0
Your Καλαθι
Η κόρη του συγγραφέα ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Ο Αρμάν Μπουαζιέ είναι ένας καταξιωμένος συγγραφέας, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, που στη δύση της ζωής του, συνεχίζει το έργο του μοναχικά, με αποκλειστική σύντροφο, υποστηρικτή και σύμβουλο την κόρη του Σάντυ. Βλέποντας τη Σάντυ σαν τη διάδοχο της νεκρής πια γυναίκας του στη ζωή του, ο Αρμάν Μπουαζιέ κλονίζεται όταν εκείνη παύει να είναι η αφοσιωμένη κόρη του και η πιο πιστή οπαδός του και υποκύπτει στη γοητεία του δημοφιλούς νεαρού συγγραφέα και ανταγωνιστή του πατέρα της Ζι Βε Ντε, ανακαλύπτοντας έτσι ένα άλλο είδος ζωής, γεμάτο πάθος και ένταση. Η Σάντυ αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο νέο αντικείμενο του πόθου της, ενώ ο Αρμάν Μπουαζιέ, που βλέπει το μυθιστόρημα του Ζι Βε Ντε να σπάει ρεκόρ πωλήσεων την ώρα που το δικό του δεν έχει καμία εμπορική τύχη, βρίσκεται ξαφνικά εγκλωβισμένος ανάμεσα στην πατρική ζήλια και στα προβλήματα της καριέρας του. Ο Μπουαζιέ πρέπει να αμυνθεί σαν δημιουργός εγκαταλελειμμένος από το κοινό του και σαν πατέρας που έχει χάσει το παιδί του.
Με ένα απλό αφηγηματικό στιλ, ο Ανρί Τρουαγιά περιγράφει με ανάλαφρη ειρωνεία το μικρόκοσμο των γραμμάτων και μας παρουσιάζει με συγκλονιστικό τρόπο τις σχέσεις και τις ανατροπές μέσα σ' αυτόν.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του μυθιστορήματος (που θα έλεγες ότι κινείται στα όρια της εκτενούς νουβέλας από τυπική άποψη) του γνωστού Γάλλου πεζογράφου και δοκιμιογράφου Ανρί Τρουαγιά (1911...) σκέπτεσαι μεταξύ άλλων ότι τη θεματική του συγκεκριμένου κειμένου μπορούν να υπηρετήσουν μόνο συγγραφείς με σύγχρονες αστικές παραστάσεις και ανάλογη παράδοση κουλτούρας. Εννοώ ότι στα καθ' ημάς, ας πούμε, θα ναυαγούσε η προσπάθεια να αυτοβιογραφηθεί και να πλάσει τους μύθους του με βάση τον εαυτό του ένας δημιουργός, αφού το κοινωνικοπνευματικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτός κινείται (άρα και ο ίδιος) δεν αντέχει σε σοβαρή ηθογράφηση...
Πιο συγκεκριμένα: ο υπερήλιξ σήμερα, ακαδημαϊκός, Τρουαγιά (με τις ιστορικές βιογραφίες του οποίου συναντηθήκαμε νεότεροι, όπως και με ενός άλλου σημαντικού βιογράφου μιας παρωχημένης πλέον εποχής, του Εμίλ Λούντβιχ), τον περασμένο χρόνο υπέγραψε το σχολιαζόμενο βιβλίο, που προσπαθεί να φωτίσει σατιρικά το ρόλο του καταξιωμένου, πλην ξεπερασμένου, συγγραφέα στις (μετα)μοντέρνες συνθήκες ζωής και αγοράς. Τα σχετικά γαλλικά ήθη προσφέρονται για μια τέτοια ειρωνική ανατομία, ενώ των υπαναπτύκτων χωρών, δυστυχώς όχι. Γι' αυτό ανάλογες, εγχώριες απόπειρες καταγραφής των σύγχρονων σχέσεων συγγραφέα και της εποχής του πίπτουν στο κενό. Έχουμε διαβάσει κείμενα που προσπαθούν, εις μάτην, να σκιαγραφήσουν με διάφορα στιλ, π.χ. τη σύγκρουση δημιουργού και κριτικών, τις αντιδικίες μεταξύ ομότεχνων γενικά, ή πολύ περισσότερο τις προστριβές των τελευταίων με τον ίδιο τους τον εαυτό. Η αιτία της συγκεκριμένης αποτυχίας που υπαινίχθηκα δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση: τα δικά μας μεγέθη είναι μικρά και έτσι η αστική ηθογράφηση -ή όπως αλλιώς λέγεται- μιας κατάστασης είναι καταδικασμένη σε χαμηλές πτήσεις, όταν δεν φτάνει στο σημείο της φαιδρότητας. Δεν θυμάμαι κάποια ελληνική, εκτενή μυθοπλασία με ήρωα συγγραφέα ή άλλον καλλιτέχνη, η οποία να μπορεί να τροφοδοτηθεί με δραματική επάρκεια από το σύγχρονο πολιτισμικό περιβάλλον. Η αλληλεπίδραση πρωταγωνιστών και σκηνικού δεν αποφέρει καρπούς, διότι τα δοχεία τους ανταλλάσσουν κοινότοπη ενέργεια, στοιχεία μιας καθημερινότητας χθαμαλής και μίζερης.
Όψεις της βιολογικής και καλλιτεχνικής φθοράς
Ο Τρουαγιά, λοιπόν, θαλερός πρεσβύτης, καταπιάνεται με τα του οίκου του, ιδιωτικά και δημόσια: επικεντρώνεται, και όχι για πρώτη φορά, στην πληθωρική του καριέρα (έχει υπογράψει μέχρι την «Κόρη...», νομίζω, 59 τίτλους, όσους και ο ήρωάς του), σε έναν χαρακτήρα που μόνο στο όνομα θα έλεγε κανείς ότι παραλλάσσει από το δημιουργό του. Φυσικά υπάρχουν και άλλα υλικά, επινοημένα, στο ημιαυτοβιογραφικό αυτό βιβλίο, ο εντοπισμός των οποίων μένει να δούμε αν έχει τόση σημασία για την προσέγγισή του. Αυτό που προέχει πάντως είναι να εξετάσουμε το τρόπο με τον οποίο χειρίζεται ο Τρουαγιά όψεις της βιολογικής και καλλιτεχνικής φθοράς ενός δημιουργού.
Έχει άραγε μόνο εξωλογοτεχνικό, σκανδαλοθηρικό ενδιαφέρον η περίπτωση ενός συγγραφέα που εξομολογείται ή μαρτυρά για πλευρές της βιωματικής, ιδιωτικής του πορείας; Όχι, βέβαια, ας μου επιτραπεί να πω, παρά τους ισχυρισμούς άλλων, γιατί όσα μας λέει ο συγγραφέας περνούν μέσα από τη λυδία λίθο της γραφής, η οποία είναι ο τελικός κριτής. Λίγο μας νοιάζει αν η εξομολογητική, αυτοκριτική παράμετρος πολύ ενδιαφέρει τη μεταμοντέρνα αγορά, η οποία την εντάσσει για λόγους μάρκετινγκ μέσα στο αισθητικό παιχνίδι.
Ο ογδονταπεντάχρονος Αρμάν Μπουαζιέ, περσόνα οπωσδήποτε του δημιουργού του, είναι ένας συγγραφέας που καταλαβαίνει ότι έχει φθάσει στο τέλος της κούρσας. Έχει δρέψει όσες δάφνες μπόρεσε, έγινε μέλος της Ακαδημίας και τώρα, χήρος, προσπαθεί να επικοινωνήσει όσο γίνεται βαθύτερα με την περίπου πενηντάχρονη, ελκυστική κόρη του Σάντι, που είναι χωρισμένη από έναν Αμερικανό επιχειρηματία. Παράλληλα ασχολείται, βέβαια, με το γράψιμο, αν και τα αισθήματα της ψυχικής και βιολογικής κόπωσης που τον διακατέχουν μοιάζουν να επηρεάζουν και το έργο του. Ο Τρουαγιά, γνώστης της κλασικής λογοτεχνίας, έχει δοσμένες, αν μη τι άλλο, παραστάσεις από την περιοχή που θέλει να ανιχνεύσει. Ο καλλιτέχνης στας δυσμάς της δημιουργικής και σωματικής του πορείας έχει κυκλοφορήσει πολύ ως δραματικό εύρημα στις προζαϊκές και ποιητικές σελίδες πολλών έγκυρων κειμένων της παγκόσμιας γραμματείας. Το θέμα είναι ότι ο Τ. προτιμά μία σχετικά ασυνήθιστη οπτική γωνία αντιμετώπισης του προβλήματος: την ιλαροτραγική.
Με δόσεις χιούμορ και σαρκασμού, ο Μπουαζιέ στέκεται μπροστά στο αδιέξοδό του. Ξέρει, σαν κάποιος ήρωας του Τσέχοφ, ο Τριγκόριν στο «Γλάρο» (ο Τ. έχει γράψει μελέτη για το μεγάλο Ρώσο), ότι μπορεί και πρέπει να εμπνέεται αισθητικά από το παραμικρό αίνιγμα, από τον πόνο, τη συντριβή και τη χαρά. Ως καλλιτέχνης έχει βοηθό τη γραφή, την οποία αντιμετωπίζει ως οντολογία. Αυτή τον κάνει να υποφέρει αλλά και μέσω αυτής μπορεί να υπάρχει (τώρα σε ποιο μήκος χρόνου, αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Η γυναίκα του τον κατηγορούσε ότι ζούσε μάλλον με τους φανταστικούς του ήρωες παρά με τα αληθινά πρόσωπα, και είχε δίκιο, διότι αυτή περιέγραφε με την έγκλησή της, την αντιθετική, διχασμένη, πλην σωτήρια, πραγματικότητα του συγγραφέα.
Ο Μπουαζιέ αποτυγχάνει με το τελευταίο του βιβλίο να πάρει πρωτιά στα μπεστ σέλερ, γεγονός που ενοχλεί περισότερο τη Σάντι, φανατική του θαυμάστρια και αφανή ιμπρεσάριό του, παρά τον ίδιο, που έχει μισοπαραιτηθεί από τις δημοσιότητες. Βέβαια, ο εθισμός στην αναγνώριση τον κάνει να θλίβεται από την αποτυχία του βιβλίου. Το πρόβλημα φαίνεται να λύνει η ενθουσιώδης κριτική, γραπτή και προφορική, ενός νέου συγγραφέα, του Ζαν-Βικτόρ Ντεζορμιέ, που βγάζει για λίγο το έργο από την αφάνεια. Ο τελευταίος είναι ένας φιλόδοξος πεζογράφος με μοντέρνο ύφος, που κάπως εκπλήσσει τους φιλολογικούς κύκλους με την προτίμησή του στην κλασικότροπη γραφή τού Μπουαζιέ. Ο Ντεζορμιέ, όμως, αδιαφορεί για τα σχόλια και πολιορκεί σχεδόν τον ακαδημαϊκό με θαυμασμό και πλαστή ταπεινότητα. Σε μια επίσκεψή του στο σπίτι του γηραιού συγγραφέα προτείνει ν' αρχίσει μια βιογραφία του τελευταίου και βρίσκει ένθερμο σύμμαχο τη Σάντι, η οποία επιπλέον τον ερωτεύεται. Το ζευγάρι αρχίζει να συζεί και η θυγάτηρ παραμελεί τον πατέρα, ο οποίος νιώθει όχι μόνο ως εγκαταλελειμμένος ανιών αλλά περίπου και ως προδομένος σύζυγος. Και ενώ το οιδιπόδειο πλανιέται, η Σάντι πιέζει τον πατέρα της να ψηφίσει το τελευταίο βιβλίο του φίλου της για βραβείο της Ακαδημίας. Εκείνος, με αντιφατικές σκέψεις και αισθήματα, πείθει τους συναδέλφους του να το τιμήσουν και ο Ντεζορμιέ καθιερώνεται. Ο τυχοδιώκτης πεζογράφος, με τη βοήθεια και της κόρης τού Μπουαζιέ, βρίσκεται για καιρό στο επίκεντρο της δημοσιότητας, παρασύροντας και τη γυναίκα σε ένα τρελό φλερτ με τα αγοραία. Ο Μπουαζιέ, πληγωμένος «εραστής», παρακολουθεί τα τεκταινόμενα σχεδόν αξιολύπητος.
Ο Τρουαγιά έχει την προνοητικότητα να υιοθετήσει ένα ελαφρύ ύφος, διάστικτο όμως από μελανούς τόνους, το οποίο υπηρετεί κάποιες οξύτατα μελαγχολικές παρατηρήσεις για την κάπως γελοία θέση του ήρωα, τον οποίο οικτίρουμε υπομειδιώντας. Ο τελευταίος, λοιπόν, αναμένει στωικά την επιστροφή της αγαπημένης. Η Σάντι του γυρίζει σ' αυτόν μετά το ναυάγιο της σχέσης της με τον Ντεζορμιέ, ο οποίος έχει τρέξει πίσω από μια νεότερή της γυναίκα, ηθοποιό της μόδας.
Η εμπειρία του Μπουαζιέ δίνει το αναμενόμενο δημιουργικό εξαγόμενο, ένα βιβλίο με ήρωες τα πρόσωπα του πρόσφατου «δράματος» και, βέβαια, με καταστάσεις εμπνευσμένες από το ρομάντζο της Σάντι. Η «πραγματικότητα» αυτή ζωντάνεψε σε ένα καινούργιο μυθιστόρημα, το οποίο απέτυχε καλλιτεχνικά αλλά σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία, συγκινώντας ευαίσθητες ψυχές.
Βιβλίο-χρονικό των σχέσεων
Ο Μπουαζιέ δεν είναι ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα, νιώθει ξοφλημένος. Δεν τον προσέχουν «για την αφήγησή του, την ευρηματικότητα, την οξυδέρκεια, την ψυχολογία, το στιλ, αλλά (για) το άρωμα του σκανδάλου που αναδινόταν από το σύνολο». Το φυσικό τέλος επέρχεται εν μέσω αυτής της αδόκητης/επιθυμητής επιτυχίας και σφραγίζει ειρωνικά το (ιλαρό) δράμα. Προηγουμένως γίναμε μάρτυρες της σκέψης πατέρα και κόρης να συνυπογράψουν ένα μυθοπλαστικό βιβλίο-χρονικό των σχέσεών τους, αλλά ο Τρουαγιά δεν μας αφήνει αφηγηματικά περιθώρια για να μάθουμε την τύχη του. Εν συνεχεία, ο μοπασανικός Ντεζορμιέ καταλαμβάνει τη θέση του Μπουαζιέ στην Ακαδημία, παρά τις προσπάθειες της Σάντι να ματαιώσει αυτή την άνοδο.
Ο Τρουαγιά αντιμετωπίζει το θέμα του υποστηρίζοντας μια εύπεπτη φαινομενικά, πλην υποψιασμένη βαθύτερα, φόρμα, η οποία αιμοδοτείται από μια βιωμένη αντίληψη για το πεπερασμένο της αισθητικής πρότασης, την έλλειψη διάρκειας, δηλαδή, ακόμα και του καλλιτεχνικού, όχι μόνο του βιολογικού. Η επιτυχημένη σκόπευση του Γάλλου συγγραφέα στα σύγχρονα λογοτεχνικά γαλλικά ήθη και βαθύτερα, στη συμβολική μοίρα του ήρωά του, βετεράνου σταρ, που προσπαθεί να ψελλίσει, αμήχανος και ηττοπαθής, τις τελευταίες του ιδέες, βιώνοντας ένα σύστημα αξιών μάλλον εχθρικό απέναντι στα παλαιά είδωλα, αναδεικνύει το τραγελαφικό: το φαύλο κύκλο της συγκυρίας μέσα στην οποία συνωστίζονται αντίπαλες και νεφελώδεις στις ιδέες και στην ηθική τους οι γενιές.
Η κ. Μελίνα Καρακώστα διεξήλθε με επάρκεια το λιτό ύφος ενός μυθιστορήματος που θίγει πολυεστιακά τις ιλαροτραγικές όψεις ενός κόσμου καταδικασμένου να ζει μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, χωρίς να μπορεί να επιλέξει το σωτήριο προσανατολισμό, αφού και η γραφή, το όχημα επιβίωσης, υφίσταται κι αυτή φθορές.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ,
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/04/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις