0
Your Καλαθι
Τα Ποιήματα 1952-1992
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Σπύρος Τσακνιάς (1929-1998) εξέδωσε τις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του (Εν Αυλίδι και Ιστορίες για το Σέργιο) το 1976, χωρίς, ωστόσο, ουδ' επί στιγμήν η τόσο καθυστερημένη εμφάνισή του να δημιουργήσει προβλήματα στο ζήτημα της γενεαλογικής ένταξής του, αφού τόσο από καθαρά ληξιαρχική άποψη (χρονολογία γέννησης) όσο και από άποψη ουσίας· από την άποψη, δηλαδή, των γεγονότων και των καταστάσεων (δικτατορία Μεταξά, Αλβανικός Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, διώξεις της Αριστεράς, Ψυχρός Πόλεμος κ.λπ.) που διαμόρφωσαν τον ψυχισμό του, τοποθετείται φυσικότατα στους κόλπους της Β' μεταπολεμικής γενιάς.
Πράγματι, η συναισθηματική, κατά κύριο λόγο, εμπλοκή του Σπύρου Τσακνιά στα ιστορικά-ιδεολογικά δρώμενα της εποχής που αποτελεί το χαρακτηριστικότερο στοιχείο και το βασικότερο συνεκτικό ιστό όλης της ποίησής του, από τις δύο προαναφερθείσες πρώτες συλλογές του ώς την τελευταία (Ορατότης μηδέν, 1922). Η θερμοκρασία, ωστόσο, του εκτοπίσματος αυτής του της εμπλοκής -συνεπώς και οι επιδράσεις του στη διαδικασία της ποιητικής εκφοράς των συναφών βιωμάτων του- με την πάροδο του χρόνου αλλοιώνεται· γίνεται χαμηλότερη, επιτρέποντας νηφαλιότερες, συγκαταβατικότερες και, συνάμα, προσωπικότερες, εξομολογητικών διαθέσεων αντιμετωπίσεις του τραυματικού παρελθόντος. Αν, λ.χ., στη συλλογή Εν Αυλίδι οι οποίες πικρές και δυσοίωνες διαπιστώσεις συναρτώνται με συγκεκριμένα, άλλοτε ευκολότερα και άλλοτε δυσκολότερα προσδιορίσιμα, ιστορικά ή κοινωνικού ενδιαφέροντος γεγονότα, στο Χαμηλό βαρομετρικό (1998) προέχει το στοιχείο μιας διαχυμένης θλίψης, με συσκοτισμένες, με το πέρασμα του χρόνου, τις πηγές της προέλευσής· της γεγονός που καθιστά εμμεσότερη, συνειρμικότερη, όχι όμως και ασθενέστερη τη σύνδεση του ποιητικού υποκειμένου με το προσωπικό αλλά και το ιστορικό παρελθόν. Ισως γιατί το «εξ αντανακλάσεως», θέλω να πω το εμμέσως, λόγω ηλικίας, δημιουργημένο αίσθημα της ενοχής για τη «λιποταξία» από τις γραμμές ενός κοινού οράματος, που ταλάνισε τη συνείδησή του -και αρκετούς ποιητές της γενιάς του-- θέτοντάς τον μπροστά σε αμείλικτα, υπαρξιακών διαστάσεων, ερωτήματα, απωθημένο και, εν συνεχεία, ανασυρόμενο από το χώρο της μνήμης, δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο συγκεκριμένο τραυματικό παρελθόν, αλλά σχετίζεται και με τον τρόπο αντιμετώπισης του επίσης τραυματικού παρόντος.
Γι' αυτό και, προϊόντος του χρόνου, ο ρόλος της μνήμης γίνεται ολοένα και δραστικότερος· καθοριστικότερος της θολής ατμόσφαιρας που περιβάλλει τα ποιήματα του Σπύρου Τσακνιά. Μιας ατμόσφαιρας που, εν τέλει, αποδεικνύεται κατάλληλη για την αποτελεσματική ποιητική ενεργοποίηση της βαθύτατα εξομολογητικής και συνάμα νοσταλγικής -ακόμα και για τα δυσάρεστα περασμένα- διάθεσης και πρόθεσής του να καταθέσει κομμάτια-ψηφίδες τού χθες, διαβρωμένες από τη συναισθηματική υγρασία τού σήμερα· με άκρα νηφαλιότητα, χωρίς μεγαλόσχημες χειρονομίες ή συναισθηματικές κορόνες, οδηγημένος από τη συνείδηση της ανάγκης να περιφρουρήσει και να διατηρήσει ανέπαφο από το μολυσματικό καθημερινό περιβάλλον το μόνο χώρο που πραγματικά του ανήκει: αυτόν της μνήμης. Αυτή εξάλλου -η μνήμη- αποτελεί και το μονιμότερο συνδετικό πυρήνα στην ποίησή του· ενώ το άμεσο παράγωγό της: η νοσταλγία, επιδρά άμεσα στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας καταπραϋντικής του όποιου πάθους, κυρίως όμως των ενοχών, κάνοντας το φορέα τους -τον ποιητή- προσηνέστερο και συγκαταβατικότερο μπροστά στο παρόν.
Οτι, περισσότερο απ' όλα, χαρακτηρίζει την ποίηση του Σπύρου Τσακνιά, είναι η διαβρωτική αίσθηση ενός οριστικά και ανεξήγητα χαμένου προορισμού (τόσο σε προσωπικό όσο και σε ομαδικό επίπεδο -γενιας)· κάτι που παρατηρείται ακόμα και όταν το στοιχείο της «αναφορικότητας» έχει αισθητά αποδυναμωθεί, έχει υποκατασταθεί από προσωπικότερα, ιδιωτικότερα και, θα τολμούσα να πω, βιολογικά προσδιορισμένα βιώματα (κάτι που παρατηρείται, κυρίως, στις δύο τελευταίες ποιητικές συλλογές του, όπου δείχνει να έχει «απομακρυνθεί» από τις σχετικά εύκολα αναγνωρίσιμες αφετηρίες της τραυματισμένης και, συνάμα, τραυματικής του μνήμης). Η υπαρξιακών διαστάσεων ενοχή του, με το πέρασμα του χρόνου, αμβλύνεται και, σταδιακά, μετατρέπεται σε μια απροσδιόριστη, διαχυμένη μελαγχολική και ευσυγκίνητη διάθεση, τόσο απέναντι σε μνήμες σημαντικών συμβάντων του παρελθόντος όσο και απέναντι σε ασήμαντα γεγονότα μιας κατακερματισμένης καθημερινότητας, που όμως, παρά την ασημαντότητά τους, αποτελούν εναύσματα συλλογισμών και συμπερασμάτων επαληθευτικών της προφανούς ή της υποδόριας φθοράς που διέπει ρυθμιστικά όλα όσα τον περιβάλλουν και τον συνέχουν (πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις, αισθήματα και σκέψεις).
Με τη, διά της συναισθηματικής διαχύσεως, αποδυνάμωση -μάλλον επικάλυψη- της αναφορικότητας, ο Σπύρος Τσακνιάς έχει -και εκμεταλλεύεται δεόντως- τη δυνατότητα, με την τεχνική των παραμυθητικών «παραβολών», να υπεκφεύγει· να διαθλά ή να διαβρώνει, ακριβώς με την υγρασία του συναισθήματος, την εικόνα του άχαρου παρόντος και να αμβλύνει τις αιχμές των διεκδικητικών όσο και εκδικητικών μνημών, μετατρέποντας, τεχνηέντως, τις άγριες Ερινύες σε παρηγορητικές Ευμενίδες. Κι αυτό χωρίς ψευδαισθήσεις· απλώς περισπαστικά, συνειρμικά υπεκφεύγοντας, μόνο και μόνο για να συγχέονται οι χρονολογίες και να ξεθωριάζουν οι παλιές μέρες· σαρκάζοντας, αυτοσαρκαζόμενος, πικρά ειρωνικός ακόμα και απέναντι σε ό,τι άλλοτε τον κινητοποίησε στο έπακρο.
Η γλώσσα, εξάλλου, του Σπύρου Τσακνιά ανταποκρίνεται με άκρα συνέπεια στις προθέσεις του. Είναι μια γλώσσα εκ φύσεως προσηνής, συζητητική, προσεκτικά και όσο χρειάζεται απαλλαγμένη από το φορτίο της προσωπικής συγκίνησης, διαπερασμένη, θα έλεγα, από την υγρασία κατασταλαγμένων, με τον καιρό, συναισθημάτων, που, παρά την πικρία τους, έχουν γίνει φιλικά και προσδιοριστικά της στάσης του απέναντι σε όλα: παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα. Είναι μια γλώσσα λυρικών προδιαθέσεων, χωρίς μελοδραματικά στοιχεία, πρόσφορη για την επίταση μιας σχεδόν ονειρικής ρευστότητας των όσων, μέσω αυτής, ανακαλούνται, παραμένοντας ωστόσο βυθισμένα στη μεταφυσική μιας άχραντης, σεβαστικής σιωπής· κι ακόμα, είναι μια γλώσσα κατάλληλη για τη νηφάλια επισήμανση της υπόκωφης δολιότητας που εμφιλοχωρεί στα πρόσωπα, τα πράγματα και τις καταστάσεις, όταν όλ' αυτά έχουν αποκτήσει, με τον καιρό, μιαν άλλη: την «τέταρτη» διάσταση (για να θυμηθούμε την πολύ σημαντική ενότητα του Γιάννη Ρίτσου), που τα καθιστά ανυπάκουα στους σκληρούς και αδήριτους νόμους της καθημερινότητας, καθώς και στη μονοσήμαντη λογική της.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/04/2001
Ο Σπύρος Τσακνιάς (1929-1998) εξέδωσε τις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του (Εν Αυλίδι και Ιστορίες για το Σέργιο) το 1976, χωρίς, ωστόσο, ουδ' επί στιγμήν η τόσο καθυστερημένη εμφάνισή του να δημιουργήσει προβλήματα στο ζήτημα της γενεαλογικής ένταξής του, αφού τόσο από καθαρά ληξιαρχική άποψη (χρονολογία γέννησης) όσο και από άποψη ουσίας· από την άποψη, δηλαδή, των γεγονότων και των καταστάσεων (δικτατορία Μεταξά, Αλβανικός Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, διώξεις της Αριστεράς, Ψυχρός Πόλεμος κ.λπ.) που διαμόρφωσαν τον ψυχισμό του, τοποθετείται φυσικότατα στους κόλπους της Β' μεταπολεμικής γενιάς.
Πράγματι, η συναισθηματική, κατά κύριο λόγο, εμπλοκή του Σπύρου Τσακνιά στα ιστορικά-ιδεολογικά δρώμενα της εποχής που αποτελεί το χαρακτηριστικότερο στοιχείο και το βασικότερο συνεκτικό ιστό όλης της ποίησής του, από τις δύο προαναφερθείσες πρώτες συλλογές του ώς την τελευταία (Ορατότης μηδέν, 1922). Η θερμοκρασία, ωστόσο, του εκτοπίσματος αυτής του της εμπλοκής -συνεπώς και οι επιδράσεις του στη διαδικασία της ποιητικής εκφοράς των συναφών βιωμάτων του- με την πάροδο του χρόνου αλλοιώνεται· γίνεται χαμηλότερη, επιτρέποντας νηφαλιότερες, συγκαταβατικότερες και, συνάμα, προσωπικότερες, εξομολογητικών διαθέσεων αντιμετωπίσεις του τραυματικού παρελθόντος. Αν, λ.χ., στη συλλογή Εν Αυλίδι οι οποίες πικρές και δυσοίωνες διαπιστώσεις συναρτώνται με συγκεκριμένα, άλλοτε ευκολότερα και άλλοτε δυσκολότερα προσδιορίσιμα, ιστορικά ή κοινωνικού ενδιαφέροντος γεγονότα, στο Χαμηλό βαρομετρικό (1998) προέχει το στοιχείο μιας διαχυμένης θλίψης, με συσκοτισμένες, με το πέρασμα του χρόνου, τις πηγές της προέλευσής· της γεγονός που καθιστά εμμεσότερη, συνειρμικότερη, όχι όμως και ασθενέστερη τη σύνδεση του ποιητικού υποκειμένου με το προσωπικό αλλά και το ιστορικό παρελθόν. Ισως γιατί το «εξ αντανακλάσεως», θέλω να πω το εμμέσως, λόγω ηλικίας, δημιουργημένο αίσθημα της ενοχής για τη «λιποταξία» από τις γραμμές ενός κοινού οράματος, που ταλάνισε τη συνείδησή του -και αρκετούς ποιητές της γενιάς του-- θέτοντάς τον μπροστά σε αμείλικτα, υπαρξιακών διαστάσεων, ερωτήματα, απωθημένο και, εν συνεχεία, ανασυρόμενο από το χώρο της μνήμης, δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο συγκεκριμένο τραυματικό παρελθόν, αλλά σχετίζεται και με τον τρόπο αντιμετώπισης του επίσης τραυματικού παρόντος.
Γι' αυτό και, προϊόντος του χρόνου, ο ρόλος της μνήμης γίνεται ολοένα και δραστικότερος· καθοριστικότερος της θολής ατμόσφαιρας που περιβάλλει τα ποιήματα του Σπύρου Τσακνιά. Μιας ατμόσφαιρας που, εν τέλει, αποδεικνύεται κατάλληλη για την αποτελεσματική ποιητική ενεργοποίηση της βαθύτατα εξομολογητικής και συνάμα νοσταλγικής -ακόμα και για τα δυσάρεστα περασμένα- διάθεσης και πρόθεσής του να καταθέσει κομμάτια-ψηφίδες τού χθες, διαβρωμένες από τη συναισθηματική υγρασία τού σήμερα· με άκρα νηφαλιότητα, χωρίς μεγαλόσχημες χειρονομίες ή συναισθηματικές κορόνες, οδηγημένος από τη συνείδηση της ανάγκης να περιφρουρήσει και να διατηρήσει ανέπαφο από το μολυσματικό καθημερινό περιβάλλον το μόνο χώρο που πραγματικά του ανήκει: αυτόν της μνήμης. Αυτή εξάλλου -η μνήμη- αποτελεί και το μονιμότερο συνδετικό πυρήνα στην ποίησή του· ενώ το άμεσο παράγωγό της: η νοσταλγία, επιδρά άμεσα στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας καταπραϋντικής του όποιου πάθους, κυρίως όμως των ενοχών, κάνοντας το φορέα τους -τον ποιητή- προσηνέστερο και συγκαταβατικότερο μπροστά στο παρόν.
Οτι, περισσότερο απ' όλα, χαρακτηρίζει την ποίηση του Σπύρου Τσακνιά, είναι η διαβρωτική αίσθηση ενός οριστικά και ανεξήγητα χαμένου προορισμού (τόσο σε προσωπικό όσο και σε ομαδικό επίπεδο -γενιας)· κάτι που παρατηρείται ακόμα και όταν το στοιχείο της «αναφορικότητας» έχει αισθητά αποδυναμωθεί, έχει υποκατασταθεί από προσωπικότερα, ιδιωτικότερα και, θα τολμούσα να πω, βιολογικά προσδιορισμένα βιώματα (κάτι που παρατηρείται, κυρίως, στις δύο τελευταίες ποιητικές συλλογές του, όπου δείχνει να έχει «απομακρυνθεί» από τις σχετικά εύκολα αναγνωρίσιμες αφετηρίες της τραυματισμένης και, συνάμα, τραυματικής του μνήμης). Η υπαρξιακών διαστάσεων ενοχή του, με το πέρασμα του χρόνου, αμβλύνεται και, σταδιακά, μετατρέπεται σε μια απροσδιόριστη, διαχυμένη μελαγχολική και ευσυγκίνητη διάθεση, τόσο απέναντι σε μνήμες σημαντικών συμβάντων του παρελθόντος όσο και απέναντι σε ασήμαντα γεγονότα μιας κατακερματισμένης καθημερινότητας, που όμως, παρά την ασημαντότητά τους, αποτελούν εναύσματα συλλογισμών και συμπερασμάτων επαληθευτικών της προφανούς ή της υποδόριας φθοράς που διέπει ρυθμιστικά όλα όσα τον περιβάλλουν και τον συνέχουν (πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις, αισθήματα και σκέψεις).
Με τη, διά της συναισθηματικής διαχύσεως, αποδυνάμωση -μάλλον επικάλυψη- της αναφορικότητας, ο Σπύρος Τσακνιάς έχει -και εκμεταλλεύεται δεόντως- τη δυνατότητα, με την τεχνική των παραμυθητικών «παραβολών», να υπεκφεύγει· να διαθλά ή να διαβρώνει, ακριβώς με την υγρασία του συναισθήματος, την εικόνα του άχαρου παρόντος και να αμβλύνει τις αιχμές των διεκδικητικών όσο και εκδικητικών μνημών, μετατρέποντας, τεχνηέντως, τις άγριες Ερινύες σε παρηγορητικές Ευμενίδες. Κι αυτό χωρίς ψευδαισθήσεις· απλώς περισπαστικά, συνειρμικά υπεκφεύγοντας, μόνο και μόνο για να συγχέονται οι χρονολογίες και να ξεθωριάζουν οι παλιές μέρες· σαρκάζοντας, αυτοσαρκαζόμενος, πικρά ειρωνικός ακόμα και απέναντι σε ό,τι άλλοτε τον κινητοποίησε στο έπακρο.
Η γλώσσα, εξάλλου, του Σπύρου Τσακνιά ανταποκρίνεται με άκρα συνέπεια στις προθέσεις του. Είναι μια γλώσσα εκ φύσεως προσηνής, συζητητική, προσεκτικά και όσο χρειάζεται απαλλαγμένη από το φορτίο της προσωπικής συγκίνησης, διαπερασμένη, θα έλεγα, από την υγρασία κατασταλαγμένων, με τον καιρό, συναισθημάτων, που, παρά την πικρία τους, έχουν γίνει φιλικά και προσδιοριστικά της στάσης του απέναντι σε όλα: παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα. Είναι μια γλώσσα λυρικών προδιαθέσεων, χωρίς μελοδραματικά στοιχεία, πρόσφορη για την επίταση μιας σχεδόν ονειρικής ρευστότητας των όσων, μέσω αυτής, ανακαλούνται, παραμένοντας ωστόσο βυθισμένα στη μεταφυσική μιας άχραντης, σεβαστικής σιωπής· κι ακόμα, είναι μια γλώσσα κατάλληλη για τη νηφάλια επισήμανση της υπόκωφης δολιότητας που εμφιλοχωρεί στα πρόσωπα, τα πράγματα και τις καταστάσεις, όταν όλ' αυτά έχουν αποκτήσει, με τον καιρό, μιαν άλλη: την «τέταρτη» διάσταση (για να θυμηθούμε την πολύ σημαντική ενότητα του Γιάννη Ρίτσου), που τα καθιστά ανυπάκουα στους σκληρούς και αδήριτους νόμους της καθημερινότητας, καθώς και στη μονοσήμαντη λογική της.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/04/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις