0
Your Καλαθι
Το κουδούνι του τρόμου
Μια Συναρπαστική Περιπέτεια για Αναγνώστες με Ατσάλινα Νεύρα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Βερίνα Χωρεάνθη
Δημοσιεύτηκε 26 Ιουλίου 2019 στο Διάστιχο
Ήρωας της ιστορίας είναι ο μικρός Νικολάκης Πιτσιρίμπος, ο οποίος σκαρφίζεται διάφορες ανώδυνες σκανταλιές γυρίζοντας από το σχολείο, προσπαθώντας να κάνει πιο διασκεδαστική αυτή τη βαρετή, καθημερινή διαδρομή. Μια αγαπημένη του συνήθεια είναι να χτυπάει τα κουδούνια των σπιτιών και στη συνέχεια να τρέχει και να κρύβεται, διασκεδάζοντας με τους αγανακτισμένους ιδιοκτήτες που αντιλαμβάνονται ότι κάποιος τους κάνει πλάκα καθώς δεν βλέπουν κανέναν έξω από την πόρτα τους. Μια μέρα όμως βρίσκει τον δάσκαλό του, όταν χτυπώντας ένα κουδούνι, το δάχτυλό του μένει κολλημένο εκεί. Απευθύνεται σε διάφορους περαστικούς, όμως κανείς δεν τον βοηθάει, είτε γιατί έχουν προηγούμενα μαζί του είτε γιατί εκμεταλλεύονται την κατάστασή του για δικό τους όφελος. Όταν κάποια στιγμή εμφανίζεται η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, γεμάτη ευγένεια και προθυμία να τον αποζημιώσει προσφέροντάς του γλυκίσματα, ξεκινάει η απίστευτη περιπέτεια του Νικολάκη, όπου εμπλέκεται ένα τσίρκο που είχε καεί στο παρελθόν, μια λεοπάρδαλη, δύο εκκεντρικές ηλικιωμένες αδελφές, ένας δαιμόνιος αστυνομικός και πολλοί άλλοι χαρακτήρες και πλάσματα που συνδέονται μεταξύ τους σαν τις κουκκίδες μιας μαγικής εικόνας.
Κι αυτό είναι, ουσιαστικά, το μυθιστόρημα του Τριβιζά: μια μαγική εικόνα. Η αρχή σε προϊδεάζει για κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που προκύπτει στη συνέχεια, αλλά καθώς τα διάφορα πρόσωπα μπαίνουν σιγά σιγά στην ιστορία, αρχίζουν και συσχετίζονται γεγονότα από το παρελθόν και ύποπτες δραστηριότητες του παρόντος χρόνου, και όλα αυτά έρχονται και δένουν με κάποιον τρόπο με τον ανυποψίαστο Νικολάκη. Ξεκινώντας από κάτι απλό και συνηθισμένο, όπως είναι μια αθώα σκανταλιά, παρακολουθούμε τον μικρό πρωταγωνιστή να μπλέκει σε όλο και μεγαλύτερα προβλήματα. Στην αρχή είναι, μεταξύ άλλων, η γειτόνισσα και η συμμαθήτριά του, που όχι μόνο αρνούνται να τον βοηθήσουν να ξεκολλήσει το δάχτυλό του από το κουδούνι επειδή δεν τους είχε φερθεί σωστά στο παρελθόν, αλλά τον εμπαίζουν κιόλας, η καθεμία με τον τρόπο της. Ήδη λοιπόν ο Νικολάκης αρχίζει να μετανιώνει και για την τωρινή επιπολαιότητά του, αλλά και για την προηγούμενή του συμπεριφορά. Στη συνέχεια, είναι η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, που τον βοηθάει μεν, αλλά τον παίρνει μαζί της μέσα στο σπίτι όπου, με την αδερφή της, έχουν καταστρώσει ένα ανατριχιαστικό σχέδιο, στο οποίο εκείνος κινδυνεύει να παίξει το ρόλο του θύματος. Καθώς μεγαλώνουν τα προβλήματα που προκύπτουν για τον ήρωα, μεγαλώνει και η επικινδυνότητα της κατάστασης στην οποία βρίσκεται. Αργότερα, θα έρθει αντιμέτωπος με αδίστακτους κακοποιούς, οι οποίοι θα τον εκθέσουν σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο. Η εξέλιξη της ιστορίας γίνεται μεθοδικά, με τον συγγραφέα να εντάσσει κατά διαστήματα κι ένα καινούργιο πρόσωπο στην υπόθεση. Ανοίγει έτσι ο κύκλος της δράσης, άρα η ιστορία γίνεται όλο και πιο περίπλοκη.
Όλα αυτά αναπτύσσονται μέσα από ζωηρές περιγραφές που μοιάζουν να ακολουθούν τη φαντασία και τον τρόπο σκέψης του μικρού ήρωα. «Ο ήλιος έλαμπε σαν ένα μεγάλο αξεφλούδιστο πορτοκάλι πασπαλισμένο με χρυσόσκονη», λέει ο συγγραφέας-αφηγητής στις πρώτες σελίδες, δίνοντας το στίγμα της φαντασιακής ατμόσφαιρας που θα επικρατήσει σε όλη την ιστορία. Το παιδί αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του σύμφωνα με όσα μπορεί να κατανοήσει, είναι λογικό επομένως να βλέπει τον ήλιο σαν πορτοκάλι ή, όπως λέει σε κάποιο άλλο σημείο, το σύννεφο σαν «μισοφαγωμένο κουραμπιέ» – εικόνες οικείες για το παιδί, οι οποίες βρίσκουν αντιστοιχίες στο φυσικό περιβάλλον. Σε ανάλογο κλίμα κινούνται οι περιγραφές σε όλο το βιβλίο, με εντυπωσιακούς και ενίοτε αναπάντεχους συνδυασμούς στοιχείων: «Τις προάλλες έγιναν τρεις κλοπές κασκόλ από σιφονιέρες, μία αρπαγή γκρανκάσας από συμφωνική ορχήστρα και δύο απαγωγές πεκινουά από κομμωτήριο σκύλων» (σ. 94) ή: «Φορούσε ανοιχτόχρωμο λινό κοστούμι με δίχρωμη ορχιδέα στην μπουτονιέρα, γαλάζιο γιλέκο ολοστόλιστο με άνθη λωτού και μικρά ζαφείρια για κουμπιά, και παντόφλες από δέρμα λευκού ζαρκαδιού αργυροκεντημένες με το καλλιγραφικό μονόγραμμά του» (σ. 220) και παρακάτω: «Με αυτά τα λόγια έκανε μεταβολή και χάθηκε μέσα σε ένα σύννεφο από πορτοκαλί λιγκουάλα και μπλε ελεκτρίκ τροπικές πεταλούδες» (σ. 241).
Σε ανάλογο μοτίβο, η υπέροχη ασπρόμαυρη εικονογράφηση του Στίβεν Ουέστ θυμίζει παλιά βιβλία παραμυθιών, με λεπτές γραμμές, ατμοσφαιρικές φωτοσκιάσεις και έμφαση στις λεπτομέρειες. Βλέπουμε τα πρόσωπα να έχουν τονισμένα τα μάτια, παραπέμποντας στις μάσκες της Κομέντια ντελ άρτε, και τα πλούσια σκηνικά να αποδίδουν συναρπαστικά την ατμόσφαιρα του μυστηρίου και του ονείρου.
Η Βερίνα Χωρεάνθη είναι κριτικός, μεταφράστρια και αρθρογράφος.
Δημοσιεύτηκε 26 Ιουλίου 2019 στο Διάστιχο
Ήρωας της ιστορίας είναι ο μικρός Νικολάκης Πιτσιρίμπος, ο οποίος σκαρφίζεται διάφορες ανώδυνες σκανταλιές γυρίζοντας από το σχολείο, προσπαθώντας να κάνει πιο διασκεδαστική αυτή τη βαρετή, καθημερινή διαδρομή. Μια αγαπημένη του συνήθεια είναι να χτυπάει τα κουδούνια των σπιτιών και στη συνέχεια να τρέχει και να κρύβεται, διασκεδάζοντας με τους αγανακτισμένους ιδιοκτήτες που αντιλαμβάνονται ότι κάποιος τους κάνει πλάκα καθώς δεν βλέπουν κανέναν έξω από την πόρτα τους. Μια μέρα όμως βρίσκει τον δάσκαλό του, όταν χτυπώντας ένα κουδούνι, το δάχτυλό του μένει κολλημένο εκεί. Απευθύνεται σε διάφορους περαστικούς, όμως κανείς δεν τον βοηθάει, είτε γιατί έχουν προηγούμενα μαζί του είτε γιατί εκμεταλλεύονται την κατάστασή του για δικό τους όφελος. Όταν κάποια στιγμή εμφανίζεται η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, γεμάτη ευγένεια και προθυμία να τον αποζημιώσει προσφέροντάς του γλυκίσματα, ξεκινάει η απίστευτη περιπέτεια του Νικολάκη, όπου εμπλέκεται ένα τσίρκο που είχε καεί στο παρελθόν, μια λεοπάρδαλη, δύο εκκεντρικές ηλικιωμένες αδελφές, ένας δαιμόνιος αστυνομικός και πολλοί άλλοι χαρακτήρες και πλάσματα που συνδέονται μεταξύ τους σαν τις κουκκίδες μιας μαγικής εικόνας.
Κι αυτό είναι, ουσιαστικά, το μυθιστόρημα του Τριβιζά: μια μαγική εικόνα. Η αρχή σε προϊδεάζει για κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που προκύπτει στη συνέχεια, αλλά καθώς τα διάφορα πρόσωπα μπαίνουν σιγά σιγά στην ιστορία, αρχίζουν και συσχετίζονται γεγονότα από το παρελθόν και ύποπτες δραστηριότητες του παρόντος χρόνου, και όλα αυτά έρχονται και δένουν με κάποιον τρόπο με τον ανυποψίαστο Νικολάκη. Ξεκινώντας από κάτι απλό και συνηθισμένο, όπως είναι μια αθώα σκανταλιά, παρακολουθούμε τον μικρό πρωταγωνιστή να μπλέκει σε όλο και μεγαλύτερα προβλήματα. Στην αρχή είναι, μεταξύ άλλων, η γειτόνισσα και η συμμαθήτριά του, που όχι μόνο αρνούνται να τον βοηθήσουν να ξεκολλήσει το δάχτυλό του από το κουδούνι επειδή δεν τους είχε φερθεί σωστά στο παρελθόν, αλλά τον εμπαίζουν κιόλας, η καθεμία με τον τρόπο της. Ήδη λοιπόν ο Νικολάκης αρχίζει να μετανιώνει και για την τωρινή επιπολαιότητά του, αλλά και για την προηγούμενή του συμπεριφορά. Στη συνέχεια, είναι η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, που τον βοηθάει μεν, αλλά τον παίρνει μαζί της μέσα στο σπίτι όπου, με την αδερφή της, έχουν καταστρώσει ένα ανατριχιαστικό σχέδιο, στο οποίο εκείνος κινδυνεύει να παίξει το ρόλο του θύματος. Καθώς μεγαλώνουν τα προβλήματα που προκύπτουν για τον ήρωα, μεγαλώνει και η επικινδυνότητα της κατάστασης στην οποία βρίσκεται. Αργότερα, θα έρθει αντιμέτωπος με αδίστακτους κακοποιούς, οι οποίοι θα τον εκθέσουν σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο. Η εξέλιξη της ιστορίας γίνεται μεθοδικά, με τον συγγραφέα να εντάσσει κατά διαστήματα κι ένα καινούργιο πρόσωπο στην υπόθεση. Ανοίγει έτσι ο κύκλος της δράσης, άρα η ιστορία γίνεται όλο και πιο περίπλοκη.
Όλα αυτά αναπτύσσονται μέσα από ζωηρές περιγραφές που μοιάζουν να ακολουθούν τη φαντασία και τον τρόπο σκέψης του μικρού ήρωα. «Ο ήλιος έλαμπε σαν ένα μεγάλο αξεφλούδιστο πορτοκάλι πασπαλισμένο με χρυσόσκονη», λέει ο συγγραφέας-αφηγητής στις πρώτες σελίδες, δίνοντας το στίγμα της φαντασιακής ατμόσφαιρας που θα επικρατήσει σε όλη την ιστορία. Το παιδί αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του σύμφωνα με όσα μπορεί να κατανοήσει, είναι λογικό επομένως να βλέπει τον ήλιο σαν πορτοκάλι ή, όπως λέει σε κάποιο άλλο σημείο, το σύννεφο σαν «μισοφαγωμένο κουραμπιέ» – εικόνες οικείες για το παιδί, οι οποίες βρίσκουν αντιστοιχίες στο φυσικό περιβάλλον. Σε ανάλογο κλίμα κινούνται οι περιγραφές σε όλο το βιβλίο, με εντυπωσιακούς και ενίοτε αναπάντεχους συνδυασμούς στοιχείων: «Τις προάλλες έγιναν τρεις κλοπές κασκόλ από σιφονιέρες, μία αρπαγή γκρανκάσας από συμφωνική ορχήστρα και δύο απαγωγές πεκινουά από κομμωτήριο σκύλων» (σ. 94) ή: «Φορούσε ανοιχτόχρωμο λινό κοστούμι με δίχρωμη ορχιδέα στην μπουτονιέρα, γαλάζιο γιλέκο ολοστόλιστο με άνθη λωτού και μικρά ζαφείρια για κουμπιά, και παντόφλες από δέρμα λευκού ζαρκαδιού αργυροκεντημένες με το καλλιγραφικό μονόγραμμά του» (σ. 220) και παρακάτω: «Με αυτά τα λόγια έκανε μεταβολή και χάθηκε μέσα σε ένα σύννεφο από πορτοκαλί λιγκουάλα και μπλε ελεκτρίκ τροπικές πεταλούδες» (σ. 241).
Σε ανάλογο μοτίβο, η υπέροχη ασπρόμαυρη εικονογράφηση του Στίβεν Ουέστ θυμίζει παλιά βιβλία παραμυθιών, με λεπτές γραμμές, ατμοσφαιρικές φωτοσκιάσεις και έμφαση στις λεπτομέρειες. Βλέπουμε τα πρόσωπα να έχουν τονισμένα τα μάτια, παραπέμποντας στις μάσκες της Κομέντια ντελ άρτε, και τα πλούσια σκηνικά να αποδίδουν συναρπαστικά την ατμόσφαιρα του μυστηρίου και του ονείρου.
Η Βερίνα Χωρεάνθη είναι κριτικός, μεταφράστρια και αρθρογράφος.
Κριτικές
13/09/2020, 15:52