0
Your Καλαθι
Το τηλεσκόπιο του Σοπενχάουερ
Έκπτωση
60%
60%
Περιγραφή
Σ’ ένα ανώνυμο χωριό της Ευρώπης,κατά τη διάρκεια ενός εμφυλίου πολέμου, ένας άντρας σκάβει ένα λάκκο, ενώ κάποιος άλλος τον παρακολουθεί. Πρόκειται για ένα φούρναρη και ένα δάσκαλο, δύο άτομα με εκ διαμέτρου αντίθετες κοσμοθεωρίες. Καθώς αρχίζουν να συνομιλούν, φορτηγά μεταφέρουν ανθρώπους στο διπλανό αγρό και σταδιακά ανακαλύπτουμε γιατί βρίσκονται εκεί και ποια γεγονότα τους οδήγησαν στις αντίθετες πλευρές ενός όλο και πιο μεγάλου τάφου. Κατά τη διάρκεια της κουβέντας τους ανατρέχουν, μεταξύ άλλων, στον Πλάτωνα, στον Νίτσε, στον Ντεκάρτ και στον Σόπενχαουερ προσπαθώντας να καταλάβουν γιατί η ιστορία του πολιτισμού είναι συνυφασμένη με την ιστορία της μαζικής βίας.
Το πρώτο μυθιστόρημα ενός διακεκριμένου Ιρλανδού ποιητή. Μια υποβλητική αλληγορία του πολέμου δοσμένη με ποιητική μαεστρία. Ένας ύμνος σε όσους προσπαθούν να δημιουργήσουν τέχνη μέσα από την κτηνωδία της ζωής.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το τηλεσκόπιο του Σοπενχάουερ είναι το πρώτο μυθιστόρημα ενός ποιητή, κι αυτό διακρίνεται όχι μόνο στη χρήση της γλώσσας, στις λειτουργικές μεταφορές στον αλληγορικό τρόπο χειρισμού των θεμάτων και στον αφαιρετικό τρόπο παρουσίασης των χαρακτήρων αλλά κυρίως στην ελεγειακή ατμόσφαιρα που δεσπόζει σ' ολόκληρο το έργο, του οποίου η δράση εστιάζεται γύρω από μια εικόνα: Ενας άντρας αρχίζει στα μέσα της μέρας, σε τσουχτερό κρύο, να σκάβει έναν λάκκο σ' έναν αγρό που είναι καλυμμένος με χιόνι κι ένας άλλος τον επιβλέπει, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Αυτά συμβαίνουν σε μια ανώνυμη ευρωπαϊκή πόλη κατά τη διάρκεια ενός εμφυλίου πολέμου και μέχρι το τέλος δεν μαθαίνουμε ούτε το όνομα της χώρας ούτε το λόγο που πολεμούν αλλά ούτε και τα ονόματα των χαρακτήρων. Οσο περνάει η ώρα και ο λάκκος βαθαίνει, οι δύο άντρες αρχίζουν να συνομιλούν και ν' ανταλλάσσουν απόψεις για διάφορα φιλοσοφικά και ιστορικά θέματα με φόντο το χιονισμένο τοπίο και τα στρατιωτικά φορτηγά που καταφθάνουν, από τα οποία οι στρατιώτες ξεφορτώνουν πλήθη ανθρώπων τους οποίους και παρατάσσουν σ' έναν μαντρότοιχο.
Το δίπολο Καλό-Κακό
Ο Ντόνοβαν δεν μας συστήνει αμέσως στους χαρακτήρες του, μας αφήνει να υποθέσουμε πως αυτός που σκάβει μέσα στο κρύο είναι κάποιου είδους αιχμάλωτος και αυτός που επιβλέπει, ο δεσμώτης του. Αργότερα, όμως, η αρχική μας υπόθεση ανατρέπεται και μέσα από τα λεγόμενά τους και τις θέσεις που θα υιοθετήσουν θα δούμε πως πρόκειται για δύο ανθρώπινους τύπους που εκπροσωπούν δύο θεμελιώδεις αντιθετικές και αντικρουόμενες στη βάση τους θέσεις: πρόκειται για δύο ενσαρκώσεις του γνωστού δίπολου, του Καλού και του Κακού, μόνο που δεν διακρίνεται αρχικά ποιος είναι το ένα και ποιος το άλλο.
Υστερα από κάποια κεφάλαια μαθαίνουμε πως ο σκαφτιάς είναι ο φούρναρης της περιοχής και ο επιβλέπων, ο καθηγητής της Ιστορίας και πως και οι δύο ασκούν και καλλιεργούν το μυαλό τους για να αποφύγουν τους «λάκκους της σκέψης». Ως μέλη της ίδιας κοινότητας γνωρίζονται εξ αποστάσεως και ενώ στην αρχή ο καθηγητής μοιάζει να υποτιμά το φούρναρη, μη θεωρώντάς τον αντάξιο συνομιλητή, μέσα από την κουβέντα τους θα διαπιστώσει πως είναι ένας δεινός αναγνώστης, ικανός για ρητορικές αναμετρήσεις, όντας σε θέση να αντικρούσει τα επιχειρήματά του και να προσθέσει ένα πλήθος από εύστοχες παρατηρήσεις. Αυτό που δεν είναι σε θέση να διακρίνει ο καθηγητής είναι τους λόγους που ο φούρναρης επιδόθηκε στη μελέτη.
Μέσα από το μονόλογο του ίδιου του φούρναρη θα μάθουμε πως είναι ειδικός στην τέχνη της επιβίωσης. Μια τέχνη που, όπως όλες οι τέχνες, είναι ιδιαίτερα απαιτητική και σύνθετη και για την τελειοποίησή της έχει απορροφήσει όλα τα πολεμικά εγχειρίδια, έχει αποστηθίσει την Τέχνη του Πολέμου του Σουν-Τζου, έργο γραμμένο πριν από 2.400 χρόνια, από το οποίο έμαθε όλες τις τακτικές απόκρουσης του εχθρού (σε συνθήκες ειρήνης εχθροί είναι όλοι ανεξαιρέτως, αλλά κυρίως όσοι επισκέπτονται το έδαφός του, δηλαδή οι πελάτες του μαγαζιού του). Ο ίδιος ποτέ δεν διαβάζει για την απόλαυση -εξάλλου η απόλαυση γι' αυτόν δεν υφίσταται ως έννοια-, αλλά για ν' αποσπάσει ό,τι θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμο. Υστερα από επιμελή εξάσκηση γίνεται ειδικός στην τέχνη της απόσπασης πληροφοριών, της αναρρίχησης και του εντοπισμού των επιτελικών σημείων. Ξεσηκώνοντας τακτικές και βελτιώνοντας τις μεθόδους του, κατόρθωσε από παραγιός του φούρναρη να γίνει ο ιδιοκτήτης του φούρνου και επιδίδεται στην περιχαράκωση της επικράτείας του, η οποία κατοικείται από έναν μοναδικό άνθρωπο, τον εαυτό του. Οπλισμένος και σε θέση ετοιμότητας αποκρούει όποιον και ό,τι τον απειλεί, εφαρμόζοντας τις πολεμικές τακτικές ακόμα και σε καιρό ειρήνης, κατατροπώνοντας τις πελάτισσες που θέλουν κρυφά να ακουμπάνε με τα δάχτυλα τα ψωμιά του. Ο φούρνος, που είναι το δικό του πεδίο μάχης, δεν πρόκειται ποτέ να παραδοθεί ακόμα κι αν αλλάξουν οι συνθήκες, ακόμα κι αν γίνει πόλεμος. Γι' αυτόν ο κόσμος χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα: από τη μια, ο εαυτός του και από την άλλη, όλοι οι υπόλοιποι, οι εχθροί, τους οποίους ύστερα από συνεχή και επισταμένη παρατήρηση έχει μάθει πώς ν' αντιμετωπίζει.
Ο φούρναρης είναι ο τύπος του ανθρώπου που κατανόησε από παιδί πως δεν διέθετε ιδιαίτερη ευφυΐα, ομορφιά ή στοργικούς γονείς, γι' αυτό και όφειλε να προχωρήσει στην κατασκευή ενός εαυτού για να επιβιώσει σ' έναν κόσμο που όλοι έμοιαζαν πιο προικισμένοι. Το ανθρώπινο αυτό είδος είναι και το πιο επικίνδυνο. Με τη σταθερή και προσεκτική μεθόδευση του λόγου των εκφράσεων και των κινήσεων κατασκεύασε μια αποδεκτή μάσκα που με τον καιρό έγινε το δεύτερό του δέρμα· «αντιγράφοντας ανθρώπους κατόρθωσε να γίνει άνθρωπος», αποκτώντας εαυτό και ιδιοκτησία. Η Ιστορία γι' αυτόν είναι ένα μάθημα επιβίωσης. Τον απασχολούν οι νικητές και οι μέθοδοί τους. Μαθαίνει από τα σφάλματά τους. Ο εαυτός του, η μόνη του επένδυση. Το προσωπικό του συμφέρον, το μοναδικό του μέλημα, καθώς ποτέ δεν υπήρξε δεύτερος άνθρωπος στη ζωή του.
Αντιθέτως, ο καθηγητής παρουσιάζεται ως η προσωποποίηση του αλτρουισμού: τον απασχολούν η κοινότητα, οι φοιτητές του, η γυναίκα του που υπεραγαπά, αλλά και η θέση του στην Ιστορία, όπως θα είναι ιδωμένη έπειτα από πενήντα χρόνια μέσα από ένα τηλεσκόπιο, εφαρμόζοντας τη θεωρία τού Σοπενχάουερ. Ο μεγάλος φιλόσοφος του 19ου αιώνα ισχυρίστηκε πως προκειμένου να αποκτήσουμε μια καθολική εικόνα του προβλήματος, πρέπει να ταξιδέψουμε πενήντα χρόνια μπροστά και να χρησιμοποιήσουμε το τηλεσκόπιο αντίστροφα, για να δούμε τη σφαιρική εικόνα μιας κατάστασης και να ξεδιπλωθεί η πραγματική αξία των πράξεών μας μέσα από την εκ των υστέρων γνώση. Ετσι αυτό που θεωρούμε μεμονωμένο επεισόδιο είναι ένας κρίκος από μια μεγαλύτερη αλυσίδα. Ο καθηγητής με το τηλεσκόπιο του κατασκοπεύει το παρελθόν, επισημαίνει τις επαναλήψεις και τα λάθη και δεν διστάζει, αν χρειαστεί, να πάρει το δικό του μερίδιο ευθύνης με τις πράξεις του ή ακόμα και τη ζωή του, απέναντι στην εξέλιξη της ανθρωπότητας.
Αυτό που ο φούρναρης ονομάζει επιβίωση ο καθηγητής το λέει φόνο. Αυτό που ο φούρναρης θεωρεί απλή επιβολή του ισχυρότερου, ο καθηγητής το θεωρεί υποχώρηση στη λογική τού Κακού, αυτό που για τον έναν είναι ένστικτο της αυτοσυντήρησης για τον άλλον είναι προδοσία.
Στοχασμός για τον πόλεμο
Το «Τηλεσκόπιο του...» που παραπέμπει στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, είναι ένας παρατεινόμενος στοχασμός πάνω στη φύση του πολέμου, ο οποίος σύμφωνα με τον καθηγητή προκαλείται από την έλλειψη αγάπης. Στα τελευταία κεφάλαια του μυθιστορήματος, που είναι και ιδιαίτερα αποκαλυπτικά, χρησιμοποιεί το έργο τού φιλόσοφου Τζον Λοκ για να αποδείξει τα επιχειρήματά του: τη θεμελιώδη αξία των αισθητηριακών μας προσλήψεων ως μέσον κατασκευής ηθικών κωδίκων και αποτροπής του Κακού. «Είμαστε τα ηθικά πλάσματα των αισθήσεών μας» και αυτές μας κάνουν να αγαπάμε τη ζωή και τους άλλους. Οσοι έχουν στερηθεί την αγάπη και τις απολαύσεις είναι και επικίνδυνοι γιατί δεν μπορούν να εκτιμήσουν το δώρο της ζωής. Ο καθηγητής αγάπησε πολύ κάποια γυναίκα και η εμπειρία αυτή του χάρισε ικανούς λόγους για ν' αγαπήσει την ίδια τη ζωή. Μπροστά σ' αυτή την ίδια γυναίκα ο φούρναρης, ανακαλώντας την άχαρη παιδική του ηλικία, θα ομολογήσει, στον εαυτό του τουλάχιστον, πως θα ήθελε «να πιει τη ζωή από το πρόσωπό της» και ίσως τότε να έπαυε να είναι ένα κλειστό σύστημα και να εκτιμούσε τη σημασία της παρουσίας των άλλων. Ισως τότε να σταματούσε να σκάβει το λάκκο τους, καθώς η ζωή του χωρίς αυτούς δεν θα είχε και νόημα.
Ο αργός ρυθμός, η ποιητική γραφή και η ελεγειακή ατμόσφαιρα του έργου αποδόθηκαν εύστοχα και επινοητικά στη γλώσσα μας από την Αγορίτσα Μπακοδήμου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/04/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις