0
Your Καλαθι
Σύνορα
Η μεταβαλλόμενη σημασία της εδαφικής κυριαρχίας: Δοκίμιο
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Τα εδαφικά σύνορα που καθορίζουν τοπικά που αρχίζει και που τελειώνει η εξουσία μιας πολιτείας, η κυριαρχία. Αυτή η έννοια των συνόρων περνάει στην εποχή μας μια φάση ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και αυτό αποτελεί το κεντρικό αντικείμενο που εξετάζει το βιβλίο αυτό.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο δοκίμιο αυτό ο αναγνώστης βρίσκει συμπυκνωμένες όλες τις εκδοχές της έννοιας των συνόρων. Τη χρησιμότητα και τις λειτουργίες της, τους συμβολισμούς και τις αδυναμίες που περικλείει. Βρίσκει επίσης μια προβολική εικόνα των εξελίξεων που προοιωνίζεται η διεθνής ζωή. Αλλά, ξεπερνώντας την επιθυμία μου να εξάρω τη φιλοσοφική διάσταση του βιβλίου, θέλω πρωτίστως να τονίσω τη βαθιά ιστορική συνείδηση του συγγραφέα.
Ολοι θα συμφωνήσουμε πως εκείνοι που ασκούν την εξωτερική πολιτική και τη διπλωματία έχουν χρέος να γνωρίζουν καλώς και κατά τρόπο αναλυτικό την ιστορία. Μόνο όταν έχεις κατανοήσει τους λόγους που οδηγούν σε συγκεκριμένα γεγονότα μπορείς να συμβάλεις στη διαμόρφωση βιώσιμων λύσεων. Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος ανήκει σε εκείνους τους διπλωμάτες μας που αγαπούν την ιστορία και λόγω παιδείας και λόγω λειτουργήματος. Το αποτέλεσμα είναι ότι ξεδιπλώνει τη σκέψη του με άνεση και πειστικότητα χάρη στις συνεχείς κριτικές αναφορές του στην ιστορική διάσταση των προβλημάτων.
Η αναζήτηση του συγγραφέα εστιάζεται στη σχέση του συνόρου προς την εδαφική κυριαρχία. Είναι δε μοιραίο, κατά τη διαδρομή, να συμπλέκεται η μελέτη με την εν γένει έννοια της κρατικής κυριαρχίας και τις περιπέτειές της, πραγματικές και φανταστικές, κατά τους τέσσερις τελευταίους αιώνες και ιδίως στην εποχή μας. Οι δε μεταβολές που υφίσταται η κρατική κυριαρχία είναι καλές ή κακές ανάλογα με το περιεχόμενό τους. Θέλω να πω ότι η ανθρωπότητα επί μακρό χρονικό διάστημα έχει μεθύσει από τη μυθολογία των συμβόλων (με το αμετάβλητο) και είναι καιρός αυτή η μυθολογία να ξεπεραστεί.
Το δοκίμιο διευκρινίζει με σαφήνεια τι είναι και τι δεν είναι εδαφικό σύνορο. Επισημαίνει τις εξελίξεις στην έννοια της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και των λαών. Σημειώνει την αλυσιτελή περιπέτεια των φυσικών συνόρων, το όραμα της ασφάλειας που θα παρείχε μια κορυφογραμμή. Πόσες χιλιάδες νέοι είχαν θυσιασθεί από την ιταλική και την αυστροουγγρική πλευρά του μετώπου το 1917-1918 για την κατάληψη ενός λόφου, όπως περιγράφει ο Ερνεστ Χέμινκγουεϊ στον Αποχαιρετισμό στα όπλα.
Ο συγγραφέας συνεχίζει με αναδρομές στην έφεση των κρατών να διευρύνουν τα σύνορά τους, μια έφεση σήμερα παρωχημένη που εκφράζεται μέσα από τη μεγαλομανή και αναχρονιστική στάση της Τουρκίας. Αναζητεί τις ρίζες της σχετικοποιήσεως του ρόλου των συνόρων, ήδη μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με την ίδρυση των διεθνών οργανισμών (τη δεσμευτική παρέμβαση του Συμβουλίου Ασφαλείας κατ' εφαρμογήν του Κεφαλαίου VII του Χάρτη, αλλά λ.χ. και την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας που μπορεί να υποχρεώνει τα κράτη να κλείνουν τα σύνορά τους σε περιπτώσεις επιδημιών) και ιδίως με την επαναστατική κατάρρευση της εσωτερικής δικαιοδοσίας των κρατών στο κρίσιμο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Επίσης, ο συγγραφέας αξιολογεί τις δύο σημαντικές για την Ευρώπη και τον κόσμο δεκαετίες του 1960 και 1970, ιδίως με την ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας το 1957 και την καταλυτική διεργασία στην οποία οδήγησε η Τελική Πράξη του Ελσίνκι το 1975. Με αυτόν τον τρόπο υποβάλλει σε συνεχή αναπροσαρμογή την έννοια των πολιτικών συνόρων για να τα διαχωρίσει από τα ιδεολογικά σύνορα και τα οικονομικά σύνορα. Και προχωρεί κατά τρόπο εντυπωσιακό στην αξιολόγηση της επιδράσεως, αντίστοιχα των τεχνολογικών, των οικονομικών και των κοινωνικών παραγόντων, ως προς τη σημασία των εδαφικών τειχών-συνόρων, όπως τα αποκαλεί, ως προς την άσκηση και την έκταση της κρατικής κυριαρχίας. Ο συγγραφέας τονίζει την έννοια σύνορο-τείχος για να τη διαστείλει από το λειτουργικό σύνορο που ανταποκρίνεται στις εξελίξεις της διεθνούς ζωής και των συγχρόνων αντιλήψεων περί διεθνούς συνεργασίας.
Στη συνέχεια παρουσιάζει τέσσερα πρότυπα διακρατικής συμπεριφοράς και διεθνούς οργανώσεως: τη σύγκλιση-συνεργασία, τη σύγκλιση-σύντηξη, την απόκλιση-αποκέντρωση και την απόκλιση-σχάση.
Η μεγάλη πείρα του συγγραφέως στα ευρωπαϊκά ζητήματα του επιτρέπει να αναλύσει το περιεχόμενο της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως με τις δεκάδες, μετά τη Συνθήκη της Ρώμης του 1957, διορθωτικές κινήσεις, και να επισημάνει σε τι μπορούμε να ελπίζουμε και σε τι όχι. Κινείται άνετα στην επεξήγηση των επιτευγμάτων και των οπισθοδρομήσεων της ευρωπαϊκής διπλωματίας, πάντοτε γύρω από την οικονομική και κοινωνική λειτουργία των συνόρων. Θα έλεγα δε ότι εκείνο το σύμφωνο του Schengen, για το οποίο έχουν γίνει τόσα ευχέλαια και μνημόσυνα, δεν καταργεί τα πολιτικά σύνορα μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών, εξασφαλίζει όμως, κατ' εφαρμογήν της Συνθήκης της Ρώμης, τη συνεργασία για την ασφάλεια κατά τη διακίνηση και την εγκατάσταση των προσώπων στο έδαφος της Ενώσεως. Αυτά τα απλά.
Σε άλλο επίπεδο συλλογισμών, αξίζει να υπογραμμισθεί ότι, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, τα σύνορα των ευρωπαϊκών κρατών έχουν εν πολλοίς χαραχθεί με αίμα κατά τους τέσσερις τελευταίους αιώνες. Από ποσοτική δε άποψη, οι μεταβολές τους είναι εντυπωσιακές. Ο συγγραφέας σημειώνει τις αλλεπάλληλες μεταβολές που πραγματοποιήθηκαν κυρίως μεταξύ 1920 και 1990. Μέσα σε 70 χρόνια, τα σύνορα των ευρωπαϊκών κρατών σχεδόν τετραπλασιάστηκαν σε έκταση. Αυτό έγινε κυρίως με τη διάλυση παλαιών και τη δημιουργία νέων κρατών. Αφήστε δε που πολιτικώς (αλλά, μοιραία, και γεωγραφικώς) η έννοια Κεντρική Ευρώπη (την οποία κατέστρεψε ο Χίτλερ και εξαφάνισε ο Ψυχρός Πόλεμος) έχει υποστεί και υφίσταται συνεχείς μεταβολές.
Ο συγγραφέας δεν παρασύρθηκε από την «εν Ελλάδι επικρατούσα θρησκεία του διεθνούς δικαίου». Ως γνωστόν, τον τελευταίο καιρό, όπου διεθνές πρόβλημα, εκεί πετάμε και έναν σεβασμό στο διεθνές δίκαιο, όπως λέγει το ανέκδοτο για τους επικουρικούς λόγους στις αγωγές περί βιασμού στα δικαστήρια. Αλλά το διεθνές δίκαιο είναι ένας κλάδος του δικαίου δυσχερής, ελλιπής και πολύπλοκος. Πρέπει να αντιμετωπίζεται με φειδώ και όπως αρμόζει για να μην παρασύρεται το κοινό σε εντυπωσιασμούς.
Ο συγγραφέας θα μπορούσε να αρχίσει να μας λέγει τα της νομολογίας του Διεθνούς Δικαστηρίου στην τάδε και τη δείνα περίπτωση. Το αποτέλεσμα θα ήταν ο αναγνώστης να σχηματίσει την εσφαλμένη εντύπωση ότι τα σύνορα των 186 κρατών του κόσμου έχουν χαραχθεί ή χαράσσονται σύμφωνα με διεθνείς κανόνες, εξασφαλίζονται από το απαραβίαστο και δεν μεταβάλλονται διά της βίας. Αλλά τα πράγματα δεν έχουν ακριβώς έτσι. Θα ανέφερα μάλιστα ότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση των χερσαίων, νησιωτικών και ναυτικών συνόρων Ονδούρας και Ελ Σαλβαδόρ (και Νικαράγουας) το 1993 εχάραξε μια συνοριακή γραμμή που δημιούργησε μειονότητα από τη λάθος πλευρά των συνόρων. Αλλοτε πάλι το Διεθνές Δικαστήριο, το 1994, στην υπόθεση της εδαφικής διαφοράς Λιβύης-Τσαντ αποφάνθηκε πως «όταν ορίζεται το έδαφος ορίζονται και τα σύνορά του». Και θα έλεγε ερασιτέχνης διεθνολόγος: Μα τότε τι γίνεται αφού δεν έχουμε ορίσει την υφαλοκρηπίδα με τη γείτονα χώρα; Πού να του εξηγείς ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας δεν αφορά εδαφικό σύνορο, όταν αρκετοί από τους αδαείς εξακολουθούν να πιστεύουν ότι και η πρεσβεία είναι έδαφος τους κράτους.
Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος έχει βαθιά γνώση του διεθνούς δικαίου και το χειρίζεται και σε αυτό το βιβλίο με υπευθυνότητα και διακριτικότητα. Από την καθημερινή επικοινωνία με τους φοιτητές μας έχουμε συνειδητοποιήσει ότι οι νέοι μας διψούν για δικαιοσύνη. Οταν το διεθνές δίκαιο συντελεί στην εγκαθίδρυση της δικαιοσύνης στον κόσμο, τότε έχει καλώς. Ειδάλλως, ας γνωρίζουμε το διεθνές δίκαιο, χωρίς όμως να το θεοποιούμε. Δεν είναι πάντως βέβαιο ότι τα σύνορα των κρατών χαράσσονται με γνώμονα τη δικαιοσύνη.
Ποια αίσθηση τελικά αποκομίζει ο αναγνώστης από το βιβλίο «Σύνορα, Η μεταβαλλόμενη σημασία της εδαφικής κυριαρχίας»; Ο αναγνώστης συνειδητοποιεί τη σχετικότητα των διαφόρων κατασκευών και των μηχανισμών που αποβλέπουν στη συνύπαρξη και τη συνεργασία μεταξύ των λαών. Οπωσδήποτε τα σύνορα έχουν τον ρόλο και τη χρησιμότητά τους σε αυτή τη μεταβαλλόμενη δυναμική. Δεν έχουν όμως την παλιά μυθολογική υπόσταση που τους απέδιδαν οι περιστάσεις.
Εδραιώνεται έτσι η πεποίθηση ότι, ανεξάρτητα από την πολιτική και εδαφική κατάτμηση του σημερινού κόσμου, πρέπει όλοι να μάθουμε να ζούμε μαζί, ανεξάρτητα από φυλή, εθνότητα, θρησκεία, γλώσσα κτλ. Αυτό αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση απέναντι στους εαυτούς μας και απέναντι στις μελλοντικές γενεές.
Και μια δεύτερη παρατήρηση: Οταν διαβάζεις τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο είναι σαν να τον ακούς να μιλά. Και μιλά πάντοτε σε τόνο χαμηλό, χωρίς δογματισμούς, εισφέροντας στη συζήτηση πλήθος εναλλακτικών προτάσεων. Αυτά τα ζηλευτά προσόντα τον ανέδειξαν στη μακρά διπλωματική του σταδιοδρομία και υποδηλώνουν την υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας και της κοινωνίας να τον συμβουλεύονται, όπως και άλλους διακεκριμένους διπλωμάτες, με εμπιστοσύνη στις δύσκολες αυτές ώρες.
Εμμανουήλ Ρούκουνας
ΤΟ ΒΗΜΑ, 23-05-1999
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο δοκίμιο αυτό ο αναγνώστης βρίσκει συμπυκνωμένες όλες τις εκδοχές της έννοιας των συνόρων. Τη χρησιμότητα και τις λειτουργίες της, τους συμβολισμούς και τις αδυναμίες που περικλείει. Βρίσκει επίσης μια προβολική εικόνα των εξελίξεων που προοιωνίζεται η διεθνής ζωή. Αλλά, ξεπερνώντας την επιθυμία μου να εξάρω τη φιλοσοφική διάσταση του βιβλίου, θέλω πρωτίστως να τονίσω τη βαθιά ιστορική συνείδηση του συγγραφέα.
Ολοι θα συμφωνήσουμε πως εκείνοι που ασκούν την εξωτερική πολιτική και τη διπλωματία έχουν χρέος να γνωρίζουν καλώς και κατά τρόπο αναλυτικό την ιστορία. Μόνο όταν έχεις κατανοήσει τους λόγους που οδηγούν σε συγκεκριμένα γεγονότα μπορείς να συμβάλεις στη διαμόρφωση βιώσιμων λύσεων. Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος ανήκει σε εκείνους τους διπλωμάτες μας που αγαπούν την ιστορία και λόγω παιδείας και λόγω λειτουργήματος. Το αποτέλεσμα είναι ότι ξεδιπλώνει τη σκέψη του με άνεση και πειστικότητα χάρη στις συνεχείς κριτικές αναφορές του στην ιστορική διάσταση των προβλημάτων.
Η αναζήτηση του συγγραφέα εστιάζεται στη σχέση του συνόρου προς την εδαφική κυριαρχία. Είναι δε μοιραίο, κατά τη διαδρομή, να συμπλέκεται η μελέτη με την εν γένει έννοια της κρατικής κυριαρχίας και τις περιπέτειές της, πραγματικές και φανταστικές, κατά τους τέσσερις τελευταίους αιώνες και ιδίως στην εποχή μας. Οι δε μεταβολές που υφίσταται η κρατική κυριαρχία είναι καλές ή κακές ανάλογα με το περιεχόμενό τους. Θέλω να πω ότι η ανθρωπότητα επί μακρό χρονικό διάστημα έχει μεθύσει από τη μυθολογία των συμβόλων (με το αμετάβλητο) και είναι καιρός αυτή η μυθολογία να ξεπεραστεί.
Το δοκίμιο διευκρινίζει με σαφήνεια τι είναι και τι δεν είναι εδαφικό σύνορο. Επισημαίνει τις εξελίξεις στην έννοια της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και των λαών. Σημειώνει την αλυσιτελή περιπέτεια των φυσικών συνόρων, το όραμα της ασφάλειας που θα παρείχε μια κορυφογραμμή. Πόσες χιλιάδες νέοι είχαν θυσιασθεί από την ιταλική και την αυστροουγγρική πλευρά του μετώπου το 1917-1918 για την κατάληψη ενός λόφου, όπως περιγράφει ο Ερνεστ Χέμινκγουεϊ στον Αποχαιρετισμό στα όπλα.
Ο συγγραφέας συνεχίζει με αναδρομές στην έφεση των κρατών να διευρύνουν τα σύνορά τους, μια έφεση σήμερα παρωχημένη που εκφράζεται μέσα από τη μεγαλομανή και αναχρονιστική στάση της Τουρκίας. Αναζητεί τις ρίζες της σχετικοποιήσεως του ρόλου των συνόρων, ήδη μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με την ίδρυση των διεθνών οργανισμών (τη δεσμευτική παρέμβαση του Συμβουλίου Ασφαλείας κατ' εφαρμογήν του Κεφαλαίου VII του Χάρτη, αλλά λ.χ. και την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας που μπορεί να υποχρεώνει τα κράτη να κλείνουν τα σύνορά τους σε περιπτώσεις επιδημιών) και ιδίως με την επαναστατική κατάρρευση της εσωτερικής δικαιοδοσίας των κρατών στο κρίσιμο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Επίσης, ο συγγραφέας αξιολογεί τις δύο σημαντικές για την Ευρώπη και τον κόσμο δεκαετίες του 1960 και 1970, ιδίως με την ίδρυση και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας το 1957 και την καταλυτική διεργασία στην οποία οδήγησε η Τελική Πράξη του Ελσίνκι το 1975. Με αυτόν τον τρόπο υποβάλλει σε συνεχή αναπροσαρμογή την έννοια των πολιτικών συνόρων για να τα διαχωρίσει από τα ιδεολογικά σύνορα και τα οικονομικά σύνορα. Και προχωρεί κατά τρόπο εντυπωσιακό στην αξιολόγηση της επιδράσεως, αντίστοιχα των τεχνολογικών, των οικονομικών και των κοινωνικών παραγόντων, ως προς τη σημασία των εδαφικών τειχών-συνόρων, όπως τα αποκαλεί, ως προς την άσκηση και την έκταση της κρατικής κυριαρχίας. Ο συγγραφέας τονίζει την έννοια σύνορο-τείχος για να τη διαστείλει από το λειτουργικό σύνορο που ανταποκρίνεται στις εξελίξεις της διεθνούς ζωής και των συγχρόνων αντιλήψεων περί διεθνούς συνεργασίας.
Στη συνέχεια παρουσιάζει τέσσερα πρότυπα διακρατικής συμπεριφοράς και διεθνούς οργανώσεως: τη σύγκλιση-συνεργασία, τη σύγκλιση-σύντηξη, την απόκλιση-αποκέντρωση και την απόκλιση-σχάση.
Η μεγάλη πείρα του συγγραφέως στα ευρωπαϊκά ζητήματα του επιτρέπει να αναλύσει το περιεχόμενο της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως με τις δεκάδες, μετά τη Συνθήκη της Ρώμης του 1957, διορθωτικές κινήσεις, και να επισημάνει σε τι μπορούμε να ελπίζουμε και σε τι όχι. Κινείται άνετα στην επεξήγηση των επιτευγμάτων και των οπισθοδρομήσεων της ευρωπαϊκής διπλωματίας, πάντοτε γύρω από την οικονομική και κοινωνική λειτουργία των συνόρων. Θα έλεγα δε ότι εκείνο το σύμφωνο του Schengen, για το οποίο έχουν γίνει τόσα ευχέλαια και μνημόσυνα, δεν καταργεί τα πολιτικά σύνορα μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών, εξασφαλίζει όμως, κατ' εφαρμογήν της Συνθήκης της Ρώμης, τη συνεργασία για την ασφάλεια κατά τη διακίνηση και την εγκατάσταση των προσώπων στο έδαφος της Ενώσεως. Αυτά τα απλά.
Σε άλλο επίπεδο συλλογισμών, αξίζει να υπογραμμισθεί ότι, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, τα σύνορα των ευρωπαϊκών κρατών έχουν εν πολλοίς χαραχθεί με αίμα κατά τους τέσσερις τελευταίους αιώνες. Από ποσοτική δε άποψη, οι μεταβολές τους είναι εντυπωσιακές. Ο συγγραφέας σημειώνει τις αλλεπάλληλες μεταβολές που πραγματοποιήθηκαν κυρίως μεταξύ 1920 και 1990. Μέσα σε 70 χρόνια, τα σύνορα των ευρωπαϊκών κρατών σχεδόν τετραπλασιάστηκαν σε έκταση. Αυτό έγινε κυρίως με τη διάλυση παλαιών και τη δημιουργία νέων κρατών. Αφήστε δε που πολιτικώς (αλλά, μοιραία, και γεωγραφικώς) η έννοια Κεντρική Ευρώπη (την οποία κατέστρεψε ο Χίτλερ και εξαφάνισε ο Ψυχρός Πόλεμος) έχει υποστεί και υφίσταται συνεχείς μεταβολές.
Ο συγγραφέας δεν παρασύρθηκε από την «εν Ελλάδι επικρατούσα θρησκεία του διεθνούς δικαίου». Ως γνωστόν, τον τελευταίο καιρό, όπου διεθνές πρόβλημα, εκεί πετάμε και έναν σεβασμό στο διεθνές δίκαιο, όπως λέγει το ανέκδοτο για τους επικουρικούς λόγους στις αγωγές περί βιασμού στα δικαστήρια. Αλλά το διεθνές δίκαιο είναι ένας κλάδος του δικαίου δυσχερής, ελλιπής και πολύπλοκος. Πρέπει να αντιμετωπίζεται με φειδώ και όπως αρμόζει για να μην παρασύρεται το κοινό σε εντυπωσιασμούς.
Ο συγγραφέας θα μπορούσε να αρχίσει να μας λέγει τα της νομολογίας του Διεθνούς Δικαστηρίου στην τάδε και τη δείνα περίπτωση. Το αποτέλεσμα θα ήταν ο αναγνώστης να σχηματίσει την εσφαλμένη εντύπωση ότι τα σύνορα των 186 κρατών του κόσμου έχουν χαραχθεί ή χαράσσονται σύμφωνα με διεθνείς κανόνες, εξασφαλίζονται από το απαραβίαστο και δεν μεταβάλλονται διά της βίας. Αλλά τα πράγματα δεν έχουν ακριβώς έτσι. Θα ανέφερα μάλιστα ότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση των χερσαίων, νησιωτικών και ναυτικών συνόρων Ονδούρας και Ελ Σαλβαδόρ (και Νικαράγουας) το 1993 εχάραξε μια συνοριακή γραμμή που δημιούργησε μειονότητα από τη λάθος πλευρά των συνόρων. Αλλοτε πάλι το Διεθνές Δικαστήριο, το 1994, στην υπόθεση της εδαφικής διαφοράς Λιβύης-Τσαντ αποφάνθηκε πως «όταν ορίζεται το έδαφος ορίζονται και τα σύνορά του». Και θα έλεγε ερασιτέχνης διεθνολόγος: Μα τότε τι γίνεται αφού δεν έχουμε ορίσει την υφαλοκρηπίδα με τη γείτονα χώρα; Πού να του εξηγείς ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας δεν αφορά εδαφικό σύνορο, όταν αρκετοί από τους αδαείς εξακολουθούν να πιστεύουν ότι και η πρεσβεία είναι έδαφος τους κράτους.
Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος έχει βαθιά γνώση του διεθνούς δικαίου και το χειρίζεται και σε αυτό το βιβλίο με υπευθυνότητα και διακριτικότητα. Από την καθημερινή επικοινωνία με τους φοιτητές μας έχουμε συνειδητοποιήσει ότι οι νέοι μας διψούν για δικαιοσύνη. Οταν το διεθνές δίκαιο συντελεί στην εγκαθίδρυση της δικαιοσύνης στον κόσμο, τότε έχει καλώς. Ειδάλλως, ας γνωρίζουμε το διεθνές δίκαιο, χωρίς όμως να το θεοποιούμε. Δεν είναι πάντως βέβαιο ότι τα σύνορα των κρατών χαράσσονται με γνώμονα τη δικαιοσύνη.
Ποια αίσθηση τελικά αποκομίζει ο αναγνώστης από το βιβλίο «Σύνορα, Η μεταβαλλόμενη σημασία της εδαφικής κυριαρχίας»; Ο αναγνώστης συνειδητοποιεί τη σχετικότητα των διαφόρων κατασκευών και των μηχανισμών που αποβλέπουν στη συνύπαρξη και τη συνεργασία μεταξύ των λαών. Οπωσδήποτε τα σύνορα έχουν τον ρόλο και τη χρησιμότητά τους σε αυτή τη μεταβαλλόμενη δυναμική. Δεν έχουν όμως την παλιά μυθολογική υπόσταση που τους απέδιδαν οι περιστάσεις.
Εδραιώνεται έτσι η πεποίθηση ότι, ανεξάρτητα από την πολιτική και εδαφική κατάτμηση του σημερινού κόσμου, πρέπει όλοι να μάθουμε να ζούμε μαζί, ανεξάρτητα από φυλή, εθνότητα, θρησκεία, γλώσσα κτλ. Αυτό αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση απέναντι στους εαυτούς μας και απέναντι στις μελλοντικές γενεές.
Και μια δεύτερη παρατήρηση: Οταν διαβάζεις τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο είναι σαν να τον ακούς να μιλά. Και μιλά πάντοτε σε τόνο χαμηλό, χωρίς δογματισμούς, εισφέροντας στη συζήτηση πλήθος εναλλακτικών προτάσεων. Αυτά τα ζηλευτά προσόντα τον ανέδειξαν στη μακρά διπλωματική του σταδιοδρομία και υποδηλώνουν την υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας και της κοινωνίας να τον συμβουλεύονται, όπως και άλλους διακεκριμένους διπλωμάτες, με εμπιστοσύνη στις δύσκολες αυτές ώρες.
Εμμανουήλ Ρούκουνας
ΤΟ ΒΗΜΑ, 23-05-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις