0
Your Καλαθι
Το εργοστάσιο των μολυβιών
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ένα «ιστορικό μυθιστόρημα» με ήρωες που αγάπησαν την πρόοδο, τόσο στην τεχνολογία όσο και στην κοινωνία. Μέσα από τις διαδρομές των μελών της οικογένειας Ασημάκη που ζει στο Κάιρο το 19ο αιώνα. Η ιστορία αρχίζει το 1866, όταν εγκαινιάζεται η Διώρυγα του Σουέζ και ολοκληρώνεται στην Αθήνα, πριν από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ήρωες βρίσκονται στη δίνη των ιστορικών γεγονότων και έρχονται σε επαφή με το μαρξιστικό κίνημα. Μια φιλία αρχίζει στη Ζυρίχη και κλείνει τον παράδοξο κύκλο της μέσα από μια σειρά μυθιστορηματικών συμπτώσεων. Οι Ασημάκηδες, από γενιά σε γενιά, αρνούνται να συμμορφωθούν στις κοινωνικές νόρμες, προκαλώντας τον περίγυρο και εντέλει πηγαίνοντας τον κόσμο λίγο πιο μπροστά.
Απόσπασμα
Κάιρο 1866-1892
Το επώνυμο του δεν ήταν πάντοτε Ασημάκης: το άλλαξε σε Ασημάκης όταν πήγε στο Κάιρο, το 1866 - κεντίβης τότε ήταν ο Ισμαήλ Πασάς -, για να δουλέψει μηχανικός στο Σουέζ, στη διώρυγα. Οι Γάλλοι -για τους Γάλλους δούλευε- τη λέγανε κανάλι. Ο πατέρας του καταγόταν απ' τη Χίο, είχε μια μικρή μεταξοβιοτεχνία, αλλά το 1850 πήγε την Αθήνα για ν' ασχοληθεί με ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Όταν τέλειωσε το σχολείο ο Στέφανος -Στέφανος ήταν το μικρό του-, ο πατέρας του τον έστειλε στην Οικοδομική Σχολή της Λυών, στο Πολυτεχνείο, και σπούδασε: γεφυροποιία, οδοποιία, ασφαλτοστρώσεις. Έπειτα, δεν γύρισε στην Αθήνα, πήγε κατ' ευθείαν στην Αίγυπτο, όπου ο αδερφός του πατέρα του ήτανε γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας κι όπου γίνονταν δημόσια έργα: εκχωματώσεις, φράγματα, εθνικές οδοί. Οργασμός δραστηριότητος, του είχε πει ο θείος του ο Λεονάρδος, αναγέννησις!
'Eτσι, ο Στέφανος βρήκε τη δουλειά στη διώρυγα και σπίτι στο Αλ-Αζμπακιγιά, σε καλή κεντρική συνοικία -χριστιανική κυρίως, εκεί έμεναν οι Κόπτες-, σε καινούργιες οικοδομές μακριά απ' τους μαχαλάδες. Είχε βάλει ο Ισμαήλ να τη σχεδιάσουν με παριζιάνικα σχέδια: μια πλατεία, λέγανε, πως είχε σχήμα αστεριού σαν εκείνη στα Ηλύσια Πεδία. Όχι ότι ήταν μεγάλη πόλη το Κάιρο. Ο Στέφανος είχε δει και μεγαλύτερες. Εκτός απ' τη Λυών, που ήταν μικρούτσικη -δυο χτισμένες όχθες και στη μέση κύλαγε ο Ροδανός-, είχε δει τη Βιέννη, το Μόναχο. Αλλά το Κάιρο είχε πολλές γειτονιές, άρχιζε απ' το Δέλτα του Νείλου κι έφτανε μέχρι τις πυραμίδες, στην έρημο. Κι είχε δυο λιμάνια: λίγες πόλεις είχανε δυο λιμάνια.
Τον Νοέμβριο του '69 έγιναν τα εγκαίνια της διώρυγας. Για το βράδυ των εγκαινίων στην όπερα είχαν ανεβάσει «Ριγκολέτο», ο Βέρντι ήταν ο αγαπημένος του κεντίβη: κι είχε έρθει η αυτοκράτειρα Ευγενία, αυτοπροσώπως -σύζυγος του Ναπολέοντα του Τρίτου-, που οι Γάλλοι την έλεγαν Εζενί. Η Εζενί προσπαθούσε να πείσει τον αυτοκράτορα να κηρύξει τον πόλεμο στους Γερμανούς. Εκτός απ' αυτήν, την Εζενί, στη γιορτή των εγκαινίων ο Στέφανος είδε για δεύτερη φορά στη ζωή του τον Φερδινάρδο ντε Λεσσέπς, που έβγαλε λόγο κι είπε: Η βιομηχανική επανάσταση άρχισε στην Αγγλία, η μηχανική όμως άρχισε στην Αίγυπτο. Για τον ντε Λεσσέπς είχε ακούσει πολλά, πως ήτανε αγύριστο κεφάλι, κι ότι για το χρήμα πούλαγε και τη μάνα του. Οι Aραβες έλεγαν πως αυτός έφταιγε που η διώρυγα είχε χτιστεί με έξοδα των Αιγυπτίων, προς όφελος των Γάλλων. Κι έλεγαν ακόμα πως, περισσότερο κι απ' το χρήμα, ο ντε Λεσσέπς αγαπούσε τη δόξα, πως ήταν αδίστακτος κι ανελέητος. Αλλά ο Στέφανος τον θεωρούσε μεγάλο οραματιστή, κι ευχόταν να μπορούσε να του μοιάσει έστω και στο μικρό του δαχτυλάκι, να γίνει κι αυτός ένας απ' τους σκαπανείς της εποχής των μηχανικών. Κι ευγνωμονούσε την τύχη του που ο πατέρας του είχε αρκετά λεφτά για να τον στείλει να σπουδάσει στη Λυών. Βέβαια, τα λεφτά τα' χε κάνει απ' τα δάνεια, όχι απ' τη μεταξοβιοτεχνία -στην Αθήνα, τα δάνεια τα λέγανε τοκογλυφία- αλλά είχε κι ένα κτήμα, είχε και τις λίρες που αυγάτισαν όταν αγόρασε μετοχές της ασφαλιστικής εταιρείας Φοίνιξ.
Λίγο καιρό μετά τα εγκαίνια της διώρυγας, ο Στέφανος βρήκε θέση στα αρδευτικά , στο Πορτ Σαΐντ. Κι ένα χρόνο αργότερα, παντρεύτηκε μια κοπέλα απ' την Αθήνα: του την έφεραν να την παντρευτεί και δεν είπε όχι -στην αρχή δεν είπε ούτε ναι, είπε, Καλά, θα δούμε. Δεν τον ενδιέφερε πολύ να παντρευτεί, ούτε ποια θα παντρευόταν, αρκεί να μην ήταν άσχημη. Έτσι, το '71 παντρεύτηκε την κόρη του νηματουργού Σταύρου Αγαθοκλή απ' την Αθήνα: ο γάμος έγινε στο Κάιρο, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Όλοι οι Έλληνες, έμποροι, εισαγωγείς και μπακάληδες, ήρθανε στο γάμο, κι ας μην ξέρανε καλά-καλά ούτε το γαμπρό ούτε τη νύφη. Hρθαν οι έμποροι του λαδιού και του μπαμπακιού, κι οι εισαγωγείς υφασμάτων γιατί άκουσαν πως ο πεθερός έφτιαχνε νήματα, κουβαρίστρες, ανέμες, μασούρια.
Αλλά ο Στέφανος μετάνιωσε λίγο που πήρε γυναίκα που δεν γνώριζε. Όταν την καλοκοίταξε, είδε πως ήτανε αλλήθωρη: όχι πολύ - το ένα της μάτι έβλεπε προς την Ανατολή και το άλλο προς τη Δύση, αλλά όχι πολύ. Την πρώτη νύχτα του γάμου, η Ανθώ, -έτσι τη λέγανε- ζάρωσε στην άκρη του κρεβατιού κι έκλαιγε. Ο Στέφανος νόμισε πως ντρεπόταν, γι' αυτό κάθισε δίπλα της και της έπιασε το χέρι. Εκείνη όμως έκλαιγε και δεν μιλούσε. Ο Στέφανος απελπίστηκε και νύσταξε. Γδύθηκε κι έπεσε να κοιμηθεί. Τότε η Ανθώ είπε μέσ' απ' τα αναφιλητά:
- Σου είπανε ψέματα, ψέματα!
- Τι ψέματα; Ο Στέφανος σκέφτηκε πως η κοπέλα ίσως είχε αρραβωνιαστεί παλιά και του το' χαν κρύψει. Πως ίσως υπήρχε κάποιο φριχτό μυστικό, κάποια αρρώστια κληρονομική.
- Δεν είμαι είκοσι ένα χρονών, είμαι είκοσι εννέα! Είκοσι εννέα!
Καθώς πρόφερε τον αριθμό τινάχτηκε όρθια λες κι ήθελε να φύγει.
- Κι εγώ είμαι τριάντα ένα, είπε ο Στέφανος και τυλίχτηκε με το σεντόνι. Σε λίγο βάλθηκε να ροχαλίζει ελαφρά γιατί στο γάμο είχανε πιει κρασιά και μερικά ζιμπίμπια, που οι Ρωμιοί λέγανε πως ήτανε πιοτό δυνατότερο κι απ' το ούζο.
Δεν τον πείραζε που η Ανθώ ήταν είκοσι εννέα χρονών. Aλλωστε δεν της φαινόταν και τόσο: είχε άσπρο δέρμα και πολύ μακριά μαύρα μαλλιά που τα 'βαφε μ' ένα πηχτό υγρό, με μια λάσπη -η λάσπη ξεραινόταν και τότε την ξέβγαζε με νερό. Κι ούτε ντρεπόταν που το 'κανε αυτό, πήγαινε κι ερχόταν μες στο σπίτι με τη λάσπη στο κεφάλι. Ο Στέφανος απόρησε: δεν είχε δει πολλές γυναίκες, δεν ήξερε τα χούγια τους -η μάνα του είχε πεθάνει όταν ήταν δεκατριών χρονών, και δεν θυμόταν αν έβαφε τα μαλλιά της κι αν μετά τα ξέβγαζε.
Αλλά, καθώς περνούσε ο καιρός, η Ανθώ έμοιαζε όλο και πιο έξυπνη, αν και λιγάκι παράξενη: όλο το πρωί καθόταν στο παράθυρο με τους αγκώνες ακουμπισμένους σ' ένα μαξιλάρι και κοιτούσε την κίνηση στο δρόμο. Ο δρόμος την ενδιέφερε περισσότερο απ' το σπίτι. Αυτό δεν τον πείραζε καθόλου τον Στέφανο -ήταν κι εκείνος συνεπαρμένος απ' όσα συνέβαιναν στο δρόμο: εκτός απ' το καινούργιο λυρικό θέατρο -που είχε χτιστεί όλο από ξύλο- έφτιαχναν ξενοδοχείο ευρωπαϊκού τύπου κι ένα κατάστημα τριώροφο. Απ' το σπίτι φαινόταν η πλατεία της Όπερας. Μπροστά ήταν το άγαλμα του Ιμπραήμ, το βράδυ φωτιζόταν με δυόμισι χιλιάδες γκαζόλαμπες. Όταν η Ανθώ δεν καθόταν στο παράθυρο, δεχόταν πλήθος επισκέψεις: μελαχρινές Ελληνίδες της παροικίας που ρωτούσαν να μάθουν για το μέλλον τους, την τύχη τους, κι άλλες πιο μελαχρινές, με συνωμοτικά μάτια -ήθελαν ν' ακούσουν προφητείες για τους γάμους και τις αρρώστιες, και να μιλήσουν με τα πνεύματα των νεκρών: άπλωναν τις ανοιχτές τους παλάμες, έπιναν καφέ κι αναποδογύριζαν τα φλιτζάνια, έφτιαχναν τσάι και κοίταγαν τα ξερά φύλλα πάνω σ' ένα πιατάκι. Μετά, σκόρπιζαν αλάτι πάνω στο τραπέζι κι απ' τα σχήματα που έκανε το αλάτι η Ανθώ μάντευε τα μελλούμενα. Αυτές οι ιδιοτροπίες, είν' αλήθεια, κάπως τον πείραζαν τον Στέφανο.
Το πράγμα χειροτέρεψε όταν η Ανθώ περίμενε να γεννήσει: κάθε πρωί κοίταζε τη χελώνα της αυλής, την έπιανε από δω, την έπιανε από κει, χάιδευε το καβούκι της, τη γύριζε ανάποδα. 'Eλεγε πως το καβούκι θα μάκραινε αν έκανε γιο, πως θα στρογγύλευε αν έκανε κόρη. Κάθε ξημέρωμα που ο Στέφανος έφευγε για το εργοτάξιο, την άφηνε να παρατηρεί τη χελώνα με τα στραβά της μάτια -κι αργότερα, όταν ο ήλιος είχε βγει για τα καλά, η Ανθώ έπινε καφέ μαζί με τις υπηρέτριες εξετάζοντας τις παλάμες τους και τα σημάδια του καφέ στα φλιτζάνια. Συχνά, προτού γεννηθεί το παιδί, η Ανθώ παραπονιόταν για τη ζέστη και την ξεραΐλα, έλεγε πως δεν μπορεί να πάρει ανάσα. Oταν τα βράδια ήταν δροσερά έλεγε πως κρύωνε, πως νοσταλγούσε τη μάνα της και τα γλυκά που έφτιαχνε με μέλι. Μα, σκεφτόταν ο Στέφανος, κι εδώ φτιάχνουνε γλυκά με μέλι. Αλλά έτσι ήταν τα πράγματα: τη μια παραπονιόταν η Ανθώ και την άλλη ο Στέφανος, άκουγαν ο ένας τα παράπονα του άλλου κι έκαναν κι οι δυο υπομονή. Εξάλλου, ο Στέφανος είχε ακούσει πως οι έγκυες γυναίκες γίνονται ιδιότροπες, και είχε σκεφτεί, αναστενάζοντας από μέσα του, Πόσο μάλλον άμα είναι από πριν. 'Aλλωστε, αυτός σκεφτόταν την Αθήνα περισσότερο απ' την Ανθώ, αν και τη σκεφτόταν αλλιώτικα: σαν έναν τόπο που έπρεπε να εκμηχανιστεί αμέσως και ολοκληρωτικά. Η Ανθώ σκεφτόταν τους γονείς της, την παλιά της γειτονιά, τις κουβαρίστρες του πατέρα της - αλλά, καθώς κυλούσαν οι μήνες και τα χρόνια, έμοιαζε να καταλαβαίνει το Κάιρο περισσότερο απ' ό,τι ο Στέφανος. Κάπου-κάπου, ο Στέφανος σκεφτόταν τον πατέρα του που ονειρευόταν να χτίσει ξενοδοχείο πολυτελείας στην πλατεία Συντάγματος -Hotel, όχι χάνι. Hotel Europe, ή Ambassadeur. Hotel Excelsior!- και τον θείο του που ήτανε φέσι απ' το πρωί, απ' τη μαστίχα: αλλά δεν νοσταλγούσε την Αθήνα -ούτε τη Λυών νοσταλγούσε. Του άρεσε η αύρα του Νείλου, κι η χρυσαφένια έρημος.
Λίγες μέρες προτού γεννηθεί το παιδί, η Ανθώ έπεσε να πεθάνει: το παιδί θα 'ναι κορίτσι, βόγκηξε. Κορίτσι! Ο Στέφανος σκέφτηκε, Ε, δεν ήρθε δα κι η συντέλεια του κόσμου. Ας είναι και κορίτσι. Αλλά είπε: Ανθούλα, μην απελπίζεσαι.
- Το είδα στο καύκαλο, βόγκηξε πάλι η Ανθώ. Και σωριάστηκες στο κρεβάτι με τη μεγάλη της κοιλιά στραμμένη στο ταβάνι. Ο Στέφανος κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και της χάιδευε το πόδι.
Στις 4 Ιανουαρίου του '73 το παιδί γεννήθηκε κι ήτανε γιος. Η Ανθώ έχασε την πίστη της στις χελώνες, και το παιδί το είπαν Μάρκο. Έτσι το 'θελε ο νονός του, που ήτανε υπάλληλος της πρεσβείας, γραφιάς. Είπε: Μάρκος, ευαγγελιστής, προκάτοχος του πατριάρχου Αλεξανδρείας. Ο Στέφανος το δέχτηκε. Είπε: Ωραίο όνομα! Αλλά η Ανθώ γκρίνιαξε, ήθελε να του δώσουνε τ' όνομα του πατέρα της, Στέλιος. Έτσι συνηθίζεται, είπε. Στην Αθήνα, τόνισε υψώνοντας λίγο τη φωνή της, λες κι η Αθήνα ήτανε η μητρόπολη του πολιτισμένου κόσμου. Τι κέρδισε η ανθρωπότητα ακολουθώντας τα έθιμα; Αναρωτήθηκε ο Στέφανος -επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια σφάλματα. Αλλά δεν είπε τίποτα στην Ανθώ, μονάχα πως το να δίνει ο νονός τ' όνομα είναι μια συνήθεια επίσης.
'Hταν μια χειμωνιάτικη μέρα που τη ζέσταινε ο ήλιος του Τροπικού του Καρκίνου: η Ανθώ είπε πως γι' αυτό ήταν τόσο ανήσυχο το μωρό, ο ήλιος βρισκότανε ψηλά -ο Μάρκος ανήκε στον αστερισμό του Αιγόκερω. Ο Στέφανος την άκουγε που του τα εξηγούσε, την κίνηση των πλανητών, τα σημάδια στον ουρανό, και κουνούσε το κεφάλι του. Hταν ευτυχισμένος: το παιδί ήταν βαρύ και μεγάλο, κουνούσε τα χέρια και τα πόδια του σαν να 'θελε να πετάξει. Και τα μάτια του δεν φαίνονταν αλλήθωρα -δόξα Σοι, σκέφτηκε ο Στέφανος κι έφυγε ένα βάρος από πάνω του. Η Ανθώ έκανε δύο βδομάδες να σηκωθεί απ' το κρεβάτι: τις δουλειές του σπιτιού τις έκανε μια Ελληνίδα, χοντρή σαν βαρέλι, που τη λέγανε Γκοτζάμ Τασώ -όταν νευρίαζε ο Στέφανος την έλεγε γκαμούσα, γελάδα, αλλά δεν νευρίαζε συχνά. Μονάχα που ήθελε να πάρουν Ευρωπαία παραμάνα για το παιδί του. Αλλά η Ανθώ ήταν ανένδοτη, δεν ήθελε Αγγλίδες στρίγγλες ούτε Γαλλίδες ψηλομύτες, είπε. Η Τασώ μίλαγε μονάχα τούρκικα, αλλά καταλάβαινε σ' όποια γλώσσα και να της μίλαγες: ο Στέφανος δεν έμαθε ποτέ από που είχε ξεφυτρώσει, τι σόι Ελληνίδα ήταν -τον έζωναν τα φίδια, σκεφτόταν, Μπας κι είναι μάγισσα, από κείνες τις αλαφροΐσκιωτες που κάνουνε σινιάλα στους νεκρούς; Μπας και τη βρήκε η Ανθώ για να της κάνει μαθήματα στις μαγγανείες;
Μάγισσα δεν ήταν. Μονάχα που σταυροκοπιόταν συνέχεια, και μια φορά που της έπεσε το παιδί απ' τα χέρια -ήτανε διάολος το παιδί- γονάτισε, κοίταξε προς το ταβάνι και βάλθηκε να μουρμουρίζει: ο Στέφανος μπήκε στο σπίτι τη στιγμή που η Τασώ έκανε τη δέηση, κι η Ανθώ μάζευε το παιδί από χάμω. Παρ' ολίγο να πάθει συγκοπή. Το παιδί όμως γέλασε και σήκωσε τα χεράκια του προς τον ουρανό -ο Στέφανος αγριοκοίταξε την Ανθώ και πήγε να πλυθεί για να κάτσει να φάει. Ανυπομονούσε να μεγαλώσει το μωρό για να υπάρχει ένας ακόμα άντρας στο σπίτι. Ο κόσμος, σκεφτόταν, είναι πικρά διχασμένος: στο εργοτάξιο πλήττεις ανάμεσα στους άντρες, στο σπίτι παραξενεύεσαι μπροστά στις συνήθειες των γυναικών.
Στο τέλος της επόμενης χρονιάς γεννήθηκε το κορίτσι. Γεννήθηκε στο παζάρι, καταμεσής στην αγορά. Ο Στέφανος έλειπε απ' το Κάιρο, είχε πάει στο Πορτ Σαΐντ να επιβλέψει μια κατασκευή της εταιρείας που' φτιαχνε το κανάλι -ένα αρδευτικό δίκτυο-, θα γύριζε στο τέλος της βδομάδας. Η Ανθώ με την Τασώ πήγανε στο παζάρι Χαν-αν-Χαλίλι -δεν ήταν μακριά, δεν ήταν όμως και κοντά-, τις πήγε ο Ναγιάφ, ο αμαξάς με το γάιδαρο. Η Ανθώ επέμενε πως ήθελε ακόμα τρεις βδομάδες για να γεννήσει. Ο κόσμος στην αγορά τις κοίταζε: ήταν ασυνήθιστο θέαμα - δυο παχιές γυναίκες με ακάλυπτα κεφάλια, που ζητούσαν με αυθάδεια απ' τους εμπόρους να τους δείξουν τις πραμάτειες τους. Αλλά η Ανθώ δεν έδινε καμιά σημασία στον κόσμο -κοίταζε τα χαλιά, με το δεξί της μάτι να πέφτει λίγο στα δεξιά, το αριστερό στ' αριστερά. Ώσπου ένιωσε το νερό να τρέχει σαν ρυάκι στο εσωτερικό των ποδιών της και να κάνει λιμνούλα στο χώμα. Επιασε το μπράτσο της Τασώς -που κρατούσε στην αγκαλιά τον Μάρκο- κι είπε στον έμπορα:
- Στρώσε κάτω ένα χαλί.
Ο άνθρωπος σάστισε. Ήταν η ώρα της τρίτης προσευχής της μέρας ο μουεζίνης είχε βγει στο μιναρέ κι έψελνε.
- Δεν μπορώ τώρα, είπε. Κι έπεσε γονατιστός να προσευχηθεί στραμμένος προς τη Μέκκα.
Η Τασώ στερέωσε το μωρό στο ένα της χέρι και με το άλλο βούτηξε την Ανθώ και την πήγε στο πισωμάγαζο, μέσα στη στοά. Έστρωσε το χαλί καταγής, η Ανθώ ξάπλωσε φαρδιά-πλατιά, κι ο παραγιός του υφαντή παράτησε την προσευχή στη μέση κι έτρεξε να φέρει τη μαμή.
Όταν γύρισε ο Στέφανος απ' το Πορτ Σαΐντ βρήκε στο σπίτι την Ανθώ -που δεν φαινόταν να 'χει χάσει ούτε ένα δράμι βάρος-, την Τασώ, τον Μάρκο, ένα καινούργιο μωρό -κοριτσάκι- και μια καινούργια υπηρέτρια, μια αραπίνα απ' το Σουδάν. Αλμπάρα τη λέγανε, κι ήταν ωραία σαν άγαλμα. Τα χέρια της, παρατήρησε ο Στέφανος, είναι χέρια πιανίστριας: πράγματι είχε λεπτά και μακριά δάχτυλα, παλάμες ολόλευκες.
Ευτυχώς που το σπίτι ήταν μεγάλο, γιατί κάθε χρόνο οι κάτοικοί του αυξάνονταν. Ο Στέφανος ευχόταν να κάνει πολλά παιδιά, παρά τις θορυβώδεις αραπίνες νταντάδες και παρά τα πάχη της γυναίκας του. Όμως, πολλά παιδιά δεν έκανε: το '75, κι ενώ οι Γάλλοι κι οι Βρετανοί περίμεναν εξέγερση των ντόπιων, η Ανθώ γέννησε πάλι, αλλά το παιδί πέθανε. Έπαθε πυρετό και αιματουρία και πέθανε σε τέσσερις μέρες: οι γιατροί δεν ήξεραν τι αρρώστια είχε. Ο Στέφανος σκεφτόταν. Αν ήμασταν στην Ευρώπη, το παιδί θα 'χε ζήσει. Ξαφνικά, για πρώτη φορά νοστάλγησε τη Λυών, παρ' όλο που δεν νοσταλγούσε τίποτα στη ζωή του, παρ' όλο που κοιτούσε πάντα μπροστά του και ποτέ πίσω του. Αλλά θάψανε το παιδί -ήτανε αγόρι- κι η ζωή τους συνεχίστηκε. Μονάχα που η Ανθώ παραπονιόταν συνέχεια πως γερνούσε, πως τα μαλλιά της άσπριζαν. Να, έλεγε στον Στέφανο, κοίτα δω, και του 'δειχνε τις άσπρες τρίχες μες στα βαμμένα κατάμαυρα μαλλιά. Ο ήλιος εδώ πέρα με γερνάει, η ζέστη χαλάει το δέρμα μου. Ο χαμσίνης με ξεραίνει. Κι είχε αρχίσει καινούργια τελετουργίας λάσπης: λάσπη στο πρόσωπο για τις ρυτίδες, για τις βλαβερές συνέπειες των ανέμων της ερήμου -έπειτα για τις βλαβερές συνέπειες των ανέμων της ερήμου- έπειτα ξέβγαζε κι αυτή τη λάσπη όπως τη μαύρη χέννα. Ο Στέφανος κουνούσε το κεφάλι του αφηρημένα: είχε δέσει την τύχη του με τη διώρυγα και με τις πόλεις που χτίζονταν τώρα στις όχθες της, το πέρασμα του χρόνου τον ενδιέφερε μόνο αν σήμαινε πρόοδο, τεχνικές ανακαλύψεις, βελτιώσεις, καινοτομίες -έλεγε πως το Σουέζ ήταν τα πιο καταπληκτικά εκατόν εξήντα χιλιόμετρα στον κόσμο, πως η διώρυγα ήτανε για τη σύγχρονη εποχή ό,τι οι πυραμίδες για την αρχαία. Προτού χτιστεί η διώρυγα, τόνιζε με έξαψη ο Στέφανος, το Σουέζ ήτανε ένα θλιβερό αράπικο χωριό. Όπως είναι και τώρα, είχε απαντήσει η Ανθώ -όχι ότι την πείραζε. Καλή είναι η Αίγυπτος, έλεγε, μοιάζει με την Ελλάδα. Ετσι περνούσε ο καιρός κι η Ανθώ περιφερόταν στις υπαίθριες αγορές και διάλεγε χάλκινα σκεύη και κιλίμια, παζαρεύοντας σκληρά: είχε γίνει ο πονοκέφαλος των πωλητών. Μαζί της έσερνε τα δυο παιδιά -τον Μάρκο και την Αλίσια-, που ήταν έξυπνα και ροδαλά και που δεν είχαν στραβά μάτια, αλλά μάτια που έπαιζαν.
Οι Ασημάκηδες ανήκαν στη μεσαία τάξη του Καΐρου: Μεσαία τάξη, είχε πει ο Στέφανος, λέξη της καινούργιας εποχής. Όπως κανάλι, διώρυγα, άσφαλτος. Ήταν πλουσιότεροι απ' τον κοσμάκη που έκανε μικρεμπόριο και δούλευε στις υπηρεσίες -υπηρεσίες της συμφοράς-, ήταν φτωχότεροι απ' τους μεγαλέμπορους του μπαμπακιού κι απ' τους γόνους των δυναστειών. Ζούσαν ανάμεσα στους Ευρωπαίους και τους Σύριους τεχνικούς, και τους Ελληνες, τους καταστηματάρχες, τους εμπορικούς αντιπροσώπους, τους μικροεφοπλιστές. Πολλούς φίλους δεν είχαν -εκτός από ένα Γερμανό λεγεωνάριο που γνώρισαν το '72- παρ' όλο που η Ανθώ έκανε εύκολα γνωριμίες και δεν έδινε δεκάρα ούτε για τη φυλή ούτε για τη θρησκεία -οι μελαχρινοί άνθρωποι της άρεσαν, έβρισκε πως οι Αράβισσες είχαν ωραίο, αγέραστο δέρμα. Απ' το σπίτι περνούσαν Εβραίοι, Κόπτες, Λεβαντίνοι, Μαύροι σαν την πίσσα που είχανε γίνει χριστιανοί -αλλά κανένας δεν έμενε πολύ, κι αυτά τα πέρα-δώθε δεν είχαν συνέχεια γιατί ο ένας φοβόταν τον άλλον, οι κοινότητες ήταν κλειστές κι όποιος ξεμύτιζε, ξανάμπαινε γρήγορα στο καβούκι του. Ο μόνος που δεν φοβόταν κανέναν κι ούτε είχε κανέναν ανάγκη ήταν αυτός ο Γερμανός, Γκαστόν Βολφ τον έλεγαν. Είχε έρθει στη Μαύρη Αφρική για να χαρτογραφήσει τα άγνωστα μέρη της σκοτεινής ηπείρου: «Αν και σκοτεινή ήπειρος είναι η δική μας, η Ευρώπη!» έλεγε χαριτολογώντας -«η Ευρώπη, mes amis, έχει σκοτεινή, ερεβώδη ψυχή!». Ο Βολφ έμοιαζε αμέριμνος, πάντα έτοιμος για βεγγέρες, για χορούς, για περιπέτειες- για τίποτα δεν παραπονιόταν, και για όλα είχε μια εξήγηση: γιατί είναι πονηροί οι μουεζίνηδες, γιατί οι σαΐντηδες είναι πιο χαζοί απ' τους άλλους φελάχους και γιατί το πάνω χείλος των Βρετανών μοιάζει αγκυλωμένο.
Ο Γκαστόν Βολφ, αν και Γερμανός, από τη Θουρίγγη, ανήκε στη Γαλλική Λεγεώνα, τη Λεγεώνα των Ξένων: ήταν γαλλόφιλος -υπέρμαχος της Τρίτης Δημοκρατίας. Μαζί με τη γερμανική είχε και τη γαλλική υπηκοότητα.
- Δεν θα μάθουμε ποτέ, mon vieux, έλεγε στον Στέφανο, πως θα ήσαν τα πράγματα αν οι Γάλλοι νικούσαν τον Μπίσμαρκ κι αν επιζούσε η εργατική κυβέρνηση του Παρισιού. Η Κομμούνα, ούτως ειπείν. Θα μείνουμε με την απορία!
Ο Στέφανος εντυπωσιάστηκε
- Να κάποιος, σκέφτηκε, που δεν είναι γραφειοκράτης, να ένας τυχοδιώκτης που δεν είναι απατεώνας αλλά δημοκράτης, republicain.
Ο Βολφ είχε φτάσει μαζί με την εξερευνητική ομάδα του Ρίτσαρντ Φ. Μπέρτον στη Σομαλιλάνδη γύρω στα 1855: απ' ό,τι είχε καταλάβει ο Στέφανος, βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με τον Μπέρτον -ο Μπέρτον πίστευε πως οι Ευρωπαίοι όφειλαν να κατακτήσουν την Αφρική και να σώσουν τους αγρίους από το έρεβος του πρωτογονισμού. Να τους βάλουν να δουλέψουν τη γη, να τη σκάψουν, να την καλλιεργήσουν. Αλλά ο Βολφ δεν ενδιαφερόταν για τις κατακτήσεις, κι ούτε ήταν σίγουρος πως οι άγριοι είναι κατώτερες φυλές. Η λευκή φυλή, κύριε Ασημάκη, είχε πει στον Στέφανο, δεν σταμάτησε ποτέ μπροστά σε τίποτα: στο πέρασμά της σφαγιάζει τα πάντα, ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό!
Εξάλλου, ο Βολφ δεν ήταν επιχειρηματίας, δεν είχε πάει για να εμπορευτεί προϊόντα όπως οι άλλοι -φτερά στρουθοκαμήλου και καουτσούκ και φίλντισι-, είχε πάει μονάχα «για το γούστο», είπε. Για να βρω το γαλάζιο πουλί της ευτυχίας. Είχε φύγει απ' τη Θουρίγγη στις αρχές της δεκαετίας του '50, κι είχε μείνει για λίγο στην Αλγερία, στην έδρα της Λεγεώνας. Όλοι οι απογοητευμένοι εραστές κι οι απελπισμένοι ευγενείς γίνονται «kepis blancs», ασπροσκούφηδες! είπε στον Στέφανο, που έβρισκε την ιδέα της Λεγεώνας των Ξένων σκέτη παλαβομάρα. Μα, ρώτησε τον Βολφ, πως ένα ειρηνόφιλος Γερμανός αποφασίζει να γίνει λεγεωνάριος;
Ο Βολφ γελούσε:
- Δεν ξέρω, cher monsieur, είπε. Είναι απλώς ένα παιχνίδι, ένας τρόπος να υπερβαίνει κανείς τα σύνορα.
Θεωρούσε τον εαυτό του άπατρι -Πατρίδα μου είναι η Λεγεώνα, έλεγε στον Στέφανο, Legio patria mia!- και μισούσε τον Μπίσμαρκ:
- Ο Μπίσμαρκ, είπε ένα βράδυ σε πολυπληθή ομήγυρη στο σπίτι των Ασημάκηδων, είναι η ενσάρκωση του μίσους, στραγγαλίζει το πνεύμα αυτού του αιώνος.
- Μα οργάνωσε το στρατό, το κράτος..., είπε ένας από τους καλεσμένους.
- Ακριβώς γι' αυτό, απάντησε ο Βολφ. Ακριβώς γι' αυτό.
Ο Στέφανος δεν ήξερε πολλά για την πολιτική: ρωτούσε αν ο Μπίσμαρκ είχε κάνει δημόσια έργα, αν στην Πρωσσία είχαν γίνει κατασκευές, αν είχαν ανεγερθεί κτίρια. Ο Βολφ όμως έμοιαζε να μην ενδιαφέρεται: μια φορά του απάντησε πως ο Μπίσμαρκ είναι ο αρχιτέκτονας στρατευμάτων κι όχι κτιρίων. Στρατευμάτων που θα αιματοκυλήσουν τον κόσμο, προς χάριν της πρωσσικής μεγαλαυχίας, τόνισε.
- Και για τον Ναπολέοντα τον Τρίτο τι γνώμη έχετε; ρώτησε ο Στέφανος. Στο κάτω-κάτω, αυτός αναμόρφωσε το Παρίσι, έβαλε τον βαρώνο Ωσμάν να φτιάξει γέφυρες, αποχετευτικά έργα...
- Πρόκειται για τον τελευταίο του παλαιού κόσμου, mon vieux, είπε ο Βολφ. Το μέλλον ανήκει στη δημοκρατία, στο Κοινοβούλιο!
- Και για τον Ισμαήλ Πασά τι γνώμη έχετε; επέμεινε ο Στέφανος. Οι ερωτήσεις του θύμιζαν το γιο του τον Μάρκο που ήτανε τριών χρονών κι όλο ρώταγε, Τι είναι τούτο, τι είν' εκείνο. Γιατί αυτό, γιατί το άλλο. Στο κάτω-κάτω, συνέχισε ο Στέφανος, ο Ισμαήλ συμφώνησε με τον ντε Λεσσέπς για ν' ανοίξουνε το κανάλι.
- Με εξευτελιστικούς όρους για την Αίγυπτο, cher monsieur. Οι Γάλλοι είναι φίλοι μας αλλά, μεταξύ μας, σ' αυτή την περίπτωση συμπεριφέρονται ληστρικά! Έχουν εξασφαλίσει το ογδόντα πέντε τοις εκατό των κερδών κι έχουν βάλει τους φελάχους να κόψουν τη γη με τα χέρια τους.
- Μα, διαμαρτυρήθηκε ο Στέφανος, δεν την κόβουν με τα χέρια τους! Ήρθε εκσκαφέας από τη Γαλλία, θαυμαστό μηχάνημα! Βέβαια, παραδέχτηκε, άργησε κάπως να φτάσει
- Όταν έφτασε, αν δεν απατώμαι, οι φελάχοι είχαν ήδη καθαρίσει δεκαεφτά χιλιάδες κυβικά σκόνη, είπε ο Βολφ.
- Είναι αλήθεια, συμφώνησε αναστενάζοντας ο Στέφανος. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, οι Αραβες δεν θέλουν να πάνε μπροστά. Το Ισλάμ τους έχει αποκοιμίσει.
- Ούτε αυτό θα το μάθουμε ποτέ, mon vieux. Το αν θέλουν να πάνε μπροστά, εννοώ. Όσο για τον Ισμαήλ, υπήρξε τυχερός, συνέχισε ο Βολφ. Ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος του έδωσε το προβάδισμα στον βάμβακα.
Ναι, σκέφτηκε ο Στέφανος, αλλά, όταν ο πόλεμος τελείωσε, οι τιμές έπεσαν, η αιγυπτιακή οικονομία έφτασε στα όρια της πτώχευσης. Ή όχι; Αλλά δεν είπε τίποτα γιατί ο Βολφ γνώριζε καλύτερα τη Μαύρη Ήπειρο -δεν είχε μείνει στα παράλια, είχε εισχωρήσει σε απάτητα εδάφη. Μετά την αποστολή του Μπέρτον το 1855, ο Βολφ πήγε στο Μαρόκο, διέσχισε τα όρη του Ατλαντα, και το '62 μπήκε, μεταμφιεσμένος σε Αραβα, στην περιοχή Φεζάν της Λιβύης στα βάθη της Σαχάρας. Την επόμενη χρονιά προχώρησε νοτιότερα στην Αφρική, πέρασε απ' τον Νίγηρα κι έπειτα ξαναπήγε προς τα βόρεια μέχρι το Κάιρο. Είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί -αλλά αυτό που άρεσε στον Στέφανο ήταν πως δεν τις διηγιόταν. Διατηρούσε μια περιφρόνηση για την ετικέτα, περνούσε απ' το σπίτι των Ασημάκηδων απρόσκλητος, κάθε μέρα σχεδόν -κι αν ο Στέφανος δεν ήταν εκεί καθόταν στη βεράντα και τον περίμενε πίνοντας τσάι και παίζοντας με τον Μάρκο. Ο Μάρκος ήταν η αδυναμία του, ο Στέφανος αναρωτιόταν γιατί: πώς μπορείς να κάθεσαι να κάνεις διάλογο μ' ένα παιδί;
Το '72, όταν γνωρίστηκε με τον Στέφανο, ο Βολφ ήταν τριάντα οκτώ χρονών κι είχε μόλις παντρευτεί μια Γαλλίδα, κόρη αιγυπτιολόγου από τη Μασσαλία, που αγωνιζόταν να ιδρύσει αρχαιολογικό μουσείο στο Κάιρο και να εμποδίσει την αρχαιοκαπηλία. Οι Ασημάκηδες άργησαν να τη γνωρίσουν: ο Βολφ τους επισκεπτόταν μόνος του, κι όπως είχε πει η Ανθώ, «δεν έμοιαζε παντρεμένος». Δηλαδή πώς είναι οι παντρεμένοι; ρώτησε ο Στέφανος, ξέροντας την απάντηση. Αλλιώτικοι, είπε η Ανθώ. Είναι σαν εμάς.
Δηλαδή πώς είμαστε εμείς; αναρωτήθηκε παραξενεμένο ο Στέφανος. Αργότερα, όταν είδε την Αννί, σκέφτηκε: Πράγματι δεν είναι σαν εμάς. Αλλά δεν μπορούσε να περιγράψει πώς ήταν. Κι αργότερα, δεν μπορούσε να τη φανταστεί -το πρόσωπό της του διέφευγε.
Ένα βράδυ, στη γιορτή της κόρης του Γάλλου προξένου, ο Βολφ έφερε μαζί του την Αννί: η δεξίωση γινόταν στο Grill Room του ξενοδοχείου Σέπχερντ. Η Αννί Βολφ δεν είχε κλείσει τα είκοσι τρία και φαινόταν ακόμα μικρότερη. Ο Στέφανος σκέφτηκε πως δεν ήταν όμορφη και ότι την ίδια στιγμή ήταν πολύ-πολύ όμορφη: τα μάτια της ήταν υπερβολικά μακριά το ένα απ' το άλλο, κι είχε μια μικρή, πεταχτή μύτη και τα πιο λευκά και παιδικά χέρια που είχε δει ποτέ ο Στέφανος. Την ερωτεύτηκε πολύ, και την ερωτεύτηκε αμέσως - μόλις την είδε στη βεράντα του Σέπχερντ δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτα, και ανακάλυψε ξαφνικά ότι δεν μπορούσε να καταπιεί, κι ότι είχε ξεχάσει πώς αναπνέουν. Η αναπνοή τού φαινόταν κάτι που χρειαζόταν τεχνική και κόπο.
Απόσπασμα
Κάιρο 1866-1892
Το επώνυμο του δεν ήταν πάντοτε Ασημάκης: το άλλαξε σε Ασημάκης όταν πήγε στο Κάιρο, το 1866 - κεντίβης τότε ήταν ο Ισμαήλ Πασάς -, για να δουλέψει μηχανικός στο Σουέζ, στη διώρυγα. Οι Γάλλοι -για τους Γάλλους δούλευε- τη λέγανε κανάλι. Ο πατέρας του καταγόταν απ' τη Χίο, είχε μια μικρή μεταξοβιοτεχνία, αλλά το 1850 πήγε την Αθήνα για ν' ασχοληθεί με ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Όταν τέλειωσε το σχολείο ο Στέφανος -Στέφανος ήταν το μικρό του-, ο πατέρας του τον έστειλε στην Οικοδομική Σχολή της Λυών, στο Πολυτεχνείο, και σπούδασε: γεφυροποιία, οδοποιία, ασφαλτοστρώσεις. Έπειτα, δεν γύρισε στην Αθήνα, πήγε κατ' ευθείαν στην Αίγυπτο, όπου ο αδερφός του πατέρα του ήτανε γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας κι όπου γίνονταν δημόσια έργα: εκχωματώσεις, φράγματα, εθνικές οδοί. Οργασμός δραστηριότητος, του είχε πει ο θείος του ο Λεονάρδος, αναγέννησις!
'Eτσι, ο Στέφανος βρήκε τη δουλειά στη διώρυγα και σπίτι στο Αλ-Αζμπακιγιά, σε καλή κεντρική συνοικία -χριστιανική κυρίως, εκεί έμεναν οι Κόπτες-, σε καινούργιες οικοδομές μακριά απ' τους μαχαλάδες. Είχε βάλει ο Ισμαήλ να τη σχεδιάσουν με παριζιάνικα σχέδια: μια πλατεία, λέγανε, πως είχε σχήμα αστεριού σαν εκείνη στα Ηλύσια Πεδία. Όχι ότι ήταν μεγάλη πόλη το Κάιρο. Ο Στέφανος είχε δει και μεγαλύτερες. Εκτός απ' τη Λυών, που ήταν μικρούτσικη -δυο χτισμένες όχθες και στη μέση κύλαγε ο Ροδανός-, είχε δει τη Βιέννη, το Μόναχο. Αλλά το Κάιρο είχε πολλές γειτονιές, άρχιζε απ' το Δέλτα του Νείλου κι έφτανε μέχρι τις πυραμίδες, στην έρημο. Κι είχε δυο λιμάνια: λίγες πόλεις είχανε δυο λιμάνια.
Τον Νοέμβριο του '69 έγιναν τα εγκαίνια της διώρυγας. Για το βράδυ των εγκαινίων στην όπερα είχαν ανεβάσει «Ριγκολέτο», ο Βέρντι ήταν ο αγαπημένος του κεντίβη: κι είχε έρθει η αυτοκράτειρα Ευγενία, αυτοπροσώπως -σύζυγος του Ναπολέοντα του Τρίτου-, που οι Γάλλοι την έλεγαν Εζενί. Η Εζενί προσπαθούσε να πείσει τον αυτοκράτορα να κηρύξει τον πόλεμο στους Γερμανούς. Εκτός απ' αυτήν, την Εζενί, στη γιορτή των εγκαινίων ο Στέφανος είδε για δεύτερη φορά στη ζωή του τον Φερδινάρδο ντε Λεσσέπς, που έβγαλε λόγο κι είπε: Η βιομηχανική επανάσταση άρχισε στην Αγγλία, η μηχανική όμως άρχισε στην Αίγυπτο. Για τον ντε Λεσσέπς είχε ακούσει πολλά, πως ήτανε αγύριστο κεφάλι, κι ότι για το χρήμα πούλαγε και τη μάνα του. Οι Aραβες έλεγαν πως αυτός έφταιγε που η διώρυγα είχε χτιστεί με έξοδα των Αιγυπτίων, προς όφελος των Γάλλων. Κι έλεγαν ακόμα πως, περισσότερο κι απ' το χρήμα, ο ντε Λεσσέπς αγαπούσε τη δόξα, πως ήταν αδίστακτος κι ανελέητος. Αλλά ο Στέφανος τον θεωρούσε μεγάλο οραματιστή, κι ευχόταν να μπορούσε να του μοιάσει έστω και στο μικρό του δαχτυλάκι, να γίνει κι αυτός ένας απ' τους σκαπανείς της εποχής των μηχανικών. Κι ευγνωμονούσε την τύχη του που ο πατέρας του είχε αρκετά λεφτά για να τον στείλει να σπουδάσει στη Λυών. Βέβαια, τα λεφτά τα' χε κάνει απ' τα δάνεια, όχι απ' τη μεταξοβιοτεχνία -στην Αθήνα, τα δάνεια τα λέγανε τοκογλυφία- αλλά είχε κι ένα κτήμα, είχε και τις λίρες που αυγάτισαν όταν αγόρασε μετοχές της ασφαλιστικής εταιρείας Φοίνιξ.
Λίγο καιρό μετά τα εγκαίνια της διώρυγας, ο Στέφανος βρήκε θέση στα αρδευτικά , στο Πορτ Σαΐντ. Κι ένα χρόνο αργότερα, παντρεύτηκε μια κοπέλα απ' την Αθήνα: του την έφεραν να την παντρευτεί και δεν είπε όχι -στην αρχή δεν είπε ούτε ναι, είπε, Καλά, θα δούμε. Δεν τον ενδιέφερε πολύ να παντρευτεί, ούτε ποια θα παντρευόταν, αρκεί να μην ήταν άσχημη. Έτσι, το '71 παντρεύτηκε την κόρη του νηματουργού Σταύρου Αγαθοκλή απ' την Αθήνα: ο γάμος έγινε στο Κάιρο, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Όλοι οι Έλληνες, έμποροι, εισαγωγείς και μπακάληδες, ήρθανε στο γάμο, κι ας μην ξέρανε καλά-καλά ούτε το γαμπρό ούτε τη νύφη. Hρθαν οι έμποροι του λαδιού και του μπαμπακιού, κι οι εισαγωγείς υφασμάτων γιατί άκουσαν πως ο πεθερός έφτιαχνε νήματα, κουβαρίστρες, ανέμες, μασούρια.
Αλλά ο Στέφανος μετάνιωσε λίγο που πήρε γυναίκα που δεν γνώριζε. Όταν την καλοκοίταξε, είδε πως ήτανε αλλήθωρη: όχι πολύ - το ένα της μάτι έβλεπε προς την Ανατολή και το άλλο προς τη Δύση, αλλά όχι πολύ. Την πρώτη νύχτα του γάμου, η Ανθώ, -έτσι τη λέγανε- ζάρωσε στην άκρη του κρεβατιού κι έκλαιγε. Ο Στέφανος νόμισε πως ντρεπόταν, γι' αυτό κάθισε δίπλα της και της έπιασε το χέρι. Εκείνη όμως έκλαιγε και δεν μιλούσε. Ο Στέφανος απελπίστηκε και νύσταξε. Γδύθηκε κι έπεσε να κοιμηθεί. Τότε η Ανθώ είπε μέσ' απ' τα αναφιλητά:
- Σου είπανε ψέματα, ψέματα!
- Τι ψέματα; Ο Στέφανος σκέφτηκε πως η κοπέλα ίσως είχε αρραβωνιαστεί παλιά και του το' χαν κρύψει. Πως ίσως υπήρχε κάποιο φριχτό μυστικό, κάποια αρρώστια κληρονομική.
- Δεν είμαι είκοσι ένα χρονών, είμαι είκοσι εννέα! Είκοσι εννέα!
Καθώς πρόφερε τον αριθμό τινάχτηκε όρθια λες κι ήθελε να φύγει.
- Κι εγώ είμαι τριάντα ένα, είπε ο Στέφανος και τυλίχτηκε με το σεντόνι. Σε λίγο βάλθηκε να ροχαλίζει ελαφρά γιατί στο γάμο είχανε πιει κρασιά και μερικά ζιμπίμπια, που οι Ρωμιοί λέγανε πως ήτανε πιοτό δυνατότερο κι απ' το ούζο.
Δεν τον πείραζε που η Ανθώ ήταν είκοσι εννέα χρονών. Aλλωστε δεν της φαινόταν και τόσο: είχε άσπρο δέρμα και πολύ μακριά μαύρα μαλλιά που τα 'βαφε μ' ένα πηχτό υγρό, με μια λάσπη -η λάσπη ξεραινόταν και τότε την ξέβγαζε με νερό. Κι ούτε ντρεπόταν που το 'κανε αυτό, πήγαινε κι ερχόταν μες στο σπίτι με τη λάσπη στο κεφάλι. Ο Στέφανος απόρησε: δεν είχε δει πολλές γυναίκες, δεν ήξερε τα χούγια τους -η μάνα του είχε πεθάνει όταν ήταν δεκατριών χρονών, και δεν θυμόταν αν έβαφε τα μαλλιά της κι αν μετά τα ξέβγαζε.
Αλλά, καθώς περνούσε ο καιρός, η Ανθώ έμοιαζε όλο και πιο έξυπνη, αν και λιγάκι παράξενη: όλο το πρωί καθόταν στο παράθυρο με τους αγκώνες ακουμπισμένους σ' ένα μαξιλάρι και κοιτούσε την κίνηση στο δρόμο. Ο δρόμος την ενδιέφερε περισσότερο απ' το σπίτι. Αυτό δεν τον πείραζε καθόλου τον Στέφανο -ήταν κι εκείνος συνεπαρμένος απ' όσα συνέβαιναν στο δρόμο: εκτός απ' το καινούργιο λυρικό θέατρο -που είχε χτιστεί όλο από ξύλο- έφτιαχναν ξενοδοχείο ευρωπαϊκού τύπου κι ένα κατάστημα τριώροφο. Απ' το σπίτι φαινόταν η πλατεία της Όπερας. Μπροστά ήταν το άγαλμα του Ιμπραήμ, το βράδυ φωτιζόταν με δυόμισι χιλιάδες γκαζόλαμπες. Όταν η Ανθώ δεν καθόταν στο παράθυρο, δεχόταν πλήθος επισκέψεις: μελαχρινές Ελληνίδες της παροικίας που ρωτούσαν να μάθουν για το μέλλον τους, την τύχη τους, κι άλλες πιο μελαχρινές, με συνωμοτικά μάτια -ήθελαν ν' ακούσουν προφητείες για τους γάμους και τις αρρώστιες, και να μιλήσουν με τα πνεύματα των νεκρών: άπλωναν τις ανοιχτές τους παλάμες, έπιναν καφέ κι αναποδογύριζαν τα φλιτζάνια, έφτιαχναν τσάι και κοίταγαν τα ξερά φύλλα πάνω σ' ένα πιατάκι. Μετά, σκόρπιζαν αλάτι πάνω στο τραπέζι κι απ' τα σχήματα που έκανε το αλάτι η Ανθώ μάντευε τα μελλούμενα. Αυτές οι ιδιοτροπίες, είν' αλήθεια, κάπως τον πείραζαν τον Στέφανο.
Το πράγμα χειροτέρεψε όταν η Ανθώ περίμενε να γεννήσει: κάθε πρωί κοίταζε τη χελώνα της αυλής, την έπιανε από δω, την έπιανε από κει, χάιδευε το καβούκι της, τη γύριζε ανάποδα. 'Eλεγε πως το καβούκι θα μάκραινε αν έκανε γιο, πως θα στρογγύλευε αν έκανε κόρη. Κάθε ξημέρωμα που ο Στέφανος έφευγε για το εργοτάξιο, την άφηνε να παρατηρεί τη χελώνα με τα στραβά της μάτια -κι αργότερα, όταν ο ήλιος είχε βγει για τα καλά, η Ανθώ έπινε καφέ μαζί με τις υπηρέτριες εξετάζοντας τις παλάμες τους και τα σημάδια του καφέ στα φλιτζάνια. Συχνά, προτού γεννηθεί το παιδί, η Ανθώ παραπονιόταν για τη ζέστη και την ξεραΐλα, έλεγε πως δεν μπορεί να πάρει ανάσα. Oταν τα βράδια ήταν δροσερά έλεγε πως κρύωνε, πως νοσταλγούσε τη μάνα της και τα γλυκά που έφτιαχνε με μέλι. Μα, σκεφτόταν ο Στέφανος, κι εδώ φτιάχνουνε γλυκά με μέλι. Αλλά έτσι ήταν τα πράγματα: τη μια παραπονιόταν η Ανθώ και την άλλη ο Στέφανος, άκουγαν ο ένας τα παράπονα του άλλου κι έκαναν κι οι δυο υπομονή. Εξάλλου, ο Στέφανος είχε ακούσει πως οι έγκυες γυναίκες γίνονται ιδιότροπες, και είχε σκεφτεί, αναστενάζοντας από μέσα του, Πόσο μάλλον άμα είναι από πριν. 'Aλλωστε, αυτός σκεφτόταν την Αθήνα περισσότερο απ' την Ανθώ, αν και τη σκεφτόταν αλλιώτικα: σαν έναν τόπο που έπρεπε να εκμηχανιστεί αμέσως και ολοκληρωτικά. Η Ανθώ σκεφτόταν τους γονείς της, την παλιά της γειτονιά, τις κουβαρίστρες του πατέρα της - αλλά, καθώς κυλούσαν οι μήνες και τα χρόνια, έμοιαζε να καταλαβαίνει το Κάιρο περισσότερο απ' ό,τι ο Στέφανος. Κάπου-κάπου, ο Στέφανος σκεφτόταν τον πατέρα του που ονειρευόταν να χτίσει ξενοδοχείο πολυτελείας στην πλατεία Συντάγματος -Hotel, όχι χάνι. Hotel Europe, ή Ambassadeur. Hotel Excelsior!- και τον θείο του που ήτανε φέσι απ' το πρωί, απ' τη μαστίχα: αλλά δεν νοσταλγούσε την Αθήνα -ούτε τη Λυών νοσταλγούσε. Του άρεσε η αύρα του Νείλου, κι η χρυσαφένια έρημος.
Λίγες μέρες προτού γεννηθεί το παιδί, η Ανθώ έπεσε να πεθάνει: το παιδί θα 'ναι κορίτσι, βόγκηξε. Κορίτσι! Ο Στέφανος σκέφτηκε, Ε, δεν ήρθε δα κι η συντέλεια του κόσμου. Ας είναι και κορίτσι. Αλλά είπε: Ανθούλα, μην απελπίζεσαι.
- Το είδα στο καύκαλο, βόγκηξε πάλι η Ανθώ. Και σωριάστηκες στο κρεβάτι με τη μεγάλη της κοιλιά στραμμένη στο ταβάνι. Ο Στέφανος κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και της χάιδευε το πόδι.
Στις 4 Ιανουαρίου του '73 το παιδί γεννήθηκε κι ήτανε γιος. Η Ανθώ έχασε την πίστη της στις χελώνες, και το παιδί το είπαν Μάρκο. Έτσι το 'θελε ο νονός του, που ήτανε υπάλληλος της πρεσβείας, γραφιάς. Είπε: Μάρκος, ευαγγελιστής, προκάτοχος του πατριάρχου Αλεξανδρείας. Ο Στέφανος το δέχτηκε. Είπε: Ωραίο όνομα! Αλλά η Ανθώ γκρίνιαξε, ήθελε να του δώσουνε τ' όνομα του πατέρα της, Στέλιος. Έτσι συνηθίζεται, είπε. Στην Αθήνα, τόνισε υψώνοντας λίγο τη φωνή της, λες κι η Αθήνα ήτανε η μητρόπολη του πολιτισμένου κόσμου. Τι κέρδισε η ανθρωπότητα ακολουθώντας τα έθιμα; Αναρωτήθηκε ο Στέφανος -επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια σφάλματα. Αλλά δεν είπε τίποτα στην Ανθώ, μονάχα πως το να δίνει ο νονός τ' όνομα είναι μια συνήθεια επίσης.
'Hταν μια χειμωνιάτικη μέρα που τη ζέσταινε ο ήλιος του Τροπικού του Καρκίνου: η Ανθώ είπε πως γι' αυτό ήταν τόσο ανήσυχο το μωρό, ο ήλιος βρισκότανε ψηλά -ο Μάρκος ανήκε στον αστερισμό του Αιγόκερω. Ο Στέφανος την άκουγε που του τα εξηγούσε, την κίνηση των πλανητών, τα σημάδια στον ουρανό, και κουνούσε το κεφάλι του. Hταν ευτυχισμένος: το παιδί ήταν βαρύ και μεγάλο, κουνούσε τα χέρια και τα πόδια του σαν να 'θελε να πετάξει. Και τα μάτια του δεν φαίνονταν αλλήθωρα -δόξα Σοι, σκέφτηκε ο Στέφανος κι έφυγε ένα βάρος από πάνω του. Η Ανθώ έκανε δύο βδομάδες να σηκωθεί απ' το κρεβάτι: τις δουλειές του σπιτιού τις έκανε μια Ελληνίδα, χοντρή σαν βαρέλι, που τη λέγανε Γκοτζάμ Τασώ -όταν νευρίαζε ο Στέφανος την έλεγε γκαμούσα, γελάδα, αλλά δεν νευρίαζε συχνά. Μονάχα που ήθελε να πάρουν Ευρωπαία παραμάνα για το παιδί του. Αλλά η Ανθώ ήταν ανένδοτη, δεν ήθελε Αγγλίδες στρίγγλες ούτε Γαλλίδες ψηλομύτες, είπε. Η Τασώ μίλαγε μονάχα τούρκικα, αλλά καταλάβαινε σ' όποια γλώσσα και να της μίλαγες: ο Στέφανος δεν έμαθε ποτέ από που είχε ξεφυτρώσει, τι σόι Ελληνίδα ήταν -τον έζωναν τα φίδια, σκεφτόταν, Μπας κι είναι μάγισσα, από κείνες τις αλαφροΐσκιωτες που κάνουνε σινιάλα στους νεκρούς; Μπας και τη βρήκε η Ανθώ για να της κάνει μαθήματα στις μαγγανείες;
Μάγισσα δεν ήταν. Μονάχα που σταυροκοπιόταν συνέχεια, και μια φορά που της έπεσε το παιδί απ' τα χέρια -ήτανε διάολος το παιδί- γονάτισε, κοίταξε προς το ταβάνι και βάλθηκε να μουρμουρίζει: ο Στέφανος μπήκε στο σπίτι τη στιγμή που η Τασώ έκανε τη δέηση, κι η Ανθώ μάζευε το παιδί από χάμω. Παρ' ολίγο να πάθει συγκοπή. Το παιδί όμως γέλασε και σήκωσε τα χεράκια του προς τον ουρανό -ο Στέφανος αγριοκοίταξε την Ανθώ και πήγε να πλυθεί για να κάτσει να φάει. Ανυπομονούσε να μεγαλώσει το μωρό για να υπάρχει ένας ακόμα άντρας στο σπίτι. Ο κόσμος, σκεφτόταν, είναι πικρά διχασμένος: στο εργοτάξιο πλήττεις ανάμεσα στους άντρες, στο σπίτι παραξενεύεσαι μπροστά στις συνήθειες των γυναικών.
Στο τέλος της επόμενης χρονιάς γεννήθηκε το κορίτσι. Γεννήθηκε στο παζάρι, καταμεσής στην αγορά. Ο Στέφανος έλειπε απ' το Κάιρο, είχε πάει στο Πορτ Σαΐντ να επιβλέψει μια κατασκευή της εταιρείας που' φτιαχνε το κανάλι -ένα αρδευτικό δίκτυο-, θα γύριζε στο τέλος της βδομάδας. Η Ανθώ με την Τασώ πήγανε στο παζάρι Χαν-αν-Χαλίλι -δεν ήταν μακριά, δεν ήταν όμως και κοντά-, τις πήγε ο Ναγιάφ, ο αμαξάς με το γάιδαρο. Η Ανθώ επέμενε πως ήθελε ακόμα τρεις βδομάδες για να γεννήσει. Ο κόσμος στην αγορά τις κοίταζε: ήταν ασυνήθιστο θέαμα - δυο παχιές γυναίκες με ακάλυπτα κεφάλια, που ζητούσαν με αυθάδεια απ' τους εμπόρους να τους δείξουν τις πραμάτειες τους. Αλλά η Ανθώ δεν έδινε καμιά σημασία στον κόσμο -κοίταζε τα χαλιά, με το δεξί της μάτι να πέφτει λίγο στα δεξιά, το αριστερό στ' αριστερά. Ώσπου ένιωσε το νερό να τρέχει σαν ρυάκι στο εσωτερικό των ποδιών της και να κάνει λιμνούλα στο χώμα. Επιασε το μπράτσο της Τασώς -που κρατούσε στην αγκαλιά τον Μάρκο- κι είπε στον έμπορα:
- Στρώσε κάτω ένα χαλί.
Ο άνθρωπος σάστισε. Ήταν η ώρα της τρίτης προσευχής της μέρας ο μουεζίνης είχε βγει στο μιναρέ κι έψελνε.
- Δεν μπορώ τώρα, είπε. Κι έπεσε γονατιστός να προσευχηθεί στραμμένος προς τη Μέκκα.
Η Τασώ στερέωσε το μωρό στο ένα της χέρι και με το άλλο βούτηξε την Ανθώ και την πήγε στο πισωμάγαζο, μέσα στη στοά. Έστρωσε το χαλί καταγής, η Ανθώ ξάπλωσε φαρδιά-πλατιά, κι ο παραγιός του υφαντή παράτησε την προσευχή στη μέση κι έτρεξε να φέρει τη μαμή.
Όταν γύρισε ο Στέφανος απ' το Πορτ Σαΐντ βρήκε στο σπίτι την Ανθώ -που δεν φαινόταν να 'χει χάσει ούτε ένα δράμι βάρος-, την Τασώ, τον Μάρκο, ένα καινούργιο μωρό -κοριτσάκι- και μια καινούργια υπηρέτρια, μια αραπίνα απ' το Σουδάν. Αλμπάρα τη λέγανε, κι ήταν ωραία σαν άγαλμα. Τα χέρια της, παρατήρησε ο Στέφανος, είναι χέρια πιανίστριας: πράγματι είχε λεπτά και μακριά δάχτυλα, παλάμες ολόλευκες.
Ευτυχώς που το σπίτι ήταν μεγάλο, γιατί κάθε χρόνο οι κάτοικοί του αυξάνονταν. Ο Στέφανος ευχόταν να κάνει πολλά παιδιά, παρά τις θορυβώδεις αραπίνες νταντάδες και παρά τα πάχη της γυναίκας του. Όμως, πολλά παιδιά δεν έκανε: το '75, κι ενώ οι Γάλλοι κι οι Βρετανοί περίμεναν εξέγερση των ντόπιων, η Ανθώ γέννησε πάλι, αλλά το παιδί πέθανε. Έπαθε πυρετό και αιματουρία και πέθανε σε τέσσερις μέρες: οι γιατροί δεν ήξεραν τι αρρώστια είχε. Ο Στέφανος σκεφτόταν. Αν ήμασταν στην Ευρώπη, το παιδί θα 'χε ζήσει. Ξαφνικά, για πρώτη φορά νοστάλγησε τη Λυών, παρ' όλο που δεν νοσταλγούσε τίποτα στη ζωή του, παρ' όλο που κοιτούσε πάντα μπροστά του και ποτέ πίσω του. Αλλά θάψανε το παιδί -ήτανε αγόρι- κι η ζωή τους συνεχίστηκε. Μονάχα που η Ανθώ παραπονιόταν συνέχεια πως γερνούσε, πως τα μαλλιά της άσπριζαν. Να, έλεγε στον Στέφανο, κοίτα δω, και του 'δειχνε τις άσπρες τρίχες μες στα βαμμένα κατάμαυρα μαλλιά. Ο ήλιος εδώ πέρα με γερνάει, η ζέστη χαλάει το δέρμα μου. Ο χαμσίνης με ξεραίνει. Κι είχε αρχίσει καινούργια τελετουργίας λάσπης: λάσπη στο πρόσωπο για τις ρυτίδες, για τις βλαβερές συνέπειες των ανέμων της ερήμου -έπειτα για τις βλαβερές συνέπειες των ανέμων της ερήμου- έπειτα ξέβγαζε κι αυτή τη λάσπη όπως τη μαύρη χέννα. Ο Στέφανος κουνούσε το κεφάλι του αφηρημένα: είχε δέσει την τύχη του με τη διώρυγα και με τις πόλεις που χτίζονταν τώρα στις όχθες της, το πέρασμα του χρόνου τον ενδιέφερε μόνο αν σήμαινε πρόοδο, τεχνικές ανακαλύψεις, βελτιώσεις, καινοτομίες -έλεγε πως το Σουέζ ήταν τα πιο καταπληκτικά εκατόν εξήντα χιλιόμετρα στον κόσμο, πως η διώρυγα ήτανε για τη σύγχρονη εποχή ό,τι οι πυραμίδες για την αρχαία. Προτού χτιστεί η διώρυγα, τόνιζε με έξαψη ο Στέφανος, το Σουέζ ήτανε ένα θλιβερό αράπικο χωριό. Όπως είναι και τώρα, είχε απαντήσει η Ανθώ -όχι ότι την πείραζε. Καλή είναι η Αίγυπτος, έλεγε, μοιάζει με την Ελλάδα. Ετσι περνούσε ο καιρός κι η Ανθώ περιφερόταν στις υπαίθριες αγορές και διάλεγε χάλκινα σκεύη και κιλίμια, παζαρεύοντας σκληρά: είχε γίνει ο πονοκέφαλος των πωλητών. Μαζί της έσερνε τα δυο παιδιά -τον Μάρκο και την Αλίσια-, που ήταν έξυπνα και ροδαλά και που δεν είχαν στραβά μάτια, αλλά μάτια που έπαιζαν.
Οι Ασημάκηδες ανήκαν στη μεσαία τάξη του Καΐρου: Μεσαία τάξη, είχε πει ο Στέφανος, λέξη της καινούργιας εποχής. Όπως κανάλι, διώρυγα, άσφαλτος. Ήταν πλουσιότεροι απ' τον κοσμάκη που έκανε μικρεμπόριο και δούλευε στις υπηρεσίες -υπηρεσίες της συμφοράς-, ήταν φτωχότεροι απ' τους μεγαλέμπορους του μπαμπακιού κι απ' τους γόνους των δυναστειών. Ζούσαν ανάμεσα στους Ευρωπαίους και τους Σύριους τεχνικούς, και τους Ελληνες, τους καταστηματάρχες, τους εμπορικούς αντιπροσώπους, τους μικροεφοπλιστές. Πολλούς φίλους δεν είχαν -εκτός από ένα Γερμανό λεγεωνάριο που γνώρισαν το '72- παρ' όλο που η Ανθώ έκανε εύκολα γνωριμίες και δεν έδινε δεκάρα ούτε για τη φυλή ούτε για τη θρησκεία -οι μελαχρινοί άνθρωποι της άρεσαν, έβρισκε πως οι Αράβισσες είχαν ωραίο, αγέραστο δέρμα. Απ' το σπίτι περνούσαν Εβραίοι, Κόπτες, Λεβαντίνοι, Μαύροι σαν την πίσσα που είχανε γίνει χριστιανοί -αλλά κανένας δεν έμενε πολύ, κι αυτά τα πέρα-δώθε δεν είχαν συνέχεια γιατί ο ένας φοβόταν τον άλλον, οι κοινότητες ήταν κλειστές κι όποιος ξεμύτιζε, ξανάμπαινε γρήγορα στο καβούκι του. Ο μόνος που δεν φοβόταν κανέναν κι ούτε είχε κανέναν ανάγκη ήταν αυτός ο Γερμανός, Γκαστόν Βολφ τον έλεγαν. Είχε έρθει στη Μαύρη Αφρική για να χαρτογραφήσει τα άγνωστα μέρη της σκοτεινής ηπείρου: «Αν και σκοτεινή ήπειρος είναι η δική μας, η Ευρώπη!» έλεγε χαριτολογώντας -«η Ευρώπη, mes amis, έχει σκοτεινή, ερεβώδη ψυχή!». Ο Βολφ έμοιαζε αμέριμνος, πάντα έτοιμος για βεγγέρες, για χορούς, για περιπέτειες- για τίποτα δεν παραπονιόταν, και για όλα είχε μια εξήγηση: γιατί είναι πονηροί οι μουεζίνηδες, γιατί οι σαΐντηδες είναι πιο χαζοί απ' τους άλλους φελάχους και γιατί το πάνω χείλος των Βρετανών μοιάζει αγκυλωμένο.
Ο Γκαστόν Βολφ, αν και Γερμανός, από τη Θουρίγγη, ανήκε στη Γαλλική Λεγεώνα, τη Λεγεώνα των Ξένων: ήταν γαλλόφιλος -υπέρμαχος της Τρίτης Δημοκρατίας. Μαζί με τη γερμανική είχε και τη γαλλική υπηκοότητα.
- Δεν θα μάθουμε ποτέ, mon vieux, έλεγε στον Στέφανο, πως θα ήσαν τα πράγματα αν οι Γάλλοι νικούσαν τον Μπίσμαρκ κι αν επιζούσε η εργατική κυβέρνηση του Παρισιού. Η Κομμούνα, ούτως ειπείν. Θα μείνουμε με την απορία!
Ο Στέφανος εντυπωσιάστηκε
- Να κάποιος, σκέφτηκε, που δεν είναι γραφειοκράτης, να ένας τυχοδιώκτης που δεν είναι απατεώνας αλλά δημοκράτης, republicain.
Ο Βολφ είχε φτάσει μαζί με την εξερευνητική ομάδα του Ρίτσαρντ Φ. Μπέρτον στη Σομαλιλάνδη γύρω στα 1855: απ' ό,τι είχε καταλάβει ο Στέφανος, βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με τον Μπέρτον -ο Μπέρτον πίστευε πως οι Ευρωπαίοι όφειλαν να κατακτήσουν την Αφρική και να σώσουν τους αγρίους από το έρεβος του πρωτογονισμού. Να τους βάλουν να δουλέψουν τη γη, να τη σκάψουν, να την καλλιεργήσουν. Αλλά ο Βολφ δεν ενδιαφερόταν για τις κατακτήσεις, κι ούτε ήταν σίγουρος πως οι άγριοι είναι κατώτερες φυλές. Η λευκή φυλή, κύριε Ασημάκη, είχε πει στον Στέφανο, δεν σταμάτησε ποτέ μπροστά σε τίποτα: στο πέρασμά της σφαγιάζει τα πάντα, ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό!
Εξάλλου, ο Βολφ δεν ήταν επιχειρηματίας, δεν είχε πάει για να εμπορευτεί προϊόντα όπως οι άλλοι -φτερά στρουθοκαμήλου και καουτσούκ και φίλντισι-, είχε πάει μονάχα «για το γούστο», είπε. Για να βρω το γαλάζιο πουλί της ευτυχίας. Είχε φύγει απ' τη Θουρίγγη στις αρχές της δεκαετίας του '50, κι είχε μείνει για λίγο στην Αλγερία, στην έδρα της Λεγεώνας. Όλοι οι απογοητευμένοι εραστές κι οι απελπισμένοι ευγενείς γίνονται «kepis blancs», ασπροσκούφηδες! είπε στον Στέφανο, που έβρισκε την ιδέα της Λεγεώνας των Ξένων σκέτη παλαβομάρα. Μα, ρώτησε τον Βολφ, πως ένα ειρηνόφιλος Γερμανός αποφασίζει να γίνει λεγεωνάριος;
Ο Βολφ γελούσε:
- Δεν ξέρω, cher monsieur, είπε. Είναι απλώς ένα παιχνίδι, ένας τρόπος να υπερβαίνει κανείς τα σύνορα.
Θεωρούσε τον εαυτό του άπατρι -Πατρίδα μου είναι η Λεγεώνα, έλεγε στον Στέφανο, Legio patria mia!- και μισούσε τον Μπίσμαρκ:
- Ο Μπίσμαρκ, είπε ένα βράδυ σε πολυπληθή ομήγυρη στο σπίτι των Ασημάκηδων, είναι η ενσάρκωση του μίσους, στραγγαλίζει το πνεύμα αυτού του αιώνος.
- Μα οργάνωσε το στρατό, το κράτος..., είπε ένας από τους καλεσμένους.
- Ακριβώς γι' αυτό, απάντησε ο Βολφ. Ακριβώς γι' αυτό.
Ο Στέφανος δεν ήξερε πολλά για την πολιτική: ρωτούσε αν ο Μπίσμαρκ είχε κάνει δημόσια έργα, αν στην Πρωσσία είχαν γίνει κατασκευές, αν είχαν ανεγερθεί κτίρια. Ο Βολφ όμως έμοιαζε να μην ενδιαφέρεται: μια φορά του απάντησε πως ο Μπίσμαρκ είναι ο αρχιτέκτονας στρατευμάτων κι όχι κτιρίων. Στρατευμάτων που θα αιματοκυλήσουν τον κόσμο, προς χάριν της πρωσσικής μεγαλαυχίας, τόνισε.
- Και για τον Ναπολέοντα τον Τρίτο τι γνώμη έχετε; ρώτησε ο Στέφανος. Στο κάτω-κάτω, αυτός αναμόρφωσε το Παρίσι, έβαλε τον βαρώνο Ωσμάν να φτιάξει γέφυρες, αποχετευτικά έργα...
- Πρόκειται για τον τελευταίο του παλαιού κόσμου, mon vieux, είπε ο Βολφ. Το μέλλον ανήκει στη δημοκρατία, στο Κοινοβούλιο!
- Και για τον Ισμαήλ Πασά τι γνώμη έχετε; επέμεινε ο Στέφανος. Οι ερωτήσεις του θύμιζαν το γιο του τον Μάρκο που ήτανε τριών χρονών κι όλο ρώταγε, Τι είναι τούτο, τι είν' εκείνο. Γιατί αυτό, γιατί το άλλο. Στο κάτω-κάτω, συνέχισε ο Στέφανος, ο Ισμαήλ συμφώνησε με τον ντε Λεσσέπς για ν' ανοίξουνε το κανάλι.
- Με εξευτελιστικούς όρους για την Αίγυπτο, cher monsieur. Οι Γάλλοι είναι φίλοι μας αλλά, μεταξύ μας, σ' αυτή την περίπτωση συμπεριφέρονται ληστρικά! Έχουν εξασφαλίσει το ογδόντα πέντε τοις εκατό των κερδών κι έχουν βάλει τους φελάχους να κόψουν τη γη με τα χέρια τους.
- Μα, διαμαρτυρήθηκε ο Στέφανος, δεν την κόβουν με τα χέρια τους! Ήρθε εκσκαφέας από τη Γαλλία, θαυμαστό μηχάνημα! Βέβαια, παραδέχτηκε, άργησε κάπως να φτάσει
- Όταν έφτασε, αν δεν απατώμαι, οι φελάχοι είχαν ήδη καθαρίσει δεκαεφτά χιλιάδες κυβικά σκόνη, είπε ο Βολφ.
- Είναι αλήθεια, συμφώνησε αναστενάζοντας ο Στέφανος. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, οι Αραβες δεν θέλουν να πάνε μπροστά. Το Ισλάμ τους έχει αποκοιμίσει.
- Ούτε αυτό θα το μάθουμε ποτέ, mon vieux. Το αν θέλουν να πάνε μπροστά, εννοώ. Όσο για τον Ισμαήλ, υπήρξε τυχερός, συνέχισε ο Βολφ. Ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος του έδωσε το προβάδισμα στον βάμβακα.
Ναι, σκέφτηκε ο Στέφανος, αλλά, όταν ο πόλεμος τελείωσε, οι τιμές έπεσαν, η αιγυπτιακή οικονομία έφτασε στα όρια της πτώχευσης. Ή όχι; Αλλά δεν είπε τίποτα γιατί ο Βολφ γνώριζε καλύτερα τη Μαύρη Ήπειρο -δεν είχε μείνει στα παράλια, είχε εισχωρήσει σε απάτητα εδάφη. Μετά την αποστολή του Μπέρτον το 1855, ο Βολφ πήγε στο Μαρόκο, διέσχισε τα όρη του Ατλαντα, και το '62 μπήκε, μεταμφιεσμένος σε Αραβα, στην περιοχή Φεζάν της Λιβύης στα βάθη της Σαχάρας. Την επόμενη χρονιά προχώρησε νοτιότερα στην Αφρική, πέρασε απ' τον Νίγηρα κι έπειτα ξαναπήγε προς τα βόρεια μέχρι το Κάιρο. Είχε πολλές ιστορίες να διηγηθεί -αλλά αυτό που άρεσε στον Στέφανο ήταν πως δεν τις διηγιόταν. Διατηρούσε μια περιφρόνηση για την ετικέτα, περνούσε απ' το σπίτι των Ασημάκηδων απρόσκλητος, κάθε μέρα σχεδόν -κι αν ο Στέφανος δεν ήταν εκεί καθόταν στη βεράντα και τον περίμενε πίνοντας τσάι και παίζοντας με τον Μάρκο. Ο Μάρκος ήταν η αδυναμία του, ο Στέφανος αναρωτιόταν γιατί: πώς μπορείς να κάθεσαι να κάνεις διάλογο μ' ένα παιδί;
Το '72, όταν γνωρίστηκε με τον Στέφανο, ο Βολφ ήταν τριάντα οκτώ χρονών κι είχε μόλις παντρευτεί μια Γαλλίδα, κόρη αιγυπτιολόγου από τη Μασσαλία, που αγωνιζόταν να ιδρύσει αρχαιολογικό μουσείο στο Κάιρο και να εμποδίσει την αρχαιοκαπηλία. Οι Ασημάκηδες άργησαν να τη γνωρίσουν: ο Βολφ τους επισκεπτόταν μόνος του, κι όπως είχε πει η Ανθώ, «δεν έμοιαζε παντρεμένος». Δηλαδή πώς είναι οι παντρεμένοι; ρώτησε ο Στέφανος, ξέροντας την απάντηση. Αλλιώτικοι, είπε η Ανθώ. Είναι σαν εμάς.
Δηλαδή πώς είμαστε εμείς; αναρωτήθηκε παραξενεμένο ο Στέφανος. Αργότερα, όταν είδε την Αννί, σκέφτηκε: Πράγματι δεν είναι σαν εμάς. Αλλά δεν μπορούσε να περιγράψει πώς ήταν. Κι αργότερα, δεν μπορούσε να τη φανταστεί -το πρόσωπό της του διέφευγε.
Ένα βράδυ, στη γιορτή της κόρης του Γάλλου προξένου, ο Βολφ έφερε μαζί του την Αννί: η δεξίωση γινόταν στο Grill Room του ξενοδοχείου Σέπχερντ. Η Αννί Βολφ δεν είχε κλείσει τα είκοσι τρία και φαινόταν ακόμα μικρότερη. Ο Στέφανος σκέφτηκε πως δεν ήταν όμορφη και ότι την ίδια στιγμή ήταν πολύ-πολύ όμορφη: τα μάτια της ήταν υπερβολικά μακριά το ένα απ' το άλλο, κι είχε μια μικρή, πεταχτή μύτη και τα πιο λευκά και παιδικά χέρια που είχε δει ποτέ ο Στέφανος. Την ερωτεύτηκε πολύ, και την ερωτεύτηκε αμέσως - μόλις την είδε στη βεράντα του Σέπχερντ δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτα, και ανακάλυψε ξαφνικά ότι δεν μπορούσε να καταπιεί, κι ότι είχε ξεχάσει πώς αναπνέουν. Η αναπνοή τού φαινόταν κάτι που χρειαζόταν τεχνική και κόπο.