0
Your Καλαθι
Οι λεηλάτες του μεσημεριού
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
— Τι έκανες, μάνα; Γιατί έκοψες τη μηλιά του
Σταύρου;
Κρατούσε ακόμα το τσεκούρι στα χέρια της
και είπε αγριεμένη.
— Δεν πρέπει να φυτεύουν δέντρα αυτοί που
πάνε στον πόλεμο, αυτοί που κρατάνε όπλα στα
χέρια τους. Τα δέντρα θέλουν αγάπη,
περιμένουν την επιστροφή αυτωνών που τα
φύτεψαν και ο Σταύρος τα ξέχασε όλα. Όλα, και
τη μάνα του και τη μηλιά του.
Θύμωσα. Θύμωσα μ’ αυτή τη γυναίκα που όλα
τα ήθελε με τη δική της τάξη. Θύμωσα γιατί
εκείνη την ώρα πίστεψα πως κι αυτή μας είχε
ξεχάσει εμένα και τον πατέρα.
— Δεν είσαι μόνο εσύ που πονάς για τον
Σταύρο, είμαι κι εγώ, είναι και ο πατέρας, κι εσύ
μας ξέχασες.
Κι έγειρα πάνω στο πεσμένο δέντρο κι
έκλαψα ώρα πολλή...
Ένα μυθιστόρημα-εξομολόγηση, που συγκλονίζει με την πλοκή και την
αφηγηματική του δύναμη.
Η μετανάστευση, η Ελλάδα από τη δεκαετία του ’60 και μετά, οι σπασμένοι
οικογενειακοί δεσμοί, τα προσωπικά μονοπάτια που ακολουθούν οι
πρωταγωνιστές, ο θάνατος, οι ενοχές και η εξιλέωση είναι ο καμβάς πάνω στον
οποίο η Αθηνά Τσάκαλου, ξορκίζοντας τους προσωπικούς της δαίμονες, χτίζει ένα
συναρπαστικό όσο και συγκινητικό μυθιστόρημα.
Μου έρχεται στον νου η γνωστή φράση του Αντόρνο: «Μετά το Άουσβιτς, είναι
βαρβαρότητα να γράφει κανείς ποίηση». Μια φράση που όχι μόνο δεν σταμάτησε
την ποίηση, αλλά έγινε αφορμή και η ίδια να γραφτούν ποιήματα επί του θέματος.
Θα μου πει κανείς, τι σχέση μπορεί να έχει μια τέτοια φράση μ’ ένα βιογραφικό
σημείωμα.
Ήταν πριν επτά χρόνια όταν συνέλαβαν τα παιδιά μου για συμμετοχή στην
επαναστατική αναρχική οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς και ήταν
επίσης πριν δύο χρόνια όταν βρέθηκα κι εγώ στη φυλακή για υπόθαλψη
εγκληματία (φιλοξένησα μια καταζητούμενη φίλη τους στο σπίτι μου) αλλά
κατηγορήθηκα και για μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης, προφανώς από
υπερβάλλοντα ζήλο ανακριτών και εισαγγελέων, και υπήρξα για έναν χρόνο
«εξόριστη» στη Σαλαμίνα περιμένοντας τη δίκη. Μέσα σε όλα αυτά τα γεγονότα
είπα λοιπόν πως οποιαδήποτε ενασχόληση με τη λογοτεχνία θα ήταν τουλάχιστον
ακραία κενοδοξία από μέρους μου. Έλα όμως που οι μοναχικές μέρες και πολύ
περισσότερο οι μοναχικές νύχτες με έκαναν να ξεχάσω αυτήν τη λογική και μου
φάνηκε καλή διέξοδος αυτός ο περίεργος διάλογος με τον εαυτό μου και το χαρτί.
Να μην τα πολυλογώ, κάθισα και έγραψα ένα μυθιστόρημα που λίγο-πολύ
με έκανε να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα σχετικά με τη δράση αυτών των
παράξενων οραματιστών...
Γεννήθηκα το 1955 στην Τρυγόνα Καλαμπάκας στη Θεσσαλία. Σπούδασα
ελληνική φιλολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Δεν έχω να καταθέσω περγαμηνές
ούτε στον χώρο της λογοτεχνίας ούτε πουθενά αλλού. Αυτό που περισσότερο τώρα
πια εκτιμώ στη ζωή μου είναι οι κήποι με την πλούσια βλάστηση. Στο νησί που ζω
μου λείπει το νερό, το τρεχούμενο νερό, γι' αυτό και συνεχώς το ονειρεύομαι.
Α. Τ.
Σταύρου;
Κρατούσε ακόμα το τσεκούρι στα χέρια της
και είπε αγριεμένη.
— Δεν πρέπει να φυτεύουν δέντρα αυτοί που
πάνε στον πόλεμο, αυτοί που κρατάνε όπλα στα
χέρια τους. Τα δέντρα θέλουν αγάπη,
περιμένουν την επιστροφή αυτωνών που τα
φύτεψαν και ο Σταύρος τα ξέχασε όλα. Όλα, και
τη μάνα του και τη μηλιά του.
Θύμωσα. Θύμωσα μ’ αυτή τη γυναίκα που όλα
τα ήθελε με τη δική της τάξη. Θύμωσα γιατί
εκείνη την ώρα πίστεψα πως κι αυτή μας είχε
ξεχάσει εμένα και τον πατέρα.
— Δεν είσαι μόνο εσύ που πονάς για τον
Σταύρο, είμαι κι εγώ, είναι και ο πατέρας, κι εσύ
μας ξέχασες.
Κι έγειρα πάνω στο πεσμένο δέντρο κι
έκλαψα ώρα πολλή...
Ένα μυθιστόρημα-εξομολόγηση, που συγκλονίζει με την πλοκή και την
αφηγηματική του δύναμη.
Η μετανάστευση, η Ελλάδα από τη δεκαετία του ’60 και μετά, οι σπασμένοι
οικογενειακοί δεσμοί, τα προσωπικά μονοπάτια που ακολουθούν οι
πρωταγωνιστές, ο θάνατος, οι ενοχές και η εξιλέωση είναι ο καμβάς πάνω στον
οποίο η Αθηνά Τσάκαλου, ξορκίζοντας τους προσωπικούς της δαίμονες, χτίζει ένα
συναρπαστικό όσο και συγκινητικό μυθιστόρημα.
Μου έρχεται στον νου η γνωστή φράση του Αντόρνο: «Μετά το Άουσβιτς, είναι
βαρβαρότητα να γράφει κανείς ποίηση». Μια φράση που όχι μόνο δεν σταμάτησε
την ποίηση, αλλά έγινε αφορμή και η ίδια να γραφτούν ποιήματα επί του θέματος.
Θα μου πει κανείς, τι σχέση μπορεί να έχει μια τέτοια φράση μ’ ένα βιογραφικό
σημείωμα.
Ήταν πριν επτά χρόνια όταν συνέλαβαν τα παιδιά μου για συμμετοχή στην
επαναστατική αναρχική οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς και ήταν
επίσης πριν δύο χρόνια όταν βρέθηκα κι εγώ στη φυλακή για υπόθαλψη
εγκληματία (φιλοξένησα μια καταζητούμενη φίλη τους στο σπίτι μου) αλλά
κατηγορήθηκα και για μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης, προφανώς από
υπερβάλλοντα ζήλο ανακριτών και εισαγγελέων, και υπήρξα για έναν χρόνο
«εξόριστη» στη Σαλαμίνα περιμένοντας τη δίκη. Μέσα σε όλα αυτά τα γεγονότα
είπα λοιπόν πως οποιαδήποτε ενασχόληση με τη λογοτεχνία θα ήταν τουλάχιστον
ακραία κενοδοξία από μέρους μου. Έλα όμως που οι μοναχικές μέρες και πολύ
περισσότερο οι μοναχικές νύχτες με έκαναν να ξεχάσω αυτήν τη λογική και μου
φάνηκε καλή διέξοδος αυτός ο περίεργος διάλογος με τον εαυτό μου και το χαρτί.
Να μην τα πολυλογώ, κάθισα και έγραψα ένα μυθιστόρημα που λίγο-πολύ
με έκανε να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα σχετικά με τη δράση αυτών των
παράξενων οραματιστών...
Γεννήθηκα το 1955 στην Τρυγόνα Καλαμπάκας στη Θεσσαλία. Σπούδασα
ελληνική φιλολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Δεν έχω να καταθέσω περγαμηνές
ούτε στον χώρο της λογοτεχνίας ούτε πουθενά αλλού. Αυτό που περισσότερο τώρα
πια εκτιμώ στη ζωή μου είναι οι κήποι με την πλούσια βλάστηση. Στο νησί που ζω
μου λείπει το νερό, το τρεχούμενο νερό, γι' αυτό και συνεχώς το ονειρεύομαι.
Α. Τ.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις