0
Your Καλαθι
Πολιτική ένα ερωτικό μυθιστόρημα
Περιγραφή
Το βιβλίο αυτό είναι η ιστορία ενός πατέρα και μιας κόρης. Είναι επίσης η ιστορία ενός menage a trois, ενός ερωτικού τριγώνου. Παρότι η πλοκή του επικεντρώνεται στο σεξ, το μυθιστόρημα αυτό -το οποίο, πριν καν εκδοθεί, χάρισε στον εικοσιπεντάχρονο τότε Άνταμ Θίρλγουελ μια θέση στη λίστα του περιοδικού Granta με τους καλύτερους νέους Βρετανούς συγγραφείς- δεν είναι ένα βιβλίο για το σεξ.
Παραφράζοντας το σχόλιο του φανταστικού αφηγητή μετά την περιγραφή μίας ακόμα ερωτικής σκηνής ανάμεσα στον Μόισα και τη Νάνα, θα λέγαμε εμφατικά: Αυτή δεν είναι η ερωτική τους ζωή. Διαβάζετε ένα βιβλίο για τα συναισθήματά σας, ένα βιβλίο για την ηθική υπόσταση τριών ανθρώπων μέσα σε μια δύσκολη και φορτισμένη κατάσταση.
Όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας, η ερωτική επαφή είναι ο κατεξοχήν φορέας των επιλογών διότι είναι ταυτόχρονα και κάτι συνηθισμένο -πόσους ανθρώπους ξέρεις που αδιαφορούν για το σεξ;- και κάτι ιδιάζον: οι χαρακτήρες αναδεικνύονται μέσα από στιγμές κρίσεων, μέσα από τις αντιξοότητες και τον παραλογισμό της ζωής...
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το έργο του πρωτοεμφανιζόμενου Ανταμ Θίρλγουερ, το οποίο ακόμα και στον υπότιτλο διεκδικεί τον τίτλο του «ερωτικού μυθιστορήματος», μπορεί να εξεταστεί και ως σύμπτωμα μιας «μετά-ριάλιτι» εποχής, καθώς θα μπορούσε να έχει παραχθεί σε κάποιο ανάλογο εργαστήριο. Από τις πρώτες σελίδες γίνεται εμφανές πως ο συγγραφέας δεν διστάζει να παρακάμψει τις συμβάσεις, λογοτεχνικές και μη, αλλά και να απευθυνθεί στους αναγνώστες του με τρόπο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον «σαρωτικός». Πέρα από τον αβανταδόρικο τίτλο και το βιαστικό πέρασμα από τις σελίδες του πολιτικών και άλλων διασήμων προσώπων με ρήσεις και διαχύσεις σε όλους τους χώρους και χρόνους, το μυθιστόρημα ελάχιστα ασχολείται με την πολιτική, εκτός και αν δεχτούμε πως το κρεβάτι και η ερωτική πράξη είναι μια αρένα όπου οι συμμετέχοντες μεταφέρουν τις πολιτισμικές τους καταβολές ή όποιες άλλες αποσκευές διαθέτουν.
Το φαινόμενο Θίρλγουελ είναι αποτέλεσμα μιας γενικευμένης σύγχυσης, όπου ο διαχωρισμός ανάμεσα σε λογοτεχνία, παραλογοτεχνία και σημειώσεις «για περαιτέρω ανάπτυξη» δεν είναι πλέον δυσδιάκριτος, αλλά αόρατος. Επιπλέον αποτελεί απόδειξη πως το star system επιδίδεται απροκάλυπτα και στην κατασκευή συγγραφέων και πως η διαφήμιση, το μάρκετινγκ, το προφίλ του γράφοντος (νέος, συμπαθής, τολμηρός), η θεματική του (ερωτικά τρίγωνα χωρίς αιχμηρές γωνίες), αλλά και το άλλοθι της ποιότητας, συντελούν στην ανάδειξή του: Τοποθετώντας το συγγραφέα στη λίστα των δέκα καλύτερων (πριν ακόμα δημοσιεύσει έργο), του περιοδικού «Granta», απ' όπου πέρασαν ο Κιουρέισι, η Γουίντερσον, ο Χόλινγκχερστ κ.ά., αφήνει αμήχανους τους κριτικούς που αδυνατούν να αξιολογήσουν ένα γραπτό που μοιάζει να απευθύνεται σε παιδιά του νηπιαγωγείου ή σε αναγνώστες τουριστικών οδηγών.
Συγγραφέας - διαιτητής
Η ιστορία παρουσιάζεται σε τρία βασικά κεφάλαια και έντεκα σύντομα υποκεφάλαια που καταλαμβάνουν το χώρο της μισής ή της μίας σελίδας.
Οι ήρωες ορίζονται από την ανατομία τους και περιφέρονται σαν μαριονέτες στο σύγχρονο Λονδίνο, δοκιμάζοντας προϊόντα, ανθρώπους, ατάκες (ο πρωταγωνιστής Μόισα είναι και ηθοποιός) και στάσεις, ενώ ο πανεπόπτης αφηγητής παίζει το ρόλο του διαιτητή, σφυρίζοντας τη σφυρίχτρα στους αδέξιους παίκτες, οι οποίοι συνήθως αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα με το παιχνίδι που τους έχει βάλει να παίξουν. Οταν ο ίδιος κουράζεται, γιατί συχνά γίνονται βαρετοί ακόμα και για το δημιουργό τους, επιδίδεται στην προπόνηση του εγκεφάλου του με δήθεν βαθυστόχαστους συλλογισμούς, περιφερόμενος όπως όπως στην ιστορία και στον κινηματογράφο ή όπου αλλού τον στείλει η πλούσια φαντασία του. Ομως, δεν ξεχνά κι εμάς, τους αναγνώστες, και προλαβαίνει τη σκέψη μας, την κρίση μας αλλά και τις προτιμήσεις μας. Στην πρώτη σελίδα διαβάζουμε: «Πιστεύω πως θα σας αρέσει ο Μόισα. Τη φίλη του τη λένε Νάνα. Πιστεύω πως κι αυτή θα σας αρέσει». Και φυσικά δεν εξηγεί γιατί θα πρέπει να μας αρέσει εφόσον οι πληροφορίες που παραθέτει γι' αυτούς δεν είναι και τόσο κολακευτικές. Και πράγματι δεν υπάρχουν και πολλά για να συμπαθήσεις στη Νάνα ή στον Μόισα ή στην μπαϊσέξουαλ, ασιατικής καταγωγής φίλη τους Αντζαλί, η οποία αναλαμβάνει την προώθηση της ιστορίας και τη δημιουργία του ερωτικού τριγώνου.
Φυσικά η τόσο συστηματική παρουσία του αφηγητή θα μπορούσε να είναι μια προμελετημένη προσπάθεια να σαμποτάρει την αληθοφάνεια του έργου ή ακόμα μια προωθημένη εφαρμογή των μεταμοντέρνων θεωριών και να δηλώνει πως μετά «το θάνατο του συγγραφέα» ήρθε η ώρα της ολικής επαναφοράς του στη σκηνή. Αν όντως ο στόχος του είναι αυτός, το αποτέλεσμα δεν μας πείθει για μια τόσο συνειδητή επιλογή ούτε δικαιολογεί την ακατάπαυστη επεξηγηματικότητά του και την ψυχαναγκαστική περιγραφικότητά του. Ισως η τακτική της εξήγησης του ευνόητου να είναι μια απόπειρα δημιουργίας στιλ, αλλά αυτό που σίγουρα πετυχαίνει είναι την πρόκληση ανίας: «Η Νάνα είναι παιδί των προαστίων. Η Νάνα είχε μεγαλώσει με τον πατέρα της στο Εντζουάρ. Το Εντζουάρ είναι ένα προάστιο στο βόρειο Λονδίνο» ή ακόμα «Στο διαμέρισμα από πάνω, ένα μωρό έπεσε από το κρεβάτι του. Χτύπησε στο πάτωμα και έβαλε τα κλάματα». Φράσεις σαν κι αυτές σου δημιουργούν αμηχανία με την απλοϊκότητά τους, η οποία θυμίζει εγχειρίδιο εκμάθησης ξένης γλώσσας για αρχάριους.
Σεξ και ψώνια
Στα πορνογραφικά αφηγήματα άντρες και γυναίκες συνευρίσκονται ερωτικά γιατί αυτός είναι ο λόγος της ύπαρξης τους, ενώ η πραγματική τους ζωή αναφέρεται επιδερμικά. Στην «Πολιτική» δεν υπάρχει ούτε ερωτική αλλά ούτε και πραγματική ζωή καθώς τα πρόσωπα επιδίδονται στη μίμηση της σεξουαλικής πράξης μόνο και μόνο γιατί είναι πεισμένοι πως αυτό οφείλουν να κάνουν. Ο σαρκικός πόθος που καθιστά όσους συμμετέχουν στη σεξουαλική πράξη ξανά παιδιά της φύσης, εδώ εκλείπει. Το σεξ μοιάζει αφύσικο γιατί οι ήρωες δεν αφήνονται στιγμή. Συνεχώς γυρεύουν επιβεβαίωση και έχουν κάθε μόριό τους στραμμένο σε έναν αόρατο οφθαλμό, τον οποίο πασχίζουν να καλοπιάσουν, γιατί θα τους επικρίνει για την αδεξιότητά τους, την ανατομία τους ή την ψυχρότητά τους. Η πορνογραφία για να γίνει προκλητική χρησιμοποιεί συνήθως ασαφείς όρους, διαφορετικά θα ήταν τρομακτική. Στην «Πολιτική» οι σεξουαλικές σκηνές θυμίζουν οδηγίες χρήσης μιας πολύπλοκης συσκευής, γι' αυτό και ορισμένες σκηνές δημιουργούν αισθήματα τρόμου. Στην εναρκτήρια σκηνή διαβάζουμε: «Καθώς ο Μόισα προσπαθούσε απαλά να σφίξει τις ροζ χνουδωτές χειροπέδες γύρω από τους καρπούς της κοπέλας του, πρόσεξε μια ανεπαίσθητη αποδοκιμασία. Είχε σκύψει στα γόνατα, πάνω από το λαιμό της. Εκείνη βρισκόταν μπρούμυτα. Τα χέρια της ήταν τεντωμένα, όπως ενός δύτη, πάνω από το κεφάλι της». Επιπλέον, καθώς οι ήρωες διατηρούν κάθε στιγμή πλήρη συνείδηση των πράξεών τους, δεν ενδιαφέρονται για το τι νιώθουν οι ίδιοι, αλλά πως θα τους κρίνει αυτός που τους παρατηρεί, σαν να συμμετέχουν σε ριάλιτι και θέλουν να σιγουρευτούν πως όλα είναι στη θέση τους, έτσι ώστε να μη διαφύγει από το μάτι της κάμερας κάποια λεπτομέρεια της στάσης τους, κάποια κίνησή τους, ακόμα και η ετικέτα των ρούχων και των εσωρούχων που φοράνε, ενώ ο Θ. φιλότιμα μας παρέχει την ταυτότητα όλων των προϊόντων και των υποπροϊόντων που χρησιμοποιούν.
Παρ' όλα αυτά στο μυθιστόρημα υπάρχουν και κάποιες καλές στιγμές: όταν ο αφηγητής χαλαρώνει και αποφασίζει να αποσυρθεί και απαλλάσσεται από την σχεδόν υστερική ανάγκη υπενθύμισης της παρουσίας του, και ολοκληρώσει τη διήγηση κάποιου ανέκδοτου που ξεκίνησε να μας λέει ή κάποια περιδιάβαση στην ιστορία ή σε πρόσωπα και πράγματα που σχετίζονται γενικά με τα θέματά του. Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν κρατάει για πολύ και επιστρέφει δριμύτερος με ακόμα πιο ρηξικέλευθες ιδέες για τον έρωτα, την καλοσύνη, την ηθική, που όπως έχει δηλώσει δεν πρέπει να λείπουν: «Αυτό το βιβλίο είναι οικουμενικό. Σας το είπα στην αρχή. Επειδή είναι οικουμενικό, έχει πολλές γκρίζες ζώνες. Εχει κάτι για τους πάντες».
Το μυθιστόρημα διατείνεται πως παρουσιάζει τις ερωτικές σκηνές με αληθοφάνεια, χωρίς λογοκρισία και χωρίς την τεχνητή αύρα ενός δήθεν ερωτισμού. Οι ήρωες, από την πρώτη σελίδα, δηλώνουν πως κάνουν έρωτα αλλά δεν είναι ερωτικοί. Τότε γιατί το κάνουν; εύλογα θα μπορούσε κάποιος να ρωτήσει. Η απάντηση βρίσκεται στο βιβλίο, σε ένα από τα σύντομα κεφάλαια του μυθιστορήματος που αφιερώνεται στη μόδα και ο αφηγητής εξηγεί πως η στάση του «διαμορφώνεται μέσα από ένα τεχνητό ενδιαφέρον και σεβασμό, συνδυασμένα με έναν έκπληκτο σαρκασμό». Και σίγουρα αυτή είναι και η στάση των χαρακτήρων του: κάνουν σεξ γιατί έτσι πρέπει να κάνουν, σε έναν κόσμο όπου το shopping and fucking είναι αδιαπραγμάτευτες αξίες.
Στην «Πολιτική» προσφέρονται μεγάλες μερίδες άνοστο σεξ, γαρνιρισμένες με μάρκες σεντονιών και παπλωμάτων, σερβιρισμένες σε κρεβάτια ΙΚΕΑ, όλα ρεαλιστικά δοσμένα με κάθε δυνατή λεπτομέρεια: η προσοχή των ηρώων διασπάται από το πέος που πέφτει ή από κάποια αδέξια κίνηση και βυθίζονται στην αμηχανία και την ψυχρότητα, οι οποίες καλύπτονται από ιαχές και αλαλαγμούς, παιχνίδι τρομακτικό, όχι γιατί θυμίζει τηλεοπτικό ριάλιτι, αλλά γιατί αυτό το παιχνίδι είναι η ζωή τους.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/12/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις