0
Your Καλαθι
Ω, γυναίκες, γυναίκες
και άλλα διηγήματα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
51 σύντομα, χιουμοριστικά ως επί το πλείστον, κείμενα, δημοσιευμένα με ψευδώνυμο σε ρωσικά περιοδικά στα τέλη του 19ου αιώνα... Κείμενα που ξεχώριζαν από τη μάζα των υπόλοιπων ιστοριών της εποχής και χάρισαν στον νεαρότατο Αντόν Τσέχωφ τη φήμη και το βραβείο Πούσκιν σε ηλικία μόλις 28 ετών.
51 κείμενα μέσα από τα οποία παρελαύνει ολόκληρος ο θίασος της ρωσικής κοινωνίας της δεκαετίας του 1880: οι οικογένειες της τσαρικής αριστοκρατίας αλλά και η ζωή στο ρωσικό χωριό, άνθρωποι αφελείς κι αγνοί ή κουτοπόνηροι και χυδαίοι. Η πένα του Τσέχωφ καυτηριάζει επαγγλεματικές κάστες, μικροαστικές συνήθειες, λαϊκές δεισιδαιμονίες, και δε διστάζει να αναμετρηθεί ακόμη και με την τσαρική λογοκρισία. Και δίπλα στα διηγήματα που ξάφνιαζαν τους αναγνώστες της εποχής, συντομότατες "βινιέτες", μικρά χιουμοριστικά κειμενάκια των λίγων αράδων ή παραγράφων, πειραματικά γραπτά που προοιώνιζαν το κίνημα του παραλόγου, πολλές δεκαετίες πριν την "επίσημη" εμφάνισή του.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στις μέρες μας, όπου παρ' ημίν εκδίδονται ...περισσότερα βιβλία από όσα γράφονται, η πληροφορία ότι ο μέγας χιουμορίστας αλλά ταυτόχρονα βαθύς και ηδύτατος Αντον Τσέχοφ (1860-1904) ακόμα χρωστάει στη δημοσιότητα μικρά λανθάνοντα πεζά, που έγραφε σε ρυθμό πολυβόλου στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, αναπτερώνει ηθικά...
Ομως, ο παραγωγικός αυτός συγγραφέας δεν ήταν προχειρογράφος, όπως τείνουν να πιστεύουν πολλοί, επειδή ο όγκος της δουλειάς του είναι ακόμα αθησαύριστος. Ο δημιουργός του «Γλάρου», όταν άρχισε να γράφει τα βραχύλογα διηγήματά του, τα οποία πωλούσε σε εφημερίδες και περιοδικά για να συντηρήσει την οικογένεια του πατέρα του, δεν μιμήθηκε την ποιητική των ομοτέχνων του της μόδας. Είναι γνωστός ο διάλογός του με κάποιον μπεστσελερίστα, από τον οποίο καταλαβαίνουμε τον κρυμμένο μόχθο του Τσέχοφ πίσω από τις συνήθως φίνες και σαρκαστικές εικόνες της ρωσικής ζωής του τέλους του 19ου αιώνα.
Η συλλογή διηγημάτων «Ω γυναίκες, γυναίκες!» περιλαμβάνει πρώιμες μινιατούρες πάνω σε έργα και ημέρες χαρακτηριστικών τύπων της συγκυρίας του ασθενικού το δέμας νεαρού γιατρού, που σφράγισε (και συνεχίζει να αιμοδοτεί) τόσο με το πεζογραφικό όσο και με το θεατρικό του έργο την τέχνη της γραφής.
Η ματιά του Τσέχοφ τυπικά είναι ηθογραφική και στην προέκταση λεπταίσθητα ψυχογραφική, προοικονομώντας, από τη μια, τις μεγάλες κατακτήσεις της ανάλογης πεζογραφίας στον 20ό αιώνα και από την άλλη, θέτοντας ωραία αινίγματα για τη γραφή, το είναι και το φαίνεσθαι. Αυτός ο ποικίλος ανθρώπινος θίασος που περιγράφεται ανελέητα στις σελίδες των κειμένων του αστάθμητου τούτου δημιουργού, δεν έχει προηγούμενο ούτε ανάλογο συνεχιστή ακόμα στην παγκόσμια γραμματεία.
Και όμως, υπήρξαν πολλοί συγγραφείς που μανιακά συνέλεξαν πλήθος συμπεριφορών, προσπαθώντας να φωτογραφίσουν αμέτρητες γωνίες και σκιές του ψυχισμού μας, χωρίς, όμως, να καταδυθούν στο βάθος που έφθασε ο πρωταθλητής αυτός. Το «θείον δώρον» του τελευταίου συνίστατο στην ευχέρεια με την οποία ο χρωστήρας του με ελάχιστες πινελιές πρότεινε ζέοντα χρώματα και το στηθοσκόπιό του συνελάμβανε ακροαστικά απίστευτα.
Ισως η αίσθηση του χιούμορ που διαθέτει κάθε ευφυΐα, μαζί βέβαια με τις μυστηριώδεις κεραίες σύλληψης κραδασμών, του πρόσφερε τη δυνατότητα να πλαγιοκοπεί και να διαπερνά την ουσία με τρόπο ακαριαίο.
Απορεί κανείς στη συνέχεια πώς συντελείται το θαύμα αφού ο Τσέχοφ εξωτερικά δεν μοιάζει να διαθέτει καμία δικαιολογία για την ανθρώπινη στάση απέναντι στον κόσμο. Ο φακός του είναι λες ψυχρός, τα πάντα παρωδούνται, εξευτελίζονται, σατιρίζονται, ξεφωνίζονται. Το ίζημα, όμως, δεν είναι πικρό, αηδιαστικό ή έστω άγευστο. Είναι δριμύ, κάποτε και γλυκύ, παρά τη θέση του στον πάτο. Τι συμβαίνει; Φαίνεται ότι ο δειλός και ευγενής αυτός άνθρωπος που μάζευε σκιές στο λυκόφως, είχε μεγάλο περίσσευμα συμπάθειας για την ανθρώπινη κωμωδία, σαν τον Μπαλζάκ, ας πούμε, τηρουμένων των αναλογιών. Υπάρχει πίσω από τα πορτρέτα των «φρενοβλαβών» του, όχι μόνον η συνείδηση ενός τοις πράγμασιν θεράποντα ψυχής και σώματος ( η ιατρική, επιστημονική του, δηλαδή, προσέγγιση, άρα κατανόηση), αλλά η αίσθηση της συμμετοχής στο ανοιχτό θεραπευτήριο του βίου.
Ο Τσέχοφ, να το πούμε απλοϊκά, αγαπάει τους ήρωές του, συμπάσχει τη στιγμή που τους μαλώνει και τους σιχτιρίζει. Οι βολές του είναι σκληρές, όμως νιώθεις να τις πραγματοποιεί κάποιος που ταυτόχρονα αυτοσαρκάζεται. Χωρίς πόζα και αποστάσεις ρυθμίζει το εκκρεμμές στο κέντρο των πραγμάτων περιστοιχισμένος από τους ήρωές του, ένας μεταξύ αυτών.
Εν προκειμένω έχουμε να κάνουμε με 56 κείμενα, αν μέτρησα σωστά ( μεταξύ αυτών χρονογραφήματα και σχέδια θεατρικών έργων), τα οποία συγκροτούν ένα καλειδοσκόπιο καταστάσεων, εξαιρετικά πλούσιο. Ξέρουμε ότι ο Τσέχοφ αγόραζε ιδέες και ιστορίες τις οποίες εμπλούτιζε με γόνιμο οίστρο. Ακόμα, ότι διασκεύαζε γνωστά έργα ομολόγων του, βάζοντας τη δική του τελική σφραγίδα σε αυτά.
Ενα απάνθισμα από πρωτότυπα και «ξένα» κείμενα συνιστούν την παρουσιαζόμενη ανθολογία. Εικόνες ζωής περνούν μπροστά από τα μάτια μας, σαν σκηνές τοπίου που τρέχει έξω από το παράθυρο ενώ ταξιδεύουμε. Διάφοροι τύποι μάς χαιρετούν και υποκλίνονται, κλειδωμένοι στο μυστήριό τους, το οποίο προσπαθεί να διαπεράσει το τσεχοφικό φως.
Οι πιο πολλοί συγγραφείς ξεκινούν ως πεζογράφοι για να καταλήξουν δραματουργοί. Ο Τσέχοφ, όπως και ο Πιραντέλο, έχουν να επιδείξουν ένα διηγηματογραφικό έργο/πρόπλασμα του θεατρικού τους. Δεν είναι ανάγκη να συγκρίνει κανείς την αξία των δύο επιδόσεων. Καθεμία από αυτές διαθέτει τη χάρη και την ιδιοτυπία της.
Στον Τσέχοφ ο χιουμοριστικός, ιλαροτραγικός χαρακτήρας των πεζών του έχει προσφέρει, ύστερα από διάφορες ερμηνείες, μία σωστή, νομίζω, πλέον γραμμή πλεύσης για την αντιμετώπιση των βασικών θεατρικών του κειμένων, τα οποία, ως γνωστόν, αντιμετωπίζονταν ως αμιγώς δραματικά. Και μόνο το ιλαροτραγικό αυτό στοιχείο που ανιχνεύεται στο σκηνικό του έργο, τον καθιστά έναν σύγχρονο συγγραφέα, εφάμιλλο ή και μεγαλύτερο από την όποια αβάν γκάρντ.
Τα διηγήματά του, λοιπόν, οι αφετηρίες των μεγάλων θεατρικών του διατυπώσεων, ανοίγουν έναν τόσο εύθυμο διάλογο με μία οιονεί καθημερινότητα, ώστε το γέλιο να καταλήγει σε μορφασμό. Προσοχή: ποτέ, όμως, το τσεχοφικό χιούμορ δεν είναι «μαύρο». Δηλαδή ας μην το φανταστούμε να φλερτάρει με το «καταραμένο» είδος της παρωδίας, ενός Γκομπρόβιτς, ας πούμε, που καλλιεργήθηκε αργότερα, στο χώρο του μυθιστορήματος. Οχι, ο Τσέχοφ, είναι, όπως είπα, επιεικής και αγαθά ειρωνικός. Το γέλιο του, όπως συμβαίνει με έναν ήρωά του στο βιβλίο, μπορεί να μετατραπεί σε λόξυγκα. Μέχρις εκεί όμως, ποτέ δεν θα καταλήξει σε γκριμάτσα θανάτου.
Κι ας είναι κατεδαφιστικά τα διηγήματά του για ορισμένες (μόνο;) συμπεριφορές, τόσο που κάποτε πέφτουν πάνω σου τα κομμάτια, χωρίς να σε πλακώνουν ωστόσο. Κάτι αναψυκτικό υπάρχει υπό την επιφάνεια, ένας σπασμός εσωτερικός και σωτήριος μεταβάλλει τα πάντα σε μια ιστορία άξια, που ζητάει έκφραση μέσω της γραφής. Υποψιάζεσαι, βέβαια, ότι έχει περάσει από το μυαλό του Τσέχοφ η σκέψη πως ο κόσμος υπάρχει χάριν της Τέχνης, τόσο διαθέσιμη έχει τη δραματική φαιδρότητά του. Αλλά και αυτό το αρνητικό βλέμμα να υπάρχει σε κάποιο βαθμό, μήπως βλάπτει; Ολοι, λίγο ώς πολύ, έχουμε συνειδητοποιήσει κάποτε τον αναγκαία βοηθητικό χαρακτήρα της Τέχνης, τις βασικές ελλείψεις που καλύπτει. Οπότε γιατί να μη δεχθούμε τον τσεχοφικό κόσμο ότι συμπληρώνει το φάσμα, αφού προσθέτει λεπτομέρειες στο μισοτελειωμένο πίνακα;
Η γυναίκα και οι γελοίοι έρωτες κατέχουν κεντρική θέση στην παρούσα συλλογή. Και μόνο το «Πώς ήρθα σε νόμιμη γάμου κοινωνία» να διαβάσει κανείς αποζημιώνεται με τον καλύτερο τρόπο.
Η επιμελημένη μετάφραση μας ξαναθύμισε τη μαεστρία μιας γραφής που ξέρει να κάνει ακόμα και το πιο ελεεινό, ανθρώπινο έπος μουσικό κομμάτι...
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/08/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις