Η βεντέτα στη σύγχρονη ορεινή κεντρική Κρήτη

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 20.00
14.00
Τιμή Πρωτοπορίας
+
259631
Εκδόσεις: Πλέθρον
Σελίδες:319
Ημερομηνία Έκδοσης:01/09/2004
ISBN:9789603481379
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


H μελέτη του Άρη Tσαντηρόπουλου [...] αποπειράται να προσδιορίσει τις έννοιες, να οριοθετήσει το πλαίσιο της βεντέτας και να δει την ύπαρξη και διαιώνισή της σε συνάφεια με την κοινωνία και τις αξίες της. O χώρος της έρευνάς του είναι η κεντρική Kρήτη και ειδικότερα οι ορεινές κοινότητές της. Eκεί επιχειρεί να συγκροτήσει το εθνογραφικό του παράδειγμα, με όρους μιας πολιτικής οικονομίας της βεντέτας. H ενδελεχής διερεύνηση, κυρίως των πεδίων της οικονομίας, της πολιτικής, της συγγένειας και της οικογένειας του επιτρέπει να εξετάσει τη βεντέτα με τη διευρυμένη σκοπιά που του παρέχει η «ολιστική» προσέγγιση της Kοινωνικής Aνθρωπολογίας […].
Bασιζόμενος σε πλήθος στοιχείων που προέρχονται από έναν συνδυασμό γραπτών πηγών, επιτόπιας έρευνας και συμμετοχικής παρατήρησης, ισχυρίζεται και τεκμηριώνει ότι το φαινόμενο της βεντέτας δεν είναι μεμονωμένο, μερικό και συμπεριφορικό αλλά διατρέχει ολόκληρη την κοινωνία, η οποία το παράγει και το αναπαράγει.
Oι όροι της βεντέτας μπορεί να διαφοροποιούνται και να μετασχηματίζονται στο χρόνο, όμως πάντα διατηρείται ένας βασικός πυρήνας, ο οποίος της επιτρέπει να αναβιώνει, όταν το επιβάλλουν οι συγκυρίες ή οι περιστάσεις. H βεντέτα δεν αποτελεί απλά ένα συγκυριακό γεγονός? περισσότερο συνιστά έναν τρόπο σκέψης και ύπαρξης αυτών των κοινωνιών […]. Ως αυστηρό και άγραφο σύστημα δικαίου κωδικοποιείται νωρίς στη ζωή των μελών της κοινωνίας μέσω της εσωτερίκευσης των προτύπων και των αξιών. Λειτουργεί περισσότερο προληπτικά και κοινωνικοποιητικά, και στόχος του είναι περισσότερο να προλαμβάνει και να αποτρέπει τις ατομικές και ομαδικές συγκρούσεις παρά να καταστέλλει και να πατάσσει ό,τι εμφανίζεται ως παράβαση του κανόνα.

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)









ΚΡΙΤΙΚΗ



Βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα όταν ο Μανόλης Βλαστός, σε κατάσταση μέθης, σκοτώνει έναν συγχωριανό του καφετζή από το γένος των Καλημέρηδων, επειδή θεωρεί προσβολή το κλείσιμο του καφενείου την ώρα που ο ίδιος και η παρέα του πηγαίνουν εκεί για να συνεχίσουν την οινοποσία τους. «Κι αυτός, ο Βλαστομανόλης επήενε και τράβηξε μία ανεποδιά τσι πόρτας και πήενε μέσα και λέει: "γιατί μωρέ έκλεισες την πόρτα, χρωστώ σου;" Κι έσυρε το μαχαίρι και τόνε σκότωσε εκεί που έστεκε στο τεζιάκι». Τότε ο αδελφός του Μανόλη Βλαστού, ο Σήφης, αφού έλεγξε το χώρο, διέβλεψε δηλαδή ότι εξαιτίας του φονικού ή θα κινδύνευε η ζωή του ή θα αναγκαζόταν να εγκληματήσει αν έμενε στο χωριό, έφυγε και εγκαταστάθηκε ως σώγαμπρος σε χωριό του Μέσα Μυλοποτάμου. Εκεί όμως σκοτώνει κάποιον Μαντά, ανθυπασπιστή του στρατού, για τα κομματικά. Η οικογένεια των Μαντάδων όμως, διχασμένη και αποδυναμωμένη από κάποια εσωτερικά φονικά, δεν θέλησε να ανοίξει μέτωπο με τον δράστη. Ετσι, για να αμβλύνουν τη σύγκρουση επιλέγουν τη στρατηγική των επιγαμιών. Δύο Μαντάδες παντρεύονται Βλαστοπούλες. Ωστόσο η μνήμη του χυμένου αίματος δεν σβήνει με το συμπεθεριό αφού, πέρα από την «προσφορά γυναίκας» και την «αποδοχή» της από την αντίπαλη συγγενειακή ομάδα, υπάρχει και το ζήτημα της καθημερινής στενής συμβίωσης της γυναίκας αυτής με την οικογένεια του «εχθρού».

Ετσι ξεκινάει μία χαρακτηριστική περίπτωση βεντέτας από το χωριό Λιβάδια στις πλαγιές του Ψηλορείτη (επαρχία Μυλοποτάμου, Νομός Ρεθύμνης), που παραθέτει ο Τσαντηρόπουλος και μας βοηθάει να κατανοήσουμε τι είναι η κρητική αντεκδίκηση, πώς λειτουργεί και ποιοι οι κανόνες της.



Ιδιότυπη αντίληψη περί τιμής



Επίκαιρο όσο ποτέ, το βιβλίο του αποπειράται να οριοθετήσει με όρους πολιτικής οικονομίας το πλαίσιο της βεντέτας, χρησιμοποιώντας ως χώρο εμπειρικής παρατήρησης και εθνογραφικό παράδειγμα χωριά και οικισμούς της ορεινής Κεντρικής Κρήτης όπου το φαινόμενο, τουλάχιστον στο παρελθόν, έδινε την εντύπωση ενδημικού: οικονομία, πολιτική, σχέσεις συγγένειας διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό ένα «έθιμο» το οποίο, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας, δεν είναι μεμονωμένο, μερικό ή συμπεριφορικό, αλλά διατρέχει ολόκληρη την κοινωνία η οποία το παράγει και το αναπαράγει. Τη διαμόρφωσή του ευνόησαν τόσο η αδυναμία του κράτους να εδραιώσει τους νόμους του για την επίλυση των διαφορών όσο και μια ιδιότυπη αντίληψη της τοπικής κοινωνίας περί τιμής και πώς μπορεί να αποκατασταθεί η προσβολή της. Η βεντέτα - η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτοδικίας - γίνεται αντικείμενο ανάμεσα στο εθιμικό δίκαιο, του οποίου κάνει διαρκώς επίκληση, και το συνταγματικά θεσπισμένο δίκαιο, που επιχειρεί να την αξιολογήσει αρνητικά και να την τιμωρήσει με βάση τον Ποινικό Κώδικα.

Με διαρκείς αναφορές στον εκδικητικό φόνο, ως γεγονός που έχει ή ενδέχεται να συμβεί στις επαρχίες Σελίνου, Αποκορώνου και Σφακίων του Νομού Χανίων, στις ημιορεινές και ορεινές κοινότητες του Ψηλορείτη στον Νομό Ρεθύμνης και στις κτηνοτροφικές κοινωνίες του Νομού Ηρακλείου, εξετάζονται οι αντιλήψεις για την ίδια την υπόσταση του ατόμου καθώς και τη συγκρότησή της: οι αξίες κοινωνικής ισχύος και γοήτρου, οι σχέσεις συμμαχίας που μπορεί να αναπτύξει αλλά και σύγκρουσης που ενδέχεται να προκαλέσει, τα περιεχόμενα και περιθώρια των στρατηγικών και των δράσεων για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.



Του ετσάτισε τη γυναίκα



Συχνά πάντως αφορμές για να διαιωνίζεται ο κύκλος του αίματος αποτελούν οι «παρεκτροπές» της γυναικείας σεξουαλικότητας. Τη δεκαετία του 1920, ο πρώτος ανιψιός των Μανόλη και Σήφη Βλαστών, που λεγόταν Κυριάκος, σκοτώνει τον ηλικιωμένο πατέρα ενός αντεραστή του, ο οποίος είχε απαγάγει την κοπέλα που του είχαν τάξει για γάμο. Και πάλι δεν υπάρχει αντεκδίκηση, καθώς όπως ο δράστης και ο γιος του αδικοχαμένου καταφεύγουν σε χωριά μακριά από τον τόπο τους, οι συγγενείς του σκοτωμένου θεωρούν σημαντική αυτή την κίνηση και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο νεκρός είχε συμπληρώσει τον κύκλο ζωής του (γάμος, απόγονοι, διαιώνιση του είδους) δεν δίνουν συνέχεια. Προς το παρόν, βέβαια, γιατί η μνήμη αυτού του μίσους θα επανέλθει στο προσκήνιο όταν δοθεί αφορμή, σε μια μελλοντική γενιά. Το επόμενο φονικό, που έγινε ανήμερα Πάσχα του 1946, έχει πάλι στο κέντρο του γυναικεία μορφή. Ως αίτιο εμφανίζεται τώρα μια υπόθεση μοιχείας. Ο Νικολής Βλαστός σκοτώνει τον αδελφό του Αρτέμη Δράκου, γιατί ο Αρτέμης του ετσάτισε (ξελόγιασε) τη γυναίκα. Ή έτσι τουλάχιστον νόμισε. Ας όψονται οι καλοθελητές που του είπανε πως τον είδανε να βγαίνει κρυφά από το κονάκι της, ενώ εκείνος σάκαζε (έβοσκε) το κοπάδι του. Αμέσως ο Αρτέμης εκδικείται το αίμα του αδελφού και σκοτώνει με το επαναληπτικό τουφέκι του τον Νικολή. «Και δεν επεράσανε πέντε λεπτά και τήνε τρώει ο άλλος στην κεφαλή και χάθηκε». Για τους Λιβαδιώτες, η γυναικεία σεξουαλικότητα επιδέχεται αρνητικές υποδηλώσεις γιατί εντάσσεται στην κατηγορία του ενστίκτου, το οποίο εκδηλώνεται με προκλητικές συμπεριφορές προς το αντρικό φύλο. Γι' αυτό η γυναίκα οφείλει να ελέγχεται από τον πατέρα, τον αδελφό ή τον σύζυγο.

Το πέμπτο φονικό γίνεται στα 1960, οπότε ο 17χρονος Κώστας Βλαστός σκοτώνει τον 23χρονο Μιχάλη Καλημέρη με αφορμή την κλοπή ενός αρνιού. Διηγείται μια γυναίκα: «Το τελευταίο κοπέλι που σκοτώσανε στα Λιβάδια οι Βλαστοί ήτονε οχτώ μερώ στρατιώτης απολυμένος και εγέννησε ενός Βλαστού μιά προβάτα και βάστανε (εννοεί το θύμα) τ' αρνάκι». Και ο σύζυγός της, με σαφή διάθεση να δικαιολογήσει τον φονιά, συμπληρώνει: «Μικρός ήτονε, 17 χρονώ ήτονε, δε σκεφτότανε το παιδί. Και είδε το αρνί που το βάστανε, το δικό του, ο άλλος, και μάνισε». Οπως υπογραμμίζει με σημασία ο Τσαντηρόπουλος συνοψίζοντας τη βεντέτα, απαραίτητη προϋπόθεση συγκρότησης ενός γένους σε κοινωνική ομάδα είναι η επέκταση της δράσης του στο ευρύτερο πολιτικό πεδίο. Οι Βλαστοί επιχειρούν να συγκροτηθούν στη βάση μιας βενιζελικής παράδοσης. Ο Μανόλης Βλαστός λέγεται ότι πολέμησε στο Θέρισο και ο Σήφης Βλαστός ήταν επίσης Βενιζελικός. Τα θύματά τους είχαν παράδοση με την Αριστερά (κομμουνιστές τούς αποκαλεί ο άνθρωπος που διηγείται στον συγγραφέα τα καθέκαστα).



Παραδοσιακές πρακτικές



Ολοκληρώνοντας το εξαιρετικό βιβλίο του, ο Τσαντηρόπουλος υπογραμμίζει ότι η παραδειγματική μελέτη της κοινότητας των Λιβαδίων (ας σημειωθεί πως γειτνιάζει με εκείνη των Ζωνιανών) δείχνει ότι δεν πρόκειται για «κλειστή» ή «απαρχαιωμένη» κοινωνία όπου η βεντέτα επιβιώνει ως σήμερα για λόγους «απομόνωσης» από μια ευρύτερη και «διαφορετική» κοινωνία. Πρόκειται για τοπική κοινωνία η οποία εξακολουθεί να υιοθετεί μια ιδεολογία και πρακτικές που είναι συνδεδεμένες με την παράδοση, όμως αναγκάζεται και επιχειρεί να εκσυγχρονιστεί και να συμμορφωθεί με τη νέα οικονομική και κοινωνική κατάσταση που έχει προκύψει.



Ο κοζαλής, ο σασμός και τα κονδύλια



Οποιος στην Κρήτη έχει κόζι βρίσκεται ψηλά στη συνείδηση των συντοπιτών του. Ο κοζαλής άντρας έχει «αξιοσύνη», κύρος και κοινωνική δύναμη, κάτι που συνεπάγεται απόκτηση δικαιωμάτων νομής σε βοσκοτόπους, την ενδεχόμενη αύξηση του αριθμού των προβάτων του και την αποθάρρυνση των εναντίον του προθέσεων για ζωοκλοπή, τη σύναψη επιθυμητών αγχιστειακών σχέσεων και σχέσεων πνευματικής συγγένειας με ισχυρές συγγενειακές ομάδες. Για τον μεσολαβητή σε υπόθεση βεντέτας, η επίτευξη του στόχου σημαίνει ότι είναι παραδεκτό το κόζι του. Αν η διαπραγμάτευση αποτύχει, τότε χάνει το κόζι. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση ενός 30χρονου βοσκού που του ζητήθηκε από τους συγγενείς του θύτη να μπει μεσίτης, δηλαδή μεσολαβητής, για να επιτευχθεί συμβιβασμός έπειτα από ξυλοδαρμό. Αρχικά απευθύνθηκε στους στενούς αιματοσυγγενείς του θύματος και τους ζήτησε να συναντηθεί μαζί τους. Οταν όμως ήρθαν στο σπίτι του ο αδελφός του θύματος και ένα σύντεκνός του για να τους μιλήσει, δηλαδή να τους προτείνει να δεχτούν το αίτημα για συμβιβασμό, δεν ήσαν διατεθειμένοι να συναινέσουν και από τα λεγόμενά τους άρχισε να γίνεται ορατός ο κίνδυνος να οδηγηθεί η σύγκρουση στα άκρα. Ο μεσολαβητής αγωνιούσε ιδιαίτερα γιατί η επέκταση της σύγκρουσης θα είχε και στον ίδιο επιπτώσεις εφόσον του ζητήθηκε να δράσει συμβιβαστικά, και η ενδεχόμενη αποτυχία του θα επέφερε ισχυρό πλήγμα στο κοινωνικό του γόητρο, πολύ περισσότερο που βρισκόταν σε ηλικία κρίσιμη για τη διασφάλιση και την επαύξησή του.

Ωστόσο το κόζι δεν φαίνεται μόνο στις περιπτώσεις σασμού, συμβιβασμού δηλαδή ή ρωτήματος για κλεμμένα πρόβατα, οι οποίες είναι πολύ συχνές. Την περίοδο που ο συγγραφέας διενεργούσε την επιτόπια έρευνά του στα Λιβάδια, είχε προκύψει το ζήτημα της κατανομής των ευρωπαϊκών κοινοτικών κονδυλίων στις οικογένειες του χωριού για την επιδότηση των «επιλέξιμων προβάτων», όσων δηλαδή χαρακτηρίζονταν «μάνες» και επιδοτούνταν. Αρχικά όλοι δήλωσαν έναν αριθμό αυθαίρετα, επιδιώκοντας έτσι να αποκομίσουν όσο το δυνατόν υψηλότερη επιδότηση. Ετσι, το συνολικό ποσό επιδότησης που ζητούσε η κοινότητα ξεπέρασε κατά πολύ τη θεσμική πρόβλεψη και οι δηλώσεις των κτηνοτρόφων επιστράφηκαν ως αναξιόπιστες. Τότε οι αρχηγοί των γενών, δηλαδή από κάθε γένος οι άνδρες που διέθεταν το μεγαλύτερο κόζι, συγκεντρώθηκαν στο κοινοτικό κατάστημα και άρχισαν να συζητούν επί αρκετές ώρες, άλλοτε με επιχειρήματα και άλλοτε λογομαχώντας. Τέτοιου τύπου συνελεύσεις, επειδή θέτουν ζητήματα αναγνώρισης και αποδοχής σχέσεων κοινωνικής και πολιτικής ισχύος μεταξύ των γενών, είναι σχεδόν αδύνατον να καταλήξουν σε ομοφωνία. Συνήθως επιδιώκεται να βρεθούν κάποιες συμβιβαστικές λύσεις έπειτα από αμοιβαίες υποχωρήσεις, πάντοτε όμως σε κλίμα έντασης που εγκυμονεί νέα βεντέτα.



ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

Το ΒΗΜΑ, 18/11/2007

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!