει από τους άλλους, αν και εκνεύριζε συχνά συγγενείς και οικογενειακούς φίλους. υπεροψία τής καταλόγιζε η μικρότερη
αδελφή της η θεοδώρα για την υπερβολική συμμόρφωσή της σε αυτήν ακόμη και για απλές ανθρώπινες και άδολες χειρονομίες από το περίσσευμα ψυχής ή τον αυθορμητισμό εκείνων που την αγαπούσαν.
Ανάλογη στάση για την προίκα κράτησε η μαριάνθη αργότερα όταν παντρεύτηκε η θεοδώρα – από συνοικέσιο ετούτη, μια και δεν είχε τις φυσικές χάρες και τις δεξιότητες της νίκης. Κι ο άνδρας της ο μιχάλης, ένας γίγας δυο μέτρα και δυο χρόνια νεότερός της, που από ορφάνια είχε στερηθεί τη θαλπωρή της οικογένειας, δεν έβγαλε άχνα καθότι ιερέας στο λειτούργημα και ως χαρακτήρας υπεράνω κάθε επίγειου πλούτου και υλικής αξίας. για μικροπρέπεια είχε αποπάρει τη θεοδώρα που τον πίεζε να επιμείνει στη μητέρα της αφού η ίδια δεν είχε τέτοιο θάρρος. Όσο για μοιρασιά, ή έστω δυο πιθαμές γης στους γιους της, στον Άγη και στον Στέλιο, μια τοσηδά μαγιά ώστε να ξεκινήσουν τη ζωή τους ούτε κατά διάνοια δεν πέρασε από το μυαλό της μαριάνθης. μήτε αναθεώρησε την άποψή της όταν η αδελφή της από την Αλεξάνδρεια προσπάθησε να της αλλάξει τα μυαλά με ένα γράμμα που ήταν εμφανές ότι το είχε γράψει επιτούτου. λίγο πριν κλείσει τα μάτια της, θα αποφάσιζε τι και σε ποιον θα άφηνε από την περιουσία της ανάλογα με τη μέχρι τότε διαγωγή του.

Αυτά –κυρίως αυτά– της τα ’χε μαζεμένα ο λουκάς, που χάρη στο φαρμακείο και τις ικανότητές του δεν την είχε ανάγκη, όμως κρατιόταν και ως εκ θαύματος δεν την είχε περιλούσει με τη γνώμη του σε κάποια ευκαιρία.
«Τι άνθρωπος, θεέ μου! Χρυσός οικογενειάρχης, δουλευταράς και νοικοκύρης, βαρβατσέλι στο κρεβάτι, και σε κάποια πράγματα τέτοιο στραβόξυλο και πείσμων. Τουλάχιστον να κρατούσε για τον εαυτό του τι σκεφτόταν, να μην τρέμω κάθε τόσο μην μας ξεμπροστιάσει» είχε εξομολογηθεί κάποτε η νίκη για τον άνδρα της σε κατάσταση απόγνωσης στην Ασημίνα, μακρινή ξαδέλφη, αλλά κυρίως φιλενάδα της από το γυμνάσιο.

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!