0
Your Καλαθι
Η δημοκρατία στην Αμερική
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Εισαγωγή: Μανιάτης Γιώργος
Ο Αλέξης ντε Τοκβίλ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς στοχαστές του 19ου αιώνα και ένας από τους αυθεντικότερους και πιο βαθυστόχαστους εκφραστές της φιλελεύθερης παράδοσης. Το έργο του χαρακτηρίζεται από διορατικότητα, δύναμη γενίκευσης, ρωμαλέο ύφος, συγκρατημένη αισιοδοξία, επιφυλακτικότητα, αδιόρατη νοσταλγία και έντονη κριτική ενός κόσμου που χάνεται.
Από τους μελετητές του θεωρείται ταυτόχρονα αριστοκράτης, κοινωνιολόγος, ισροτιρκός, αστός, χριστιανός, αγνωστικιστής, πολιτικός φιλόσοφος.
Ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ, ο αυθεντικότερος εκφραστής του κλασικού φιλελευθερισμού, γράφει για την Δημοκρατία στην Αμερική: «Το αγγλικό κοινό τώρα γνωρίζει και διαβάζει το πρώτο φιλοσοφικό βιβλίο που έχει ποτέ γραφτεί για τη Δημοκρατία, όπως αυτή εκδηλώνεται στη σύγχρονη κοινωνία».
Και πράγματι το έργο αυτό, αν και γραμμένο ένα και πλέον αιώνα πριν, εξακολουθεί να παραμένει σημείο αναφοράς για την πολιτική σκέψη της εποχής μας, διατηρώντας την φρεσκάδα, την στιλπνότητα της σκέψης και την προφητική ματιά του δημιουργού του.
Στις σελίδες του ο αναγνώστης θα βρει όχι μόνον ένα πανοραμικό πίνακα των αφετηριακών στοιχείων που συγκροτούσαν το νεαρό -τότε- αμερικανικό έθνος, όχι μόνο εκτεταμένες αναλύσεις για το σύστημα δημοκρατικής διακυβέρνησης, την δικαστική εξουσία και το ομοσπονδιακό σύνταμα, όχι μόνο σημαντικές παρατηρήσεις για τους ινδιάνους και την αναπόφευκτη εξαφάνισή τους, όχι μόνον εκπληκτικής διαύγειας αναφορές για τον πολυθρησκευτικό, πολυπολιτισμικό και πολυγλωσσικό χαρακτήρα της ανοιχτής αυτής κοινωνίας, αλλά και βαθείς στοχασμούς για την ιστότητα και την ελευθερία ως θεμελιακές αξίες της δημοκρατίας, τις σχέσεις ισότητας-ελευθερίας και τις δυνατότητες συμβιβασμού τους.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Εδώ και δύο δεκαετίες, η ανακάλυψη του Αλεξίς ντε Τοκβίλ ως μείζονος πολιτικού στοχαστή και κριτικού των δημοκρατικών ηθών συνέπεσε με μια κατακλυσμική ιστορική και ιδεολογική στροφή: υπήρξε ένα από τα πεδία όπου μια νέα γενιά φιλελεύθερων κοινωνιολόγων και πολιτικών στοχαστών επιχείρησε να λάβει την εκδίκησή της από τον κάποτε κραταιό μαρξισμό και τα πνευματικά του οχυρά. Το πνεύμα του Ρεϊμόν Αρόν, για δεκαετίες σχετικά απομονωμένο στο γαλλικό στερέωμα των ιδεών, περίμενε τη δεκαετία του 1980 και την αναγέννηση του φιλελευθερισμού για να απαντήσει, συχνά με το ύφος του δικαιωμένου από την πορεία των πραγμάτων, στα «κατεστημένα της Αριστεράς» και στις ήττες του σοσιαλισμού. Αυτή η πτυχή έχει ακόμη το ενδιαφέρον της, τουλάχιστον για όσους αναζητούν αντιστοιχίες ανάμεσα στις ακαδημαϊκές ενθρονίσεις ή αποκαθηλώσεις και στην περιρρέουσα ιδεολογικοπολιτική ατμόσφαιρα. Περισσότερη αξία έχει όμως το να επικεντρωθεί κανείς στο νόημα της πρόσφατης ιστορικής κατάστασης, όπου «τίποτα δεν αποτυγχάνει όπως η επιτυχία», όπως παρατηρεί δηκτικά ο Μαρσέλ Γκοσέ, μιλώντας ευθέως για τη δημοκρατική ιδέα.
Η ανάγκη να μελετούμε τη σκέψη του Τοκβίλ κρύβεται στο παραπάνω ευφυολόγημα του Γκοσέ: στο παράδοξο μιας επιτυχίας που όσο επιβεβαιώνεται και όσο μετατρέπεται σε κοινόχρηστο σημείο αναφοράς κάθε «πολιτικού εκσυγχρονισμού» ή «κοινωνικής προόδου» τόσο περισσότερο φαίνεται να αποκαλύπτει όψεις αποτυχίας και συλλογικής ήττας.
Εύλογα πάντως τίθεται το ερώτημα: τι μπορεί να κομίσουν οι στοχασμοί ενός Γάλλου αριστοκράτη πολιτικού των μέσων του δέκατου ένατου αιώνα στο δικό μας παρόν; Τι έχει να δώσει ένα έργο της κλασικής αστικής εποχής, ένας στοχασμός που κλείνει ακόμα τους λογαριασμούς του με τον απολυταρχισμό και τους «αριστοκρατικούς αιώνες», στις δημοκρατίες της γνώμης στις οποίες κατοικούμε;
Μια απάντηση στο παραπάνω ερώτημα μπορεί να δοθεί αν σκύψουμε με προσοχή στα ίδια τα κείμενα. Αν εκτιμήσουμε, όπως πρέπει, τη βασική τοκβιλιανή υπόθεση έτσι όπως την επεξεργάζεται βασανιστικά μεταβαίνοντας από την εμπειρική παρατήρηση στην ιδεολογική γενίκευση, από την ακρόαση των συγκεκριμένων στην οικοδόμηση μιας ιδέας ικανής να συλλάβει τη μεγάλη διάρκεια. Η υπόθεση αυτή συμπυκνώνεται αρχικά στην ιδέα ότι η μοντέρνα δημοκρατία δεν είναι μόνο ή κυρίως μια μορφή πολιτεύματος, μια θεσμική αρχιτεκτονική και ένας τρόπος οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας -πάνω από όλα είναι μια μορφή κοινωνίας και μια ιδιαίτερη ανθρώπινη εμπειρία, μια «μορφή της ιστορίας», όπως θα πει ενάμιση αιώνα αργότερα ο Κλοντ Λεφόρ. Σε αυτή τη μορφή κοινωνίας και στις εμπειρίες της επιδρά ένα δίπολο αξιών, η ισότητα και η ελευθερία. Σε σχέση με αυτές τις δύο θεμελιώδεις αξίες ο Τοκβίλ θα ισχυριστεί ότι οι σύγχρονοι αγαπούν την ελευθερία, αλλά αυτό που πραγματικά λατρεύουν με πάθος είναι η ισότητα. Η πορεία προς την «εξίσωση των συνθηκών» αποτελεί τον πραγματικά διακριτό κώδικα της δημοκρατίας των συγχρόνων. Το ταξίδι στην Αμερική βοήθησε το νέο πολιτικό και συγγραφέα να διαγνώσει τις αντιφάσεις και να προβλέψει τις μελλοντικές τάσεις κάθε σύγχρονης δημοκρατίας.
Φυσικά, αυτή και μόνον η ανακάλυψη δεν θα ήταν αρκετή για να δικαιώσει την αξία των προγνώσεων και των διαγνώσεων. Στο δεύτερο βιβλίο της Δημοκρατίας στην Αμερική ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με μια σκέψη πλούσια σε επινοήσεις και αποχρώσεις, από τις οποίες οφείλουμε να κρατήσουμε τα ουσιώδη. Είπαμε ήδη ότι η δημοκρατία δεν είναι απλώς μια θεσμική ή νομικο-πολιτική συνθήκη αλλά μια μορφή κοινωνίας και ένας νέος τόπος της ανθρώπινης εμπειρίας. Κυρίως όμως εισάγει μια επανάσταση στα συλλογικά ήθη, στις βιωμένες πρακτικές της καθημερινότητας και στην ίδια την κοινωνική σχέση. Σε αυτό το κοινωνικό ήθος δεσπόζει η σημασία ενός νέου αισθήματος, του ατομικισμού. Η προσέγγιση στο αίνιγμα του δημοκρατικού ατομικισμού εγκαινιάζει ένα κριτικό οδοιπορικό, στο οποίο η σημερινή φιλελεύθερη απολογητική δεν μπορεί να αισθάνεται άνετα. Στην τοκβιλιανή θεώρηση το ζήτημα του ατομικισμού δεν εξαντλείται σε μια ηθική επίκριση των εγωιστικών πρακτικών, οι οποίες πολλαπλασιάζονται στο έδαφος όλων των κοινωνιών που εξοικειώνονται με τις κεφαλαιοκρατικές κοινωνικές σχέσεις. Ο ατομικισμός δεν συμπίπτει με τον απλό εγωισμό της φιλαυτίας αλλά με την τάση αναδίπλωσης κάθε ιδιαίτερης ταυτότητας (ατομικής ή ομαδικής, «προσωπικής» ή «κοινοτικής») σε απόσταση από τη μέριμνα της πολιτικής σχέσης και της πολιτικής εμπειρίας. Η απόσυρση των αστικών υποκειμένων στη φιλήσυχη ή στην πυρετική αναζήτηση της υλικής ευδαιμονίας, η αφιέρωσή τους στη λογική της οικονομίας και στο κοινωνικό φαντασιακό της ταχείας πρόσβασης στα αγαθά και στις εικόνες της μαρτυρεί την υποχώρηση της συμβολικής πολιτικής διεργασίας που επινοεί τη δημοκρατία ως συνεχές στοίχημα ελευθερίας για το δήμο.
Ο homo democraticus που αναδύεται από τούτη την εξέλιξη δεν είναι έτσι η συνέχεια του ριζοσπαστικού δημοκράτη της επαναστατικής πολιτικής φαντασίας. Είναι μάλλον το αποτέλεσμα της ρήξης του νέου ατόμου με το δημοκράτη πολίτη, η ανθρωπολογική συνέπεια της «καταπράυνσης των ηθών» στις κοινωνίες ευημερίας. Φυσικά, ο Τοκβίλ έχει οξεία συναίσθηση των ταξικών ρηγμάτων, των υλικών ανισοτήτων και αποκλεισμών που διαιρούν την ώριμη αστική κοινωνία. Στα χρόνια μάλιστα γύρω από το 1848 θα ανησυχήσει πραγματικά για την πιθανή προέλαση ενός πληβειακού ριζοσπαστισμού, ο οποίος ενδιαφέρεται περισσότερο για την κοινωνική παρά για την πολιτική επανάσταση. Αλλά είναι ίσως ο πρώτος διανοητής που στοιχηματίζει στον μακροπρόθεσμο κατευνασμό αυτών των διαιρετικών και αγωνιστικών παραγόντων: οι «δημοκρατικοί αιώνες», θα ισχυριστεί, θα είναι απρόσφοροι για τις επαναστάσεις με την παραδοσιακή σημασία του όρου. Η ρουτίνα της καινοτομίας, το παιχνίδι των μικρο-παραλλαγών και των ποικιλιών στη δυναμική της εξέλιξης θα αφοπλίσουν το επαναστατικό πάθος διαβρώνοντας κάθε στέρεη βούληση για εμπρόθετους μετασχηματισμούς στη θεμελιώδη κοινωνική δομή.
Βεβαίως, στη φιλελεύθερη αναβίωσή του ως αντι-Μαρξ ο Τοκβίλ είναι κυρίως ο στοχαστής που μας προειδοποιεί για το μεγάλο κράτος και τις παρενέργειες του «εξισωτισμού», όταν δεν ισορροπείται από μια επαρκώς διαφοροποιημένη και πλουραλιστική κοινωνία των πολιτών. Ο δημοκρατικός δεσποτισμός, τον οποίο εξορκίζει ο συγγραφέας στις σελίδες από τη Δημοκρατία στην Αμερική ή στο Παλαιό Καθεστώς και η Επανάσταση, παραπέμπει, όντως, σε μια κακή διαλεκτική ανάμεσα στον ήπιο κηδεμόνα και στον homo democraticus. Αλλά ο γλυκός κηδεμόνας που γιγαντώνεται αφυδατώνοντας την πολιτική δύναμη των λαϊκών υποκειμένων δεν είναι απλώς προεικόνιση μιας συγκεντρωτικής προνοιακής εξουσίας ούτε μια πρώιμη προειδοποίηση για τις «σοσιαλιστικές» εκτροπές του κοινωνικού κράτους στον 20ό αιώνα. Αυτή η ανάγνωση αδυνατίζει πλείστα άλλα στοιχεία της σκέψης του Τοκβίλ για τη φύση του δημοκρατικού δεσποτισμού και του ήπιου κηδεμόνα. Παραγνωρίζει κυρίως την κριτική ανάλυση του ιδιαίτερου κοινωνικού ήθους που, σύμφωνα με τον Τοκβίλ, ευνοεί περισσότερο από κάθε άλλο την υπερτροφία του κρατικού κηδεμόνα: το ήθος που σμιλεύεται στις συσπειρώσεις και τις αποσυσπειρώσεις ανταγωνιστικών μονάδων και ομάδων που εμφορούνται από τον πιο βαθύ κτητικό ατομικισμό και επενδύουν την ενέργειά τους στην οικονομία της ευμάρειας. Είναι η ηγεμονία αυτής της ηθικής ατμόσφαιρας, με σημείο αφετηρίας τη συμβολική απαξίωση του δημόσιου χώρου και της πολιτικής πράξης, που εκτρέφει νέες ολιγαρχικές δομές και στο εσωτερικό των δημοκρατικών καθεστώτων. Πέρα δηλαδή από τις ανησυχίες του αριστοκράτη για την πενιχρή πνευματικότητα της μαζικής δημοκρατίας αλλά και από τις φοβίες του φιλελεύθερου για τις «κοινωνικές» τάσεις των δημοκρατικών συστημάτων, βρίσκουμε εδώ κάτι εκπληκτικά σύγχρονο: την καταγγελία της φαυλότητας, την οποία γεννά η «μυστική συμπάθεια» ανάμεσα στο μοντέρνο κηδεμόνα και στο πλήθος ή ακόμα ανάμεσα στο γραφειοκρατικό κρατισμό και τις φαντασμαγορίες του ιδιωτικού. Η σχέση αυτή προοιωνίζεται μια νέα δουλικότητα (servitude) χωρίς υποταγή, μια κουλτούρα ευήθειας και έναν νεωτεριστικό κομφορμισμό που συμβιώνουν με τη φυσική αλλεργία του φιλελεύθερου ατόμου για την παρεμβατική κυβέρνηση. Ο σύγχρονος κηδεμόνας έρχεται να εγκαθιδρύσει μια πολιτική παροχής αγαθών και υπηρεσιών χάριν ενός «πολίτη/ πελάτη» ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, ενός «χρήστη». Ο παροχέας και ο χρήστης, η αποπολιτικοποιημένη δημόσια εξουσία και τα κατακερματισμένα της κοινά συνυφαίνουν το πεδίο της δημοκρατικής κηδεμονίας: μια μορφή κοινωνίας όπου τα πολιτικά πάθη αναπληρώνονται και λησμονούνται από έναν πρωτόγνωρο δυναμισμό στην παραγωγή και κατανάλωση περιπετειών, καινοτομιών, μερισμάτων ευδαιμονίας.
Ο Τοκβίλ δοκίμασε να απαντήσει σε διλήμματα που ξεπερνούσαν κατά πολύ τον αιώνα του. Ηταν, όπως έγραφε και ο ίδιος στους συνομιλητές του, ένας μελαγχολικός που αισθανόταν την παγωνιά και το ζόφο, ακόμα και εκεί που θα έπρεπε να νιώθει ικανοποιημένος. Κάπου εδώ όμως βρίσκεται και ο ακμαίος πυρήνας της κληρονομιάς του: σε εκείνη τη σκέψη που επιμένει να διακρίνει τις αποτυχίες, τους κινδύνους, τις τερατογενέσεις εκεί όπου η συναίνεση αντιμετωπίζει το δημοκρατικό φαινόμενο ως τη φυσιολογική εμμηνόπαυση της πολιτικής. Από τον «κηδεμόνα» μέχρι τη σημερινή διακυβέρνηση των δικτύων και από τον φιλήσυχο μπουρζουά του παρελθόντος στο λιπόθυμο μεσαίο χώρο των ημερών μας, η σκέψη μπορεί να μετρήσει αποστάσεις, όπως και συγγένειες ή αναλογίες. Γι' αυτό εν τέλει χρειάζεται όσο ποτέ καλύτερη γνωριμία όλων μας με τις πρωτογενείς πηγές και όχι απλώς η δάνεια γνώση των εγχειριδίων και του σχολιασμού.
ΝΙΚΟΛΑΣ Α. ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/12/2005
Ο Αλέξης ντε Τοκβίλ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς στοχαστές του 19ου αιώνα και ένας από τους αυθεντικότερους και πιο βαθυστόχαστους εκφραστές της φιλελεύθερης παράδοσης. Το έργο του χαρακτηρίζεται από διορατικότητα, δύναμη γενίκευσης, ρωμαλέο ύφος, συγκρατημένη αισιοδοξία, επιφυλακτικότητα, αδιόρατη νοσταλγία και έντονη κριτική ενός κόσμου που χάνεται.
Από τους μελετητές του θεωρείται ταυτόχρονα αριστοκράτης, κοινωνιολόγος, ισροτιρκός, αστός, χριστιανός, αγνωστικιστής, πολιτικός φιλόσοφος.
Ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ, ο αυθεντικότερος εκφραστής του κλασικού φιλελευθερισμού, γράφει για την Δημοκρατία στην Αμερική: «Το αγγλικό κοινό τώρα γνωρίζει και διαβάζει το πρώτο φιλοσοφικό βιβλίο που έχει ποτέ γραφτεί για τη Δημοκρατία, όπως αυτή εκδηλώνεται στη σύγχρονη κοινωνία».
Και πράγματι το έργο αυτό, αν και γραμμένο ένα και πλέον αιώνα πριν, εξακολουθεί να παραμένει σημείο αναφοράς για την πολιτική σκέψη της εποχής μας, διατηρώντας την φρεσκάδα, την στιλπνότητα της σκέψης και την προφητική ματιά του δημιουργού του.
Στις σελίδες του ο αναγνώστης θα βρει όχι μόνον ένα πανοραμικό πίνακα των αφετηριακών στοιχείων που συγκροτούσαν το νεαρό -τότε- αμερικανικό έθνος, όχι μόνο εκτεταμένες αναλύσεις για το σύστημα δημοκρατικής διακυβέρνησης, την δικαστική εξουσία και το ομοσπονδιακό σύνταμα, όχι μόνο σημαντικές παρατηρήσεις για τους ινδιάνους και την αναπόφευκτη εξαφάνισή τους, όχι μόνον εκπληκτικής διαύγειας αναφορές για τον πολυθρησκευτικό, πολυπολιτισμικό και πολυγλωσσικό χαρακτήρα της ανοιχτής αυτής κοινωνίας, αλλά και βαθείς στοχασμούς για την ιστότητα και την ελευθερία ως θεμελιακές αξίες της δημοκρατίας, τις σχέσεις ισότητας-ελευθερίας και τις δυνατότητες συμβιβασμού τους.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Εδώ και δύο δεκαετίες, η ανακάλυψη του Αλεξίς ντε Τοκβίλ ως μείζονος πολιτικού στοχαστή και κριτικού των δημοκρατικών ηθών συνέπεσε με μια κατακλυσμική ιστορική και ιδεολογική στροφή: υπήρξε ένα από τα πεδία όπου μια νέα γενιά φιλελεύθερων κοινωνιολόγων και πολιτικών στοχαστών επιχείρησε να λάβει την εκδίκησή της από τον κάποτε κραταιό μαρξισμό και τα πνευματικά του οχυρά. Το πνεύμα του Ρεϊμόν Αρόν, για δεκαετίες σχετικά απομονωμένο στο γαλλικό στερέωμα των ιδεών, περίμενε τη δεκαετία του 1980 και την αναγέννηση του φιλελευθερισμού για να απαντήσει, συχνά με το ύφος του δικαιωμένου από την πορεία των πραγμάτων, στα «κατεστημένα της Αριστεράς» και στις ήττες του σοσιαλισμού. Αυτή η πτυχή έχει ακόμη το ενδιαφέρον της, τουλάχιστον για όσους αναζητούν αντιστοιχίες ανάμεσα στις ακαδημαϊκές ενθρονίσεις ή αποκαθηλώσεις και στην περιρρέουσα ιδεολογικοπολιτική ατμόσφαιρα. Περισσότερη αξία έχει όμως το να επικεντρωθεί κανείς στο νόημα της πρόσφατης ιστορικής κατάστασης, όπου «τίποτα δεν αποτυγχάνει όπως η επιτυχία», όπως παρατηρεί δηκτικά ο Μαρσέλ Γκοσέ, μιλώντας ευθέως για τη δημοκρατική ιδέα.
Η ανάγκη να μελετούμε τη σκέψη του Τοκβίλ κρύβεται στο παραπάνω ευφυολόγημα του Γκοσέ: στο παράδοξο μιας επιτυχίας που όσο επιβεβαιώνεται και όσο μετατρέπεται σε κοινόχρηστο σημείο αναφοράς κάθε «πολιτικού εκσυγχρονισμού» ή «κοινωνικής προόδου» τόσο περισσότερο φαίνεται να αποκαλύπτει όψεις αποτυχίας και συλλογικής ήττας.
Εύλογα πάντως τίθεται το ερώτημα: τι μπορεί να κομίσουν οι στοχασμοί ενός Γάλλου αριστοκράτη πολιτικού των μέσων του δέκατου ένατου αιώνα στο δικό μας παρόν; Τι έχει να δώσει ένα έργο της κλασικής αστικής εποχής, ένας στοχασμός που κλείνει ακόμα τους λογαριασμούς του με τον απολυταρχισμό και τους «αριστοκρατικούς αιώνες», στις δημοκρατίες της γνώμης στις οποίες κατοικούμε;
Μια απάντηση στο παραπάνω ερώτημα μπορεί να δοθεί αν σκύψουμε με προσοχή στα ίδια τα κείμενα. Αν εκτιμήσουμε, όπως πρέπει, τη βασική τοκβιλιανή υπόθεση έτσι όπως την επεξεργάζεται βασανιστικά μεταβαίνοντας από την εμπειρική παρατήρηση στην ιδεολογική γενίκευση, από την ακρόαση των συγκεκριμένων στην οικοδόμηση μιας ιδέας ικανής να συλλάβει τη μεγάλη διάρκεια. Η υπόθεση αυτή συμπυκνώνεται αρχικά στην ιδέα ότι η μοντέρνα δημοκρατία δεν είναι μόνο ή κυρίως μια μορφή πολιτεύματος, μια θεσμική αρχιτεκτονική και ένας τρόπος οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας -πάνω από όλα είναι μια μορφή κοινωνίας και μια ιδιαίτερη ανθρώπινη εμπειρία, μια «μορφή της ιστορίας», όπως θα πει ενάμιση αιώνα αργότερα ο Κλοντ Λεφόρ. Σε αυτή τη μορφή κοινωνίας και στις εμπειρίες της επιδρά ένα δίπολο αξιών, η ισότητα και η ελευθερία. Σε σχέση με αυτές τις δύο θεμελιώδεις αξίες ο Τοκβίλ θα ισχυριστεί ότι οι σύγχρονοι αγαπούν την ελευθερία, αλλά αυτό που πραγματικά λατρεύουν με πάθος είναι η ισότητα. Η πορεία προς την «εξίσωση των συνθηκών» αποτελεί τον πραγματικά διακριτό κώδικα της δημοκρατίας των συγχρόνων. Το ταξίδι στην Αμερική βοήθησε το νέο πολιτικό και συγγραφέα να διαγνώσει τις αντιφάσεις και να προβλέψει τις μελλοντικές τάσεις κάθε σύγχρονης δημοκρατίας.
Φυσικά, αυτή και μόνον η ανακάλυψη δεν θα ήταν αρκετή για να δικαιώσει την αξία των προγνώσεων και των διαγνώσεων. Στο δεύτερο βιβλίο της Δημοκρατίας στην Αμερική ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με μια σκέψη πλούσια σε επινοήσεις και αποχρώσεις, από τις οποίες οφείλουμε να κρατήσουμε τα ουσιώδη. Είπαμε ήδη ότι η δημοκρατία δεν είναι απλώς μια θεσμική ή νομικο-πολιτική συνθήκη αλλά μια μορφή κοινωνίας και ένας νέος τόπος της ανθρώπινης εμπειρίας. Κυρίως όμως εισάγει μια επανάσταση στα συλλογικά ήθη, στις βιωμένες πρακτικές της καθημερινότητας και στην ίδια την κοινωνική σχέση. Σε αυτό το κοινωνικό ήθος δεσπόζει η σημασία ενός νέου αισθήματος, του ατομικισμού. Η προσέγγιση στο αίνιγμα του δημοκρατικού ατομικισμού εγκαινιάζει ένα κριτικό οδοιπορικό, στο οποίο η σημερινή φιλελεύθερη απολογητική δεν μπορεί να αισθάνεται άνετα. Στην τοκβιλιανή θεώρηση το ζήτημα του ατομικισμού δεν εξαντλείται σε μια ηθική επίκριση των εγωιστικών πρακτικών, οι οποίες πολλαπλασιάζονται στο έδαφος όλων των κοινωνιών που εξοικειώνονται με τις κεφαλαιοκρατικές κοινωνικές σχέσεις. Ο ατομικισμός δεν συμπίπτει με τον απλό εγωισμό της φιλαυτίας αλλά με την τάση αναδίπλωσης κάθε ιδιαίτερης ταυτότητας (ατομικής ή ομαδικής, «προσωπικής» ή «κοινοτικής») σε απόσταση από τη μέριμνα της πολιτικής σχέσης και της πολιτικής εμπειρίας. Η απόσυρση των αστικών υποκειμένων στη φιλήσυχη ή στην πυρετική αναζήτηση της υλικής ευδαιμονίας, η αφιέρωσή τους στη λογική της οικονομίας και στο κοινωνικό φαντασιακό της ταχείας πρόσβασης στα αγαθά και στις εικόνες της μαρτυρεί την υποχώρηση της συμβολικής πολιτικής διεργασίας που επινοεί τη δημοκρατία ως συνεχές στοίχημα ελευθερίας για το δήμο.
Ο homo democraticus που αναδύεται από τούτη την εξέλιξη δεν είναι έτσι η συνέχεια του ριζοσπαστικού δημοκράτη της επαναστατικής πολιτικής φαντασίας. Είναι μάλλον το αποτέλεσμα της ρήξης του νέου ατόμου με το δημοκράτη πολίτη, η ανθρωπολογική συνέπεια της «καταπράυνσης των ηθών» στις κοινωνίες ευημερίας. Φυσικά, ο Τοκβίλ έχει οξεία συναίσθηση των ταξικών ρηγμάτων, των υλικών ανισοτήτων και αποκλεισμών που διαιρούν την ώριμη αστική κοινωνία. Στα χρόνια μάλιστα γύρω από το 1848 θα ανησυχήσει πραγματικά για την πιθανή προέλαση ενός πληβειακού ριζοσπαστισμού, ο οποίος ενδιαφέρεται περισσότερο για την κοινωνική παρά για την πολιτική επανάσταση. Αλλά είναι ίσως ο πρώτος διανοητής που στοιχηματίζει στον μακροπρόθεσμο κατευνασμό αυτών των διαιρετικών και αγωνιστικών παραγόντων: οι «δημοκρατικοί αιώνες», θα ισχυριστεί, θα είναι απρόσφοροι για τις επαναστάσεις με την παραδοσιακή σημασία του όρου. Η ρουτίνα της καινοτομίας, το παιχνίδι των μικρο-παραλλαγών και των ποικιλιών στη δυναμική της εξέλιξης θα αφοπλίσουν το επαναστατικό πάθος διαβρώνοντας κάθε στέρεη βούληση για εμπρόθετους μετασχηματισμούς στη θεμελιώδη κοινωνική δομή.
Βεβαίως, στη φιλελεύθερη αναβίωσή του ως αντι-Μαρξ ο Τοκβίλ είναι κυρίως ο στοχαστής που μας προειδοποιεί για το μεγάλο κράτος και τις παρενέργειες του «εξισωτισμού», όταν δεν ισορροπείται από μια επαρκώς διαφοροποιημένη και πλουραλιστική κοινωνία των πολιτών. Ο δημοκρατικός δεσποτισμός, τον οποίο εξορκίζει ο συγγραφέας στις σελίδες από τη Δημοκρατία στην Αμερική ή στο Παλαιό Καθεστώς και η Επανάσταση, παραπέμπει, όντως, σε μια κακή διαλεκτική ανάμεσα στον ήπιο κηδεμόνα και στον homo democraticus. Αλλά ο γλυκός κηδεμόνας που γιγαντώνεται αφυδατώνοντας την πολιτική δύναμη των λαϊκών υποκειμένων δεν είναι απλώς προεικόνιση μιας συγκεντρωτικής προνοιακής εξουσίας ούτε μια πρώιμη προειδοποίηση για τις «σοσιαλιστικές» εκτροπές του κοινωνικού κράτους στον 20ό αιώνα. Αυτή η ανάγνωση αδυνατίζει πλείστα άλλα στοιχεία της σκέψης του Τοκβίλ για τη φύση του δημοκρατικού δεσποτισμού και του ήπιου κηδεμόνα. Παραγνωρίζει κυρίως την κριτική ανάλυση του ιδιαίτερου κοινωνικού ήθους που, σύμφωνα με τον Τοκβίλ, ευνοεί περισσότερο από κάθε άλλο την υπερτροφία του κρατικού κηδεμόνα: το ήθος που σμιλεύεται στις συσπειρώσεις και τις αποσυσπειρώσεις ανταγωνιστικών μονάδων και ομάδων που εμφορούνται από τον πιο βαθύ κτητικό ατομικισμό και επενδύουν την ενέργειά τους στην οικονομία της ευμάρειας. Είναι η ηγεμονία αυτής της ηθικής ατμόσφαιρας, με σημείο αφετηρίας τη συμβολική απαξίωση του δημόσιου χώρου και της πολιτικής πράξης, που εκτρέφει νέες ολιγαρχικές δομές και στο εσωτερικό των δημοκρατικών καθεστώτων. Πέρα δηλαδή από τις ανησυχίες του αριστοκράτη για την πενιχρή πνευματικότητα της μαζικής δημοκρατίας αλλά και από τις φοβίες του φιλελεύθερου για τις «κοινωνικές» τάσεις των δημοκρατικών συστημάτων, βρίσκουμε εδώ κάτι εκπληκτικά σύγχρονο: την καταγγελία της φαυλότητας, την οποία γεννά η «μυστική συμπάθεια» ανάμεσα στο μοντέρνο κηδεμόνα και στο πλήθος ή ακόμα ανάμεσα στο γραφειοκρατικό κρατισμό και τις φαντασμαγορίες του ιδιωτικού. Η σχέση αυτή προοιωνίζεται μια νέα δουλικότητα (servitude) χωρίς υποταγή, μια κουλτούρα ευήθειας και έναν νεωτεριστικό κομφορμισμό που συμβιώνουν με τη φυσική αλλεργία του φιλελεύθερου ατόμου για την παρεμβατική κυβέρνηση. Ο σύγχρονος κηδεμόνας έρχεται να εγκαθιδρύσει μια πολιτική παροχής αγαθών και υπηρεσιών χάριν ενός «πολίτη/ πελάτη» ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, ενός «χρήστη». Ο παροχέας και ο χρήστης, η αποπολιτικοποιημένη δημόσια εξουσία και τα κατακερματισμένα της κοινά συνυφαίνουν το πεδίο της δημοκρατικής κηδεμονίας: μια μορφή κοινωνίας όπου τα πολιτικά πάθη αναπληρώνονται και λησμονούνται από έναν πρωτόγνωρο δυναμισμό στην παραγωγή και κατανάλωση περιπετειών, καινοτομιών, μερισμάτων ευδαιμονίας.
Ο Τοκβίλ δοκίμασε να απαντήσει σε διλήμματα που ξεπερνούσαν κατά πολύ τον αιώνα του. Ηταν, όπως έγραφε και ο ίδιος στους συνομιλητές του, ένας μελαγχολικός που αισθανόταν την παγωνιά και το ζόφο, ακόμα και εκεί που θα έπρεπε να νιώθει ικανοποιημένος. Κάπου εδώ όμως βρίσκεται και ο ακμαίος πυρήνας της κληρονομιάς του: σε εκείνη τη σκέψη που επιμένει να διακρίνει τις αποτυχίες, τους κινδύνους, τις τερατογενέσεις εκεί όπου η συναίνεση αντιμετωπίζει το δημοκρατικό φαινόμενο ως τη φυσιολογική εμμηνόπαυση της πολιτικής. Από τον «κηδεμόνα» μέχρι τη σημερινή διακυβέρνηση των δικτύων και από τον φιλήσυχο μπουρζουά του παρελθόντος στο λιπόθυμο μεσαίο χώρο των ημερών μας, η σκέψη μπορεί να μετρήσει αποστάσεις, όπως και συγγένειες ή αναλογίες. Γι' αυτό εν τέλει χρειάζεται όσο ποτέ καλύτερη γνωριμία όλων μας με τις πρωτογενείς πηγές και όχι απλώς η δάνεια γνώση των εγχειριδίων και του σχολιασμού.
ΝΙΚΟΛΑΣ Α. ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/12/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις