0
Your Καλαθι
Μνήμη του κακού πειρασμός του καλού
Στοχασμοί για τον αιώνα που έφυγε
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Τι μας κληροδοτεί ο 20ός αιώνας; Ένα καινοφανές πολιτικό καθεστώς, τον ολοκληρωτισμό, δύο εκδοχές του οποίου, ο κομμουνισμός και ο ναζισμός, προκάλεσαν το θάνατο, το βασανισμό, την ταπείνωση εκατομμυρίων ανθρώπων. Και όλα αυτά προκλήθηκαν κατά την επιδίωξη του καλού, όχι του κακού. Σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, η θριαμβεύτρια δυτική δημοκρατία κάθε άλλο παρά είναι απρόσβλητη στον «πειρασμό του καλού», που την οδηγεί, λ.χ. να ρίχνει «ανθρωπιστικές βόμβες» σε ξένες χώρες.
Από την άλλη, ο 20ός αιώνας μάς κληροδοτεί το καλύτερο: Την πίστη στον άνθρωπο, στην αγαθότητά του και τις ανεξάντλητες δυνάμεις του, ακόμα και στις πιο δύσκολες περιστάσεις. Ο Βασίλι Γκρόσσμαν, η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν, ο Νταβίντ Ρουσσέ, ο Πρίμο Λέβι, ο Ρομαίν Γκαρύ και η Ζερμαίν Τιγιόν, οι δραματικές προσωπικές διαδρομές των οποίων εκτυλίσσονται στο βιβλίο, φωτεινοί φάροι σ' έναν σκοτεινό αιώνα, μας βοηθούν να μην απελπιζόμαστε: αντιστάθηκαν στο κακό, χωρίς ποτέ να θεωρήσουν τον εαυτό τους προσωποποίηση του καλού.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο του Τοντόροφ που μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά, ένα βιβλίο στοχασμού για τα γεγονότα του αιώνα που πέρασε, αρχίζει με έναν απολογισμό όχι των μεγάλων κοινωνικών κατακτήσεων ή των επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων του αιώνα, αλλά των ανθρώπινων θυμάτων, και κυρίως του άμαχου πληθυσμού που βρήκε τον θάνατο σε επιχειρήσεις γενοκτονίας και πολιτικών διωγμών. Πρόκειται για τους τρομακτικούς αριθμούς των εκατομμυρίων των θυμάτων του ολοκληρωτισμού, αυτού του «πρωτόγνωρου κακού» που, σύμφωνα με τον Τοντόροφ, είναι το μείζον γεγονός που σφράγισε τον 20ό αιώνα και μας υποχρεώνει να ξανασκεφτούμε τις θεμελιώδεις έννοιες και τις ηθικές αξίες του πολιτισμού μας.
H προσέγγιση
Αυτό ακριβώς επιχειρεί ο Τσβετάν Τοντόροφ, ο γνωστός βουλγαρικής καταγωγής θεωρητικός της λογοτεχνίας και ιστορικός των ιδεών, ο οποίος, με τα τελευταία βιβλία του, αρνήθηκε τον εγκλωβισμό στα στενά όρια ενός επιστημονικού κλάδου, θέτοντας ως κύριο στόχο του την κατανόηση της ανθρώπινης εμπειρίας μέσα από μια πολυπρισματική προσέγγιση. Γιατί, σύμφωνα με τον Τοντόροφ, δουλειά του λογοτεχνικού κριτικού δεν είναι μόνο η ιεράρχηση των λογοτεχνικών κειμένων αλλά και η εξέταση των αξιών τις οποίες παράγουν τα κείμενα. Το βασικό ερώτημα «Τι σημαίνει το κείμενο;» πρέπει, σύμφωνα με τον Τοντόροφ, να συνοδεύεται από ένα άλλο διπλό ερώτημα: «Αυτό είναι άραγε αληθινό; Και είναι δίκαιο;» («Κριτική της κριτικής», Εκδ. Πόλις, 1994, σ. 280).
Ο 20ός αιώνας έδειξε ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και η ακραία βία αποτελούν τη λογική κατάληξη όλων των ολοκληρωτικών συστημάτων. Ο Τοντόροφ, υιοθετώντας τα παραπάνω κριτήρια, στο σπουδαίο βιβλίο του «Απέναντι στο Ακραίο» (μετάφραση Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, 2001) εξέτασε μια τεράστια κατηγορία κειμένων όλων των λογοτεχνικών ειδών, από διαφορετικές πηγές και οπτικές - έργων μυθοπλασίας, στοχασμού, μνήμης -, για τις φρικαλεότητες στα ναζιστικά και τα σοβιετικά στρατόπεδα, επεκτείνοντας την έρευνά του όχι μόνο στις μαρτυρίες των κρατουμένων αλλά και των διωκτών, όπως ο Ρούντολφ Ες. Στο τελευταίο βιβλίο του «Μνήμη του κακού, πειρασμός του καλού». O Τοντόροφ διερευνά τον «ιδεότυπο» και τις ρίζες του ολοκληρωτισμού εξετάζει τις αντιφάσεις του ολοκληρωτικού δόγματος και τους τρόπους με τους οποίους διαιωνίζεται στη μνήμη μας, η οποία μπορεί εξίσου να τεθεί στην υπηρεσία του κακού, καθαγιάζοντας το παρελθόν και εμποδίζοντάς μας να το κατανοήσουμε.
Ο Τοντόροφ στο βιβλίο του επιχειρεί μια τολμηρή αλλά όχι παράτολμη σύγκριση ανάμεσα στα ολοκληρωτικά καθεστώτα και τις μεγάλες πολιτικές και ηθικές αρχές που τα στήριξαν και αντιπαραβάλλει τις αξίες του ολοκληρωτισμού - την πίστη στο υπερατομικό, το κόμμα, το έθνος, το καθεστώς - και της δημοκρατίας - την πίστη στην αυτονομία τού εγώ και στη σχέση εγώ και εσύ - για να καταλήξει ότι σήμερα είναι αναγκαία η αναθεώρηση των εννοιολογικών μας εργαλείων και των όρων «δεξιά» και «αριστερά», για να σκεφτούμε ποιες δυνάμεις προωθούν την ανθρώπινη ζωή και ποιες όχι. Ο Τοντόροφ μιλά για έναν σύγχρονο «κριτικό» ανθρωπισμό, τα χαρακτηριστικά του οποίου είναι: α. η αναγνώριση της ροπής των ανθρώπων να διαπράττουν φρικαλεότητες και β. η επιβεβαίωση της δυνατότητας να υπάρξει το καλό, όχι για να οδηγήσει στον παγκόσμιο θρίαμβο της εγκαθίδρυσης ενός επίγειου παραδείσου, αλλά στη θεώρηση του ανθρώπου, με τη συγκεκριμένη ατομική του ταυτότητα, ως ύστατου σκοπού κάθε δράσης.
Αυτήν ακριβώς την έννοια του «κριτικού» ανθρωπισμού ο Τοντόροφ την τεκμηριώνει με τα παραδείγματα των προσωπικών ιστοριών ορισμένων ανθρώπων από διάφορες χώρες της Ευρώπης, που έζησαν τις φρικαλεότητες του ολοκληρωτισμού κάτω από διαφορετικές συνθήκες, αλλά είχαν μια ξεχωριστή ενάργεια που τους επέτρεψε τη διατήρηση του ανθρώπινου προσώπου και τη μετάδοση της εμπειρίας τους. Οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων αποτελούν ένα συναρπαστικό μέρος του βιβλίου. Αλλες είναι γνωστές στον Έλληνα αναγνώστη, όπως αυτή του Πρίμο Λέβι και του Γάλλου συγγραφέα ρωσοεβραϊκής καταγωγής Ρομαίν Γκαρύ - γνωστού και με το ψευδώνυμο Εμίλ Αζάρ. Λιγότερο γνωστές όμως είναι οι ιστορίες του Βασίλι Γκρόσσμαν, της Μαργκαρέτε Μπούμπερ - Νόυμαν, του Νταβίντ Ρουσσέ και της Ζερμαίν Τιγιόν.
Αγνωστος και αμετάφραστος στην Ελλάδα, ο σπουδαίος Ρώσος μυθιστοριογράφος Βασίλι Γκρόσσμαν είναι συγγραφέας του κλασικού μυθιστορήματος «Ζωή και πεπρωμένο», το οποίο ο Εμμανουέλ Λεβινάς χαρακτήρισε ως ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία του 20ού αιώνα. Επίσης αμετάφραστος στην Ελλάδα, ο Νταβίντ Ρουσσέ, Γάλλος σοσιαλιστής αντιστασιακός, έγκλειστος στο Μπούχενβαλντ, εξέδωσε το 1946 τον «Στρατοπεδικό κόσμο», την πρώτη εμπεριστατωμένη μελέτη για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κατήγγειλε την ύπαρξη στρατοπέδων στην ΕΣΣΔ, προκαλώντας τη βίαιη επίθεση της γαλλικής αριστεράς, ακόμη και του Σαρτρ. Ο Ρουσσέ υπήρξε ιδρυτής μιας Διεθνούς Επιτροπής ενάντια στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης σε όλη την Ευρώπη, οργάνωσης-προδρόμου της Διεθνούς Αμνηστίας.
Η Ζερμαίν Τιγιόν, εθνολόγος, μαθήτρια του Μαρσέλ Μως, συνελήφθη για αντιστασιακή δράση και οδηγήθηκε στο στρατόπεδο Ράβενσμπρουκ. Μετά την απελευθέρωσή της, έγραψε μια μελέτη για το στρατόπεδο αυτό, η οποία θεωρείται κλασική, και αφοσιώθηκε σε ένα είδος μαχόμενης εθνολογίας: ο εθνολόγος, σύμφωνα με την Τιγιόν, είναι ένας δικηγόρος που υπερασπίζεται όχι άτομα αλλά ολόκληρους πληθυσμούς. Η Τιγιόν ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα στον πόλεμο της Αλγερίας, προασπίζοντας ειρηνικές λύσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις και των δύο πλευρών τής σύγκρουσης και έχοντας και αυτή εναντίον της τη γαλλική αριστερά, αλλά και την υποστήριξη του Αλμπέρ Καμύ. Τέλος, η Μαργκαρέτε Μπούμπερ - Νόυμαν, γυναίκα του Γερμανού κομμουνιστή Νόυμαν, γνώρισε τον εγκλεισμό στα σοβιετικά και στα ναζιστικά στρατόπεδα - όπου συνδέθηκε με τη Μίλενα Γιεσένσκα, τη φίλη του Κάφκα - και αφιέρωσε τη ζωή της στη συγγραφή ενός βιβλίου στο οποίο αφηγείται την εμπειρία της και επιχειρεί τη σύγκριση των δύο συστημάτων εγκλεισμού, προκαλώντας την ισχυρή αντίδραση της αριστεράς.
Οι αφηγήσεις που παρουσιάζει ο Τοντόροφ βρίσκονται στα περιθώρια των μεγάλων ηρωικών αφηγήσεων ενός έθνους, ενός κόμματος, μιας εθνοτικής ομάδας, μιας επιστημονικής κάστας. Οι συγγραφείς τους αρνούνται να μιλήσουν από τη σκοπιά του ήρωα όσο και από τη σκοπιά του θύματος, και αντίθετα διαλέγουν τη δύσκολη οδό της «τραγικής» αφήγησης, δηλαδή μιας αφήγησης που ανοίγεται επώδυνα στην αλήθεια και των δύο αλληλοσυγκρουόμενων παρατάξεων. Με αυτήν τη νέα τυπολογία της αφήγησης που προτείνει ο Τσβετάν Τοντόροφ, ολοκληρώνει ο ίδιος τη στροφή του από τη δομική προσέγγιση των λογοτεχνικών έργων σε μια διαλογική κριτική, που εξετάζει κατ' αρχάς σε αυτά την ατομική κρίση ενός συγγραφέα για τη ζωή.
Τα βιβλία του Τοντόροφ για τις συνέπειες του ολοκληρωτισμού, τα οποία θα έπρεπε να βρίσκονται στη βιβλιοθήκη κάθε εκπαιδευτικού, μας προτείνουν να ξανασκεφτούμε, πέρα από τις χωριστές τελετουργίες της συλλογικής μνήμης, τις μεγάλες εκατόμβες του 20ού αιώνα, που κορυφώθηκαν με την «ανθρωπιστική» βόμβα της Χιροσίμα, και τη λογική των «δίκαιων» πολέμων στο Ιράκ και στη Γιουγκοσλαβία. Μπορούμε να πενθήσουμε για τον Εβραίο στο ?ουσβιτς και τον βομβαρδισμένο κάτοικο της Δρέσδης; Μπορούμε εντέλει να σκεφτούμε μαζί, την ίδια στιγμή, μέσα από την ίδια στοχαστική κίνηση, με την ίδια βαθιά θλίψη και την ίδια βαθιά οργή, το θύμα και τον θύτη;
Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου
ΤΑ ΝΕΑ, 26-07-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αφετηρία κατανόησης αυτού του βιβλίου πρέπει να είναι το γεγονός πως ο συγγραφέας δεν είναι Γάλλος «βουλγαρικής καταγωγής», αλλά Βούλγαρος που βίωσε τον ολοκληρωτισμό στην πράξη. Ο Τσβετάν Τοντορόφ είναι διάσημος κριτικός της λογοτεχνίας, ιστορικός και φιλόσοφος. Το 1963, σε ηλικία 24 ετών, εγκατέλειψε τη χώρα που γεννήθηκε, τη Βουλγαρία, και εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Ο ίδιος φροντίζει από την αρχή να διευκρινίσει πως στο βαθμό που η μνήμη παραμένει ζωντανή, η ανακάλυψη των κληροδοτημάτων του 20ού αιώνα εξαρτάται όχι μόνο από την επαγγελματική ενασχόληση και τις πνευματικές αποσκευές του κάθε στοχαστή, αλλά κυρίως από την προσωπική του βιογραφία και εμπειρία. Είναι δε αυτή η προσωπική του εμπειρία που τον προσανατολίζει ώστε να επιλέξει ως κεντρικό γεγονός στην Ευρώπη του 20ού αιώνα την κυριαρχία του ολοκληρωτισμού.
Οι αρετές του βιβλίου φτερουγίζουν μέσα στο πυκνοΐσκιωτο δάσος της κριτικής που ασκείται στον ολοκληρωτισμό. Η καινοτομία αυτής της κριτικής έγκειται στο γεγονός πως η εννοιολογική ανάλυση υφαίνεται στον καμβά της αφήγησης των ατομικών πεπρωμένων έξι προσωπικοτήτων. Το κοινό στοιχείο που διέπει αυτές τις προσωπικότητες είναι πως με το συγγραφικό τους έργο και με το παράδειγμα της προσωπικής τους ζωής τάχθηκαν κατά κάθε ολοκληρωτισμού, με βαρύ τίμημα την κατασυκοφάντησή τους από τους πρώην συντρόφους τους.
Η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόιμαν, Γερμανίδα κομουνίστρια που κατέφυγε στην ΕΣΣΔ, «κατάφερε» να γνωρίσει τα σταλινικά στρατόπεδα και να παραδοθεί το 1940 από τους Σοβιετικούς στον Χίτλερ. Εμεινε στο χιτλερικό στρατόπεδο του Ράβενσμπρουκ ώς το τέλος του πολέμου. Αφιέρωσε τη μετέπειτα ζωή της στην καταγγελία των ναζιστικών και κομουνιστικών στρατοπέδων.
Ο Νταβίντ Ρουσέ, έγκλειστος στο γερμανικό στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ, με το έργο του «Ο κόσμος των στρατοπέδων συγκέντρωσης» (1946) και το «Οι ημέρες του θανάτου μας» (1947) καταγγέλλει την ύπαρξη των ναζιστικών στρατοπέδων. Το 1949 όμως ανοίγει και το μέτωπο κατά των σοβιετικών στρατοπέδων. Γεγονός που το πλήρωσε με την κατάταξή του, από τους πρώην συντρόφους, στους «έμμισθους καλάμους» του αντικομουνισμού.
Η Γαλλίδα εθνολόγος Ζερμέν Τιγιόν, αφού βίωσε τη φρίκη του Ράβενσμπρουκ αφοσιώθηκε στον αγώνα για την υπεράσπιση ατόμων που απειλούνταν από φανατικά σύνολα. Η δράση της στην Αλγερία προκάλεσε τα εθνικιστικά αντανακλαστικά ακόμη και τμημάτων της γαλλικής Αριστεράς.
Ο Ρομέν Γκαρί, ρωσοεβραϊκής καταγωγής, αφού μάχεται ως αεροπόρος κατά του φασισμού, αφιερώνεται σ' ένα συγγραφικό έργο που κύριος στόχος του είναι το μανιχαϊκό πνεύμα.
Ο γνωστός στην Ελλάδα Ιταλοεβραίος Πρίμο Λέβι, πρώην έγκλειστος στο Αουσβιτς, με το έργο του καταδεικνύει τις γκρίζες ζώνες της ανθρώπινης ζωής.
Συναρπαστική είναι η πορεία κατανόησης του απόλυτα καταπιεστικού χαρακτήρα της σοβιετικής πραγματικότητας από το Ρώσο μυθιστοριογράφο Βασίλι Γκρόσμαν. Δεν υπάρχει σκεπτόμενος και απροκατάληπτος άνθρωπος που να έχει διαβάσει και να μην έχει συγκινηθεί με το συγκλονιστικό έργο του «Ζωή και πεπρωμένο», αμετάφραστο δυστυχώς στη χώρα μας.
Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο και των έξι είναι η άρνησή τους να παίξουν το ρόλο του θύματος που ζητά εκδίκηση. Αυτό που κάνει τη ζωή αυτών των ανθρώπων υπόδειγμα είναι πως αυτή διεπόταν από τις αρχές της ατομικής αγάπης ως υπέρτατης αξίας και της δικαιοσύνης. Ο Τοντορόφ, όπως και στα έργα του «Απέναντι στο ακραίο» («Νησίδες», 2001, μτφρ. Βασίλης Τομανάς) και «Ο εκπατρισμένος,» («Πόλις», 1999 μτφρ. Οντέτ Βαρόν-Βασάρ), αποδεικνύει πως η ανθρώπινη τραγωδία μπορεί να γίνει αντικείμενο αναστοχασμού και μέσα από μυθιστορηματικές ή ατομικές διαδρομές. Αυτές οι διαδρομές, σε συνδυασμό με την εννοιολογική δόμηση του έργου και τη συναρπαστική γραφή του, μας αναγκάζουν να παραδεχτούμε πως κρατάμε στα χέρια μας ένα Μανιφέστο του ανθρωπισμού και της τόλμης.
Τα προσωπεία του κακού
Η χρήση των όρων κακό και καλό από τον Τοντορόφ δεν διέπεται από μια θρησκόληπτη ηθικολογία. Αλίμονο αν στοχαστές του επιπέδου του Τοντορόφ έμεναν στο νηπιακό επίπεδο σκέψης της θεωρίας της «Αυτοκρατορίας του Κακού». Αντιθέτως, οι όροι χρησιμοποιούνται για να τύχουν της συνεχούς υπονόμευσης των θεμελίων τους. Ο Τοντορόφ δεν υποστηρίζει κοινοτοπίες του τύπου πως το κακό εμπεριέχει και το καλό ή πως το καθένα μπορεί να μετατραπεί στο αντίθετό του. Δεν είναι πάλι θιασώτης ενός τετριμμένου μεταμοντέρνου σχετικισμού. Υποστηρίζει εμφατικά πως το κακό υπάρχει μέσα από πολλά προσωπεία και είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη τραγωδία, αλλά από την άλλη το καλό αποτελεί δυνατότητα των κοινωνιών. Μια εύκολη ανάγνωση του βιβλίου του Τοντορόφ μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα πως αποτελεί άλλη μια προσπάθεια ταύτισης του κομουνισμού με το φασισμό υπέρ ενός επιδερμικού εκθειασμού της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αντίθετα όμως από τη λογική της «Μαύρης βίβλου του κομουνισμού» («Εστία»), ο συγγραφέας δεν στρέφεται στη φιλελεύθερη δημοκρατία για να ανακαλύψει εκεί το βασίλειο του καλού. Στην ιστορία τα θύματα από τον «πειρασμό του καλού» είναι πολύ περισσότερα από εκείνα από την επιδίωξη του κακού. Ο πειρασμός του καλού συνίσταται στο να θεωρούμε ως ενσάρκωσή του μόνο αυτά που πιστεύουμε οι ίδιοι και αυτό να θέλουμε να επιβάλλουμε στους άλλους. Με σαφήνεια και τόλμη δείχνει πως αυτός ο πειρασμός βρίσκεται πίσω από τις σταυροφορίες, από τις βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, αλλά και πίσω από την επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο (σήμερα θα προσέθετε και την επίθεση κατά του Ιράκ), όπου η επέμβαση για να αποτραπεί μια γενοκτονία οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερα μίση.
Πίσω όμως από αυτό τον πειρασμό βρίσκεται και η κομουνιστική εκδοχή του ολοκληρωτισμού. Είναι σωστή η παρατήρηση πολλών πως δεν είναι δυνατόν ο φασισμός και ο κομουνισμός να αντιμετωπίζονται ως σύμμετρα φαινόμενα. Σωστό αλλά ανεπαρκές επιχείρημα, πολλές φορές και υποβολιμαίο, γιατί η ασυμμετρία δεν μπορεί να κρύψει την αναγκαιότητα σύγκρισης. Αυτό κάνει ο Τοντορόφ.
Συλλογική και ατομική αυτονομία
Η δημοκρατία στηρίζεται σε δύο αρχές, τη συλλογική και την ατομική αυτονομία. Η συνένωση των δύο αρχών συγκροτεί τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Η ατομική αυτονομία εξασφαλίζεται με τον πλουραλισμό. Ο ολοκληρωτισμός όχι μόνο απορρίπτει αυτές τις δύο αρχές αλλά, στηριζόμενος στον επιστημονισμό (του οποίου αρχή είναι το δόγμα πως οι κοινωνίες στηρίζονται στη γνώση και την επιστήμη και όχι στην ελεύθερη βούληση των ανθρώπων), επιβάλλει την κυριαρχία της υποτιθέμενης μοναδικής επιστημονικής αλήθειας. Αν οι σκοποί των ανθρώπων καθορίζονται από τη βούλησή τους τότε υπάρχουν δυνατότητες συμβιβασμών, αν όμως καθορίζονται από την υποτιθέμενη μοναδική αλήθεια τότε υπάρχει αδιέξοδο. Για τον Τοντορόφ, ο ανθρωπισμός ως η κατεξοχήν αξία της δημοκρατίας στηρίζεται στο αξίωμα της μη απόλυτης διαφάνειας του πραγματικού και κατά συνέπεια στην αδυναμία απόλυτης γνώσης του. Ο ολοκληρωτισμός και των δύο κινημάτων είναι απόλυτα εχθρικός προς αυτές τις αρχές.
Ο συγγραφέας δεν ψάχνει τις ομοιότητες του φασισμού και του κομουνισμού τόσο στον αριθμό των θυμάτων τους όσο στην ομοιότητα των πρακτικών τους. Με διορατικότητα προσθέτει πως η σύγκριση των δύο ολοκληρωτισμών πρέπει να γίνεται στη βάση των πρακτικών τους και όχι να συγκρίνονται σκοποί με πρακτικές. Από την άλλη, ο Τοντορόφ προλαβαίνει τις ενστάσεις υπέρ του οικουμενικού χαρακτήρα της κομουνιστικής θεωρίας, τονίζοντας πως αυτή αποδέχεται την απελευθέρωση της ανθρωπότητας αφού εξοστρακιστούν προηγουμένως οι εχθροί της.
Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς στον Τοντορόφ πως ο κομουνισμός είναι ένα σύνθετο και πολύμορφο φαινόμενο που δεν ανάγεται στο σταλινισμό, πως άλλο Στάλιν και άλλο Λούξεμπουργκ. Θα τον αδικούσε όμως, γιατί ο συγγραφέας χρησιμοποιεί έναν ιδεότυπο για την ερμηνεία του κομουνιστικού ολοκληρωτισμού. Εναν ιδεότυπο εντός του οποίου σμιλεύεται η θεώρηση πως σκοπός της επανάστασης είναι η εφαρμογή της αλήθειας, ακόμη και με τη βία, και όχι της ατομικής αυτονομίας και της ελεύθερης βούλησης. Η κομουνιστική θεωρία εμπεριέχει στο γενετικό της κώδικα αυτή την άποψη. Από εκεί οι παραλλαγές μπορεί να είναι πολλές.
Ο στοχαστής τονίζει όμως μια σημαντική διαφορά των δύο μορφών του ολοκληρωτισμού. Ενώ για τους ναζί ο θάνατος του φυλετικά κατώτερου είναι αυτοσκοπός, για το λενινιστικό σταλινισμό (ο όρος είναι δικός μας) η στέρηση της ζωής τού ταξικά ή και μόνο πολιτικά διαφορετικού στην ΕΣΣΔ είναι είτε τιμωρία είτε τρομοκρατία. Ταυτόχρονα προειδοποιεί πως οι αντιθέσεις ανάμεσα σε μεταρρύθμιση, ισότητα, ελευθερία, από τη μια, και συντήρηση, ιεραρχία και αυταρχισμό, από την άλλη, ισχύουν και σήμερα και χαράσσουν τα όρια μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Η σημαντική όμως αυτή διάκριση στο πλαίσιο της δημοκρατίας περνά μέσα από την αντίθεση μεταξύ ολοκληρωτισμού και δημοκρατίας.
Το πάθος και το δίδαγμα του Τοντορόφ υπέρ της δημοκρατίας αποτελούν την κύρια διαδρομή μιας δύσβατης ατραπού. Αντίθετα, όμως, από όσα για παράδειγμα υποστηρίζουν οι επιδερμικοί και μονομερείς πρώην «ανατολικοί» διανοούμενοι Χάβελ-Μίχνικ, δεν αποτελεί και το τέρμα του ταξιδιού. Γνωρίζει πολύ καλά πως η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι απαλλαγμένη από τον πειρασμό του καλού, γιατί και οι δημοκρατίες, στο βαθμό που στηρίζονται σε ανισότητες και ταξικές διαφορές, συγχέουν πολλές φορές την ηθική και την πολιτική. Οι δημοκρατίες δεν πρέπει να αγνοούν την ανθρώπινη ανάγκη για την ουτοπία και το υπερβατικό, δεν πρέπει όμως να την εντάσσουν σε ένα προκατασκευασμένο σύστημα αληθειών και κοινωνικής οργάνωσης.
Ο Τοντορόφ δείχνει πως δεν υπάρχει επιλογή ανάμεσα στο Αουσβιτς (ή και τη Μακρόνησο) από τη μία και τη σοβιετική Κολίμα, το Κατίν και τον εσκεμμένο λιμό των Ουκρανών χωρικών από την άλλη. Εδώ δεν υπάρχει διαβάθμιση, υπάρχει μόνο κοινή καταδίκη. Ενστάσεις θα μπορούσαν να εγερθούν όσον αφορά την απόρριψη της δυνατότητας ανάπτυξης μιας παγκόσμιας δικαιοσύνης ή το ποια θα μπορούσε να είναι η εναλλακτική λύση εκτός της επέμβασης στο Κόσοβο. Η κατάταξη επίσης του Κοντορσέ στους υποστηρικτές της μοναδικής αλήθειας είναι ιδιαίτερα λαθεμένη. Ο Κοντορσέ, αντιθέτως, πιστεύει πως η πρόοδος των επιστημών καθίσταται ωφέλιμη για την κοινωνία μόνον όταν αυτές αναπτύσσονται στο πλαίσιο ελεύθερων και δημοκρατικών κοινωνιών. Αυτές οι ενστάσεις όμως ωχριούν μπροστά στη συνολική αξία του έργου.
Αν, εν κατακλείδι, ήταν δυνατόν ο κάθε αναγνώστης του να μπορούσε να το διαβάσει με τις δύο πλευρές που συνθέτουν την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, την «κακή» και την «καλή», για να τις βάλει στη συνέχεια να ιχνηλατήσουν από κοινού το μονοπάτι της αγωνιώδους και ατέρμονης αναζήτησης της πολλαπλής αλήθειας, θα ήμασταν σίγουροι πως ακόμη μερικοί κόκκοι καλοσύνης θα μπορούσαν να πέσουν στην έρημο της ανθρώπινης τραγωδίας. Εχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο που θα μπορούσε να διδάσκεται στους μαθητές αυτής της χώρας ως το μάθημα της εισαγωγής στην κριτική σκέψη.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/11/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις