Ο βίος του Στρατηγού Μακρυγιάννη

απομνημόνευμα και ιστορία
Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 28.76
20.13
Τιμή Πρωτοπορίας
+
375224
Συγγραφέας: Θεοτοκάς, Νίκος
Εκδόσεις: Βιβλιόραμα
Σελίδες:552
Ημερομηνία Έκδοσης:18/12/2012
ISBN:9789609548014
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή

από τον πρόλογο του βιβλίου...

Η εικόνα του στρατηγού Μακρυγιάννη την οποία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μας κληροδότησε η φιλολογία του εικοστού αιώνα, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα κατάχρησης των μαρτυριών και των τεκμηρίων που ο Φίλιππος Ηλιού επέμενε να ορίζει ως «ιδεολογική χρήση τής ιστορίας», όπου «το παρόν επιβάλλει στο παρελθόν τα προβλήματά του, παραμερίζοντας, με συγκινητική αδιαφορία, τα πραγματικά περιστατικά και αγνοώντας τη λειτουργία των κοινωνικών συνόλων».

Στην πρώτη, γραμμένη από τον Βλαχογιάννη, βιογραφία του Μακρυγιάννη, κατασκευάζεται η ατομική και οικογενειακή του ιστορία, με γνώμονα την ανάδειξη ενός «ιδεατού παραδείγματος» στο οποίο ανάγεται και μπορεί να σαρκωθεί η «αυθεντική» φυσιογνωμία του «νεοέλληνα», μια ανόθευτη έκφραση της «λαϊκότητας» στις παραμονές της «εθνεγερσίας». Στην προσωπογραφία αυτή του «λαϊκού ήρωα» προβάλλονται ετοιμότητες που θα τον καταδείξουν ως εθνικό «Πρόγονο» - με το «Π» κεφαλαίο, δημιουργικά ανοικτό στα ιδεολογικά ρεύματα του μοντερνισμού.

Η γραφή του στρατηγού της Επανάστασης, ο «απελέκητος» λόγος των Απομνημονευμάτων, θεωρήθηκε ιδανική αποτύπωση της λαϊκής λαλιάς και της «ψυχής» του νεοέλληνα. Μέχρι τη δεκαετία του '80, απ' όσο γνωρίζω, με εξαίρεση τον Σπύρο Ασδραχά και τον Γιώργο Πετρή, καμία αναφορά στον «πατριδοφύλακα» ήρωα της Επανάστασης δεν εγκαταλείπει τους κοινούς τόπους που έχτισε ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Οι «βεβαιότητες» που μας υπέβαλε η σχετική φιλολογία, για την ταπεινή λαϊκή καταγωγή, τη γέννηση, τα περιστατικά της παιδικής ηλικίας και τις δραστηριότητες του Μακρυγιάννη στην Άρτα, και έως το ξέσπασμα της Επανάστασης, προκαταβάλλουν την ανάγνωση των Απομνημονευμάτων και ιχνογραφούν μια προσωπικότητα εξ ορισμού συμβατή με τις μέριμνες για την κατασκευή μιας «καθαρής» εικόνας του νεοέλληνα. Εξ ίσου, η δράση του Μακρυγιάννη στην Επανάσταση αποδεσμεύτηκε πλήρως από τις προϋποθέσεις της και ο πόλεμος απώλεσε κάθε σχέση με τους μηχανισμούς που αφορούσαν τις οικονομίες του ένοπλου βίου.

Είναι αλήθεια ότι, από τη δεκαετία του 1930, ο «λαϊκός λόγος» του Μακρυγιάννη αποτέλεσε παραδειγματικό κώδικα, βάσει του οποίου επιχειρήθηκε ο συγκερασμός του εθνικιστικού οράματος των διανοουμένων του Μεσοπολέμου με εκείνο το «θαυμαστό» και συνάμα απλησίαστο «πράγμα», που ήταν ο κόσμος του λαού, των αγροτών, των προσφύγων, των εργατών. Θεωρήθηκε «υπόδειγμα» λαϊκής γλώσσας, που μπορεί έγκυρα και αυθεντικά να εκφράσει τη λαϊκή ψυχή, τη γνήσια εθνική ψυχή, που διατηρείται αναλλοίωτη εις τους αιώνες των αιώνων. Όπως έγινε σε άλλα επίπεδα του λαϊκού πολιτισμού, με τον Τσιτσάνη ή τον Θεόφιλο ή τον Καραγκιόζη.

Οδηγημένος λοιπόν από τις ιδεολογίες, ο Μακρυγιάννης -το φάντασμά του ακριβέστερα- πέρασε στο πάνθεον των «Ουασιγκτόνων», μπερδεύτηκε με τους ριζοσπάστες Συνταγματικούς κι έπειτα, στην Κατοχή, αναδείχθηκε σε φωτισμένο εκφραστή της λαϊκοδημοκρατικής φωνής, συνέτρεξε το τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ, φόρεσε ακόμη και τα φυσεκλίκια του ΕΛΑΣίτη. Με άλλα λόγια, οι λέξεις του, αποκομμένες από τα πράγματα στα οποία αναφέρονταν, στρατολογήθηκαν στις μεγάλες πατριωτικές και λαϊκιστικές ιδεολογικές κατασκευές, που μας κληροδοτήθηκαν και επισυνάφθηκαν στα προτάγματά τους. Από τον Βαλέτα έως τον Βουρνά, ο λόγος του Μακρυγιάννη αποτυπώνει μια γνήσια έκφραση του λαού, αυτής της διόλου μαρξικής έννοιας, που συμπυκνώνει τη διολίσθηση της μαρξιστικής ιστοριογραφίας προς έναν ιδιότυπο ποπουλισμό. Το θεωρητικό σχήμα του Γιάννη Ζεύγου, υπαγορεύει την ανάγκη προβολής ενός μη κλέφτη αγωνιστή του '21, ενός εμπορευόμενου, που ενσαρκώνει τις ιδέες της Ανεξαρτησίας και πρωταγωνιστεί αργότερα στο κίνημα των Συνταγματικών.

Η τομή στη δημόσια εικόνα του Μακρυγιάννη έγινε με την έκδοση του Οράματα και Θάματα. Με το που εκδόθηκε αυτό το «νέο» έργο τού «πατριδοφύλακα» στρατηγού, ξεκίνησε η συζήτηση για τη σημασία και το βάρος που έχει ή που θα μπορούσε να έχει ετούτη η νέα μαρτυρία στα ιστοριογραφικά μας δρώμενα. Το άγνωστο, μέχρι τότε, κείμενο του Mακρυγιάννη (που η αγαθή τύχη, ο μόχθος του Άγγελου Παπακώστα και η μέριμνα του M.I.E.T. έφεραν στη διάθεση της ιστορικής έρευνας και του φιλίστορος κοινού) ήρθε να ταράξει κατεστημένες βεβαιότητες, να τροφοδοτήσει νέους προβληματισμούς, μα και οξύτατες αντιπαραθέσεις και διαμάχες.

Tα Oράματα και Θάματα είναι ένα δυσπρόσιτο κείμενο. Γεμάτο προσευχές, περιγραφές ονείρων κι οραμάτων και θαυμάτων, που διανθίζονται με παραληρηματικές απογραφές απόκοσμων εξηγήσεων. Με αφορμή λοιπόν τη δημοσίευση του δεύτερου «'στορικού» του Μακρυγιάννη, κάμποσοι, σφόδρα ιδεολογίζοντες, σχολιαστές μπλέχτηκαν στη συζήτηση, είτε για να υποστηρίξουν παλιές βεβαιότητες είτε για να νομιμοποιήσουν νεότευκτες κατασκευές που στήθηκαν εκ του μηδενός. Έτσι, οι μεν κληρονόμοι της ορθολογικής παράδοσης αποφάνθηκαν περί της ασημαντότητας του κειμένου, καθ' ό,τι, όπως υποστήριξαν, τα Oράματα και Θάματα δεν ήταν παρά έργο ενός ανθρώπου που έχασε τα λογικά του (και άρα δεν πλήττουν το κύρος των Απομνημονευμάτων που έγραψε ο στρατηγός πριν τον καταβάλουν οι κακουχίες), οι δε θεματοφύλακες ή αναθεωρητές της ελληνοχριστιανικής παράδοσης βρήκαν σ' αυτό τη μήτρα όπου, σαν σε αδιαμφισβήτητο θεμέλιο, θα νομιμοποιούνταν οι αυθαίρετες μετασκευές και τα ντενεκεδένια πανωσηκώματα που έχουν βαφτιστεί με πομπώδη ονόματα: «νεορθοδοξία», «εθνική συνέχεια», «ελληνική ψυχή» κτλ. Μόνο που ο λόγος του Mακρυγιάννη, που βρίσκει τη θέση του πλάι στον Χριστό στην δεξιά του πατρός, δεν έγινε δυνατό να χωρέσει ολόκληρος στο αυστηρώς νοούμενο πλαίσιο της ορθοδοξίας και των σημερινών εθνικιστικών κατασκευών. Το ίδιο το κείμενο, όσο περισσότερο το επικαλούνταν κατά λέξη οι φανατικοί της νεορθοδοξίας, τόσο πιο κατηγορηματικά διέψευδε τα σχήματα και τις ερμηνείες τους.

Την έκδοση συνόδευσαν ιδεολογικοί μονόλογοι, και άρθρα και δοκίμια και μελέτες. Κι έπειτα, γρήγορα, ο θόρυβος κόπασε και το κείμενο ξαναγύρισε στη σιωπή όπου βρισκόταν πριν από την έκδοσή του. Οι ζηλωτικές προσεγγίσεις, αφού παρήγαγαν απίθανες ερμηνευτικές αυθαιρεσίες, συνέκλιναν στην αποδοχή της τελεσίδικης ταφής του. Κι τούτο επειδή το δεύτερο «'στορικό» του Μακρυγιάννη φάνηκε περισσότερο στρυφνό απ' όσο στην αρχή είχε νομιστεί, πιο αλλοπρόσαλλο απ' όσο το είχαν κρίνει οι προσπάθειες «διάσωσης» του γνήσιου εκφραστή της ελληνικής ψυχής, και επικίνδυνα βλάσφημο για να ενταχθεί στην παράδοση της ορθόδοξης ή και της νεορθόδοξης φιλολογίας. Έτσι, οι χριστιανορθόδοξες προσεγγίσεις κατέληξαν εκεί απ' όπου ξεκίνησε ο αφορισμός τών, εξ ίσου ιδεολογικά προδιατεθειμένων, ερμηνειών της ορθολογίζουσας παράδοσης: τα Οράματα και Θάματα είναι έργο υπαγορευμένο είτε από το σαλεμένο μυαλό του Μακρυγιάννη είτε από τον διάβολο που κατέλαβε το κεφάλι του. Σιωπή λοιπόν? αλλά σιωπή λαλίστατη.

Ο λόγος που αποτυπώθηκε στα χειρόγραφα του Μακρυγιάννη είναι ένα σπάνιο τεκμήριο για τον ιστορικό. Η γραφή του, παρά την ομορφιά και τη φαινομενική της απλότητα, διέπεται από μια εξαιρετικά σύνθετη δομή. Οι νέες λέξεις και τα ρηξικέλευθα νοήματα που έφερε η Επανάσταση απορροφώνται από τα κληρονομημένα διανοητικά σχήματα. Και, καθώς αφηγείται τα πράγματα με τον ρυθμό που τα έζησε, η λογική τάξη του βιώματος συντίθεται με τη λογική τάξη τής εκ των υστέρων αποτίμησης. Έτσι, συνυπάρχουν στην ίδια αφήγηση τόσο η ανάπλαση του λογισμού της στιγμής όσο και η εκ των υστέρων εξήγηση των γεγονότων. Ο Μακρυγιάννης γράφει και ξαναγράφει τα «'στορικά» του, από το 1829 έως την αρχή της δεκαετίας του 1850. Κάθε νέα επίσκεψη στα χειρόγραφά του γεννά νέες μέριμνες, που απαντούν σε μέριμνες κατοπινές από τα ιστορούμενα. Καταγίνεται λοιπόν να σβήνει και να ξαναγράφει τα γεγονότα που έζησε, παράγοντας ένα παλίμψηστο, όπου, καθώς δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε και να αποκαταστήσουμε με ασφάλεια τις χρονικότητες και τους ρυθμούς της γραφής, ανακατεύονται αμετάκλητα διαδοχικά στρώματα: των επισκέψεων στα χειρόγραφα, των προσθηκών και των αναδιατυπώσεων. Στη συνέχεια των σελίδων, ανακατώνονται οι εποχές και οι συγκυρίες, με τρόπο που το παρελθόν να υποτάσσεται σε κατοπινές μέριμνες ή προτεραιότητες, οι οποίες δεν υπήρχαν τον καιρό που ιστορείται. Ο Μακρυγιάννης, διαθέτοντας αξιοθαύμαστη δυνατότητα προσαρμογής στα καινούρια πράγματα που έφερε η Επανάσταση, συμμετείχε με πάθος στην καταστροφή του παλιού κόσμου, του μόνο κόσμου που μπορούσε να χωρέσει τις προσδοκίες του.

Κριτικές

Από τον Γιάννη του Λιδωρίκη στον στρατηγό Μακρυγιάννη

Νίκος Θεοτοκάς «Ο βίος του στρατηγού Μακρυγιάννη: Απομνημόνευμα και ιστορία». Εκδόσεις Βιβλιόραμα 2012, σελ. 549.

Το απομνημόνευμα του Μακρυγιάννη έχει επηρεάσει τόσο τη νεοελληνική πεζογραφία ώστε δημιουργήθηκε και σχετικός όρος (μακρυγιαννισμός). Οι αρετές της αφήγησης του ελάχιστα μορφωμένου στρατηγού της Επανάστασης έχουν φτάσει στο σημείο να θεωρούνται βασική επιρροή για συγγραφείς όπως ο Στρατής Δούκας και ο Θανάσης Βαλτινός. Τον «Βίο του στρατηγού Μακρυγιάννη» του Θεοτοκά μπορούμε να τον δούμε και ως το ακριβώς αντίστροφο: χωρίς να χάνει τίποτα από την αξία του ως ιστορική μελέτη μπορεί να διαβαστεί και ως ένα πολυπρόσωπο πεζογράφημα που καταγράφει τη διαδρομή ενός ανθρώπου μέσα σε ταραγμένες εποχές.



Ο Νίκος Θεοτοκάς χρησιμοποιεί ως κεντρικό άξονα του βιβλίου τα δύο γραπτά τεκμήρια που άφησε ο Μακρυγιάννης. Επιλέγει να μελετήσει και το παραγνωρισμένο «Οράματα και Θάματα» που έγραψε ο στρατηγός της Επανάστασης σε μεγάλη ηλικία μαζί με το διάσημο απομνημόνευμά του. Δίπλα σε αυτά εξετάζει τα αρχεία της εποχής που έχουν διασωθεί και άλλες μαρτυρίες που είναι διαθέσιμες στις μέρες μας. Ετσι το απομνημόνευμα δεν γίνεται τεκμήριο για να φωτίσει όσα έζησε ο Μακρυγιάννης, αλλά περισσότερο όσα υποστηρίζει ο ίδιος για τον εαυτό του σε άμεση αναφορά με τα εκάστοτε πολιτικά διακυβεύματα των χρόνων που γράφει. Ανατρέχοντας σε προηγούμενα αυτοβιογραφικά σχεδιάσματα του στρατηγού ο Θεοτοκάς κατορθώνει να δείξει πώς αλλάζει η οπτική προσαρμοζόμενη στις απαιτήσεις και τους κανόνες της εποχής.



Η αφήγηση του βίου ξεκινάει πολύ πριν ο μετέπειτα στρατηγός ονομαστεί Μακρυγιάννης, την εποχή που ήταν το τελευταίο παιδί του Δημήτρη Τριανταφύλλου από το Αβορίτι Δωρίδας. Τον ακολουθεί στην οικογενειακή μετεγκατάσταση στη Λιβαδειά μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ο Θεοτοκάς εξετάζει τις σχέσεις που μπορεί να είχε η οικογένειά του με τα ένοπλα δίκτυα της προεπαναστατικής Ελλάδας. Στη συνέχεια γίνεται «Γιάννης του Λιδωρίκη» καθώς περνάει στη δούλεψη του Θανάση Λιδωρίκη και μετακομίζει στην Αρτα. Εκεί, πριν από το ξέσπασμα της Επανάστασης, ξεκινάει το χτίσιμο της περιουσίας του ως τοκιστής και έμπορος. Η Επανάσταση τον βρίσκει αρκετά εύπορο ώστε να μπορεί να συντηρήσει μια ένοπλη ομάδα με δικά του χρήματα, κάτι που του επιτρέπει τη γρήγορη ανέλιξη στην ιεραρχία. Στα στρατόπεδα της Επανάστασης θα αποκτήσει τελικά τον χαρακτηρισμό Μακρυγιάννης εξαιτίας του ύψους του. Μετά την κάθοδό του στην Αθήνα θα συνδεθεί με τους κατοίκους της και θα παντρευτεί την Κατίγκω Σκουζέ που ανήκε σε σημαντική οικογένεια της πόλης. Θα αποκτήσει μεγάλη ακίνητη περιουσία εν μέσω του πολέμου για την ανεξαρτησία και θα γίνει ένας από τους ισχυρούς παράγοντες του νεοσύστατου κράτους. Ο Μακρυγιάννης παρέμεινε στο επίκεντρο των εξελίξεων μέχρι που τα παλιά του τραύματα από τον πόλεμο κλόνισαν την υγεία του και πέθανε το 1864.



Σύμφωνα με τον Θεοτοκά, ο Μακρυγιάννης συνοψίζει πολλές πλευρές της προεπαναστατικής Ελλάδας, κατάφερε ωστόσο να διακρίνει νωρίς την αλλαγή της εποχής που έφεραν η Επανάσταση και η δημιουργία αυτόνομου κράτους. Ενώ προερχόταν από την τάξη των ενόπλων και όχι των πολιτικών καταδίκαζε σταθερά τις «κλέφτικες» μεθόδους και υπερασπιζόταν τη νομιμότητα. Αυτή η πειθαρχία του στη νομιμότητα ήταν που τον βοήθησε να γίνει στρατηγός, ενώ δεν συμμετείχε σε τόσο σημαντικές μάχες όσο άλλοι συναγωνιστές του. Ταυτόχρονα, ασκούσε κριτική στους πολιτικούς διεκδικώντας σταθερά τα δικαιώματα των αγωνιστών που πολέμησαν για την ανεξαρτησία. Εμφανιζόταν κριτικός προς τη λειτουργία του κράτους, όμως την ίδια στιγμή κατείχε υψηλές θέσεις και είχε επαφές με το παλάτι. Με σημερινούς όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Μακρυγιάννης ήταν μεταρρυθμιστής: ήταν κατά των μεθόδων των όπλων μέσα στο ελληνικό κράτος και της χρήσης βίας και αντίθετα πίστευε στην αλλαγή μέσα από τους θεσμούς, αφού έτσι έκαναν τα κράτη που ήθελαν να προοδεύσουν.



«Ο βίος του στρατηγού Μακρυγιάννη» είναι πολλαπλά επίκαιρος σήμερα. Οχι μόνο επειδή η ρητορική περί αντίστασης, ανεξαρτησίας και κυριαρχίας των ξένων στην Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου λόγου, αλλά και επειδή οι βάσεις που έθεσε ο Μακρυγιάννης ως προς το τι σημαίνει Ελληνας παραμένουν ακόμα σε ισχύ, εξαιτίας και των μετέπειτα επεξεργασιών τους από τον Βλαχογιάννη και τη γενιά του ’30. Το βιβλίο επιτρέπει ταυτόχρονα να δούμε πολλές και διαφορετικές νοηματοδοτήσεις του ηρωισμού, της θυσίας, της αγάπης των γονιών για τα παιδιά και του πατριωτισμού.

Εφημερίδα των Συντακτών, 22/3/2013

Η ανασύνθεση του Μακρυγιάννη
Του Διονυση Μουσμουτη

Νίκος Θεοτοκάς

Ο βίος του στρατηγού Μακρυγιάννη

Εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 548, τιμή 28 ευρώ


Το 1902 στην πρώτη βιογραφία του στρατηγού Μακρυγιάννη, γραμμένη από τον Γιάννη Βλαχογιάννη, κατασκευάζεται η ατομική και η οικογενειακή του ιστορία, με γνώμονα την ανάδειξη ενός «ιδεατού παραδείγματος» στο οποίο ανάγεται και μπορεί να «σαρκωθεί» η «αυθεντική» φυσιογνωμία του Νεοέλληνα, μια «ανόθευτη» έκφραση της «λαϊκότητας» στις παραμονές της Εθνεγερσίας. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, με εξαίρεση τις εργασίες των Σπύρου Ασδραχά (1957) και Γιώργου Πετρή (1973), καμία αναφορά στον «πατριδοφύλακα» ήρωα της Επανάστασης δεν εγκαταλείπει τους κοινούς τόπους που έχτισε ο Βλαχογιάννης. Δηλαδή, τη δημιουργία μιας εικόνας συμβατής και εναρμονισμένης με το εθνικιστικό όραμα, αργότερα, των διανοουμένων του Μεσοπολέμου. Θεωρήθηκε «υπόδειγμα» λαϊκής γλώσσας, που μπορεί έγκυρα και αυθεντικά να εκφράσει τη λαϊκή ψυχή, τη γνήσια εθνική ψυχή η οποία διατηρείται αναλλοίωτη εις τους αιώνες των αιώνων. Οπως έγινε και σε άλλα επίπεδα του λαϊκού πολιτισμού, με τον Θεόφιλο, τον Καραγκιόζη ή ακόμη και τον Βασίλη Τσιτσάνη.

Η τομή στη δημόσια εικόνα του Μακρυγιάννη έγινε με την έκδοση του «Οράματα και Θάματα» (ΜΙΕΤ, 1983). Με την έκδοση αυτού του νέου έργου τού «πατριδοφύλακα» στρατηγού, ξεκίνησε η συζήτηση για την επίδραση που θα μπορούσε να έχει η νέα μαρτυρία στα ιστοριογραφικά μας δρώμενα - τροφοδοτήθηκαν νέοι προβληματισμοί, αλλά και οξύτατες αντιπαραθέσεις και διαμάχες. Τα «Οράματα και Θάματα» είναι ένα σπάνιο τεκμήριο για τον ιστορικό ερευνητή. Η γραφή του, παρά την ομορφιά και τη φαινομενική της απλότητα, διέπεται από μια εξαιρετικά σύνθετη δομή. Ο Μακρυγιάννης ασχολείται με τα «ιστορικά» του από το 1829 ώς την αρχή της δεκαετίας του 1850. Σβήνει και προσθέτει γεγονότα, αλλά με αξιοθαύμαστη δυνατότητα προσαρμογής στα καινούργια πράγματα που έφερε η Επανάσταση, συμμετέχοντας με πάθος στην καταστροφή του παλαιού κόσμου, του μόνου κόσμου που μπορούσε να χωρέσει στις προσδοκίες του.

Με αφορμή τη δημοσίευση του δεύτερου και αρκετά δυσπρόσιτου κειμένου του Μακρυγιάννη, οι μεν κληρονόμοι της ορθολογικής παράδοσης αποφάνθηκαν περί της ασημαντότητας του κειμένου, καθότι, όπως υποστήριξαν, δεν ήταν παρά έργο ενός ανθρώπου που έχασε τα λογικά του, οι δε θεματοφύλακες ή «εκσυγχρονιστές» της ελληνοχριστιανικής παράδοσης βρήκαν σε αυτό τη μήτρα όπου, σαν σε αδιαμφισβήτητο θεμέλιο, θα νομιμοποιούνταν οι αυθαίρετες μετασκευές, με πομπώδεις εκφράσεις, όπως «νεοορθοδοξία», «εθνική συνέχεια», «ελληνική ψυχή», κ. ά. Μόνο που το ίδιο το κείμενο όσο το επικαλούνταν οι φανατικοί της νεοορθοδοξίας τόσο πιο κατηγορηματικά διέψευδε τις ερμηνείες τους.

Ο Νίκος Θεοτοκάς -καθηγητής Ιστορικής και Θεωρητικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο- εξιστορεί τον βίο και τη δράση του στρατηγού, προσεγγίζοντας τον «απελέκητο» λόγο που μας άφησε στα Απομνημονεύματα και στα Οράματα και Θάματα, ως πολύτιμο τεκμήριο για τον λαϊκό πολιτισμό, για την ιστορία του πρώτου μισού του 19ου αιώνα και για την Επανάσταση του 1821. Με επιστημονική τεκμηρίωση μας προσφέρει μια ανασύνθεση της πολυποίκιλης/πολύπλοκης προσωπικότητας, πολύ πιο ενδιαφέρουσας από την έως τώρα γνωστή, η οποία είχε αξιοποιηθεί ιδεολογικά από όλες σχεδόν τις παρατάξεις, και σαφώς πιο διαφορετικής.

Η Καθημερινή, 13/7/2013
Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!