Η φυγή ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ

Έκπτωση
20%
Τιμή Εκδότη: 10.25
8.20
Τιμή Πρωτοπορίας
+
364346
Συγγραφέας: Τριανταφύλλου, Σώτη
Εκδόσεις: Μελάνι
Σελίδες:104
Ημερομηνία Έκδοσης:01/04/2004
ISBN:2229608309263

Περιγραφή


Η φυγή είναι μια ιστορία για έναν απαγορευμένο έρωτα που γίνεται πραγματικότητα μόνο και μόνο επειδή τα δύο πρόσωπα δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Η Άννα και ο Αποστόλης -δυο άνθρωποι που φαινομενικά ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους- αψηφούν τα σκληρά ήθη της επαρχίας διεκδικώντας το δικαίωμά τους στην ευτυχία. Αλλά, η ευτυχία τούς ξεγλιστράει: στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, ανάμεσα σε μνήμες πολέμου και εγκλημάτων, σε κλίμα δηλητηριασμένο, γεννιέται αυτός ο απρόσμενος έρωτας, ένας έρωτας σκανδαλώδης και μοιραίος. Καθώς η Άννα κι ο Αποστόλης αναζητούν έναν τρόπο να ζήσουν, ο κόσμος καταρρέει γύρω τους και μέσα τους. Και παρά τις δεσμεύσεις μιας αμείλικτης επαρχιακής κοινωνίας, παρά τα παιχνίδια της τύχης, παρά τις τύψεις και τις αμφιβολίες, η φυγή τους είναι ένα γεγονός που τους θυμίζει το δικαίωμά τους στην προσωπική ελευθερία. Στη νουβέλα αυτή -που είναι πράγματι το χρονικό μιας φυγής- οι ήρωες παίρνουν μια πικρή γεύση για το τι σημαίνει να βρίσκεσαι σε πόλεμο με τον κόσμο. Έναν πόλεμο, όχι λιγότερο άγριο και καταστροφικό από εκείνον που στέρησε από τους ανθρώπους την ειρήνη και την ελευθερία τους. Με φόντο τη Φωκίδα του 1950 -ένα τόπο φτωχό, άγονο κι αδυσώπητο- η Άννα κι ο Αποστόλης κυνηγούν ένα άπιαστο όνειρο. Και η γενναιότητά τους, η εμπιστοσύνη τους στη ζωή και τον έρωτά τους δεν αρκούν για να τους εξασφαλίσουν ούτε μια μέρα αληθινής ευτυχίας.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



H ANNA KAI Ο AΠΟΣTΟΛHΣ ZΟYN MIA EPΩTIKH IΣTΟPIA ΣTA XPΟNIA THΣ XΟΛEPAΣ. MΟNΟ ΠΟY H XΟΛEPA EINAI METAΔΟTIKH, MAΣ ΛEEI H ΣΩTH TPIANTAΦYΛΛΟY. ΦYΛAXΘEITE!



Πόσο ελεύθεροι είμαστε τελικά να διεκδικήσουμε και να προστατεύσουμε την ευτυχία μας; Διαβάζοντας τη «Φυγή» της Σώτης Τριανταφύλλου, η σκέψη αυτή έρχεται αναπόφευκτα. Σε έναν τόπο σπαραγμένον από τον Εμφύλιο, «όπου ο ένας κρέμαγε τον άλλον», στην ?μφισσα του '50 την εποχή που δικάζεται ο Νίκος Μπελογιάννης, όταν οι πολιτικάντηδες υπόσχονται θέσεις στο Δημόσιο και οι χωροφύλακες εφαρμόζουν τη μαύρη τρομοκρατία, η παραδοσιακή κοινωνία είναι αδυσώπητη.

H Αννα και ο Αποστόλης ερωτεύονται, αλλά δεν χωράνε έρωτες εκεί. Θα προσπαθήσουν λοιπόν να φύγουν. Όμορφη και άβγαλτη εκείνη, μεγαλωμένη μέσα σε ένα κλίμα φόβου και μίσους, υποχρεώθηκε να ξεχάσει τη φιλοδοξία της να γίνει δασκάλα. ?καπνος ταχυδρομικός εκείνος, οικογενειάρχης που δεν ανέβηκε στο Βουνό επειδή δεν πίστευε αρκετά, «κέρδισε» παρ' όλα αυτά μια δυσμενή μετάθεση. Και οι δύο θα έπρεπε να «τακτοποιηθούν», όμως επιλέγουν έναν διαφορετικό δρόμο που θα τους βάλει σε πόλεμο με τον κόσμο γύρω τους. Έναν πόλεμο το ίδιο καταστροφικό σε ατομική κλίμακα, όσο ο άλλος, με το κεφαλαίο Π, ήταν καταστροφικός σε κοινωνική κλίμακα.

Νέα Υόρκη 1980 («Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης»), Κάιρο, Ζυρίχη, Βερολίνο, Αγία Πετρούπολη, Αθήνα 1860 - 1940 («Το εργοστάσιο των μολυβιών»), Λονδίνο 1880 - 1920 («?λμπατρος»). H Σώτη Τριανταφύλλου μάς έχει συνηθίσει σε μυθιστορήματα η δράση των οποίων τοποθετείται εκτός Ελλάδας και σε ανήσυχους ήρωες που προσπαθούν να αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού. Στην καινούργια νουβέλα της όμως, που κυκλοφόρησε από το «Μελάνι» - ένα διάλειμμα στη συνεργασία της με τον «Πατάκη» -, επιστρέφει στην Ελλάδα σε μια εποχή όπου καταπνίγεται το όνειρο της κοινωνικής ανατροπής. Και στρέφει τον μεγεθυντικό φακό της σε δύο νέους ανθρώπους του μέσου όρου, που επιχειρούν μια δειλή προσωπική εξέγερση, αλλά ηττώνται από τις καταστάσεις.

H «Φυγή» δεν περιγράφει τόσο έναν (ακόμα) άτυχο έρωτα όσο περιγράφει το πώς η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τα ήθη της επαρχίας, οι οικογενειακοί κανόνες και ο απόηχος του πολέμου, η κρατική τρομοκρατία και η φτώχεια καταστρέφουν την προσωπική ευτυχία. Κι αυτό έχει ένα ενδιαφέρον σήμερα, που δεχόμαστε έναν καταιγισμό εικόνων από πολέμους, λιμούς και γενοκτονίες, αλλά, (όπως επισημαίνει και η Σούζαν Σόνταγκ), ενώ κοιτάμε τον πόνο των άλλων, δεν τον βλέπουμε. Έχουμε μολυνθεί από τη χολέρα των ταραγμένων καιρών μας. Γινόμαστε αναίσθητοι στο προσωπικό δράμα των ανθρώπων και στις χαμένες ζωές τους. Αυτό λοιπόν απασχολεί την Τριανταφύλλου: δυο χαμένες ζωές που αντιμετωπίζονται σαν κάτι φυσικό και αναπόφευκτο.

Σε δεύτερο επίπεδο ωστόσο, η σύντομη ιστορία της ?ννας και του Αποστόλη θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν σχόλιο για τα επαναστατικά κινήματα στην Ελλάδα, τα οποία δεν κατάφεραν να περάσουν μια εναλλακτική πρόταση στα καθημερινά ήθη και να απελευθερώσουν την κοινωνική βάση από τις παραδοσιακές αγκυλώσεις και τη μικροαστική νοοτροπία της. «Από πολλές απόψεις, στα Βαλκάνια, ζούμε ακόμα στη δεκαετία του '50», λέει η συγγραφέας. «Οι κλειστές κοινότητες - οι μικρές πόλεις, οι οικογένειες - είναι στρατόπεδα με συρματοπλέγματα που, ως στρατόπεδα, δεν ενδιαφέρονται για την ευτυχία. Ενδιαφέρονται για την υπακοή στην εξουσία. Αυτός είναι ο ρόλος τους. Όποιος σηκώσει κεφάλι πεθαίνει. Μεταφορικά ή και κυριολεκτικά. H Αγγλίδα Μόλλυ, η φεμινίστρια ηρωίδα του "Αλμπατρος", δεν θα μπορούσε να επιζήσει εδώ: θα είχε τρελαθεί».




Το «κλικ»

Σαράντα έξι χρόνων σήμερα, η Σώτη Τριανταφύλλου είναι πολύ (ίσως υπερβολικά) παραγωγική με (6) μυθιστορήματα και πλήθος διηγήματα στο ενεργητικό της, αλλά και μελέτες για τον κινηματογράφο και δοκίμια για την τρομοκρατία και τη νέα αμερικανική τάξη πραγμάτων, καθώς και μεταφράσεις. Στο νέο της βιβλίο ωστόσο δεν φαίνεται να θέλει να «παίξει» με το ύφος και το στυλ της γραφής της. H «Φυγή» μοιάζει παλιομοδίτικη, καθώς βλέπει τη μετεμφυλιακή Ελλάδα με τα μάτια και τη γλώσσα εκείνης της εποχής και ακολουθεί μία γραμμική αφήγηση. Όμως ο προβληματισμός που τη διατρέχει είναι επίκαιρος: Είναι ή όχι δικαίωμα η ευτυχία; Ώς ποιο βαθμό είμαστε κύριοι των προσωπικών επιλογών μας; Ποιο είναι το «κλικ» που θα μας βοηθήσει να κάνουμε την υπέρβαση; Τι σημαίνει γενναιότητα στην καθημερινότητα;



ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ

ΤΑ ΝΕΑ, 24-04-2004






ΚΡΙΤΙΚΗ



Το ότι η Σώτη Τριανταφύλλου είναι μια συγγραφέας που δεν αρέσκεται στις επαναλήψεις αυτό δεν μπορεί να της το αμφισβητήσει κανείς. Πρόκειται επίσης για μια συγγραφέα η οποία διαθέτει και κάτι ακόμα: ευχέρεια στο γράψιμο. Είναι μία φύσει και θέσει επαγγελματίας γραφιάς, γεγονός που το έχει αρκετές φορές αναφέρει σε συνεντεύξεις της κι έχει ενοχλήσει, άνευ λόγου και αιτίας. Ετσι για μια ακόμη φορά με το καινούριο της βιβλίο Η φυγή, που κυκλοφόρησε από το «Μελάνι», το νεοσύστατο εκδοτικό οίκο μιας ιέρειας του έντυπου βιβλίου, της Πόπης Γκανά, η Σ. Τ. έρχεται να μιλήσει διαφορετικά και, κατά τη γνώμη μου, ιδιαίτερα επιτυχημένα.

Αυτή τη φορά η Σ.Τ. δεν πηγαίνει ούτε στην Αμερική ούτε στην Αφρική ούτε στην Αγγλία ούτε καν στην Αθήνα της παιδικής της δεκαετίας, εκείνης δηλαδή του 1960. Προτιμάει τη βουτιά σε πιο επικίνδυνες, για τα δικά μας ιστορικά συμφραζόμενα, περιοχές και εποχές. Αμφισσα λοιπόν, Ιανουάριος 1950, μισή αναπνοή από τον Εμφύλιο, με την ηχώ των καπεταναίων ακόμη στην περιοχή. Και βέβαια μ' όλα τα μαύρα κι άραχλα: στρατοδικεία, εκτελέσεις με συνοπτικές διαδικασίες, χωροφύλακες, παπαδαριό και δεν συμμαζεύεται. Κλίμα δηλητηριασμένο έτσι κι αλλιώς, κι από την άλλη, η μιζέρια, η σκληρότητα και τα δεκάδες απαγορεύεται της μεταπολεμικής επαρχίας, με το δημόσιο υπάλληλο να αναγορεύεται σε σταρ των ονείρων κάθε μάνας για την κόρη της, με την κόρη να φοβάται να ξεμυτίσει από το σπίτι της μην και τη ρίξουν στο πυρ το εξώτερον. Αντε να ερωτευτείς μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, και μάλιστα παρανόμως. Γιατί οι ήρωες της Τριανταφύλλου όχι μόνον ερωτεύονται, αλλά τολμούν να σπάσουν κι όλους τους απαγορευτικούς κώδικες, να έρθουν αντιμέτωποι και να πολεμήσουν έναν κόσμο ήδη αγριεμένο και απολύτως φοβικό εξαιτίας των όσων έχει περάσει, άρα και ιδιαζόντως σκληρό για ό,τι τον ξεπερνά.

Ο Αποστόλης και η Αννα προσπαθούν να βάλουν μπροστά απ' όλα αυτά την ασπίδα του έρωτά τους, που όμως δεν θ' αντέξει. Αυτή είναι ένα εικοσάχρονο κοριτσόπουλο που είχε όνειρο να σπουδάσει στην Παιδαγωγική Ακαδημία, να γίνει δασκάλα, αλλά ούτε την ογδόη δεν μπόρεσε να τελειώσει εξαιτίας του πολέμου, και τώρα προσπαθεί ν' αντισταθεί στις συνεχείς γκρίνιες της μάνας της ότι πρέπει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να παντρευτεί και να πάψει να φοράει φουστάνια προκλητικά. Εκείνος, ένας τριαντάρης ταχυδρομικός υπάλληλος, τουτέστιν δημόσιος υπάλληλος με σίγουρο μισθό, δώρα κι επιδόματα, αλλά και με σύζυγο και δύο μικρά παιδιά, ξενομερίτης, ήρθε από την Αθήνα -απ' τον Κολωνό- με δυσμενή μετάθεση στην Αμφισσα , τίποτε δεν έκανε, κάτι ελάχιστο ξεστόμισε μια μέρα, ήταν και ο πατέρας του από τους ανυπάκουους, δεν ήθελε πολύ, αυτός φιλήσυχος τύπος είναι, -μήπως δειλός; αναρωτιέται-, στην πραγματικότητα δεν πιστεύει ότι ο κόσμος θα προχωρήσει με σκοτωμούς και εκδικήσεις, στην Αμφισσα έχει φτιάξει και το σπιτάκι του, όλα συμπαθητικά... μέχρι που η Αννα έρχεται στο ταχυδρομείο.

Στη μέση βρίσκεται ο πατέρας της Αννας, έχει ζήσει κι έχουν δει τα μάτια του ό,τι βάζει ο νους τού ανθρώπου, ένας γήινος, καλοσυνάτος πατέρας, με μια φιλοσοφία για την καθημερινότητα που ξεπερνάει τις βαρύγδουπες ιδεολογίες, γι' αυτό και καταλαβαίνει την κόρη του, στέκεται κοντά της, δεν συμμερίζεται τους φόβους και τις παροτρύνσεις της γυναίκας του, περιμένει να τελειώσουν τα βίαια γύρω του και να αρχίσει πάλι το ψάρεμα με την Αννα, όπως όταν ήταν μικρή. Δεν γίνεται τίποτε έτσι. Ο παράνομος έρωτας του Αποστόλη και της Αννας ξεκινά, έρχεται το καλοκαίρι του 1950, προεκλογικό κλίμα στο φουλ στην Αμφισσα, οι κομματάρχες υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια, «ο όχλος της Αμφισσας» διψά για εκδίκηση, ο Πλαστήρας θεωρείται «δούρειος ίππος» των κομμουνιστών, το μίσος φωλιάζει από τη μια μεριά, και ο φόβος από την άλλη, κι αν τους στιγματισμένους τούς περιμένει εξορία, η παρανομία και η εκτέλεση, για τους ερωτευμένους παράνομους δρομολογείται ένα δραματικό χρονικό φυγής, το οποίο καλύπτει το δεύτερο μέρος του εξαιρετικού αυτού αφηγήματος.

Ενα χρονικό φυγής που ξεδιπλώνεται στον Κολωνό της Αθήνας, μέσα από τύψεις, ενοχές, παρεξηγήσεις, καθημερινές δυσκολίες και βέβαια δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις από έναν περίγυρο που δεν αποδέχεται αυτήν την ανατρεπτική για τα ήθη και το κλίμα της εποχής σχέση. Ο μόνος που δείχνει να κατανοεί, χωρίς να κατηγορεί και ν' αφορίζει είναι ο πατέρας της Αννας, που θα λειτουργήσει καταλυτικά και θα επιφέρει την κάθαρση σ' αυτήν την υπέρβαση του κοινού μέτρου, που τελικά ταυτίζεται με την ύβρη.

Το αφήγημα της Τριανταφύλλου, εξαιρετικά δομημένο, χωρίς τίποτε το περιττό, δίνει τις δύο όψεις της μετεμφυλιακής ελληνικής επαρχίας: μία εξωτερική (σκηνικό τρόμου και φόβου, συντριβή μιας ιστορικής εξέγερσης σε όλα τα επίπεδα, διάλυση όλων των σχέσεων και των αξιών) και μία εσωτερική (ο παράνομος έρωτας, μια άλλη εξέγερση, της επιθυμίας κυρίως, απέναντι στην οποιασδήποτε σύμβαση που φυτοζωεί, απέναντι στα απάνθρωπα , περίκλειστα και φοβικά κοινωνικά ήθη). Οι δύο αυτές όψεις είναι με μαστοριά μπλεγμένες και προπαντός με απόλυτη αίσθηση μέτρου. Σ' αυτό το αφήγημα συναντά κανείς ένα καταστάλαγμα σεβασμού και ηθικής, όσο κι αν οι λέξεις ακούγονται παλιοκαιρίσιες. Η συγγραφέας προτίμησε τους χαμηλούς τόνους, οι ήρωές της προσπαθούν να μιλήσουν αλλά όλο και μαγκώνονται, λες και βρίσκονται στο παρά πέντε να πνιγούν απ' αυτά που θέλουν να πουν. Κάπως έτσι νιώθει και ο αναγνώστης που φτιάχνει τους δικούς του διαλόγους, και λύνει τις γεμάτες ευαισθησία και σφίξιμο σιωπές των λέξεων. Και οι ήρωες είναι φτιαγμένοι με καλά υλικά, η Αννα η επαρχιωτοπούλα με τα ματαιωμένα όνειρα, τη στράφι ζωή, ο φιλήσυχος δημόσιος υπαλληλάκος με τη μικρή του οικογένεια και τα μικρά τους όνειρα, που του 'ρχονται όλα ανάποδα, κι ο πατέρας, ίσως η πιο τραγική και γενναία φιγούρα του αφηγήματος. Και μία τελευταία επισήμανση:

Οπως και στα άλλα της βιβλία, η συγγραφέας προσαρμόζει τη γλώσσα του αφηγήματος στο θέμα και την εποχή, νομίζει κανείς πως διαβάζει πεζογράφημα γραμμένο το '50 ή το '60, (ρυθμός, εκφράσεις, σύνταξη). Αυτό, κατά την ταπεινή μου άποψη, δείχνει και γλωσσική επάρκεια αλλά και αίσθηση της ιστορικότητας της λογοτεχνικής γλώσσας.



ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/06/2004






ΚΡΙΤΙΚΗ



Εκείνη, μια 20χρονη επαρχιωτοπούλα, διαβάζει ρομάντζα και περιοδικά περιμένοντας τον γαμπρό. Εκείνος, αρκετά μεγαλύτερος, παντρεμένος και με παιδιά, δουλεύει στο ταχυδρομείο έπειτα από δυσμενή μετάθεση από την πρωτεύουσα. Εκεί, όπου η Αννα πηγαίνει καθημερινά αναζητώντας λάθρα τα γράμματα της φιλενάδας της από την Αθήνα, ανταλλάσσονται τα πρώτα βλέμματα με τον Απόστολο· ανάβει η πρώτη σπίθα. Ακολουθούν αλλεπάλληλα ραντεβού σε παρακείμενο ελαιώνα, κοντά στο αναπόφευκτο εκκλησάκι, και η φλόγα του απαγορευμένου έρωτα δεν αργεί να φουντώσει παρασέρνοντας τα πάντα στο διάβα της. Βρισκόμαστε ωστόσο στην Αμφισσα, λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου. Το κυνήγι μαγισσών συνεχίζεται, ο αντικομμουνισμός είναι στο ζενίθ του, ενώ η επαρχιώτικη στενοκεφαλιά και ο ετσιθελισμός των αρχών σκιάζουν τα πάντα. Μοναδική διέξοδος, με όποιο κόστος, η φυγή στην Αθήνα. Παρά τις ποικίλες κοινωνικές και οικονομικές αντιξοότητες, το παράνομο και παράτολμο ζευγάρι μοιάζει να βρίσκει τον βηματισμό του. Ωστόσο μια μεταξύ τους παρεξήγηση ή καλύτερα μια μικρή ατυχία θα είναι αρκετή ώστε να τιναχθούν όλα στον αέρα. Ετσι και παρά την «εμπιστοσύνη τους στη ζωή και τον έρωτά τους», όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο, οι δύο νέοι δεν καταφέρνουν να «εξασφαλίσουν ούτε μία μέρα αληθινής ευτυχίας».

H Σώτη Τριανταφύλλου (1957), με έξι μυθιστορήματα και τέσσερις συλλογές διηγημάτων στο ενεργητικό της, για να μείνουμε μονάχα στο καθαρά πεζογραφικό έργο της, έχει κατακτήσει έναν επαγγελματισμό - κι ας δώσει ο καθένας σε αυτή τη λέξη ό,τι πρόσημο νομίζει - σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα. Κάθε της κείμενο, είτε πρόκειται για μικρότερα αφηγήματα είτε για μεγαλύτερες συνθέσεις, διακρίνεται από άρτια δομή, σωστά στημένους χαρακτήρες και καλά επεξεργασμένο πραγματολογικό υλικό - αρετές που έχουν εκτιμηθεί δεόντως από τους πολυπληθείς αναγνώστες της. Ειδικότερα στα τελευταία μυθιστορήματά της φαίνεται ότι έλκεται όλο και περισσότερο από την Ιστορία, επιλέγοντας ως προνομιακό πλαίσιο δράσης των αφηγήσεών της τον αγγλοσαξονικό χώρο. Ετσι και μολονότι κατά μία έννοια η σύγχρονη Ελλάδα ήταν εμμέσως παρούσα και σε παλαιότερο μυθιστόρημά της - στο Αύριο, μια άλλη χώρα -, η Φυγή σηματοδοτεί την πρώτη ευθεία προσπάθειά της να οργανώσει μια αφήγηση που να διαδραματίζεται σε αμιγώς ελληνικό χώρο και μάλιστα στην πλέον πολιτικά φορτισμένη ιστορική περίοδο, αυτή της μετεμφυλιακής Ελλάδας.



Προκλητική συνθήκη



H βασική δραματουργική συνθήκη - απαγορευμένος έρωτας από τη μία, ασφυκτικό κοινωνικό πλαίσιο από την άλλη -, παρ' ότι κλασική και πολυχρησιμοποιημένη, σε βαθμό κατάχρησης μάλιστα, ειδικά από την τηλεόραση, παραμένει από λογοτεχνικής άποψης προκλητική. Θα περίμενε λοιπόν κανείς να δει με ποιον τρόπο θα χειριζόταν μια σύγχρονη και ανήσυχη συγγραφέας ένα τέτοιο «έτοιμο» υλικό· ποια καινούργια στοιχεία θα εισήγαγε στη δομή και στους χαρακτήρες· ποιο θα ήταν το ιδιαίτερο βλέμμα της επάνω σε μια εποχή που ακόμη και σήμερα δεν παύει να ξεσηκώνει ποικίλες αντεγκλήσεις. Μάταια: το βιβλίο κυλάει μεν αβίαστα, η αφήγηση αναπτύσσεται ομαλά, με όλους όμως τους κοινούς τόπους να επαναεπιβεβαιώνονται, ολόκληρο το ηθογραφικό σύμπαν του «παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου» να τίθεται στην υπηρεσία της συγκίνησης και της δραματουργικής έντασης και τη συγγραφέα να μην κάνει μέχρι τέλους καμία προσπάθεια να διασκεδάσει αυτές τις εντυπώσεις. Τα υλικά είναι όλα εδώ: ο άξεστος ενωμοτάρχης που βασανίζει «κομμούνια» στρίβοντας όλος βλαχολεβεντιά τα μακριά μουστάκια του· η σκληρή μάνα, κέρβερος στην τήρηση όλων των συμβάσεων· ο απλοϊκός πατέρας με τον έμφυτο ανθρωπισμό και την αγνή καρδιά που του επιτρέπει να «διαβάζει» σωστά τις καταστάσεις· η αθώα και αθέλητα αισθησιακή Αννα, βουτηγμένη στην προσμονή του αληθινού έρωτα· ο δημόσιος υπάλληλος που έχει καταπιέσει τις επιθυμίες του όσο και τη διάθεσή του για ενεργή πολιτική δράση κ.ο.κ.

Αποτέλεσμα; Εξαρτάται απο τον «πελάτη», ο οποίος, ως γνωστόν - ποιος τολμά πια να το αμφισβητήσει; -, έχει πάντα δίκιο. H εμπορική επιτυχία που έχει ήδη κάνει η Φυγή δείχνει ότι πολλοί αναγνώστες εκτίμησαν τα αγνά υλικά και το καλομαγειρεμένο φαγητό που τους προσφέρθηκε, ίσως μεταξύ άλλων επειδή είναι φτιαγμένο, ας μου επιτραπεί να εξωθήσω τη μεταφορά στα άκρα, «σαν από τα χέρια της μαμάς» - επιτυχία διόλου ευκαταφρόνητη, τόσο στη μαγειρική όσο και στη μυθιστοριογραφία. Ρίχνοντας όλο της το βάρος στη γλωσσική πιστότητα του επαρχιακού ιδιώματος, στο γρήγορο ρυθμό και στην ατμόσφαιρα, η Σώτη Τριανταφύλλου επιτυγχάνει τους στόχους που φαίνεται η ίδια να έθεσε στον εαυτό της - μεταξύ των οποίων πάντως δεν συμπεριλαμβάνεται η δημιουργική, λεγομένη, μαγειρική.



Κώστας Κατσουλάρης (συγγραφέας)

ΤΟ ΒΗΜΑ, 22-08-2004

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!