0
Your Καλαθι
Από κατώφλι σε κατώφλι
Περιγραφή
Ο Πωλ Τσελάν υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γερμανικής γλώσσας και σύμφωνα με τον Τζωρτζ Στάινερ, μάλλον ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος ποιητής της μεταπολεμικής περιόδου.
Γεννήθηκε το 1920 από Εβραίους γονείς στο Τσέρνοβιτς, μια μικρή πόλη στη γερμανόφωνη Μπουκοβίνα της Ρουμανίας, η οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου καταστράφηκε από τους Γερμανούς.. Ο Τσελάν κατόρθωσε να δραπετεύσει, πέρασε δε τα περισσότερα χρόνια του στη Γαλλία, όπου έζησε ως ποιητής και ταυτόχρονα λέκτορας της γλωσσολογίας.
Δημιουργός πολύγλωσσος, άσκησε με θέρμη μοναδική και το επάγγελμα του μεταφραστή. Μετέφρασε μεταξύ άλλων Σαίξπηρ, Ρεμπώ και Έμιλυ Ντίκινσον.
Το πρώτο δικό του ποιητικό βιβλίο με τον τίτλο «Αφιόνι και Μνήμη» εκδόθηκε στη Γερμανία, το 1952. Η συλλογή «Από κατώφλι σε κατώφλι», αφιερωμένη στη γυναίκα του, τη γαλλίδα χορεύτρια Ζιζέλ Λεστράνζ, είναι το δεύτερο βιβλίο του το κυκλοφόρησε το 1955.
Ο Τσελάν αυτοκτόνησε το 1970 σε ηλικία 50 ετών.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Paul Celan έζησε, ή καλύτερα επιβίωσε, μέσω της ποίησής του. Γεννημένος, θα λέγαμε, σε λάθος τόπο, λάθος χρόνο, ο ποιητής μπορεί να μολύνθηκε από την άτυχη συγκυρία, ποτέ όμως δεν δημιούργησε αντισώματα απέναντί της. Ο Celan καταγόταν από οικογένεια γερμανόφωνων εβραίων από την ανατολική άκρη της αυστριακής αυτοκρατορίας. Ήλθε στη ζωή, το 1920, στο Czernovitz, την πρωτεύουσα της Bukowina, που μόλις είχε περάσει στη ρουμανική κατοχή. Τη ρωσική κατοχή του '40 ακολούθησε η γερμανική το '41, ύστερα τα καταναγκαστικά έργα, η εκτόπιση των γονέων το 1942 σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, o θάνατος του πατέρα και η εκτέλεση της μητέρας. Ακολούθησε η επιστροφή των Ρώσων το 1944, χρονιά κατά την οποίαν ο Celan έφυγε για το Βουκουρέστι, και ύστερα για την Βιέννη, με αποτέλεσμα να καταλήξει το 1948 στο Παρίσι. Εκεί έζησε, σπούδασε, δίδαξε, μετάφρασε, παντρεύτηκε και έμεινε πιστός στη μητρική του γλώσσα, γράφοντας ποίηση, ίσως τη μεγαλύτερη που έχει γραφεί στη μεταπολεμική Ευρώπη. Το 1970, αυτοκτόνησε πέφτοντας στον Σηκουάνα.
Ο Celan στα 800 ποιήματα που έγραψε στα γερμανικά συμπύκνωσε ποικίλες λογοτεχνικές παραδόσεις, θεολογικά, φιλοσοφικά, επιστημονικά, αλλά και αμιγώς προσωπικά στοιχεία. Υστερα από αυτό που συνέβη στην ανθρωπότητα, αλλά και τη γλώσσα μεταξύ 1933-45, η ποίηση για τον Celan σήμαινε όλο και περισσότερο μια χειρονομία επαφής. Ο ίδιος είπε για τη γλώσσα: « Η γλώσσα, ναι, μόνο αυτή σώθηκε. Αλλά έπρεπε να περάσει μέσα από την ίδια την αδυναμία της, να δώσει απαντήσεις, να περάσει μέσα από τρομερή αφωνία, να περάσει μέσα από τα χιλιάδες σκοτάδια θανατηφόρου λόγου».
Συχνά οι στίχοι του μοιάζουν σαν να μισοβγαίνουν από τη σκιά, σαν να έχουν μόλις αναρρώσει από μια χαμένη γλώσσα και ζητούν επιπλέον μετάφραση ακόμη και για τους ομόγλωσσούς του. Νέες, παράξενες, λέξεις, θραυσματικό συντακτικό, ελλείψεις, αρχαϊκά ιδιώματα, μεταμφιεσμένοι υπαινιγμοί, και αντιφάσεις γεμίζουν το «αληθινά-ψευδό» στόμα του ποιητή. Ένα στόμα που αρνήθηκε τον απλό λόγο, με αποτέλεσμα οι πολέμιοί του να μιλήσουν για «πεισματικό μινιμαλισμό», για την άρνησή του να «αφιερωθεί στην προσβασιμότητα».
Η Αγία Γραφή πάνω απ' όλα κυριαρχεί στην ποίηση του Celan. Βιβλικοί τόποι, ονόματα, λειτουργικές φιγούρες, φανερές και συγκαλυμμένες νύξεις, εβραϊκά γνωμικά και παιχνίδια λέξεων. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο του ποίημα κλείνει με την εβραϊκή λέξη Shulamith από το Ασμα Ασμάτων και το τελευταίο του με τη λέξη Sabbath.
Επίγονος της παράδοσης της γαλλικής καθαρής ποίησης, του γερμανικού μετα-ρομαντισμού και του μεταφυσικού λυρισμού του Χέλντερλιν, o Celan οργανώνει μια εντελώς προσωπική, φαντασμαγορική πρόσληψη του τρόμου και των τραυματισμών της πραγματικότητας. Ο μοντερνισμός του έχει διαλεκτική πρόθεση: όσο «σκοτεινότερη» και επιφανειακά αποκλίνουσα είναι η εικονοποιία τόσο τα κείμενά του μοιάζουν να ανοίγουν ένα διάλογο με την ιστορία.
«Από κατώφλι σε κατώφλι»: Ο τίτλος της συλλογής δεν είναι τυχαίος. Ο Celan σε αυτό το τρίτο βιβλίο συνειδητοποιεί πως εισέρχεται σε έναν άλλο χώρο. Σε σχέση με τις προηγούμενες συλλογές του, γίνεται πιο ερμητικός, η λέξη λιγνεύει. Η σιωπή πλανάται ολούθε στο χαρτί. Εδώ, ο Celan ποιητής θυμάται, θρηνεί και αναζητεί.
Στον «Επιτάφιο για τον Φρανσουά» απευθύνεται στον γιο του που έχασε το ΄53: «Οι δύο πόρτες του κόσμου/ στέκονται ανοιχτές/ από εσένα ανοιγμένες/ στη διχασμένη νύχτα», στην «Ασίζη» αναζητεί τον Αγιο Φραγκίσκο: «Οι νεκροί, ακόμη ζητιανεύουνε, Φραγκίσκε», στο «Μπροστά σ' ένα κερί» πενθεί τη μητέρα του: «Μορφή λεπτόκορμη/ ισχνή σκιά με μάτια αμυγδαλωτά, / στόμα και φύλο/ που τριγύρω τους χορεύουνε ζωύφια του ύπνου», στο «In memoriam Paul Eluard» θρηνεί τον γάλλο σουρεαλιστή: «Βάλε στον τάφο του νεκρού τα λόγια, / που είπε για να ζήσει», στη «Schibboleth» μιλάει για την πολιτική υποταγή: «Με τις πέτρες μου μαζί, / αυτές που κλάματα τις μεγαλώσαν / πίσω από τα κάγκελα, / μ' έσυραν/ στης αγοράς τη μέση/ εκεί/ όπου ξεδιπλώνεται η σημαία, / που δεν της ορκίστηκα όρκο κανένα», και στο «Μίλα και εσύ» στην πρώιμη κριτική του έργου του: «Αλήθειαν ομιλεί αυτός που ίσκιον ομιλεί».
Το προτελευταίο ποίημα της συλλογής είναι « Οι Αμπελουργοί», μια περίφημη ελεγεία, βασισμένη στις επαναλήψεις, όπως άλλωστε είναι και το opus magnus του «Η φούγκα του Θανάτου» (Todesfuge). Οι «Αμπελουργοί» όμως είναι ταυτόχρονα και ένας διαλογισμός πάνω στην ίδια την ποιητική πράξη: «Σοδειάζουν το κρασί των οφθαλμών τους/ πατούνε σα σταφύλι καθετί κλαμένο, κι αυτό ακόμη.... έτσι που ένα στόμα δίψα να αισθανθεί γι' αυτό, αργότερα- / ένα στόμα όψιμο, όμοιο με το δικό τους». Εκείνοι που σοδειάζουν το κρασί θα μπορούσαν να είναι οι ποιητές, οι οποίοι τρυγούν τον πόνο και τον μετασχηματίζουν, αλλά και τα θύματα του πολέμου που μιλούν «μέσα εκεί στης απαντήσεως τη σιωπή».
Η συλλογή κλείνει με την αριστουργηματική μπαλάντα «Προς τα νησιά», όπου μόνη η ρυθμική βιαιότητα των στίχων μοιάζει να σπρώχνει τους κωπηλάτες στην υπέρβαση: «Έτσι κωπηλατούν οι ελεύθεροι και ξένοι, / οι κύριοι του πάγου και της πέτρας: / τους περιβάλλει ο ήχος από σημαδούρες που βουλιάζουν, / οι υλακές μιας θάλασσας στο μπλε του καρχαρία».
«Με κλειδί που αλλάζει/ το σπίτι ξεκλειδώνεις, όπου/ μαζεύεται το χιόνι των όσων έχουν αποσιωπηθεί» συμβουλεύει ο Celan στο «Με κλειδί που αλλάζει», ποίημα όπου ορίζονται με εξαιρετική διαύγεια οι κανόνες της ποιητικής του. «Αλλάζει το κλειδί σου, αλλάζει η λέξη». Ίσως και αυτό ήταν η ίδια η ποίησή του: ένα κλειδί, μια λέξη που αλλάζει, που αλλάζει «κατά το αίμα σου που κυλάει», μια λέξη-κλειδί που αποπειράται να ξεκλειδώσει τον χώρο που συσσώρευσε τον πόνο και τη δυστυχία της τραγικότερης δεκαετίας που έζησε ο εικοστός αιώνας.
Η ποίηση του Celan δημιουργεί αφάνταστες μεταφραστικές δυσκολίες. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να αποξενώσει κανείς μια εκ των συνθηκών ξένη γλώσσα. Ο ποιητής κατέγραψε πεισματικά στα γερμανικά την καταστροφή που είχε γίνει στη Γερμανία. Με τον κόσμο του διαλυμένο, κρατήθηκε γερά από τη μητρική του γλώσσα, δική του, αλλά και των καταστροφέων, η οποία ήταν κυριολεκτικά ό, τι του απέμενε. Στον βαθμό που και η γλώσσα ήταν μια πατρίδα που είχε καταστραφεί, ο στίχος του ίσως βοηθούσε στην αποκατάσταση αυτής της καταστροφής. Στην παρούσα δίγλωσση έκδοση, η Στέλλα Νικολούδη έχει κάνει γενναία προσπάθεια, καταθέτοντας το πρακτικό μιας προσωπικής ανάγνωσης που διαβαίνει από το κατώφλι της μητρικής στο κατώφλι της ξένης. Σαν ένα «όψιμο στόμα» (Spatmund), και εκείνη, αντιμέτωπη με έναν τόσο φορτισμένο λόγο σαν αυτόν του Celan, έχει αποδώσει πίσω στην πηγή κάτι από αυτό που χάθηκε, και αυτό δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο.
Γεννήθηκε το 1920 από Εβραίους γονείς στο Τσέρνοβιτς, μια μικρή πόλη στη γερμανόφωνη Μπουκοβίνα της Ρουμανίας, η οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου καταστράφηκε από τους Γερμανούς.. Ο Τσελάν κατόρθωσε να δραπετεύσει, πέρασε δε τα περισσότερα χρόνια του στη Γαλλία, όπου έζησε ως ποιητής και ταυτόχρονα λέκτορας της γλωσσολογίας.
Δημιουργός πολύγλωσσος, άσκησε με θέρμη μοναδική και το επάγγελμα του μεταφραστή. Μετέφρασε μεταξύ άλλων Σαίξπηρ, Ρεμπώ και Έμιλυ Ντίκινσον.
Το πρώτο δικό του ποιητικό βιβλίο με τον τίτλο «Αφιόνι και Μνήμη» εκδόθηκε στη Γερμανία, το 1952. Η συλλογή «Από κατώφλι σε κατώφλι», αφιερωμένη στη γυναίκα του, τη γαλλίδα χορεύτρια Ζιζέλ Λεστράνζ, είναι το δεύτερο βιβλίο του το κυκλοφόρησε το 1955.
Ο Τσελάν αυτοκτόνησε το 1970 σε ηλικία 50 ετών.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Paul Celan έζησε, ή καλύτερα επιβίωσε, μέσω της ποίησής του. Γεννημένος, θα λέγαμε, σε λάθος τόπο, λάθος χρόνο, ο ποιητής μπορεί να μολύνθηκε από την άτυχη συγκυρία, ποτέ όμως δεν δημιούργησε αντισώματα απέναντί της. Ο Celan καταγόταν από οικογένεια γερμανόφωνων εβραίων από την ανατολική άκρη της αυστριακής αυτοκρατορίας. Ήλθε στη ζωή, το 1920, στο Czernovitz, την πρωτεύουσα της Bukowina, που μόλις είχε περάσει στη ρουμανική κατοχή. Τη ρωσική κατοχή του '40 ακολούθησε η γερμανική το '41, ύστερα τα καταναγκαστικά έργα, η εκτόπιση των γονέων το 1942 σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, o θάνατος του πατέρα και η εκτέλεση της μητέρας. Ακολούθησε η επιστροφή των Ρώσων το 1944, χρονιά κατά την οποίαν ο Celan έφυγε για το Βουκουρέστι, και ύστερα για την Βιέννη, με αποτέλεσμα να καταλήξει το 1948 στο Παρίσι. Εκεί έζησε, σπούδασε, δίδαξε, μετάφρασε, παντρεύτηκε και έμεινε πιστός στη μητρική του γλώσσα, γράφοντας ποίηση, ίσως τη μεγαλύτερη που έχει γραφεί στη μεταπολεμική Ευρώπη. Το 1970, αυτοκτόνησε πέφτοντας στον Σηκουάνα.
Ο Celan στα 800 ποιήματα που έγραψε στα γερμανικά συμπύκνωσε ποικίλες λογοτεχνικές παραδόσεις, θεολογικά, φιλοσοφικά, επιστημονικά, αλλά και αμιγώς προσωπικά στοιχεία. Υστερα από αυτό που συνέβη στην ανθρωπότητα, αλλά και τη γλώσσα μεταξύ 1933-45, η ποίηση για τον Celan σήμαινε όλο και περισσότερο μια χειρονομία επαφής. Ο ίδιος είπε για τη γλώσσα: « Η γλώσσα, ναι, μόνο αυτή σώθηκε. Αλλά έπρεπε να περάσει μέσα από την ίδια την αδυναμία της, να δώσει απαντήσεις, να περάσει μέσα από τρομερή αφωνία, να περάσει μέσα από τα χιλιάδες σκοτάδια θανατηφόρου λόγου».
Συχνά οι στίχοι του μοιάζουν σαν να μισοβγαίνουν από τη σκιά, σαν να έχουν μόλις αναρρώσει από μια χαμένη γλώσσα και ζητούν επιπλέον μετάφραση ακόμη και για τους ομόγλωσσούς του. Νέες, παράξενες, λέξεις, θραυσματικό συντακτικό, ελλείψεις, αρχαϊκά ιδιώματα, μεταμφιεσμένοι υπαινιγμοί, και αντιφάσεις γεμίζουν το «αληθινά-ψευδό» στόμα του ποιητή. Ένα στόμα που αρνήθηκε τον απλό λόγο, με αποτέλεσμα οι πολέμιοί του να μιλήσουν για «πεισματικό μινιμαλισμό», για την άρνησή του να «αφιερωθεί στην προσβασιμότητα».
Η Αγία Γραφή πάνω απ' όλα κυριαρχεί στην ποίηση του Celan. Βιβλικοί τόποι, ονόματα, λειτουργικές φιγούρες, φανερές και συγκαλυμμένες νύξεις, εβραϊκά γνωμικά και παιχνίδια λέξεων. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο του ποίημα κλείνει με την εβραϊκή λέξη Shulamith από το Ασμα Ασμάτων και το τελευταίο του με τη λέξη Sabbath.
Επίγονος της παράδοσης της γαλλικής καθαρής ποίησης, του γερμανικού μετα-ρομαντισμού και του μεταφυσικού λυρισμού του Χέλντερλιν, o Celan οργανώνει μια εντελώς προσωπική, φαντασμαγορική πρόσληψη του τρόμου και των τραυματισμών της πραγματικότητας. Ο μοντερνισμός του έχει διαλεκτική πρόθεση: όσο «σκοτεινότερη» και επιφανειακά αποκλίνουσα είναι η εικονοποιία τόσο τα κείμενά του μοιάζουν να ανοίγουν ένα διάλογο με την ιστορία.
«Από κατώφλι σε κατώφλι»: Ο τίτλος της συλλογής δεν είναι τυχαίος. Ο Celan σε αυτό το τρίτο βιβλίο συνειδητοποιεί πως εισέρχεται σε έναν άλλο χώρο. Σε σχέση με τις προηγούμενες συλλογές του, γίνεται πιο ερμητικός, η λέξη λιγνεύει. Η σιωπή πλανάται ολούθε στο χαρτί. Εδώ, ο Celan ποιητής θυμάται, θρηνεί και αναζητεί.
Στον «Επιτάφιο για τον Φρανσουά» απευθύνεται στον γιο του που έχασε το ΄53: «Οι δύο πόρτες του κόσμου/ στέκονται ανοιχτές/ από εσένα ανοιγμένες/ στη διχασμένη νύχτα», στην «Ασίζη» αναζητεί τον Αγιο Φραγκίσκο: «Οι νεκροί, ακόμη ζητιανεύουνε, Φραγκίσκε», στο «Μπροστά σ' ένα κερί» πενθεί τη μητέρα του: «Μορφή λεπτόκορμη/ ισχνή σκιά με μάτια αμυγδαλωτά, / στόμα και φύλο/ που τριγύρω τους χορεύουνε ζωύφια του ύπνου», στο «In memoriam Paul Eluard» θρηνεί τον γάλλο σουρεαλιστή: «Βάλε στον τάφο του νεκρού τα λόγια, / που είπε για να ζήσει», στη «Schibboleth» μιλάει για την πολιτική υποταγή: «Με τις πέτρες μου μαζί, / αυτές που κλάματα τις μεγαλώσαν / πίσω από τα κάγκελα, / μ' έσυραν/ στης αγοράς τη μέση/ εκεί/ όπου ξεδιπλώνεται η σημαία, / που δεν της ορκίστηκα όρκο κανένα», και στο «Μίλα και εσύ» στην πρώιμη κριτική του έργου του: «Αλήθειαν ομιλεί αυτός που ίσκιον ομιλεί».
Το προτελευταίο ποίημα της συλλογής είναι « Οι Αμπελουργοί», μια περίφημη ελεγεία, βασισμένη στις επαναλήψεις, όπως άλλωστε είναι και το opus magnus του «Η φούγκα του Θανάτου» (Todesfuge). Οι «Αμπελουργοί» όμως είναι ταυτόχρονα και ένας διαλογισμός πάνω στην ίδια την ποιητική πράξη: «Σοδειάζουν το κρασί των οφθαλμών τους/ πατούνε σα σταφύλι καθετί κλαμένο, κι αυτό ακόμη.... έτσι που ένα στόμα δίψα να αισθανθεί γι' αυτό, αργότερα- / ένα στόμα όψιμο, όμοιο με το δικό τους». Εκείνοι που σοδειάζουν το κρασί θα μπορούσαν να είναι οι ποιητές, οι οποίοι τρυγούν τον πόνο και τον μετασχηματίζουν, αλλά και τα θύματα του πολέμου που μιλούν «μέσα εκεί στης απαντήσεως τη σιωπή».
Η συλλογή κλείνει με την αριστουργηματική μπαλάντα «Προς τα νησιά», όπου μόνη η ρυθμική βιαιότητα των στίχων μοιάζει να σπρώχνει τους κωπηλάτες στην υπέρβαση: «Έτσι κωπηλατούν οι ελεύθεροι και ξένοι, / οι κύριοι του πάγου και της πέτρας: / τους περιβάλλει ο ήχος από σημαδούρες που βουλιάζουν, / οι υλακές μιας θάλασσας στο μπλε του καρχαρία».
«Με κλειδί που αλλάζει/ το σπίτι ξεκλειδώνεις, όπου/ μαζεύεται το χιόνι των όσων έχουν αποσιωπηθεί» συμβουλεύει ο Celan στο «Με κλειδί που αλλάζει», ποίημα όπου ορίζονται με εξαιρετική διαύγεια οι κανόνες της ποιητικής του. «Αλλάζει το κλειδί σου, αλλάζει η λέξη». Ίσως και αυτό ήταν η ίδια η ποίησή του: ένα κλειδί, μια λέξη που αλλάζει, που αλλάζει «κατά το αίμα σου που κυλάει», μια λέξη-κλειδί που αποπειράται να ξεκλειδώσει τον χώρο που συσσώρευσε τον πόνο και τη δυστυχία της τραγικότερης δεκαετίας που έζησε ο εικοστός αιώνας.
Η ποίηση του Celan δημιουργεί αφάνταστες μεταφραστικές δυσκολίες. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να αποξενώσει κανείς μια εκ των συνθηκών ξένη γλώσσα. Ο ποιητής κατέγραψε πεισματικά στα γερμανικά την καταστροφή που είχε γίνει στη Γερμανία. Με τον κόσμο του διαλυμένο, κρατήθηκε γερά από τη μητρική του γλώσσα, δική του, αλλά και των καταστροφέων, η οποία ήταν κυριολεκτικά ό, τι του απέμενε. Στον βαθμό που και η γλώσσα ήταν μια πατρίδα που είχε καταστραφεί, ο στίχος του ίσως βοηθούσε στην αποκατάσταση αυτής της καταστροφής. Στην παρούσα δίγλωσση έκδοση, η Στέλλα Νικολούδη έχει κάνει γενναία προσπάθεια, καταθέτοντας το πρακτικό μιας προσωπικής ανάγνωσης που διαβαίνει από το κατώφλι της μητρικής στο κατώφλι της ξένης. Σαν ένα «όψιμο στόμα» (Spatmund), και εκείνη, αντιμέτωπη με έναν τόσο φορτισμένο λόγο σαν αυτόν του Celan, έχει αποδώσει πίσω στην πηγή κάτι από αυτό που χάθηκε, και αυτό δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο.
Αλέξης Σταμάτης, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 30-08-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις