Όσο ζούμε

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 12.50
7.50
Τιμή Πρωτοπορίας
+
136061
Συγγραφέας: Τόρες, Μαρούχα
Εκδόσεις: Bell
Σελίδες:302
Μεταφραστής:ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΣΤΡΑΤΟΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2002
ISBN:9789606204494
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Η Ζουντίτ είναι μόλις είκοσι χρονών. Μισεί τη λαϊκή καταγωγή της, την άθλια γειτονιά της. Ονειρεύεται να γίνει σαν το ίνδαλμά της, τη διάσημη συγγραφέα Ρεχίνα Δαλμάου. Και μια μέρα, πηγαίνει να τη συναντήσει, ελπίζοντας πως εκείνη θα τη βοηθήσει να ξεφύγει από την αφάνεια.
Η Ρεχίνα, που η ζωή και η καριέρα της περνούν κρίση, κολακεύεται από την αφοσίωση της θαυμάστριάς της και την κρατά κοντά της. Η Ζουντίτ γίνεται η προστατευόμενή της, η μαθήτριά της, η κόρη που ποτέ δεν είχε -γίνεται ό,τι υπήρξε κάποτε και η ίδια η Ρεχίνα για μια άλλη γυναίκα, την Τερέζα.
Αλλά η Ρεχίνα πρόδωσε εκείνη στην οποία χρωστούσε τα πάντα. Και τώρα, όσο κοιτάζει το δημιούργημά της, τη Ζυντίτ, που ρουφώντας άπληστα όσα έχει να της μάθει ανοίγει τα δικά της φτερά, φοβάται πως έρχεται η σειρά της να εισπράξει την ίδια πληρωμή...





ΚΡΙΤΙΚΗ



«Οφείλω να σου ομολογήσω, κατ' αρχάς, πως ούτε κι εγώ έπαιξα καθαρό παιχνίδι μαζί σου. Είπες ότι είμαι μόνη επειδή δεν ξέρω να κοιτάζω. Οχι, Ζουντίτ. Είμαι τόσο μόνη όσο εσύ και όσο ο καθένας, και δεν το θεωρώ κακό, γιατί η μοναξιά είναι η μοναδική βεβαιότητα της ζωής. Οσο για το αν ξέρω να κοιτάζω, τράφηκα μ' αυτό, όπως ο κάθε συγγραφέας. 'Η, για να το πω πιο σωστά, όπως ο οποιοσδήποτε συγγραφέας. Σε προσέλαβα για να σε ιδιοποιηθώ. Χρειαζόμουν μια πηγή έμπνευσης, που θα με βοηθούσε να συνεχίσω την καριέρα μου της εξαπάτησης. Κάθε βιβλίο, μια παραχάραξη. Λειτουργούσε και δεν πονούσε, τι περισσότερο θα μπορούσα να ζητήσω; Απεύφευγα τον πόνο όπως την πανούκλα, αλλά ο πόνος, μαζί με τη μοναξιά, είναι που μας μαθαίνει να δημιουργούμε. Θα βασιζόμουν πάνω σου για να γράψω ένα μυθιστόρημα για τη σημερινή νεολαία...».

Ετσι συνοψίζει τις προθέσεις της (βασικό θεματικό άξονα του μυθιστορήματος) μαζί και άλλες εξομολογητικές σκέψεις λίγο πριν από την «έξοδο» της ιστορίας τού «Οσο ζούμε» η Ρεχίνα Δαλμάου, η μία από τις δύο βασικές ηρωίδες του βιβλίου, στη γραμματέα και αργότερα ανταγωνίστριά της στο γράφειν Ζουντίτ.

Η τελευταία, μια φιλομαθής φτωχή νεαρή Ισπανίδα, είχε δεχθεί ασμένως, λίγο καιρό πριν ακούσει τις προηγούμενες φράσεις από τη συνομιλήτρια και ίνδαλμά της, να προσληφθεί απ' αυτήν ως ένα είδος καλλιτεχνικού βοηθού της. Το ότι θα άρχιζε μετά το γεγονός μια περιπετειακή σύγκρουση ανάμεσα στις δύο γυναίκες, με κρυφές πλευρές και περίεργα χαρακτηριστικά, αυτό σχετίζεται με τον τρόπο που θέλει να βλέπει τις αντιπαλότητες εντός του γυναικείου φυλετικού πεδίου η Ισπανίδα συγγραφέας Μαρούχα Τόρες: μία προσωπικότητα που έχει απασχολήσει παλιότερα άλλο σημείωμα, με την ευκαιρία της ελληνικής έκδοσης προηγούμενου μυθιστορήματός της με τίτλο «Μία τόσο κοντινή ζεστασιά».

Η Τόρες είναι διακεκριμένη δημοσιογράφος της «ΕΙ Pais» και καθώς φαίνεται από το σχολιαζόμενο βιβλίο της (που έγραψε το 2000), κινηματογραφόφιλη. Αρχίζοντας ανάποδα θα έλεγα ότι στις σελίδες τού «Οσο ζούμε» συναντάμε ομολογημένες όσο και έμμεσες αναφορές σε κλασικές δημιουργίες τής μεγάλης οθόνης: μία απ' αυτές είναι «Η λεωφόρος της Δύσεως» του Μπ. Γουάιλντερ, με προφανή σκοπό να συσχετιστεί το δράμα της ξεπεσμένης ντίβας Γκλόρια Σβάνσον με αυτό της ηρωίδας τού βιβλίου, της αφυδατωμένης πλέον από πλευράς έμπνευσης πεζογράφου Ρεχίνα. Το κλειστό δωμάτιο του σπιτιού τής Ρεχίνα, που η ίδια συσχετίζει με το έργο «Ρεβέκκα», παραπέμπει, εκτός από την Μπροντέ και τη Δάφνη Ντι Μοριέ, στο πασίγνωστο, ομώνυμο φιλμ του Χίτσκοκ. Μέχρις εδώ καλά, ουδέν το μεμπτόν, αντιθέτως, θα έλεγα, στη μεταμοντέρνα συνθήκη είναι φυσικό οι τέχνες να αλληλοαιμοδοτούνται, αφού μάλιστα μέσα σ' αυτές οι εικονιστικές με μία φοβερή ανάπτυξη έχουν εισβάλει με τους τρόπους τους σε κάθε έκφραση.



Κινηματογραφική έμπνευση



Ομως, όταν το κυρίως θέμα του βιβλίου είναι προκλητικά δανεισμένο από κινηματογραφικό σενάριο, επί του οποίου έχουν γίνει ελαφρές διασκευές, τότε προκύπτει κάποιο ζήτημα, νομίζω. Τι εννοώ; Οτι το στόρι του βιβλίου που περιγράφει τη διαδρομή μιας νεαρής φαν κάποιας διάσημης συγγραφέως, αρχικά ταπεινής της θεραπαινίδος και εν συνεχεία υποκαταστάτριάς της, αποκαλύπτοντας κρυμμένες φιλοδοξίες και ανάλογο υπολογισμό, είναι κραυγαλέα ...εμπευσμένο από το σενάριο του Τζότζεφ Μάνκιεβιτς στο «Ολα για την Εύα», χολιγουντιανή, οσκαρική ταινία του 1950 με τις Μπέτι Ντέιβις και Αν Μπάξτερ. Στο διεισδυτικό εκείνο φιλμ, νεαρή, άσημη ηθοποιός πείθει, εκλιπαρώντας σχεδόν, μία ντίβα, είναι το είδωλό της, να την πάρει κοντά της. Η τελευταία υποχωρεί μπροστά στο θαυμασμό και το πάθος της μικρής και την προστατεύει, με αποτέλεσμα αργότερα η άλλη σκληρά να την παραμερίσει.

Στο «Οσο ζούμε», λοιπόν, βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο της κλοπής τής κεντρικής «ιδέας», σε μια λαθροχειρία του βασικού μυθοπλαστικού άξονα του σεναρίου που προαναφέρθηκε. Βέβαια, η Τόρες υποτίθεται ότι κρατάει κάποια προσχήματα: κατ' αρχάς, δεν βάφτισε τις δύο ηρωίδες της ηθοποιούς, όπως έκανε ο Μάνκιεβιτς με τις δικές του, αλλά σκέφτηκε να τις παρουσιάσει ως εκπροσώπους του λογοτεχνικού χώρου. Από εκεί και πέρα όλα τα δευτερεύοντα θεματικά μοτίβα που πλαισιώνουν το μύθο, προσφέροντας στο σύνολο τις όποιες αποκλειστικές διαστάσεις του, χωρίς να εξετάζουμε επί του παρόντος εάν έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, φέρουν τη σφραγίδα της συγγραφέως. Ομως, νιώθεις ελαφρώς εξαπατημένος, μετέωρος και αμήχανος μπροστά σ' αυτό το «ξαναειπωμένο».

Η Τόρες μάς συστήνει την ηρωίδα Ζουντίτ, μια άπορη, πλην φιλαναγνώστρια νεαρή, που υπεραναπληρώνεται γράφοντας διηγήματα και θαυμάζοντας την επώνυμη συγγραφέα Ρεχίνα. Στα πιο τολμηρά της όνειρα φιλοδοξεί να μοιάσει στο είδωλό της δημιουργικά, γιατί νιώθει ότι μειονεκτεί, λόγω της χαμηλής καταγωγής της και της αδυναμίας της να εκδιπλώσει πληθωρικά τις ικανότητες του φύλου της. Μια ανέλπιστη ευκαιρία τής δίνεται να προσεγγίσει το αντικείμενο της λατρείας της: η Ρεχίνα σε μια λογοτεχνική εκδήλωση του πολιτιστικού κέντρου στο οποίο δραστηριοποιείται η ακτιβίστρια μητέρα τής Ζουντίτ, αντιλαμβάνεται την κοπέλα να ξεχωρίζει με την πνευματικότητά της και προτείνει μια συνάντηση στην έπαυλή της. Περνώντας στο «μέρος» τής συγγραφέως, μαθαίνουμε ότι αυτή στα πενήντα της νιώθει το δημιουργικό τέλος της να πλησιάζει. Θέλοντας να εκμεταλλευτεί τον άγνωστο νεαρό κόσμο που η μικρή εκπροσωπεί, η Ρεχίνα αρχικά προσεγγίζει την τελευταία οπισθόβουλα. Της προτείνει θέση γραμματέως κολακευμένη και από την προσφορά θαυμασμού τής Ζουντίτ. Ομως, πολύ γρήγορα, οι όροι αλλάζουν: η «μαθητευόμενη» με την ευφυΐα, το δυναμισμό και την αφοσίωσή της στην προστάτιδα, κάνει σημαντικά βήματα κατάκτησης του πεδίου και κατίσχυσης της αντιπάλου. Αντί να εκμεταλλευτεί η Ρεχίνα τον κόσμο της νεαρής, γίνεται το αντίθετο: η Ζουντίτ δεν δυσκολεύεται να καταλάβει πόσο τρωτό είναι το ίνδαλμά της, σχεδόν υποχείριο των στόχων της. Ομως, τα προσχήματα τηρούνται και φαινομενικά την ισορροπία καθορίζει η Ρεχίνα. Η μικρή ζει υπό τη σκιά της και απεργάζεται, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, τα κακά της σχέδια.

Εισχωρώντας, μέσω της παράλληλης αφήγησης, στα καθέκαστα της Ρεχίνα, βρισκόμαστε μπροστά στο τρωτό σημείο της συγγραφέως: σε μια ανάλογη, παρελθούσα (προς την εν εξελίξει) εκμετάλλευση εκ μέρους της μιας διανοουμένης, πρώην ερωμένης του πατέρα της, ονόματι Τερέσα, από την οποία διδάχτηκε πολλά μυστικά της τέχνης και της ζωής. Τη γυναίκα αυτή, όμως, η Ρεχίνα, αφού εκμεταλλεύτηκε, εγκατέλειψε. Από το συγκεκριμένο πρόσωπο η Ρεχίνα έχει διατηρήσει στο κλειστό «χιτσκοκικό» δωμάτιο αλληλογραφία, η οποία θα πέσει τυχαία στα χέρια της Ζουντίτ, αποκαλύπτοντας στη μικρή καίριες πτυχές του βιογραφικού τής «δασκάλας» της. Τα πράγματα περιπλέκονται καθώς στη σκακιέρα μετατοπίζονται περίεργα τα πιόνια, σε συνεχείς εναλλαγές θέσεων και προσωπείων. Μαθητείες και διδαχές μπλέκονται, χώροι και χρόνοι, μορφές εξάρτησης και εξουσίας, επίσης. Φαντάσματα κυκλοφορούν μαζί με νέες φοβίες, που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να επισημαίνουν τις αναβιώσεις παρωχημένων πραγμάτων. Ταυτόχρονα, γίνεται προσπάθεια εκ μέρους της Τόρες να ανιχνευτεί το γυναικείο στίγμα μέσα σε όλα αυτά, σε λανθάνουσα μορφή κυκλοφορεί η τάση περιγραφής μιας αμιγώς φεμινιστικής στάσης ζωής. Ομως, όχι, η Τόρες δεν θέλει να φτάσει σε αποφάνσεις, αλλά ούτε και στη χαρτογράφηση επικίνδυνου εδάφους. Η γραφή της είναι κρατημένη στα επίπεδα του μπεστ σελερ, φορτωμένη κλισέ, η ματιά της είναι αδικαιολόγητα συγκαταβατική, δεν τολμάει να φτάσει σε βάθος. Πρέπει να ικανοποιηθεί το γυναικείο αναγνωστικό κοινό πρωτίστως, σκέφτεται ο απαιτητικός αναγνώστης και όχι αναγκαστικά αντιφεμινιστής.

Η Ζουντίτ θα κάνει το αναμενόμενο βήμα, θα λεηλατήσει, αντί να λεηλατηθεί: θα εμπνευστεί από το θέαμα που της αποκαλύφθηκε και θα παρουσιάσει μέσα από τις σελίδες ενός μυθιστορήματος, που σκαρώνει με ταλέντο, το δράμα τής Ρεχίνα. Ο επαγγελματικός κύκλος της μεγάλης φίλης της δεν έχει ενδοιασμούς στο να προωθήσει το έργο της μικρής φιλόδοξης, η οποία προηγουμένως, ακάθεκτη, δεν θα διστάσει να οικειοποιηθεί μικρά και μεγάλα «περιουσιακά» στοιχεία της Ρεχίνα: το νεαρό γιο, επί παραδείγματι, ή πρώην εραστή τής τελευταίας, ο οποίος την ερωτεύεται.



«Λάιτ» τοπίο και γλυκασμοί



Η Ρεχίνα υποτίθεται ότι έχει ένα μάθημα βαθύτερης ηθικής με το πάθημά της. Επίσης, υποτίθεται ότι παρακολουθήσαμε στο «διδακτικό» αυτό έργο την υπάλληλη σχέση που ενώνει την Τέχνη με τη ζωή και τις αξίες της. Η Ρεχίνα, αφού πρώτα φέρθηκε ανήθικα στην προστάτιδά της, προσπάθησε να δώσει τροφή στη στείρα έμπνευσή της, μέσα από την εκμετάλλευση της Ζουντίτ, η οποία είναι είδος θείου τιμωρού της, ένας άγγελος, εν πάση περιπτώσει, που της δημιουργεί, έστω και καθυστερημένα, συνείδηση.

Ολα αυτά που υπογραμμίζονται, θα μπορούσαν να αποτελούν σημαινόμενα μιας απερίφραστης, σκληρής σύγκρουσης μεταξύ των κεντρικών χαρακτήρων. Αλλά η Τόρες, είπαμε, δεν έχει το ανάστημα, ώστε να κάνει πιο οξύ και αιχμηρό το σχόλιό της. Να μεταβάλει το light τοπίο σε πιο σκοτεινή συνθήκη, χωρίς τους γλυκασμούς μιας λογοτεχνίας τού συρμού. Ας είχε τις δεσμεύσεις της λογοκλοπίας που επισημάναμε προηγουμένως. Το έργο βρίθει αφελών αφορισμών και σκέψεων. Πρόχειρα σταχυολογώ: «Ενα μυθιστόρημα είναι σαν ένα πάθος... αν, αφού το γράψεις, αφού το βιώσεις, δεν υπάρχει καμία αλλαγή μέσα σου, αν δεν μπορείς να εξηγήσεις στους τρίτους τι σου συνέβη στη διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας και το πώς και το γιατί των όσων έκανες, σημαίνει ότι τίποτε δεν ξεπήδησε πραγματικά από μέσα σου και τίποτε δεν σε έβαλε σε δοκιμασία. Κι αυτό επειδή η διαδικασία δημιουργίας ενός μυθιστορήματος που εμπλέκει και την ψυχή σου δεν μπορεί να περιγραφεί...» (σελ. 145). «Και τα σπίτια επίσης έχουν την αξιοπρέπειά τους», της έλεγε. «Μας φυλάνε και μας υπερασπίζονται, φορτίζονται από την κακή μας διάθεση, δέχονται τις χαρές μας. Εχουμε καθήκον να τα προστατεύουμε από την εγκατάλειψη, να καλλωπίζουμε τα γηρατειά τους» κ.λπ.

Ο κ. Στράτος Ιωαννίδης απέδωσε εύστοχα αυτή τη γλώσσα, που θέλει να υπηρετεί ένα κείμενο γραμμένο για να αρέσει, δυστυχώς, και όχι για να αναγκάσει σε ολισθήματα.



ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 10/05/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!