0
Your Καλαθι
Η ζωή στο βουνό
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το έργο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη συν τω χρόνω αποκαθίσταται εκδοτικά. Τον Ιανουάριο του 1899 ο 27ετής τότε Θεοτόκης δημοσίευε το αρτιότατο διήγημα «Πίστομα» στο περιοδικό του φίλου του Κώστα Χατζόπουλου «Τέχνη». Εκατό χρόνια αργότερα, Ιανουάριος 1999, τυπώνεται εν τέλει η ελληνική μετάφραση του πρώτου και γαλλόγλωσσου μυθιστορήματος του Θεοτόκη. Ένα «ληστρικό, σατιρικό και ερωτικό μυθιστόρημα» κατά τον Γ. Π. Σαββίδη που ωστόσο προοιωνίζεται ιδεολογικά και αφηγηματικά τον κατοπινό πεζογράφο.
Ταυτόχρονα εκδίδονται για πρώτη φορά συγκεντρωμένα σε βιβλίο όλα τα μέχρι σήμερα γνωστά ποιήματα του Θεοτόκη. Συνολικά εβδομήντα σονέτα τα οποία βρίσκονταν σκόρπια δημοσιευμένα κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Ο Ορέστης Αλεξάκης (στη σειρά «Οι Επτανήσιοι» των εκδόσεων Ωκεανίδα) προτού προχωρήσει στη συγκεντρωτική έκδοση ζητεί και ευρίσκει χειρόγραφα, αντιπαραβάλλει δημοσιεύσεις, ενίοτε παρεμβαίνει, τέλος αποπειράται χρονολόγηση της γραφής των ποιημάτων.
Παράξενη μοίρα
Πολλοί παράγοντες καθορίζουν την τύχη ενός έργου. Ιδίως μετά τον θάνατο του δημιουργού του, οπότε η μοίρα του εμπλέκεται με τον βίο αφοσιωμένων μελετητών και υφίσταται τις ολέθριες συνέπειες ενός αιφνίδιου ή και πρόωρου θανάτου αλλά και τις ευεργετικές ενός ειδυλλίου. Παράξενη εμφανίζεται η μοίρα του πρώτου μυθιστορήματος του Κ. Θεοτόκη, του μοναδικού που γράφτηκε στα γαλλικά και εκδόθηκε στο Παρίσι από το πανεπιστημιακό βιβλιοπωλείο Ντιντιέ-Περέν το 1895. Ένα πρώτο βιβλίο που μάλιστα «του είχε αποδώσει κάποιαν ουσιώδη χρηματική αμοιβή» όταν το επόμενο θα τυπωθεί δεκαεννέα χρόνια αργότερα.
Παράξενη και γιατί δύο θάνατοι καθυστέρησαν τουλάχιστον για μία επιπλέον δεκαετία την ελληνική μετάφραση και έκδοση. Ενώ ένα ερωτικό συναπάντημα συνέβαλε ώστε αυτό το αποκηρυγμένο, ως νεανικό αμάρτημα, βιβλίο του Θεοτόκη να κυκλοφορήσει τελικά στα ελληνικά από έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο και όχι, όπως θα αναμενόταν, σε μια φιλολογική έκδοση, ως επιμέρους συμβολή στην εισέτι προσδοκώμενη αποκατάσταση του πρώιμου Θεοτόκη.
Ωστόσο εν μέσω των τελευταίων μπεστ σέλερ του εκπνέοντος αιώνα αυτό το πρωτόλειο μυθιστόρημα φαίνεται σαν ανυπεράσπιστο. Σάμπως το όνομα του Θεοτόκη να μην αρκεί έστω και αν την τελευταία 25ετία ο κερκυραίος συγγραφέας εδραιώθηκε στα νεοελληνικά γράμματα ως ο εισηγητής του κοινωνικού μυθιστορήματος και ουδείς πλέον τον συγχέει με τον Θεοτοκά, όπως λέγεται ότι συνέβαινε στον Μεσοπόλεμο αλλά και αργότερα. Σύντομος αλλά περιεκτικός ο πρόλογος του μεταφραστή. Δεν αποκλείεται όμως η προώθηση ενός ληστρικού μυθιστορήματος, γραμμένου πριν κοντά από έναν αιώνα, να απαιτούσε μια περισσότερο φλύαρη εισαγωγή. Γιατί τα ερωτήματα που αιωρούνται γύρω από το μυθιστόρημα, όπως και η περιπέτεια της μετάφρασης, μάλλον συνθέτουν σημαντικό μέρος της αίγλης του.
Αδιευκρίνιστο το πότε ακριβώς έγραψε ο Θεοτόκης αυτό το πολυσέλιδο μυθιστόρημα, δεύτερο σε έκταση μετά το «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους». Σύμφωνα με τις αναμνήσεις της συζύγου του, βαρόνης Ερνεστίνας, το έργο ολοκληρώθηκε στο Παρίσι χειμώνα 1889-1890. Κατά τον Κώστα Δαφνή γράφτηκε τον χειμώνα του 1894 στις Καρουσάδες της Κέρκυρας. Απομονωμένος στον Πύργο του ο νιόπαντρος μόλις 22ετής συγγραφέας, ακριβώς όπως στο μυθιστόρημα η ωραία, μετέπειτα απαχθείσα από τους ληστές, κόρη. Πρίγκιψ ο αρραβωνιαστικός της ενώ ο συγγραφέας υπογράφει ως κόμης. Πάντως, όπου κι αν γράφτηκε το μυθιστόρημα, ο Θεοτόκης είχε κατά νου το βιβλίο του Εντμόντ Αμπού «Ο Βασιλεύς των Ορέων» και σε αντίθεση με τους λοιπούς έλληνες συγγραφείς συμμεριζόταν εκείνη την εποχή τα ανθελληνικά αισθήματα του γάλλου συγγραφέα.
Ελλιπής και η βιβλιογραφική έρευνα σχετικά με την υποδοχή του βιβλίου στη Γαλλία και την Ελλάδα. Άραγε κρίθηκε ευνοϊκά, όπως διατείνεται ο Γερ. Σπαταλάς, ή μήπως ο αθηναϊκός Τύπος αρκέστηκε στο λακωνικό και χλευαστικό σχόλιο του Βλ. Γαβριηλίδη στην «Ακρόπολιν»: «... Το μυθιστόρημα είναι γεγραμμένον μετά πολλής αφελείας. Μόνον ότι μερικοί λησταί φαίνονται λαλούντες ως φιλόσοφοι της Σχολής του Μυστικισμού αρκεί. Αγνοούμεν τον συγγραφέα. Πιθανότατα θα είναι του διαπρεπούς κερκυραϊκού οίκου των Θεοτόκηδων».
Στα χρόνια που ακολουθούν μάλλον ελάχιστοι θα διαβάσουν το γαλλόγλωσσο μυθιστόρημα και ακόμη λιγότεροι θα το σχολιάσουν. Το 1929 ο Λέων Κραγέφσκι, πρόξενος της Γαλλίας στην Κέρκυρα και μεταφραστής του «Κατάδικου», το χαρακτηρίζει βίαιη σάτιρα των ελληνικών πολιτικών εθίμων κατά πολύ ανώτερη του «περίφημου ρομάντσου του Αμπού». Ηδη από το μότο του μυθιστορήματος, ο λόγος για τσακάλια και ληστές. Όπου κατά μία εκδοχή ο συγγραφέας με τα τσακάλια υπαινίσσεται υπουργούς και παρατρεχάμενους που προστάτευαν προς ίδιον όφελος τα τακίμια των ληστών.
Το 1948 δημοσιεύεται η μονογραφία του Αιμ. Χουρμούζιου. Τα κριτικά κείμενα, όπως και τα λογοτεχνήματα, έχουν την ηλικία τους καθώς κουβαλούν τα συμφραζόμενα της εποχής που γράφονται. Ωστόσο αυτή η παλαιότερη κριτική του έργου του Θεοτόκη αλλά και του συγκεκριμένου μυθιστορήματος φαίνεται ακόμη σήμερα εύστοχη όταν επισημαίνει: στερεότητα της περιγραφής, έντονο νατουραλιστικό στοιχείο αλλά και ρομαντικό φόρτωμα, κάποια ψυχολογική εμβάθυνση, προσοχή στη λεπτομέρεια. Αρα με το πρωτόλειο μυθιστόρημα μας γεννήθηκε συγγραφέας.
Και έπειτα η περιπέτεια της μετάφρασης. Ο κερκυραίος εκδότης και τυπογράφος Φίλιππος Βλάχος, τουλάχιστον από το 1969 και επί μία εικοσαετία, ερεύνησε χειρόγραφα και αποκατέστησε, όσο πρόλαβε, τον έως τότε παραμελημένο συντοπίτη του. Το 1988 παρότρυνε τον Γ. Π. Σαββίδη να μεταφράσει το πρώτο μυθιστόρημα του Θεοτόκη όπως χρόνια πριν είχε παρακινήσει τον Γ. Δάλλα να εγκύψει στον Θεοτόκη. Το επόμενο έτος ο Βλάχος πέθανε. Το 1990 ο Γ. Π. Σαββίδης δημοσίευσε σε ένα από τα δύο πολύτιμα αφιερώματα του περιοδικού «Πόρφυρας» στον Θεοτόκη τα τέσσερα πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος, προκρίνοντας τον τίτλο «Βουνίσια ζωή». Ο μεταφραστής ήλπιζε ότι η έκδοση δεν θα αργούσε. Παράλληλα με δική του μεσολάβηση η Άννα Κατσιγιάννη ασχολείται με τις «Αντιφεγγίδες», τα πεζά ποιήματα του Θεοτόκη που γράφτηκαν ταυτόχρονα με το μυθιστόρημα. Και αυτή ετοίμαζε μια αυτοτελή έκδοση των σκόρπιων νεανικών κειμένων. Σχέδια που δεν πραγματοποιήθηκαν, αφού ο Γ. Π. Σαββίδης πέθανε τον Ιούνιο του 1995. Όμως η Α. Κατσιγιάννη εξακολουθεί να μελετά τον πρώιμο Θεοτόκη. Σε πρόσφατη μελέτη της σχολιάζει τα ένθετα λυρικά μέρη του μυθιστορήματος και τον Υμνο στον πόθο του οποίου κομμάτι πρώτος μετέφρασε ο Χουρμούζιος.
Εν τούτοις ο σημερινός και ανυποψίαστος αναγνώστης θα συνδέσει το μυθιστόρημα με πρόσφατα διαβάσματα. Κατ' αρχήν με ταξιδιωτικά κείμενα παλαιότερων συγγραφέων, καθώς το μυθιστόρημα ανοίγει με την περιγραφή των φυλακών και τη ζωή των έγκλειστων. Δεν πρόκειται για τις φυλακές του Ναυπλίου που ο Α. Καρκαβίτσας επισκέφτηκε το 1891 και ανιστόρησε στα «Ταξιδιωτικά» του ούτε για το δεσμευτήριο του Ρίου που ο Δημ. Βικέλας περιέγραψε στο «Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν», ωστόσο πανομοιότυπες οι εικόνες αναφέρονται στην αυτή εποχή και στον ίδιο τόπο. Το βουνό όπου κατέφυγαν μετά την απόδραση οι ληστές του Θεοτόκη βλέπει κάτω τον Κορινθιακό και στο βάθος διακρίνονται τα βουνά της Ακαρνανίας.
Την ελεύθερη ζωή του βουνού ζητούν οι ληστές, απόγονοι των κλεφτών. Εγκληματίες ή επαναστάτες. Το θέμα της ληστείας πολύ απασχόλησε και τον «εθνολάτρη και αντιμοναρχικό» Ανδρέα Ρηγόπουλο που αυτοκτόνησε την εποχή που ο Θεοτόκης συνέθετε το μυθιστόρημά του, όπως μας διαβεβαιώνει και ο μυθιστορηματικός ήρωας που έπλασε στο πρότυπό του η Ρέα Γαλανάκη. Παραδόξως ο ήρωάς της βασανίζεται από τον «δαίμονα της λαγνείας» όταν τον ληστή του Θεοτόκη κεντρίζει ο «δαίμων του πόθου».
Οι αφηγηματικοί τρόποι στο μυθιστόρημα φαίνονται οικείοι. Θεατρική η διάταξη των διαλόγων, πρόδρομος κινηματογραφικού σεναρίου, σχολίαζε ο Γ.Π. Σαββίδης. Σύμμειξη λογοτεχνικών ειδών, παρατηρεί η Α. Κατσιγιάννη. Ληστρικό μυθιστόρημα, με σκληρές έως αποκρουστικές σκηνές που προετοιμάζουν για το αρτιότατο και τόσο δραστικό διήγημα «Πίστομα», γραμμένο λίγα χρόνια αργότερα. Ρεαλιστικό μυθιστόρημα με νησίδες ποιητικής πρόζας, όπως και τα ιστορικά ή ληστρικά μυθιστορήματα που γράφονται στις ημέρες μας. Ιδού λοιπόν το νεανικό αμάρτημα του Θεοτόκη, εν τέλει μεταφρασμένο, με ιδιαίτερο σεβασμό στο πρωτότυπο.
Ταυτόχρονα, Ιανουάριο 1999, κυκλοφόρησαν και τα εβδομήντα «Σονέτα» του Θεοτόκη. Έκδοση που επί μακρόν σχεδίαζε ο Φ. Βλάχος προς πλήρη αποκατάσταση του ποιητή Θεοτόκη δίπλα στον πεζογράφο και τον μεταφραστή, αλλά που δεν πρόλαβε. Τελικά τη συγκεντρωτική έκδοση πραγματοποίησε ο Ορέστης Αλεξάκης έπειτα από επίπονη αναζήτηση και μελέτη χειρογράφων. Μια φροντισμένη φιλολογική έκδοση, με εκτενή εισαγωγή και σχόλια, ενταγμένη στη σειρά «Οι Επτανήσιοι» των εκδόσεων Ωκεανίδα με διευθυντή τον Γ. Δάλλα. Εν τέλει τα ερωτικά σονέτα του Θεοτόκη αποκαθίστανται δίπλα σε αυτά του φίλου του και αξεπέραστου σονετογράφου Λορέντζου Μαβίλη.
Μάρη Θεοδοσοπούλου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 21-03-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις