Και φύσηξε νοτιάς...
40%
Περιγραφή
Κριτική:
Με είκοσι τρία συνολικά διηγήματα μέχρι στιγμής συστήνεται συγγραφικά η Νίκη Τρουλλινού και φαίνεται πως θέτει τον εαυτό της στη μειοψηφία των αθόρυβων πεζογράφων που επιμένουν να ακούγονται μόνο μέσω των σελίδων τους. Οι εκδόσεις «Το Ροδακιό» αποδείχτηκαν και πάλι ιδανική στέγη των συνεσταλμένων και προσεγμένων πεζών της συγγραφέως. Τα δέκα κείμενα της πρόσφατης δουλειάς της ακολουθούν την υπαινικτικότητα, τους διακριτικούς φωτισμούς και τον προβληματισμό των δεκατριών διηγημάτων της πρώτης της συλλογής («Μαράλ όπως Μαρία», 2002). Χαμοζωές, καθημερινές δυστυχίες που καταλήγουν ισόβια βάρη, πρόσωπα δυναστευμένα από το στίγμα της διαφορετικότητας, καταπιεσμένα, άλλα από την ατολμία τους και άλλα από ψευδαισθήσεις, και πανταχού παρούσα η μνήμη, που άλλοτε βάζει τρικλοποδιές στο παρόν κι άλλοτε το αποφορτίζει. Η Τρουλλινού σε καμία περίπτωση δεν διεκδικεί την πρωτοτυπία, ούτε φανερώνει την ελάχιστη πρόθεση εντυπωσιασμού. Η γραφή καλύπτει και με το παραπάνω την έλλειψη θεματικών θέλγητρων. Γραφή εντυπωσιακής δύναμης και αμεσότητας, αυστηρά επεξεργασμένη, ρυθμική, εύπλαστη, δωρική (μινωική ίσως ταίριαζε περισσότερο) στο χτίσιμό της, που συχνά υπερακοντίζει το αφηγούμενο. Γραφή επίσης αιφνιδιαστική, καθώς εκεί που μοιάζει να συμπάσχει αποκτά απρόσμενα οξείς σαρκαστικούς τόνους. Στα επιτυχέστερα κείμενα της συλλογής παρακολουθούμε την επιδέξια συναρμογή της πολύτροπης γλώσσας με ελκυστικές επινοήσεις.
Η αρρώστια της διαφορετικότητας
Οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες των διηγημάτων δυσκολεύονται σημαντικά να προχωρήσουν στη ζωή τους, είτε αγκυλωμένοι στις ματαιώσεις του παρελθόντος είτε υποταγμένοι στη βούληση άλλων είτε παραλυμένοι από δικές τους προδοσίες. Αν στα προγενέστερα κείμενα ο ξένος βρισκόταν στο επίκεντρο, εδώ η εστίαση διευρύνεται για να περιλάβει τον εξίσου ανεπιθύμητο όσο και διωκόμενο Αλλο. Ο ήρωας του εναρκτήριου διηγήματος με τον αποτρεπτικό τίτλο «Καφενείο "Το Ρομάντζο"», σακατεμένος από τη σιδηρά μητρική αγκάλη ανακαλύπτει στα ερείπια της Σπιναλόγκας «μια φλύαρη ηρεμία», «το πάθος για ζωή που ο φόβος ποτίζει»· ή αλλιώς τη συγγένειά του με όλους όσοι «έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου». Ο πάλαι ποτέ μαρτυρικός τόπος και ο απόηχος από τις φωνές των αποδιοπομπαίων κατοίκων του τού εμφυσούν τη δύναμη να συμφιλιωθεί με τη «λέπρα» της ομοφυλοφιλίας του. Και είναι ειρωνεία ότι στην πατρίδα της μητέρας του βρίσκει έναν τόπο φίλιο στην ιδιοσυγκρασία του. Για αδιάγνωστη, μολονότι ουδόλως μεταδοτική πάθηση ψιθυρίζουν οι κάτοικοι όταν αντικρίζουν την απροσπέλαστη φιγούρα της κυρίας Αντιγόνης Φιλίππου. Αρρωστημένη και εκείνη από τη μητρική τυραννία, επιστρέφει στη γενέθλια πόλη για να παρασταθεί στην ετοιμοθάνατη μητέρα της και να παραστεί στην κηδεία της, όπου και η αφετηρία της ιστορίας. Καθισμένη σε καφενείο απέναντι από το μαγαζί με τα «Εδώδιμα - Αποικιακά», στην αποθήκη του οποίου έζησε έναν έρωτα ασύμβατο με την τάξη της, πιάνει μαζί με την αλλοτινή ψυχοκόρη της οικογένειας το ξήλωμα της νεκρής. Ειρωνική λεπτομέρεια εδώ η γειτνίαση του καφενείου με χασάπικο. Οι τεμαχισμένες σάρκες, τα λιανισμένα κόκαλα και η μυρωδιά αίματος συνοδεύουν την αναδρομή στην παρεμποδισμένη εφηβεία των δύο γυναικών, στον αυταρχισμό και τις ύποπτες δοσοληψίες της εκλιπούσης κατά την Κατοχή, μέχρι η μνήμη να αγγίξει το νωπό ακόμα παρελθόν, το ψυχορράγημά της σε δωμάτιο κλινικής όμορο με του άντρα που είχε κάποτε εξαγοράσει προκειμένου να απαρνηθεί την κόρη της. Η έκπτωση της ιστορίας σε ρομάντζο εποχής αποσοβείται με το συγκλονιστικό κλείσιμό της.
Ερωτικό το δράμα και στο διήγημα «Ιάσων από την Κολχίδα». Η τυχαία συνάντηση δύο παλιών εραστών δεν αφυπνίζει, όπως πιθανώς θα ήταν αναμενόμενο, κανένα πάθος, αλλά καταλήγει σε μια άνευρη, τυπική συζήτηση μεταξύ δύο καθωσπρέπει μεσηλίκων. Ωστόσο η τριτοπρόσωπη αφήγηση που καταγράφει αυτή τη χλιαρή συνάντηση διακόπτεται συστηματικά από τις παράφορες παρεμβάσεις της γυναίκας, όπου εκείνη ουρλιάζει ό,τι δεν μπορεί ούτε να ψελλίσει μπροστά στον εντελώς ανυποψίαστο άντρα. Η σχέση τους και το τέλος της αναπλάθονται από τη δική της οπτική γωνία μέχρι να φτάσει στο πλέον ανείπωτο, στην υιοθεσία του Ιάσονα από τη Ρουμανία· το προσωπικό της χρυσόμαλλο δέρας. «[...] οι αδελφές χώρες που προσκυνούσαμε, τώρα μας προμηθεύουν άλλα αγαθά. Πουτάνες για τα αρσενικά που ξενοπηδάνε και μωράκια για τις γκαντέμισσες σαν κι εμένα». Ομόθυμη η πόρνη στο διήγημα «Το κουλούρι» λέει στην αλλοτινή συγκρατούμενή της, μια μαχητική φοιτήτρια τότε: «[...] από κει που ρίχνατε τα προσκυνήματα έρχεται τώρα φρέσκο, σπαρταριστό το πράμα». Το βολεμένο παρόν πολλών ηρώων νοθεύει την αντιδικτατορική τους δράση.
Μια κουρτίνα από λινάτσα
Στην «Οδό Αμφίκλειας» βρίσκουμε το καλύτερο κείμενο του τόμου. Η ηρωίδα έγκλειστη σ' έναν ξεθυμασμένο γάμο και μια ζωή στενεμένη από παντού, η τελείωση της οποίας εξαντλείται στην καλοφτιαγμένη κουζίνα, εντοπίζει έναν ορίζοντα στο παράθυρο απ' όπου ατενίζει τον Αλλά, τον όμορφο λαθρομετανάστη από τη Συρία. Γρήγορα όμως διαπιστώνει πως στην ύπαρξή της δεν χωρούν εναλλακτικές. Μια κουρτίνα από λινάτσα που της κόβει τη θέα στο σωτήριο «αλλά», κάνοντάς τη συνάμα αθέατη, αρκεί για να έλθει η εκδίκηση αδυσώπητη. Μια εκδίκηση, ωστόσο, που πρώτα τιμωρεί την ίδια. Εκπληκτική η απρόσμενη μεταστροφή της ηρωίδας, κατανοητή μόλις στην τελευταία φράση.
Ευρηματικό το «Patchwork» συναιρεί την «μπαλωματοδουλειά» με την αντίστοιχη πεζογραφική μέθοδο. Ξέφτια ζωών συναρμόζονται μεταξύ τους με σημείο αναφοράς ένα ύφασμα, χαρακτηριστικό για τον κάθε αφηγητή. Αξιοπρόσεκτη στο κείμενο η προσομοίωση της γραφής στον προφορικό λόγο. Μία ακόμα απόδειξη των μεγάλων δυνατοτήτων της γλώσσας της Τρουλλινού.
Στα υπόλοιπα κείμενα συναντάμε τον ιδιότυπο μουσικό που με το κροτάλισμα των κουταλιών δίνει μουσικότητα στο ξεκούρντιστο κορμί του και τον ασυντόνιστο βίο του, τον μάστορα του ξύλου που αφουγκράζεται τις ιστορίες του πολυταξιδεμένου μπαούλου του, τον αδέσποτο Ολλανδό και το τετράποδο που μαρτυρεί το κατρακύλισμά του καθώς και τον ερασιτεχνικό θίασο των απανταχού κρατουμένων -ευφυής η απόδοση της εντοπιότητας μέσω της ιδιαίτερης παραβατικότητας- που ανεβάζει παραστάσεις α λα Μποστ, παρωδώντας την ακεραιότητα της Θέμιδος. Και πάντα στο σκηνικό ελλειπτικές εικονογραφίες της Κρήτης, γενέτειρας των περισσότερων ηρώων, από την οποία συνήθως φεύγουν για να τους γυρίσει πίσω ο νόστος ή για να αφήσουν τις μυρωδιές του Νότου να γίνουν πυξίδα τους στον ξένο τόπο.
Πρόσωπα αλλοπαρμένα, μισερά, χαμένα σε αυταπάτες απροσπέλαστες, που μιλούν ακατάπαυστα για να πνίξουν άλλες φωνές μέσα τους, που σιωπούν όταν τις λέξεις τους γραπώνει το συναίσθημα, που η αναπνοή τους κόβεται ακόμα και όταν δεν φυσάει ο αποπνικτικός νοτιάς. Ισως θα ήταν ευτυχέστερο η συγγραφέας να τα προσέγγιζε με λιγότερη συμπόνια και περισσότερο σαρκασμό, στοιχείο διακριτό, αλλά ακόμα ανεκμετάλλευτο στην ευσυγκίνητη, αλλά αναντίλεκτα υπέροχη γραφή της.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/04/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις