0
Your Καλαθι
Ο βίος του Στρατηγού Μακρυγιάννη
απομνημόνευμα και ιστορία
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
από τον πρόλογο του βιβλίου...
Η εικόνα του στρατηγού Μακρυγιάννη την οποία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μας κληροδότησε η φιλολογία του εικοστού αιώνα, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα κατάχρησης των μαρτυριών και των τεκμηρίων που ο Φίλιππος Ηλιού επέμενε να ορίζει ως «ιδεολογική χρήση τής ιστορίας», όπου «το παρόν επιβάλλει στο παρελθόν τα προβλήματά του, παραμερίζοντας, με συγκινητική αδιαφορία, τα πραγματικά περιστατικά και αγνοώντας τη λειτουργία των κοινωνικών συνόλων».
Στην πρώτη, γραμμένη από τον Βλαχογιάννη, βιογραφία του Μακρυγιάννη, κατασκευάζεται η ατομική και οικογενειακή του ιστορία, με γνώμονα την ανάδειξη ενός «ιδεατού παραδείγματος» στο οποίο ανάγεται και μπορεί να σαρκωθεί η «αυθεντική» φυσιογνωμία του «νεοέλληνα», μια ανόθευτη έκφραση της «λαϊκότητας» στις παραμονές της «εθνεγερσίας». Στην προσωπογραφία αυτή του «λαϊκού ήρωα» προβάλλονται ετοιμότητες που θα τον καταδείξουν ως εθνικό «Πρόγονο» - με το «Π» κεφαλαίο, δημιουργικά ανοικτό στα ιδεολογικά ρεύματα του μοντερνισμού.
Η γραφή του στρατηγού της Επανάστασης, ο «απελέκητος» λόγος των Απομνημονευμάτων, θεωρήθηκε ιδανική αποτύπωση της λαϊκής λαλιάς και της «ψυχής» του νεοέλληνα. Μέχρι τη δεκαετία του '80, απ' όσο γνωρίζω, με εξαίρεση τον Σπύρο Ασδραχά και τον Γιώργο Πετρή, καμία αναφορά στον «πατριδοφύλακα» ήρωα της Επανάστασης δεν εγκαταλείπει τους κοινούς τόπους που έχτισε ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Οι «βεβαιότητες» που μας υπέβαλε η σχετική φιλολογία, για την ταπεινή λαϊκή καταγωγή, τη γέννηση, τα περιστατικά της παιδικής ηλικίας και τις δραστηριότητες του Μακρυγιάννη στην Άρτα, και έως το ξέσπασμα της Επανάστασης, προκαταβάλλουν την ανάγνωση των Απομνημονευμάτων και ιχνογραφούν μια προσωπικότητα εξ ορισμού συμβατή με τις μέριμνες για την κατασκευή μιας «καθαρής» εικόνας του νεοέλληνα. Εξ ίσου, η δράση του Μακρυγιάννη στην Επανάσταση αποδεσμεύτηκε πλήρως από τις προϋποθέσεις της και ο πόλεμος απώλεσε κάθε σχέση με τους μηχανισμούς που αφορούσαν τις οικονομίες του ένοπλου βίου.
Είναι αλήθεια ότι, από τη δεκαετία του 1930, ο «λαϊκός λόγος» του Μακρυγιάννη αποτέλεσε παραδειγματικό κώδικα, βάσει του οποίου επιχειρήθηκε ο συγκερασμός του εθνικιστικού οράματος των διανοουμένων του Μεσοπολέμου με εκείνο το «θαυμαστό» και συνάμα απλησίαστο «πράγμα», που ήταν ο κόσμος του λαού, των αγροτών, των προσφύγων, των εργατών. Θεωρήθηκε «υπόδειγμα» λαϊκής γλώσσας, που μπορεί έγκυρα και αυθεντικά να εκφράσει τη λαϊκή ψυχή, τη γνήσια εθνική ψυχή, που διατηρείται αναλλοίωτη εις τους αιώνες των αιώνων. Όπως έγινε σε άλλα επίπεδα του λαϊκού πολιτισμού, με τον Τσιτσάνη ή τον Θεόφιλο ή τον Καραγκιόζη.
Οδηγημένος λοιπόν από τις ιδεολογίες, ο Μακρυγιάννης -το φάντασμά του ακριβέστερα- πέρασε στο πάνθεον των «Ουασιγκτόνων», μπερδεύτηκε με τους ριζοσπάστες Συνταγματικούς κι έπειτα, στην Κατοχή, αναδείχθηκε σε φωτισμένο εκφραστή της λαϊκοδημοκρατικής φωνής, συνέτρεξε το τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ, φόρεσε ακόμη και τα φυσεκλίκια του ΕΛΑΣίτη. Με άλλα λόγια, οι λέξεις του, αποκομμένες από τα πράγματα στα οποία αναφέρονταν, στρατολογήθηκαν στις μεγάλες πατριωτικές και λαϊκιστικές ιδεολογικές κατασκευές, που μας κληροδοτήθηκαν και επισυνάφθηκαν στα προτάγματά τους. Από τον Βαλέτα έως τον Βουρνά, ο λόγος του Μακρυγιάννη αποτυπώνει μια γνήσια έκφραση του λαού, αυτής της διόλου μαρξικής έννοιας, που συμπυκνώνει τη διολίσθηση της μαρξιστικής ιστοριογραφίας προς έναν ιδιότυπο ποπουλισμό. Το θεωρητικό σχήμα του Γιάννη Ζεύγου, υπαγορεύει την ανάγκη προβολής ενός μη κλέφτη αγωνιστή του '21, ενός εμπορευόμενου, που ενσαρκώνει τις ιδέες της Ανεξαρτησίας και πρωταγωνιστεί αργότερα στο κίνημα των Συνταγματικών.
Η τομή στη δημόσια εικόνα του Μακρυγιάννη έγινε με την έκδοση του Οράματα και Θάματα. Με το που εκδόθηκε αυτό το «νέο» έργο τού «πατριδοφύλακα» στρατηγού, ξεκίνησε η συζήτηση για τη σημασία και το βάρος που έχει ή που θα μπορούσε να έχει ετούτη η νέα μαρτυρία στα ιστοριογραφικά μας δρώμενα. Το άγνωστο, μέχρι τότε, κείμενο του Mακρυγιάννη (που η αγαθή τύχη, ο μόχθος του Άγγελου Παπακώστα και η μέριμνα του M.I.E.T. έφεραν στη διάθεση της ιστορικής έρευνας και του φιλίστορος κοινού) ήρθε να ταράξει κατεστημένες βεβαιότητες, να τροφοδοτήσει νέους προβληματισμούς, μα και οξύτατες αντιπαραθέσεις και διαμάχες.
Tα Oράματα και Θάματα είναι ένα δυσπρόσιτο κείμενο. Γεμάτο προσευχές, περιγραφές ονείρων κι οραμάτων και θαυμάτων, που διανθίζονται με παραληρηματικές απογραφές απόκοσμων εξηγήσεων. Με αφορμή λοιπόν τη δημοσίευση του δεύτερου «'στορικού» του Μακρυγιάννη, κάμποσοι, σφόδρα ιδεολογίζοντες, σχολιαστές μπλέχτηκαν στη συζήτηση, είτε για να υποστηρίξουν παλιές βεβαιότητες είτε για να νομιμοποιήσουν νεότευκτες κατασκευές που στήθηκαν εκ του μηδενός. Έτσι, οι μεν κληρονόμοι της ορθολογικής παράδοσης αποφάνθηκαν περί της ασημαντότητας του κειμένου, καθ' ό,τι, όπως υποστήριξαν, τα Oράματα και Θάματα δεν ήταν παρά έργο ενός ανθρώπου που έχασε τα λογικά του (και άρα δεν πλήττουν το κύρος των Απομνημονευμάτων που έγραψε ο στρατηγός πριν τον καταβάλουν οι κακουχίες), οι δε θεματοφύλακες ή αναθεωρητές της ελληνοχριστιανικής παράδοσης βρήκαν σ' αυτό τη μήτρα όπου, σαν σε αδιαμφισβήτητο θεμέλιο, θα νομιμοποιούνταν οι αυθαίρετες μετασκευές και τα ντενεκεδένια πανωσηκώματα που έχουν βαφτιστεί με πομπώδη ονόματα: «νεορθοδοξία», «εθνική συνέχεια», «ελληνική ψυχή» κτλ. Μόνο που ο λόγος του Mακρυγιάννη, που βρίσκει τη θέση του πλάι στον Χριστό στην δεξιά του πατρός, δεν έγινε δυνατό να χωρέσει ολόκληρος στο αυστηρώς νοούμενο πλαίσιο της ορθοδοξίας και των σημερινών εθνικιστικών κατασκευών. Το ίδιο το κείμενο, όσο περισσότερο το επικαλούνταν κατά λέξη οι φανατικοί της νεορθοδοξίας, τόσο πιο κατηγορηματικά διέψευδε τα σχήματα και τις ερμηνείες τους.
Την έκδοση συνόδευσαν ιδεολογικοί μονόλογοι, και άρθρα και δοκίμια και μελέτες. Κι έπειτα, γρήγορα, ο θόρυβος κόπασε και το κείμενο ξαναγύρισε στη σιωπή όπου βρισκόταν πριν από την έκδοσή του. Οι ζηλωτικές προσεγγίσεις, αφού παρήγαγαν απίθανες ερμηνευτικές αυθαιρεσίες, συνέκλιναν στην αποδοχή της τελεσίδικης ταφής του. Κι τούτο επειδή το δεύτερο «'στορικό» του Μακρυγιάννη φάνηκε περισσότερο στρυφνό απ' όσο στην αρχή είχε νομιστεί, πιο αλλοπρόσαλλο απ' όσο το είχαν κρίνει οι προσπάθειες «διάσωσης» του γνήσιου εκφραστή της ελληνικής ψυχής, και επικίνδυνα βλάσφημο για να ενταχθεί στην παράδοση της ορθόδοξης ή και της νεορθόδοξης φιλολογίας. Έτσι, οι χριστιανορθόδοξες προσεγγίσεις κατέληξαν εκεί απ' όπου ξεκίνησε ο αφορισμός τών, εξ ίσου ιδεολογικά προδιατεθειμένων, ερμηνειών της ορθολογίζουσας παράδοσης: τα Οράματα και Θάματα είναι έργο υπαγορευμένο είτε από το σαλεμένο μυαλό του Μακρυγιάννη είτε από τον διάβολο που κατέλαβε το κεφάλι του. Σιωπή λοιπόν? αλλά σιωπή λαλίστατη.
Ο λόγος που αποτυπώθηκε στα χειρόγραφα του Μακρυγιάννη είναι ένα σπάνιο τεκμήριο για τον ιστορικό. Η γραφή του, παρά την ομορφιά και τη φαινομενική της απλότητα, διέπεται από μια εξαιρετικά σύνθετη δομή. Οι νέες λέξεις και τα ρηξικέλευθα νοήματα που έφερε η Επανάσταση απορροφώνται από τα κληρονομημένα διανοητικά σχήματα. Και, καθώς αφηγείται τα πράγματα με τον ρυθμό που τα έζησε, η λογική τάξη του βιώματος συντίθεται με τη λογική τάξη τής εκ των υστέρων αποτίμησης. Έτσι, συνυπάρχουν στην ίδια αφήγηση τόσο η ανάπλαση του λογισμού της στιγμής όσο και η εκ των υστέρων εξήγηση των γεγονότων. Ο Μακρυγιάννης γράφει και ξαναγράφει τα «'στορικά» του, από το 1829 έως την αρχή της δεκαετίας του 1850. Κάθε νέα επίσκεψη στα χειρόγραφά του γεννά νέες μέριμνες, που απαντούν σε μέριμνες κατοπινές από τα ιστορούμενα. Καταγίνεται λοιπόν να σβήνει και να ξαναγράφει τα γεγονότα που έζησε, παράγοντας ένα παλίμψηστο, όπου, καθώς δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε και να αποκαταστήσουμε με ασφάλεια τις χρονικότητες και τους ρυθμούς της γραφής, ανακατεύονται αμετάκλητα διαδοχικά στρώματα: των επισκέψεων στα χειρόγραφα, των προσθηκών και των αναδιατυπώσεων. Στη συνέχεια των σελίδων, ανακατώνονται οι εποχές και οι συγκυρίες, με τρόπο που το παρελθόν να υποτάσσεται σε κατοπινές μέριμνες ή προτεραιότητες, οι οποίες δεν υπήρχαν τον καιρό που ιστορείται. Ο Μακρυγιάννης, διαθέτοντας αξιοθαύμαστη δυνατότητα προσαρμογής στα καινούρια πράγματα που έφερε η Επανάσταση, συμμετείχε με πάθος στην καταστροφή του παλιού κόσμου, του μόνο κόσμου που μπορούσε να χωρέσει τις προσδοκίες του.
Η εικόνα του στρατηγού Μακρυγιάννη την οποία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μας κληροδότησε η φιλολογία του εικοστού αιώνα, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα κατάχρησης των μαρτυριών και των τεκμηρίων που ο Φίλιππος Ηλιού επέμενε να ορίζει ως «ιδεολογική χρήση τής ιστορίας», όπου «το παρόν επιβάλλει στο παρελθόν τα προβλήματά του, παραμερίζοντας, με συγκινητική αδιαφορία, τα πραγματικά περιστατικά και αγνοώντας τη λειτουργία των κοινωνικών συνόλων».
Στην πρώτη, γραμμένη από τον Βλαχογιάννη, βιογραφία του Μακρυγιάννη, κατασκευάζεται η ατομική και οικογενειακή του ιστορία, με γνώμονα την ανάδειξη ενός «ιδεατού παραδείγματος» στο οποίο ανάγεται και μπορεί να σαρκωθεί η «αυθεντική» φυσιογνωμία του «νεοέλληνα», μια ανόθευτη έκφραση της «λαϊκότητας» στις παραμονές της «εθνεγερσίας». Στην προσωπογραφία αυτή του «λαϊκού ήρωα» προβάλλονται ετοιμότητες που θα τον καταδείξουν ως εθνικό «Πρόγονο» - με το «Π» κεφαλαίο, δημιουργικά ανοικτό στα ιδεολογικά ρεύματα του μοντερνισμού.
Η γραφή του στρατηγού της Επανάστασης, ο «απελέκητος» λόγος των Απομνημονευμάτων, θεωρήθηκε ιδανική αποτύπωση της λαϊκής λαλιάς και της «ψυχής» του νεοέλληνα. Μέχρι τη δεκαετία του '80, απ' όσο γνωρίζω, με εξαίρεση τον Σπύρο Ασδραχά και τον Γιώργο Πετρή, καμία αναφορά στον «πατριδοφύλακα» ήρωα της Επανάστασης δεν εγκαταλείπει τους κοινούς τόπους που έχτισε ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Οι «βεβαιότητες» που μας υπέβαλε η σχετική φιλολογία, για την ταπεινή λαϊκή καταγωγή, τη γέννηση, τα περιστατικά της παιδικής ηλικίας και τις δραστηριότητες του Μακρυγιάννη στην Άρτα, και έως το ξέσπασμα της Επανάστασης, προκαταβάλλουν την ανάγνωση των Απομνημονευμάτων και ιχνογραφούν μια προσωπικότητα εξ ορισμού συμβατή με τις μέριμνες για την κατασκευή μιας «καθαρής» εικόνας του νεοέλληνα. Εξ ίσου, η δράση του Μακρυγιάννη στην Επανάσταση αποδεσμεύτηκε πλήρως από τις προϋποθέσεις της και ο πόλεμος απώλεσε κάθε σχέση με τους μηχανισμούς που αφορούσαν τις οικονομίες του ένοπλου βίου.
Είναι αλήθεια ότι, από τη δεκαετία του 1930, ο «λαϊκός λόγος» του Μακρυγιάννη αποτέλεσε παραδειγματικό κώδικα, βάσει του οποίου επιχειρήθηκε ο συγκερασμός του εθνικιστικού οράματος των διανοουμένων του Μεσοπολέμου με εκείνο το «θαυμαστό» και συνάμα απλησίαστο «πράγμα», που ήταν ο κόσμος του λαού, των αγροτών, των προσφύγων, των εργατών. Θεωρήθηκε «υπόδειγμα» λαϊκής γλώσσας, που μπορεί έγκυρα και αυθεντικά να εκφράσει τη λαϊκή ψυχή, τη γνήσια εθνική ψυχή, που διατηρείται αναλλοίωτη εις τους αιώνες των αιώνων. Όπως έγινε σε άλλα επίπεδα του λαϊκού πολιτισμού, με τον Τσιτσάνη ή τον Θεόφιλο ή τον Καραγκιόζη.
Οδηγημένος λοιπόν από τις ιδεολογίες, ο Μακρυγιάννης -το φάντασμά του ακριβέστερα- πέρασε στο πάνθεον των «Ουασιγκτόνων», μπερδεύτηκε με τους ριζοσπάστες Συνταγματικούς κι έπειτα, στην Κατοχή, αναδείχθηκε σε φωτισμένο εκφραστή της λαϊκοδημοκρατικής φωνής, συνέτρεξε το τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ, φόρεσε ακόμη και τα φυσεκλίκια του ΕΛΑΣίτη. Με άλλα λόγια, οι λέξεις του, αποκομμένες από τα πράγματα στα οποία αναφέρονταν, στρατολογήθηκαν στις μεγάλες πατριωτικές και λαϊκιστικές ιδεολογικές κατασκευές, που μας κληροδοτήθηκαν και επισυνάφθηκαν στα προτάγματά τους. Από τον Βαλέτα έως τον Βουρνά, ο λόγος του Μακρυγιάννη αποτυπώνει μια γνήσια έκφραση του λαού, αυτής της διόλου μαρξικής έννοιας, που συμπυκνώνει τη διολίσθηση της μαρξιστικής ιστοριογραφίας προς έναν ιδιότυπο ποπουλισμό. Το θεωρητικό σχήμα του Γιάννη Ζεύγου, υπαγορεύει την ανάγκη προβολής ενός μη κλέφτη αγωνιστή του '21, ενός εμπορευόμενου, που ενσαρκώνει τις ιδέες της Ανεξαρτησίας και πρωταγωνιστεί αργότερα στο κίνημα των Συνταγματικών.
Η τομή στη δημόσια εικόνα του Μακρυγιάννη έγινε με την έκδοση του Οράματα και Θάματα. Με το που εκδόθηκε αυτό το «νέο» έργο τού «πατριδοφύλακα» στρατηγού, ξεκίνησε η συζήτηση για τη σημασία και το βάρος που έχει ή που θα μπορούσε να έχει ετούτη η νέα μαρτυρία στα ιστοριογραφικά μας δρώμενα. Το άγνωστο, μέχρι τότε, κείμενο του Mακρυγιάννη (που η αγαθή τύχη, ο μόχθος του Άγγελου Παπακώστα και η μέριμνα του M.I.E.T. έφεραν στη διάθεση της ιστορικής έρευνας και του φιλίστορος κοινού) ήρθε να ταράξει κατεστημένες βεβαιότητες, να τροφοδοτήσει νέους προβληματισμούς, μα και οξύτατες αντιπαραθέσεις και διαμάχες.
Tα Oράματα και Θάματα είναι ένα δυσπρόσιτο κείμενο. Γεμάτο προσευχές, περιγραφές ονείρων κι οραμάτων και θαυμάτων, που διανθίζονται με παραληρηματικές απογραφές απόκοσμων εξηγήσεων. Με αφορμή λοιπόν τη δημοσίευση του δεύτερου «'στορικού» του Μακρυγιάννη, κάμποσοι, σφόδρα ιδεολογίζοντες, σχολιαστές μπλέχτηκαν στη συζήτηση, είτε για να υποστηρίξουν παλιές βεβαιότητες είτε για να νομιμοποιήσουν νεότευκτες κατασκευές που στήθηκαν εκ του μηδενός. Έτσι, οι μεν κληρονόμοι της ορθολογικής παράδοσης αποφάνθηκαν περί της ασημαντότητας του κειμένου, καθ' ό,τι, όπως υποστήριξαν, τα Oράματα και Θάματα δεν ήταν παρά έργο ενός ανθρώπου που έχασε τα λογικά του (και άρα δεν πλήττουν το κύρος των Απομνημονευμάτων που έγραψε ο στρατηγός πριν τον καταβάλουν οι κακουχίες), οι δε θεματοφύλακες ή αναθεωρητές της ελληνοχριστιανικής παράδοσης βρήκαν σ' αυτό τη μήτρα όπου, σαν σε αδιαμφισβήτητο θεμέλιο, θα νομιμοποιούνταν οι αυθαίρετες μετασκευές και τα ντενεκεδένια πανωσηκώματα που έχουν βαφτιστεί με πομπώδη ονόματα: «νεορθοδοξία», «εθνική συνέχεια», «ελληνική ψυχή» κτλ. Μόνο που ο λόγος του Mακρυγιάννη, που βρίσκει τη θέση του πλάι στον Χριστό στην δεξιά του πατρός, δεν έγινε δυνατό να χωρέσει ολόκληρος στο αυστηρώς νοούμενο πλαίσιο της ορθοδοξίας και των σημερινών εθνικιστικών κατασκευών. Το ίδιο το κείμενο, όσο περισσότερο το επικαλούνταν κατά λέξη οι φανατικοί της νεορθοδοξίας, τόσο πιο κατηγορηματικά διέψευδε τα σχήματα και τις ερμηνείες τους.
Την έκδοση συνόδευσαν ιδεολογικοί μονόλογοι, και άρθρα και δοκίμια και μελέτες. Κι έπειτα, γρήγορα, ο θόρυβος κόπασε και το κείμενο ξαναγύρισε στη σιωπή όπου βρισκόταν πριν από την έκδοσή του. Οι ζηλωτικές προσεγγίσεις, αφού παρήγαγαν απίθανες ερμηνευτικές αυθαιρεσίες, συνέκλιναν στην αποδοχή της τελεσίδικης ταφής του. Κι τούτο επειδή το δεύτερο «'στορικό» του Μακρυγιάννη φάνηκε περισσότερο στρυφνό απ' όσο στην αρχή είχε νομιστεί, πιο αλλοπρόσαλλο απ' όσο το είχαν κρίνει οι προσπάθειες «διάσωσης» του γνήσιου εκφραστή της ελληνικής ψυχής, και επικίνδυνα βλάσφημο για να ενταχθεί στην παράδοση της ορθόδοξης ή και της νεορθόδοξης φιλολογίας. Έτσι, οι χριστιανορθόδοξες προσεγγίσεις κατέληξαν εκεί απ' όπου ξεκίνησε ο αφορισμός τών, εξ ίσου ιδεολογικά προδιατεθειμένων, ερμηνειών της ορθολογίζουσας παράδοσης: τα Οράματα και Θάματα είναι έργο υπαγορευμένο είτε από το σαλεμένο μυαλό του Μακρυγιάννη είτε από τον διάβολο που κατέλαβε το κεφάλι του. Σιωπή λοιπόν? αλλά σιωπή λαλίστατη.
Ο λόγος που αποτυπώθηκε στα χειρόγραφα του Μακρυγιάννη είναι ένα σπάνιο τεκμήριο για τον ιστορικό. Η γραφή του, παρά την ομορφιά και τη φαινομενική της απλότητα, διέπεται από μια εξαιρετικά σύνθετη δομή. Οι νέες λέξεις και τα ρηξικέλευθα νοήματα που έφερε η Επανάσταση απορροφώνται από τα κληρονομημένα διανοητικά σχήματα. Και, καθώς αφηγείται τα πράγματα με τον ρυθμό που τα έζησε, η λογική τάξη του βιώματος συντίθεται με τη λογική τάξη τής εκ των υστέρων αποτίμησης. Έτσι, συνυπάρχουν στην ίδια αφήγηση τόσο η ανάπλαση του λογισμού της στιγμής όσο και η εκ των υστέρων εξήγηση των γεγονότων. Ο Μακρυγιάννης γράφει και ξαναγράφει τα «'στορικά» του, από το 1829 έως την αρχή της δεκαετίας του 1850. Κάθε νέα επίσκεψη στα χειρόγραφά του γεννά νέες μέριμνες, που απαντούν σε μέριμνες κατοπινές από τα ιστορούμενα. Καταγίνεται λοιπόν να σβήνει και να ξαναγράφει τα γεγονότα που έζησε, παράγοντας ένα παλίμψηστο, όπου, καθώς δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε και να αποκαταστήσουμε με ασφάλεια τις χρονικότητες και τους ρυθμούς της γραφής, ανακατεύονται αμετάκλητα διαδοχικά στρώματα: των επισκέψεων στα χειρόγραφα, των προσθηκών και των αναδιατυπώσεων. Στη συνέχεια των σελίδων, ανακατώνονται οι εποχές και οι συγκυρίες, με τρόπο που το παρελθόν να υποτάσσεται σε κατοπινές μέριμνες ή προτεραιότητες, οι οποίες δεν υπήρχαν τον καιρό που ιστορείται. Ο Μακρυγιάννης, διαθέτοντας αξιοθαύμαστη δυνατότητα προσαρμογής στα καινούρια πράγματα που έφερε η Επανάσταση, συμμετείχε με πάθος στην καταστροφή του παλιού κόσμου, του μόνο κόσμου που μπορούσε να χωρέσει τις προσδοκίες του.
Κριτικές
18/10/2014, 15:04
18/10/2014, 15:01