0
Your Καλαθι
Φτωχή Μάργκο
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Αυτή εδώ είναι η ιστορία της Μάργκο Κρουπ, μιας έφηβης απ' τα μεσοδυτικά που αφήνει την πατρίδα της, το Μάουντ Πλέζαντ του Μίσιγκαν, για να πάει στο Χόλλυγουντ. Η Μάργκο είναι αταίριαστη στο περιβάλλον της, επίσης, παίζει την πιο γρήγορη κιθάρα στην πόλη, όχι ότι υπάρχει σοβαρός ανταγωνισμός στο Μάουντ Πλέζαντ του Μίσιγκαν, αυτό η Μάργκο το παραδέχεται. Στο σπίτι, τα βρίσκει σκούρα· [...] Μια μέρα το σκάει απ' το σπίτι, παίρνει το πρωινό λεωφορείο και πηγαίνει στο Χόλλυγουντ. Στο τέλος του δρόμου βρίσκονται ο Σήζαρ, ο νεαρός Μεξικανός που ερωτεύεται τρελά, κι ο Μαξ, ένας φανατικός κινηματογραφόφιλος που μανατζάρει ένα ροκ σύγκροτημα, τους Gringos, καθώς κι ο Γκρεγκ Τζόουνς, ένας πρώην ρόουντι των Grand Funk που γράφει τ' απομνημονεύματά του· και κάμποσοι άλλοι παράξενοι κι ευάλωτοι άνθρωποι που γεμίζουν, άθελά τους, τη ζωή της Μάργκο με τρυφερότητα, αναστάτωση και απόγνωση. Και παρ' όλο που η "Φτωχή Μάργκο" μιλάει για το πώς είναι να είσαι νέος, ανήσυχος και έκπληκτος μέσα στη μεγαλούπολη, δεν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γύρω από το σεξ, τα ναρκωτικά και το ροκ εντ ρολ, αλλά μάλλον για το χρονικό μιας ενηλικίωσης, μια ελεύθερης πτώσης κι ενός ανεκπλήρωτου έρωτα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η Φτωχή Μάργκο της Σώτης Τριανταφύλλου είναι ένα αμερικανικό μυθιστόρημα δρόμου γραμμένο στα αγγλικά. Πρόκειται για ένα κείμενο για την εφηβεία μια εφηβεία που δεν μπορεί να βγει από την αυτοπαγίδευση των ναρκωτικών, των παλινδρομήσεων, των μεταπτώσεων και του ροκ γραμμένο σε μορφή ημερολογίου, που ξεκινάει στις 31 Ιουλίου του 1990 στο Μίσιγκαν και τελειώνει στις 7 Αυγούστου του 2000 στην Καλιφόρνια. Η 18χρονη Μάργκο αυτοαναλύεται, αποδομείται, απεκδύεται τη συμβατική και καθωσπρέπει ζωή.
Το βιβλίο αργεί να «απογειωθεί». Πρέπει να περιμένουμε ως την 60ή σελίδα για να φθάσει η ηρωίδα μας στο Χόλιγουντ, τη Γη της Επαγγελίας και των ονείρων. Το 'χει σκάσει από το πατρικό της και από τους θρησκόληπτους και καταπιεστικούς γονείς της, για να διεκδικήσει την ελευθερία της. Η περιγραφή της οικογένειας μας θυμίζει το σπίτι των «Αυτόχειρων παρθένων» του Τζέφρι Ευγενίδη και το χωριό της Μάργκο, το Μάουντ Πλέζαντ, ίσως θα ήταν πιο ταιριαστό να λέγεται Μάουντ Ανπλέζαντ. Εν πάση περιπτώσει, η Μάργκο καταφέρνει να κάνει το μεγάλο άλμα και φεύγει από τη μία παγίδα για να πέσει σε μια άλλη, χειρότερη αυτή τη φορά και πιο σκοτεινή εκείνη των ναρκωτικών.
Οι ψευδαισθήσεις της επαρχιώτισσας Μάργκο στη μεγαλούπολη του Λος Αντζελες δεν θα διαρκέσουν πολύ. Σύντομα προσγειώνεται στη νέα πραγματικότητα. Θα αρχίσει να τρυπιέται, να παραδίνεται σταδιακά στην ψυχεδέλεια, να χαπακώνεται ανελέητα. Στους Γκρίνγκος, ένα ροκ συγκρότημα που δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τα στενά όρια των μπάριος του Λος Αντζελες, θα αποτύχει, αφού το πάθος της για τα ναρκωτικά έχει στο μεταξύ θεριέψει και πλέον δεν το ελέγχει. Τα όνειρά της να γίνει διάσημη κιθαρίστρια στο Χόλιγουντ συντρίβονται. Ο Μεξικανός που θα αγαπήσει, ο Σίζαρ, δεν θα γίνει τελικά εραστής της. Τα ναρκωτικά που θα βρίσκει συνεχώς μπροστά της δεν θα την οδηγήσουν στον παράδεισο που ποθεί. Τα χρήματα που κερδίζει πλένοντας αυτοκίνητα στο πλυντήριο αυτοκινήτων του κυρίου Μπρους δεν της φθάνουν για να πάρει ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια ή ένα καινούργιο τζιν για αυτοκίνητο, φυσικά, ούτε λόγος.
Είναι η φτωχή Μάργκο Κρουπ. Φτωχή όχι μόνο κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά. Τα όνειρά της τα τσαλαπατάει η ίδια, οι ορίζοντές της στενεύουν όλο και πιο πολύ, για να κλείσουν γύρω της και να την παγιδεύσουν στην απόγνωση. Στριμωγμένη μεταξύ του ακινητοποιημένου χρόνου και μιας παρέας που δεν έχει τίποτε να της προσφέρει εκτός από «τρυφερότητα, αναστάτωση και απόγνωση», η Μάργκο τα βρίσκει σκούρα στο Χόλιγουντ, όπως τα είχε βρει σκούρα και στο Μάουντ Πλέζαντ με τους γονείς της: ο Αλ, ο συγκάτοικός της, αρρωσταίνει από AIDS, η Εύα Μαρί σκοτώνεται σε ένα σεισμό, ο Σίζαρ βλέπει ότι η Μάργκο δεν ξεκολλάει με τίποτε από το σπίντμπολ, τα χάπια, την πρέζα και την κόκα και φεύγει για την Αριζόνα με την ομοεθνή του Σελίνα.
Δεν είναι τώρα πια μόνο η φτωχή Μάργκο αλλά και η άρρωστη Μάργκο, η χαμένη Μάργκο, η ακαθοδήγητη Μάργκο, η μεθυσμένη Μάργκο, η αποτοξινωμένη αλλά και πάλι χιλιοτρυπημένη Μάργκο. Τα οικονομικά της είναι άθλια. Χρωστάει παντού. Κάνει έρωτα με τον Τούκι, τον ντίλερ της, για να παίρνει τζάμπα τη δόση της. Γίνεται βαποράκι. Η μόνη της χαρά είναι όταν βρίσκεται με τον Σίζαρ, οδηγούν την Πλίμουθ του και κουβεντιάζουν. Αγαπιούνται αλλά δεν κάνουν έρωτα. Ο Σίζαρ «τη βρίσκει» με το ποτό και η Μάργκο με οτιδήποτε, αρκεί να μπορεί να το «σουτάρει». Κάνουν βόλτες στην παραλία, αγναντεύουν το ηλιοβασίλεμα και ονειρεύονται μια φυγή στο πουθενά.
Θα έλεγα ότι περίπου εκατό σελίδες πριν από το τέλος, όταν η Μάργκο συλλαμβάνεται από έναν τροχονόμο επειδή είχε υπερβεί το όριο ταχύτητας οδηγώντας το αυτοκίνητο της εξαδέλφης της Γουάντα, το βιβλίο παίρνει μια ευχάριστη στροφή και γίνεται πιο ανθρώπινο, πιο γλυκό, πιο ζεστό. Η Μάργκο περνάει από κέντρο αποτοξίνωσης και από κέντρο θεραπείας ναρκομανών. Της δίνεται η ευκαιρία να συνέλθει. Στη δίκη που θα γίνει θα φανούν όλα. Εκεί θα διαπιστώσει πόσο την αγαπούν οι φίλοι της ο Μαξ, ο Γκρεγκ, ο Αλ, η Γουάντα, ο Λούι, η Τζόντι, ο Σταν. Προς στιγμήν φαίνεται ότι η Μάργκο θα καταφέρει να ξεφύγει από τα «αζήτητα» και να φτιάξει τη ζωή της.
Η Φτωχή Μάργκο είναι ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, η κάθε σελίδα του διαβάζεται με ενδιαφέρον. Διαθέτει γρήγορο ρυθμό και ένα beat που δεν το συναντάς σε πολλούς νέους έλληνες συγγραφείς. Δεν είναι μόνο ένα βιβλίο μέσα από (και για) τον κόσμο των ναρκωτικών, του ροκ και του σεξ. Δεν είναι μόνο το χρονικό μιας ενηλικίωσης και ενός έρωτα χωρίς αντίκρισμα. Είναι, πάνω απ' όλα, ένα λογοτεχνικό έργο του δρόμου για μια ελεύθερη κοπέλα που ούτε για μία στιγμή δεν σκέφτηκε το μέλλον της ίσως γιατί δεν υπήρχε μέλλον.
Ντίνος Σιώτης
ΤΟ ΒΗΜΑ, 09-12-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με το πέμπτο μυθιστόρημά της «Φτωχή Μάργκο» η πολυγραφότατη Σώτη Τριανταφύλλου επιστρέφει στα γνώριμα τοπία της. Δηλαδή στην Αμερική, στην εφηβεία και στην πορεία προς την ενηλικίωση. Τοπία τα οποία η συγγραφέας γνωρίζει καλά και χειρίζεται μέσα στα μυθιστορήματά της , τις περισσότερες φορές με επιτυχία. Αντίθετα, μάλιστα, με άλλους σύγχρονους Ελληνες συγγραφείς, οι οποίοι στα μυθιστορήματά τους ανοίγονται και πέραν των ελληνικών συνόρων, χωρίς ωστόσο η σχέση τους με τους τόπους στους οποίους δρουν οι ήρωές τους να είναι βιωμένοι, γεγονός που μειώνει την εσωτερική δραστικότητα των μυθιστορημάτων τους, η Σώτη Τριανταφύλλου, επειδή έχει βιώσει το αμερικανικό τοπίο, μοιάζει να αισθάνεται πολύ οικειότερα μέσα σ' αυτό παρά σε οποιοδήποτε άλλο, μη εξαιρουμένου και του γενέθλιου χώρου. Αυτό πιστεύουμε πως οροθετεί και τα θέματά που επιλέγει και την οπτική προσέγγισής τους, αλλά και το πώς χειρίζεται το υλικό της. Στοιχεία που εμφανίστηκαν στις δύο πρώτες νουβέλες της «Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ» («Δελφίνι», 1991) και «Αλφαμπετ Σίτι» («Δελφίνι» 1993), αξιοποιήθηκαν στο πρώτο της μυθιστόρημα «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης» («ΠΟΛΙΣ» 1996), προχώρησαν στο τρίτο της μυθιστόρημα «Ο υπόγειος ουρανός» («ΠΟΛΙΣ» 1998), για να ολοκληρωθούν στη «Φτωχή Μάργκο». Ταυτόχρονα με το μυθιστόρημα αυτό, πέμπτο κατά σειρά, πιστεύω πως η Σώτη Τριανταφύλλου φτάνει από κάθε άποψη στη λογοτεχνική της ωρίμανση. Το γεγονός πως η πρώτη γραφή του μυθιστορήματος είναι στην αγγλική γλώσσα, όχι μόνο δεν μειώνει τη δραστικότητά του, αλλά -πιστεύω πως- επιβεβαιώνει τις ήδη εκφρασμένες απόψεις μου για την ισχυρότατη σχέση της συγγραφέα με το αμερικανικό (και γλωσσικό) τοπίο. Αλλωστε, η μετάφραση της Αλεξάνδρας Κονταξάκη κατορθώνει να διειδύσει και να επικοινωνήσει με τον εσωτερικό κόσμο του μυθιστορήματος αναδεικνύοντάς το. (Μια μικρή μόνον ένσταση. Το L.A. δεν νομίζω πως χρειαζόταν να μεταφραστεί ως Λ.Α.).
Η 17χρονη Μάργκο ζει σε μια τυπική αμερικανική, μεσοδυτική, μικροαστική, βαθύτατα συντηρητική και θρησκευόμενη οικογένεια, χωρίς καμία κατανόηση, καμία ουσιαστική επικοινωνία, (πολλές φορές ο πατέρας της χτυπά το κεφάλι της στον τοίχο), κανένα όνειρο πέρα από το βόλεμα, τη συνθηκολόγηση με τη σύμβαση, το φόβο για το διαφορετικό. Η Μάργκο βαριέται φρικτά και προπαντός νιώθει και σκέφτεται διαφορετικά. Αντί να τρέχει στην εκκλησία και να πλέκει, όπως η ξαδέλφη της Γουάντα (αναφορά στο γνωστό φιλμ), διαβάζει μυθιστορήματα γνωστών συγγραφέων, προτιμάει τις βρετανικές ταινίες, ακούει σκληρή αυθεντική ροκ και όχι γλυκανάλατη ποπ, όπως η Γουάντα, παίζει κιθάρα και είναι μέλος του τοπικού συγκροτήματος «Οι αγριόγατες». Η λογοτεχνία και η μουσική είναι τα καταφύγιά της. Η Μάργκο είναι πολύ ευαίσθητη κι ευάλωτη, αλλά έχει μάθει να κρύβει τα συναισθήματά της, αφού έτσι κι αλλιώς είναι «το κακό παιδί». Μοναδικό της όνειρο, η φυγή στο Χόλιγουντ, στο L.A., εκεί όπου μπορεί να γνωρίσει μεγάλα συγκροτήματα της ροκ, να ακούσει τις συναυλίες τους , να παίξει σε κάποιο απ' αυτά. Πιο πολύ για ν' αποδείξει πως αξίζει κάτι καλύτερο, πως μπορεί να καταφέρει αυτό που φοβάται. Από 'κεί και πέρα αρχίζει το οδοιπορικό της, το οποίο το καταγράφει στο ημερολόγιό της, «για να μη σκάσει», ή -λέει ο αναγνώστης- γιατί είναι ο μόνος αληθινός και άφοβος τρόπος να επικοινωνεί με τα συναισθήματά της και να τα εκφράζει. Στο L.A. ερωτεύεται τον Σίζαρ, έναν πανέμορφο Μεξικανό, τραγουδιστή του συγκροτήματος The Gringos, στο οποίο εκείνη παίζει κιθάρα. Ωστόσο η φτωχή, φοβισμένη κι ευάλωτη Μάργκο καταπιέζει τα συναισθήματά της, δεν ξέρει να επικοινωνεί, δεν ξέρει να δίνει και να παίρνει, δίνει άλλη εικόνα από την πραγματική κι έτσι ο έρωτας θα μείνει ανολοκλήρωτος. Η απίστευτη όμως ανάγκη που έχει να αγαπήσει και να αγαπηθεί από αυτόν και η βαθύτατη στέρηση που τελικά βιώνει, την οδηγούν σιγά, αλλά σταθερά στα ναρκωτικά. Γύρω της νέοι άνθρωποι, περιθωριακοί, ξεπεσμένοι ρόουντι παλιών μεγάλων ροκ συγκροτημάτων, όπως ο Γκρεγκ, ισπανόφωνοι από φτωχογειτονιές, που κι αυτοί κυνηγούν το αμερικανικό όνειρο, όπως τα μέλη των Gringos, μπάτσοι που κακοποιούν μαύρους, δηλαδή, η άλλη Καλιφόρνια, πολύ μακριά από την περίφημη California dreaming.
Η Μάργκο, βιώνοντας ένα βαθύτατο συναίσθημα απώλειας και πτώσης, φτάνει στην οδυνηρή ενηλικίωσή της. Στην άλλη μεριά του δρόμου βρίσκεται «Το ψάρι που το έλεγαν Γουάντα», δηλαδή η χαζή, καλή κι εντελώς εναρμονισμένη με το σύστημα, ξαδέλφη, η οποία, αντίθετα με την ατίθασση και διαφορετική Μάργκο, τα καταφέρνει και γίνεται πρώτο όνομα της ποπ μουσικής!
Ο αναγνώστης παρακολουθεί το οδοιπορικό της Μάργκο μέσα από τις ημερολογιακές σημειώσεις της που καλύπτουν αφηγηματικά μια δεκαετία από το 1990 έως το 2000, ενώ, όσο πλησιάζει ο χρόνος προς το σήμερα, παρεμβάλλονται κάποια σχόλια της ηρωίδας. Οι γεμάτοι ζωντάνια αφηγηματικοί ρυθμοί , πιο γρήγοροι, πιο έντονοι και πιο εσωτερικοί, καθώς η ηρωίδα βυθίζεται στο σκοτάδι και την αγωνία των ναρκωτικών, παραπέμπουν είτε στα road novels είτε στα μεγάλης διάρκειας κομμάτια κορυφαίων ροκ συγκροτημάτων, όπως οι Grund Funk ή οι Grateful Dead (να θυμηθούμε τη μοναδική μουσική τους στο, αναλόγου ιδιοσυγκρασιακής θερμοκρασίας, φιλμ του Αντονιόνι «Ζαμπρίσνκι Πόιντ») Αλλωστε, η πανταχού παρούσα ροκ μουσική πιστεύω πως αποτελεί ένα σχόλιο στο οδοιπορικό της Μάργκο. Ενα σχόλιο σε οποιονδήποτε έχει την ιδιοσυγκρασία της Μάργκο είτε ζει στην Αμερική είτε στην Ελλάδα και βιώνει παρόμοιες καταστάσεις. Το ίδιο ζωντανή και πλούσια, γεμάτη εικόνες που εναλλάσσονται, είναι και η γλώσσα του μυθιστορήματος.
Ωστόσο, η Τριανταφύλλου, εκτός από το ότι πλάθει χωρίς κανένα ψεγάδι το χαρακτήρα της ηρωίδας της αλλά και των δευτερευόντων προσώπων, προχωρεί σε μια έμμεση αλλά έντονη κριτική της σύγχρονης μεσοαστικής, αμερικανικής κοινωνίας, αναδεικνύοντας τις σκοτεινές και απάνθρωπες πλευρές του περίφημου «αμερικανικού ονείρου». Η ματιά της, δηλαδή, είναι εν ευρεία εννοία πολιτική και ριζοσπαστική, γεγονός που παρατηρείται και σε προηγούμενα μυθιστορήματά της, και δεν αναφέρομαι μόνο στο πασιφανές «Εργοστάσιο των μολυβιών», αλλά και στον «Υπόγειο ουρανό», όπου υπάρχουν, αναλογικά, πολλά κοινά στοιχεία με τη «Φτωχή Μάργκο». Πιστεύω μάλιστα πως αυτά τα δύο μυθιστορήματα διαμορφώνουν ένα κοινό σύμπαν, μέσω του οποίου, κυρίως, αναγνωρίζεται το συγγραφικό πρόσωπο της Σώτης Τριανταφύλλου.
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/01/2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η Φτωχή Μάργκο της Σώτης Τριανταφύλλου είναι ένα αμερικανικό μυθιστόρημα δρόμου γραμμένο στα αγγλικά. Πρόκειται για ένα κείμενο για την εφηβεία μια εφηβεία που δεν μπορεί να βγει από την αυτοπαγίδευση των ναρκωτικών, των παλινδρομήσεων, των μεταπτώσεων και του ροκ γραμμένο σε μορφή ημερολογίου, που ξεκινάει στις 31 Ιουλίου του 1990 στο Μίσιγκαν και τελειώνει στις 7 Αυγούστου του 2000 στην Καλιφόρνια. Η 18χρονη Μάργκο αυτοαναλύεται, αποδομείται, απεκδύεται τη συμβατική και καθωσπρέπει ζωή.
Το βιβλίο αργεί να «απογειωθεί». Πρέπει να περιμένουμε ως την 60ή σελίδα για να φθάσει η ηρωίδα μας στο Χόλιγουντ, τη Γη της Επαγγελίας και των ονείρων. Το 'χει σκάσει από το πατρικό της και από τους θρησκόληπτους και καταπιεστικούς γονείς της, για να διεκδικήσει την ελευθερία της. Η περιγραφή της οικογένειας μας θυμίζει το σπίτι των «Αυτόχειρων παρθένων» του Τζέφρι Ευγενίδη και το χωριό της Μάργκο, το Μάουντ Πλέζαντ, ίσως θα ήταν πιο ταιριαστό να λέγεται Μάουντ Ανπλέζαντ. Εν πάση περιπτώσει, η Μάργκο καταφέρνει να κάνει το μεγάλο άλμα και φεύγει από τη μία παγίδα για να πέσει σε μια άλλη, χειρότερη αυτή τη φορά και πιο σκοτεινή εκείνη των ναρκωτικών.
Οι ψευδαισθήσεις της επαρχιώτισσας Μάργκο στη μεγαλούπολη του Λος Αντζελες δεν θα διαρκέσουν πολύ. Σύντομα προσγειώνεται στη νέα πραγματικότητα. Θα αρχίσει να τρυπιέται, να παραδίνεται σταδιακά στην ψυχεδέλεια, να χαπακώνεται ανελέητα. Στους Γκρίνγκος, ένα ροκ συγκρότημα που δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τα στενά όρια των μπάριος του Λος Αντζελες, θα αποτύχει, αφού το πάθος της για τα ναρκωτικά έχει στο μεταξύ θεριέψει και πλέον δεν το ελέγχει. Τα όνειρά της να γίνει διάσημη κιθαρίστρια στο Χόλιγουντ συντρίβονται. Ο Μεξικανός που θα αγαπήσει, ο Σίζαρ, δεν θα γίνει τελικά εραστής της. Τα ναρκωτικά που θα βρίσκει συνεχώς μπροστά της δεν θα την οδηγήσουν στον παράδεισο που ποθεί. Τα χρήματα που κερδίζει πλένοντας αυτοκίνητα στο πλυντήριο αυτοκινήτων του κυρίου Μπρους δεν της φθάνουν για να πάρει ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια ή ένα καινούργιο τζιν για αυτοκίνητο, φυσικά, ούτε λόγος.
Είναι η φτωχή Μάργκο Κρουπ. Φτωχή όχι μόνο κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά. Τα όνειρά της τα τσαλαπατάει η ίδια, οι ορίζοντές της στενεύουν όλο και πιο πολύ, για να κλείσουν γύρω της και να την παγιδεύσουν στην απόγνωση. Στριμωγμένη μεταξύ του ακινητοποιημένου χρόνου και μιας παρέας που δεν έχει τίποτε να της προσφέρει εκτός από «τρυφερότητα, αναστάτωση και απόγνωση», η Μάργκο τα βρίσκει σκούρα στο Χόλιγουντ, όπως τα είχε βρει σκούρα και στο Μάουντ Πλέζαντ με τους γονείς της: ο Αλ, ο συγκάτοικός της, αρρωσταίνει από AIDS, η Εύα Μαρί σκοτώνεται σε ένα σεισμό, ο Σίζαρ βλέπει ότι η Μάργκο δεν ξεκολλάει με τίποτε από το σπίντμπολ, τα χάπια, την πρέζα και την κόκα και φεύγει για την Αριζόνα με την ομοεθνή του Σελίνα.
Δεν είναι τώρα πια μόνο η φτωχή Μάργκο αλλά και η άρρωστη Μάργκο, η χαμένη Μάργκο, η ακαθοδήγητη Μάργκο, η μεθυσμένη Μάργκο, η αποτοξινωμένη αλλά και πάλι χιλιοτρυπημένη Μάργκο. Τα οικονομικά της είναι άθλια. Χρωστάει παντού. Κάνει έρωτα με τον Τούκι, τον ντίλερ της, για να παίρνει τζάμπα τη δόση της. Γίνεται βαποράκι. Η μόνη της χαρά είναι όταν βρίσκεται με τον Σίζαρ, οδηγούν την Πλίμουθ του και κουβεντιάζουν. Αγαπιούνται αλλά δεν κάνουν έρωτα. Ο Σίζαρ «τη βρίσκει» με το ποτό και η Μάργκο με οτιδήποτε, αρκεί να μπορεί να το «σουτάρει». Κάνουν βόλτες στην παραλία, αγναντεύουν το ηλιοβασίλεμα και ονειρεύονται μια φυγή στο πουθενά.
Θα έλεγα ότι περίπου εκατό σελίδες πριν από το τέλος, όταν η Μάργκο συλλαμβάνεται από έναν τροχονόμο επειδή είχε υπερβεί το όριο ταχύτητας οδηγώντας το αυτοκίνητο της εξαδέλφης της Γουάντα, το βιβλίο παίρνει μια ευχάριστη στροφή και γίνεται πιο ανθρώπινο, πιο γλυκό, πιο ζεστό. Η Μάργκο περνάει από κέντρο αποτοξίνωσης και από κέντρο θεραπείας ναρκομανών. Της δίνεται η ευκαιρία να συνέλθει. Στη δίκη που θα γίνει θα φανούν όλα. Εκεί θα διαπιστώσει πόσο την αγαπούν οι φίλοι της ο Μαξ, ο Γκρεγκ, ο Αλ, η Γουάντα, ο Λούι, η Τζόντι, ο Σταν. Προς στιγμήν φαίνεται ότι η Μάργκο θα καταφέρει να ξεφύγει από τα «αζήτητα» και να φτιάξει τη ζωή της.
Η Φτωχή Μάργκο είναι ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, η κάθε σελίδα του διαβάζεται με ενδιαφέρον. Διαθέτει γρήγορο ρυθμό και ένα beat που δεν το συναντάς σε πολλούς νέους έλληνες συγγραφείς. Δεν είναι μόνο ένα βιβλίο μέσα από (και για) τον κόσμο των ναρκωτικών, του ροκ και του σεξ. Δεν είναι μόνο το χρονικό μιας ενηλικίωσης και ενός έρωτα χωρίς αντίκρισμα. Είναι, πάνω απ' όλα, ένα λογοτεχνικό έργο του δρόμου για μια ελεύθερη κοπέλα που ούτε για μία στιγμή δεν σκέφτηκε το μέλλον της ίσως γιατί δεν υπήρχε μέλλον.
Ντίνος Σιώτης
ΤΟ ΒΗΜΑ, 09-12-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με το πέμπτο μυθιστόρημά της «Φτωχή Μάργκο» η πολυγραφότατη Σώτη Τριανταφύλλου επιστρέφει στα γνώριμα τοπία της. Δηλαδή στην Αμερική, στην εφηβεία και στην πορεία προς την ενηλικίωση. Τοπία τα οποία η συγγραφέας γνωρίζει καλά και χειρίζεται μέσα στα μυθιστορήματά της , τις περισσότερες φορές με επιτυχία. Αντίθετα, μάλιστα, με άλλους σύγχρονους Ελληνες συγγραφείς, οι οποίοι στα μυθιστορήματά τους ανοίγονται και πέραν των ελληνικών συνόρων, χωρίς ωστόσο η σχέση τους με τους τόπους στους οποίους δρουν οι ήρωές τους να είναι βιωμένοι, γεγονός που μειώνει την εσωτερική δραστικότητα των μυθιστορημάτων τους, η Σώτη Τριανταφύλλου, επειδή έχει βιώσει το αμερικανικό τοπίο, μοιάζει να αισθάνεται πολύ οικειότερα μέσα σ' αυτό παρά σε οποιοδήποτε άλλο, μη εξαιρουμένου και του γενέθλιου χώρου. Αυτό πιστεύουμε πως οροθετεί και τα θέματά που επιλέγει και την οπτική προσέγγισής τους, αλλά και το πώς χειρίζεται το υλικό της. Στοιχεία που εμφανίστηκαν στις δύο πρώτες νουβέλες της «Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ» («Δελφίνι», 1991) και «Αλφαμπετ Σίτι» («Δελφίνι» 1993), αξιοποιήθηκαν στο πρώτο της μυθιστόρημα «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης» («ΠΟΛΙΣ» 1996), προχώρησαν στο τρίτο της μυθιστόρημα «Ο υπόγειος ουρανός» («ΠΟΛΙΣ» 1998), για να ολοκληρωθούν στη «Φτωχή Μάργκο». Ταυτόχρονα με το μυθιστόρημα αυτό, πέμπτο κατά σειρά, πιστεύω πως η Σώτη Τριανταφύλλου φτάνει από κάθε άποψη στη λογοτεχνική της ωρίμανση. Το γεγονός πως η πρώτη γραφή του μυθιστορήματος είναι στην αγγλική γλώσσα, όχι μόνο δεν μειώνει τη δραστικότητά του, αλλά -πιστεύω πως- επιβεβαιώνει τις ήδη εκφρασμένες απόψεις μου για την ισχυρότατη σχέση της συγγραφέα με το αμερικανικό (και γλωσσικό) τοπίο. Αλλωστε, η μετάφραση της Αλεξάνδρας Κονταξάκη κατορθώνει να διειδύσει και να επικοινωνήσει με τον εσωτερικό κόσμο του μυθιστορήματος αναδεικνύοντάς το. (Μια μικρή μόνον ένσταση. Το L.A. δεν νομίζω πως χρειαζόταν να μεταφραστεί ως Λ.Α.).
Η 17χρονη Μάργκο ζει σε μια τυπική αμερικανική, μεσοδυτική, μικροαστική, βαθύτατα συντηρητική και θρησκευόμενη οικογένεια, χωρίς καμία κατανόηση, καμία ουσιαστική επικοινωνία, (πολλές φορές ο πατέρας της χτυπά το κεφάλι της στον τοίχο), κανένα όνειρο πέρα από το βόλεμα, τη συνθηκολόγηση με τη σύμβαση, το φόβο για το διαφορετικό. Η Μάργκο βαριέται φρικτά και προπαντός νιώθει και σκέφτεται διαφορετικά. Αντί να τρέχει στην εκκλησία και να πλέκει, όπως η ξαδέλφη της Γουάντα (αναφορά στο γνωστό φιλμ), διαβάζει μυθιστορήματα γνωστών συγγραφέων, προτιμάει τις βρετανικές ταινίες, ακούει σκληρή αυθεντική ροκ και όχι γλυκανάλατη ποπ, όπως η Γουάντα, παίζει κιθάρα και είναι μέλος του τοπικού συγκροτήματος «Οι αγριόγατες». Η λογοτεχνία και η μουσική είναι τα καταφύγιά της. Η Μάργκο είναι πολύ ευαίσθητη κι ευάλωτη, αλλά έχει μάθει να κρύβει τα συναισθήματά της, αφού έτσι κι αλλιώς είναι «το κακό παιδί». Μοναδικό της όνειρο, η φυγή στο Χόλιγουντ, στο L.A., εκεί όπου μπορεί να γνωρίσει μεγάλα συγκροτήματα της ροκ, να ακούσει τις συναυλίες τους , να παίξει σε κάποιο απ' αυτά. Πιο πολύ για ν' αποδείξει πως αξίζει κάτι καλύτερο, πως μπορεί να καταφέρει αυτό που φοβάται. Από 'κεί και πέρα αρχίζει το οδοιπορικό της, το οποίο το καταγράφει στο ημερολόγιό της, «για να μη σκάσει», ή -λέει ο αναγνώστης- γιατί είναι ο μόνος αληθινός και άφοβος τρόπος να επικοινωνεί με τα συναισθήματά της και να τα εκφράζει. Στο L.A. ερωτεύεται τον Σίζαρ, έναν πανέμορφο Μεξικανό, τραγουδιστή του συγκροτήματος The Gringos, στο οποίο εκείνη παίζει κιθάρα. Ωστόσο η φτωχή, φοβισμένη κι ευάλωτη Μάργκο καταπιέζει τα συναισθήματά της, δεν ξέρει να επικοινωνεί, δεν ξέρει να δίνει και να παίρνει, δίνει άλλη εικόνα από την πραγματική κι έτσι ο έρωτας θα μείνει ανολοκλήρωτος. Η απίστευτη όμως ανάγκη που έχει να αγαπήσει και να αγαπηθεί από αυτόν και η βαθύτατη στέρηση που τελικά βιώνει, την οδηγούν σιγά, αλλά σταθερά στα ναρκωτικά. Γύρω της νέοι άνθρωποι, περιθωριακοί, ξεπεσμένοι ρόουντι παλιών μεγάλων ροκ συγκροτημάτων, όπως ο Γκρεγκ, ισπανόφωνοι από φτωχογειτονιές, που κι αυτοί κυνηγούν το αμερικανικό όνειρο, όπως τα μέλη των Gringos, μπάτσοι που κακοποιούν μαύρους, δηλαδή, η άλλη Καλιφόρνια, πολύ μακριά από την περίφημη California dreaming.
Η Μάργκο, βιώνοντας ένα βαθύτατο συναίσθημα απώλειας και πτώσης, φτάνει στην οδυνηρή ενηλικίωσή της. Στην άλλη μεριά του δρόμου βρίσκεται «Το ψάρι που το έλεγαν Γουάντα», δηλαδή η χαζή, καλή κι εντελώς εναρμονισμένη με το σύστημα, ξαδέλφη, η οποία, αντίθετα με την ατίθασση και διαφορετική Μάργκο, τα καταφέρνει και γίνεται πρώτο όνομα της ποπ μουσικής!
Ο αναγνώστης παρακολουθεί το οδοιπορικό της Μάργκο μέσα από τις ημερολογιακές σημειώσεις της που καλύπτουν αφηγηματικά μια δεκαετία από το 1990 έως το 2000, ενώ, όσο πλησιάζει ο χρόνος προς το σήμερα, παρεμβάλλονται κάποια σχόλια της ηρωίδας. Οι γεμάτοι ζωντάνια αφηγηματικοί ρυθμοί , πιο γρήγοροι, πιο έντονοι και πιο εσωτερικοί, καθώς η ηρωίδα βυθίζεται στο σκοτάδι και την αγωνία των ναρκωτικών, παραπέμπουν είτε στα road novels είτε στα μεγάλης διάρκειας κομμάτια κορυφαίων ροκ συγκροτημάτων, όπως οι Grund Funk ή οι Grateful Dead (να θυμηθούμε τη μοναδική μουσική τους στο, αναλόγου ιδιοσυγκρασιακής θερμοκρασίας, φιλμ του Αντονιόνι «Ζαμπρίσνκι Πόιντ») Αλλωστε, η πανταχού παρούσα ροκ μουσική πιστεύω πως αποτελεί ένα σχόλιο στο οδοιπορικό της Μάργκο. Ενα σχόλιο σε οποιονδήποτε έχει την ιδιοσυγκρασία της Μάργκο είτε ζει στην Αμερική είτε στην Ελλάδα και βιώνει παρόμοιες καταστάσεις. Το ίδιο ζωντανή και πλούσια, γεμάτη εικόνες που εναλλάσσονται, είναι και η γλώσσα του μυθιστορήματος.
Ωστόσο, η Τριανταφύλλου, εκτός από το ότι πλάθει χωρίς κανένα ψεγάδι το χαρακτήρα της ηρωίδας της αλλά και των δευτερευόντων προσώπων, προχωρεί σε μια έμμεση αλλά έντονη κριτική της σύγχρονης μεσοαστικής, αμερικανικής κοινωνίας, αναδεικνύοντας τις σκοτεινές και απάνθρωπες πλευρές του περίφημου «αμερικανικού ονείρου». Η ματιά της, δηλαδή, είναι εν ευρεία εννοία πολιτική και ριζοσπαστική, γεγονός που παρατηρείται και σε προηγούμενα μυθιστορήματά της, και δεν αναφέρομαι μόνο στο πασιφανές «Εργοστάσιο των μολυβιών», αλλά και στον «Υπόγειο ουρανό», όπου υπάρχουν, αναλογικά, πολλά κοινά στοιχεία με τη «Φτωχή Μάργκο». Πιστεύω μάλιστα πως αυτά τα δύο μυθιστορήματα διαμορφώνουν ένα κοινό σύμπαν, μέσω του οποίου, κυρίως, αναγνωρίζεται το συγγραφικό πρόσωπο της Σώτης Τριανταφύλλου.
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/01/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις