0
Your Καλαθι
Η βαρόνη και ο μουσικός
η βαρόνη φον Μεκ και ο Τσαικόφσκι
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Στη Ρωσία του 19ου αιώνα, μια αινιγματική χήρα με τεράστια περιουσία και μητέρα έντεκα παιδιών, η βαρόνη φον Μεκ, γοητεύεται από το πηγαίο ταλέντο του Τσαϊκόφσκι. Αποφασίζει, άλλωστε, να τον βοηθήσει στη δημιουργική του πορεία, χορηγώντας του επί μηνιαίας βάσης ένα γενναιόδωρο επίδομα, που θα του επιτρέψει ν' αφοσιωθεί στο έργο του, με τον όρο, ωστόσο, να μην ειδωθούν ποτέ. Αυτός ο θαυμασμός γρήγορα θα μεταμορφωθεί σε έρωτα από την πλευρά της βαρόνης, η οποία, όμως, θέλοντας να κρατήσει αναλλοίωτα τα αισθήματά της για εκείνον και να αποφύγει κάθε φθορά από το χρόνο και τη συνήθεια, δεν θα τον συναντήσει ποτέ. Σε αντάλλαγμα, θα αναπτυχθεί μεταξύ τους μια πλατιά αλληλογραφία, όπου ο συνθέτης εκθέτει τις απόψεις του για τη μουσική, τη λογοτεχνία, την ιστορία και την πολιτική.
Πάντως, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, η βαρόνη θα πάψει να τον ενισχύει οικονομικά και ηθικά, όταν θα συνειδητοποιήσει πως ο συνθέτης της ανταποδίδει την αγάπη της μόνο από συμφέρον και ότι την αγνοεί από κάθε άλλη άποψη.
Ο Ανρί Τρουαγιά, λοιπόν, περιγράφει αυτόν τον ασυνήθιστο «δεσμό». Από τη μία, ο εσωτερικός κόσμος και η προσωπικότητα μιας μουσικής μεγαλοφυϊας, και, από την άλλη, μια γυναίκα συναρπαστική, με τα χαρακτηριστικά του μαικήνα και της μυημένης ερασιτέχνιδος.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το είδος της βιογραφίας, στο οποίο θα μπορούσαμε να εντάξουμε, σε γενικές γραμμές, το παρόν βιβλίο/μελέτη του γνωστού Γάλλου συγγραφέα Ανρί Τρουαγιά (1911), γραμματολογικά παραμένει μία περιοχή ελάχιστα επεξεργασμένη και αναλυμένη.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, εξακολουθεί να προσελκύει παντοειδείς δημιουργούς, οι οποίοι προσπαθούν με διάφορα μέσα να προσεγγίσουν το μυστήριο μιας προσωπικότητας και του έργου της. Φυσικά, η μυθιστορηματική ανάπλαση της ζωής του βιογραφούμενου προσδίδει στο εγχείρημα μία ελκυστικότητα ικανή να προσελκύσει τον καθένα, αφού πάνω στην ήδη υπάρχουσα «μυθοπλασία», που συνιστά, έτσι κι αλλιώς, το ίδιο το γεγονός του βίου, έρχεται να προστεθεί μία δεύτερη μυθοπλασία-μυθοποίηση για να διεκπεραιώσει το όλο θέμα στην περιοχή του «φαντασιακού».
Ο Τρουαγιά, παλιός γνώριμος ως συγγραφέας από πολύ παλιά, έχει δεσμούς με τη ρωσική κουλτούρα, καθ' ότι είναι γεννημένος στη Μόσχα και αναθρεμμένος (και) με τα γράμματα της χώρας τού Τσέχοφ, πριν κατέλθει στη Γαλλία. Οι προσωπικότητες, λοιπόν, της σχετικής γραμματείας τον ήλκυσαν και αφιέρωσε σ' αυτές αρκετά βιβλία του, προτείνοντας μέσα από τις σελίδες τους γλαφυρά πορτρέτα του Γκόρκι, του Τσέχοφ και άλλων. Ειδικά όσον αφορά τον τελευταίο, που υπεραγαπούσε, ανασύνθεσε στιγμές της ζωής του με ωραίες θερμοκρασίες.
Γενικά, η γραφή του Τρουαγιά στο χώρο της βιογραφίας χαρακτηρίζεται από μία εξαιρετικά επιμελημένη αναπαραστατικότητα: η γλώσσα του σχετίζεται, θα έλεγε κανείς, με μια αυτοπεποίθηση για τη «γνησιότητα» όσων περιγράφει, μιας και η εξιστόρηση γίνεται σαν να καταθέτει πολύ απλά κάποιος αυτόπτης μάρτυρας.
Το στιλ μέσα από το οποίο διυλίζεται το υλικό μοιάζει δημοσιογραφικό ή μάλλον «μπεστσελερικό», τόσο στοιχειώδες θέλει να φαίνεται. Ετσι, δίνεται πρωτοκαθεδρία στο «θέμα», ο αφηγητής χωρίς φιοριτούρες απλώς εκθέτει, δίνοντας την αίσθηση ότι όλα ανήκουν στη δικαιοδοσία των ηρώων.
Με αυτή τη μέθοδο, ανάμεσα στ' άλλα, το μελό στοιχείο -κάποτε βλαπτικό παρά την άνεση της δυτικής γραφής να το αξιοποιεί- γίνεται αναγκαία και, όσο χρειάζεται, δευτερεύουσα παράμετρος στο συνολικό πίνακα, το ηχηρά δραματικό αποσυμπιέζεται κ.λπ.
Στην προτηλεοπτική, νεοελληνική συνθήκη, όταν η εφηβεία έβρισκε καταφύγιο στον Γουτεμβέργιο, ο Τρουαγιά, μαζί με τον Τσβάιχ, τον Μορουά ή τον Ρολάν, και τις μονογραφίες τους πάνω σε φημισμένα πρόσωπα της διεθνούς γραμματείας, γίνονταν μια υπόθεση άκρως ψυχωφέλιμη. Χωρίς να το ξέρουμε, μέσα από τους σωστούς βηματισμούς και τις ανάσες αυτών των μετρ (λαϊκών, ας πούμε, γραφιάδων της εποχής τους) πήραμε «μυρωδιά» ενός άλλου κόσμου, μιας γραφής που δίδασκε τι εστί μέτρο, ρυθμός και καλαισθησία.
Στο «Η βαρόνη και ο μουσικός» ο Τρουαγιά με λιτό ύφος, σχεδόν «απόν», αφηγείται, δίνοντας όπως πάντα το λόγο στα πρόσωπα, την παράξενη σχέση ανάμεσα στη Ρωσίδα, φιλόμουσο βαρόνη Ναντιέζντα (Φλορόφσκι) φον Μεκ και στον «καταραμένο» Πιοτρ Ιλιτς Τσαϊκόφσκι.
Ο «δεσμός» των δύο αυτών φυσιογνωμιών, ως γνωστόν, έχει γίνει με την πάροδο του χρόνου, από το τέλος του 19ου αιώνα και εντεύθεν, ένα παγκόσμιο «μπεστ σέλερ», υπαιτιότητι σελίδων αξιόλογων και μη. Ας προσέξουμε όμως: ασφαλώς, όσοι δεν παραλείπουν να προσθέσουν το παράπλευρο, βιογραφικό στοιχείο ενός φερώνυμου καθώς τον μελετούν, ικανοποιώντας και μέσα από αυτό την ηδονοβλεπτική τους διαστροφή, ασφαλώς θα έχουν πολλά να εισπράξουν από την εξ αποστάσεως σχέση δύο διαφορετικών (;) μεταξύ τους προσώπων (κι εδώ που τα λέμε από κανένα μας δεν λείπει αυτό το ηδονοβλεπτικό χαρακτηριστικό...)· ταυτόχρονα, όμως -αφήνοντας κατά μέρος, προσωρινά, τη λογοτεχνική αξία των αφηγουμένων- μέσα από τις ίδιες προϋποθέσεις, δηλαδή μέσα από τη σχέση μας με το σκανδαλιστικό και «ανήθικο», φωτίζεται μια εποχή και οι ήρωές της, πώς να το κάνουμε...
Μπορεί τα παράθυρα που ανοίγουμε προς αυτόν το χώρο, δηλαδή προς το «ντοκουμέντο», ή τέλος πάντων προς κάτι καινούριο για μας, να μη μοιάζουν μεγάλα· πιθανότατα, όμως, με τη βοήθειά τους, να διαπερνώνται αιφνιδίως σκοτεινές πλευρές, να προσεγγίζονται, με γοητευτικές και μόνον υποθέσεις εργασίας, πτυχές ζωής και συμπεριφορών, με παιχνίδια ανάμεσα στο φανταστικό και το αληθινό. Οπότε, μόνο για κέρδος θα μπορούμε να μιλάμε, σε κάθε περίπτωση.
Ο Τρουαγιά πήρε όλο αυτό το «μελό» και κάπως σόλικο (από την πλευρά του Τσαϊκόφσκι, που κοίταξε να εκμεταλλευτεί οικονομικά την κόμισσα) υλικό, κι έφτιαξε ένα αδρό βιβλίο, στο οποίο τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους, λες χωρίς τη βοήθειά του. Εκ μέρους του η υποστήριξη του θέματος μοιάζει ελάχιστη. Μόνον έτσι θα μπορούσε ένας νοήμων συγγραφέας να χειρισθεί μια υπόθεση, όπως εν προκειμένω: φορτισμένη, «καταραμένη» και αποδυναμωμένη ορισμένως από τη φθορά της επανάληψής της μέσα από τις διάφορες προ Τρουαγιά αφηγήσεις.
Εχοντας μπροστά του μια σχέση εξ ορισμού λογοτεχνική (άρα ιδιαίτερα επικίνδυνη να τον παρασύρει σε ...παχύσαρκα αποτελέσματα), ο βιογράφος μας έκανε τις αναγκαίες αποφορτίσεις και εξιστόρησε τον πνευματικό έρωτα της βαρόνης προς την «προσωποποιημένη» μουσική ενός συνθέτη, τόσο ευαίσθητου όσο και άνισου, όπως ήταν ο δημιουργός του Ευγένιου Ονιέγκιν.
Η αφήγηση ανοίγει με σύντομες πληροφορίες για τη ζωή της φον Μεκ, μιας πλούσιας και πανέξυπνης γυναίκας, μητέρας έντεκα παιδιών, χήρας ενός βαρόνου, από τον οποίο κληρονόμησε τίτλους και χρήματα. Η φιλόμουση αυτή αριστοκράτισσα, παραιτημένη από τις σωματικές απολαύσεις, είναι αφιερωμένη στο πιάνο και την κλασική μουσική. Οταν έρχεται σε επαφή με τις πρώτες συνθέσεις του νεαρού Τσαϊκόφσκι, ενθουσιάζεται και αρχίζει μια αλληλογραφία μαζί του. Ζητάει να τον βοηθήσει, να γίνει ένα είδος μαικήνα του. Ο συνθέτης δεν αρνείται, κάθε άλλο... Κι έτσι ξεκινάει μια σχέση εξ αποστάσεως, στο επίπεδο της προσωπικής γνωριμίας, γιατί από απόψεως υλικής ο δημιουργός της Λίμνης των κύκνων, στην αρχή της σταδιοδρομίας του, κυριολεκτικά στηρίζεται στις παροχές της βαρόνης.
Η Ναντιέζντα παθιάζεται με τη μουσική του Τσαϊκόφσκι, την οποία πολλοί κατηγορούν για ανομοιογένεια. Οσο με αφορά, θυμάμαι τις ραδιοφωνικές εκπομπές του συνθέτη Κώστα Γιαννίδη (Κωνσταντινίδη) για το Ρώσο μουσουργό και το πόσο εύστοχα περιέγραφε τη «διπλή ταυτότητα» του Κοντσέρτου αριθ. 1 για πιάνο και ορχήστρα (in B-flat minor, op. 23): δηλαδή την μπετοβενική, ανεβασμένη εισαγωγή του και τη σταδιακή πτώση του σε μία άλλου τύπου, πιο μετριοπαθούς, κάπως χλομότερης, αδικαιολόγητα, εκφραστικής.
Αυτή η «αντίφαση», που μάλλον πρόδιδε τη διχασμένη ιδιοσυγκρασία του συνθέτη, που τον κατηγόρησαν για την άστατη, φορτωμένη με ενοχές, ερωτική (ομοφυλοφιλική) ζωή του, θα απασχολήσει τη φον Μεκ μόνο στο επίπεδο της εξωαισθητικής τους σχέσης. Η γυναίκα θα παραμείνει μεγάλη θαυμάστρια του τσαϊκοφσκικού έργου και τραυματική αποδέκτης της συζητήσιμης ηθικής του συνθέτη, ο οποίος την εκμεταλλεύτηκε, θα λέγαμε, οικονομικά, και σε κάποιες περιπτώσεις «φρόντισε» να της φερθεί κυνικά, μη σεβόμενος τα ευγενικά και βαθιά της αισθήματα.
Η Ελένη Ανδριανού απέδωσε σε καλά ελληνικά το ευσύνοπτο «χρονικό» μιας σχέσης ετεροβαρούς, της οποίας το «μεικτό» αποτέλεσμα (η ωφέλεια της μουσικής από τη χειρονομία της βαρόνης, η οποία ωστόσο δεινοπαθεί από την ηθική του προστατευόμενού της) ενδιαφέρει τα μάλα ως δράμα, δηλαδή ως αισθητικά αξιοποιήσιμο γεγονός.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/05/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις