0
Your Καλαθι
Η γλυκιά Μπονόρα
Διηγήματα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Κριτική
Με τις έντεκα ιστορίες που απαρτίζουν τη νέα συλλογή διηγημάτων του, ο Βασίλης Τσιαμπούσης διευρύνει τα όρια της μυθοπλασίας του τόσο ως προς τον χώρο όσο και ως προς τη γωνία της οπτικής του. Χωρίς να αφήνει ανεκμετάλλευτο το «κοίτασμα» των προσωπικών του αναμνήσεων, οι εμπνεύσεις του γίνονται τώρα πιο επικαιρικές και αντλούνται όλο και πιο πολύ από τη μεγάλη επαρχία του κόσμου. Σε κάποιες από τις ιστορίες του υπάρχουν πρόδηλες πολιτικές νύξεις, άλλες τις χαρακτηρίζει ένας οδυνηρός αισθησιασμός, ενώ άλλες είναι παρεπόμενα κοινωνικών ευαισθησιών ή αντιδράσεις στη κρίση των διαπροσωπικών σχέσεων. Στοιχείο ενοποιητικό αυτής της θεματικής ποικιλίας παραμένει η ειρωνική -αν και όχι παραμορφωτική- ενατένιση της πραγματικότητας και η προσπάθεια να μετατραπεί αυτή η πραγματικότητα (έστω και στο χαρτί) σε τόπο συνάντησης και τρόπο συνύπαρξης των ανθρώπων.
Τα ένδεκα καινούργια διηγήματα του Β. Τσιαμπούση, γραμμένα στην πενταετία που παρήλθε από την προηγούμενη ενδεκάδα, τη συλλογή Χερουβικά στα κεραμίδια, φαίνεται να επιδίδονται στην ανασύσταση του κλίματος των ημερών. Ζοφερό, κάποτε και άθλιο, όπως έχει επικρατήσει σε μια ισοπεδωμένη χώρα, με πρωταρχική εκδήλωση στη γλώσσα. Διάλογοι που εκφυλίζονται σε στιχομυθίες, με μια αθυρόστομη βιαιότητα, στα όρια της χυδαιότητας, όπως αυτές που ανταλλάσσονται, αδιακρίτως πλέον, μεταξύ νεοτέρων και μεγαλυτέρων, αγραμμάτων και αποφοίτων σχολών, Αθηναίων ή και κατοίκων της λοιπής Ελλάδας.
Η φυσικότητα στην απόδοση του προφορικού λόγου συνιστούσε εξ αρχής μια από τις αρετές των πεζών του Β. Τσιαμπούση. Μόνο που, στα προηγούμενα βιβλία του, αυτή η προφορικότητα της αφήγησης δεν ήταν τόσο εκτεταμένη, ώστε να αποβαίνει καθοριστική. Στα πρώτα διηγήματα του 1988, εκείνα τα μάλλον σύντομα της Βέσπας, υπερισχύουν, ως εντύπωση, η ελλειπτικότητα της αφήγησης και οι ήρωες που περιγράφονται με αδρές γραμμές. Ακόμη, στα επόμενα δύο βιβλία, το «εξαρθρωμένο» ή και σπονδυλωτό μυθιστόρημα Εκτός Εδρας του 1992 και την προηγούμενη συλλογή του 1996, παρ' όλο που η ελλειπτικότητα υποχωρεί και η έκταση των διηγημάτων μεγαλώνει αισθητά, επιτρέποντας στους ήρωες στερεότερη υπόσταση, η αφήγηση εξακολουθεί να προτιμά έναν πλάγιο τρόπο, μάλλον συγκαλυμμένο, όταν αναφέρεται σε νοοτροπίες ή και ιδεολογικές εντάσεις παλαιότερων δεκαετιών.
Εν αντιθέσει, στο πρόσφατο βιβλίο ο συγγραφέας εμφανίζεται περισσότερο τολμηρός και ως προς τα θέματα που επιλέγει και ως προς τους ήρωες, στους οποίους εστιάζει το ενδιαφέρον του. Διαφοροποίηση για την οποία μας είχαν προϊδεάσει τα έξι ήδη δημοσιευμένα διηγήματα της συλλογής. Ανέκαθεν ο Β. Τσιαμπούσης είχε αδυναμία σε ήρωες μάλλον ταλαίπωρους, που λόγω χαρακτήρα αλλά και δυσοίωνων συνθηκών κατέληγαν να είναι τα θύματα. Στα καινούργια διηγήματα όμως ο συγγραφέας μοιάζει να σπρώχνει την έμπνευσή του σε ό,τι δραματικότερο συμβαίνει γύρω μας. Από τον τυχόντα βασανισμένο προχωρά στον απόβλητο και στον παρία. Αν το λεκτικό, στα προηγούμενα βιβλία, ήταν ντόμπρο, εδώ γίνεται, σε συμφωνία και με τα πρόσωπα που κινούνται στα καινούργια διηγήματα, χύμα. Μένουμε με την εντύπωση μιας κάποιας αθηναϊκής επιρροής, ιδίως μετά την πρόσφατη ανύψωση πεζών με ήρωες περιθωριακούς. Παράδειγμα το διήγημα Το ψυγείο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» ως συμμετοχή του Β. Τσιαμπούση στην εφετινή, θερινή σειρά κειμένων με θέμα τον «Αλλο». Το διήγημα συγγενεύει θεματικά με το Τρούλια της πρώτης συλλογής, το οποίο βρίσκουμε ότι κερδίζει αφηγηματικά, καθώς κινείται σε χαμηλότερους τόνους, αποφεύγοντας να συμπεριλάβει περιστατικά που θυμίζουν ειδήσεις αστυνομικού δελτίου.
Στο καινούργιο βιβλίο έχουμε ένα φάσμα εφιαλτικών θεμάτων· η νόσος του Αλτσχάιμερ, ο καρκίνος, ένα παιδί-φυτό, τα γηρατειά ως μια κατάσταση επαίσχυντη, όταν επιδεινώνεται από την ανέχεια, η φυλακή και, σε όσα απομένουν, ο σεξουαλικός κανιβαλισμός αδιακρίτως φύλου. Και βεβαίως παρελαύνουν αντίστοιχοι ήρωες· χαρτοπαίκτες, έκφυλοι, δημόσιοι υπάλληλοι κατά κανόνα καταχραστές και πλαστογράφοι, γύφτοι, και εν μέσω όλων αυτών, ετοιμοθάνατα υπολείμματα του Εμφυλίου, σκόρπια στις γείτονες χώρες. Κατά τη γνώμη μας ο Β. Τσιαμπούσης βιώνει, όπως και άλλοι αξιόλογοι συγγραφείς, το σύνδρομο της επαρχίας. Αρχικά προσπάθησε να το καταπολεμήσει με τον τίτλο της πρώτης συλλογής Η βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα, τελικά όμως φαίνεται ότι ενέδωσε ετεροκαθοριζόμενος.
Σε κάθε περίπτωση ένα ευτυχές παρεπόμενο αυτής της κατά μία άλλη εκδοχή συγγραφικής απελευθέρωσης είναι η απροκάλυπτη πλέον ειρωνεία, ώς τον σαρκασμό για τα ελληνικά πράγματα που αγκαλιάζει τους πάντες, από τους πολιτικούς ως το Δημόσιο και την τάχατες εκμετάλλευση των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Ένας δεύτερος στόχος της σκωπτικής διάθεσης του Β. Τσιαμπούση είναι η κατάσταση στις ανατολικές χώρες μετά την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων. Απεικόνιση που έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς γίνεται από μια προνομιακή σκοπιά.
Όπως και στα προηγούμενα βιβλία του Β. Τσιαμπούση, ο τόπος μόνο παρεμπιπτόντως προσδιορίζεται από κάποια σχεδόν λανθάνουσα αναφορά σε έναν δρόμο ή μία συνοικία. Πάντως η έδρα μένει σαφώς στη Βόρεια Ελλάδα· Δράμα, Θεσσαλονίκη ή κάποιο μεθοριακό χωριό ένθεν και ένθεν των συνόρων. Λόγω ακριβώς της θέσης, γίνεται συχνή αναφορά άλλοτε στον Εμφύλιο και άλλοτε στον Συμμοριτοπόλεμο, μοιρασμένα και σε ίση βάση. Κάποτε ωστόσο δημιουργείται εντύπωση σχηματοποίησης, όπως στο διήγημα Ο βιβλιοθηκάριος», το οποίο να σημειώσουμε ότι γράφτηκε κατά παραγγελία: Ένας συμβασιούχος βιβλιοθηκάριος σε κινητή μονάδα, που τροφοδοτεί με βιβλία τα χωριά στα πέριξ της Δράμας, αρνείται να αποκαλύψει στην Ασφάλεια τι διαβάζουν οι κάτοικοι της περιοχής και ας του εξηγούν τον επικρεμάμενο κίνδυνο των κομμουνιστών. Οποία έκπληξη όταν έχουμε ήδη πληροφορηθεί ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά από τους κομμουνιστές. Και μάλιστα τη στάση του επικροτεί νεαρός αναγνώστης με πατέρα στον Συμμοριτοπόλεμο, πρωτοπαλίκαρο του Αντών-Τσαούς για όσους τον έχουν ακουστά.
Τρία διηγήματα της συλλογής απλώνονται στην έκταση νουβέλας και αναδεικνύουν τόσο τις παλαιότερες και πάγιες αρετές της αφήγησης του Β. Τσιαμπούση όσο και τις δυσάρεστες προφανώς κατά τη γνώμη μας συνέπειες αυτής της υποτιθέμενης αθηναϊκής επιρροής. Και τα τρία Ο Σάντσο, Berlin και Η γλυκιά Μπονόρα ξεκινούν με τρόπο αφηγηματικά θεαματικό. Δυναμική η διήγηση, δεν λιμνάζει. Πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη, ανάλογα με τη συγγραφική βολή, αποφεύγει πάντως τον πανόπτη αφηγητή περιγράφοντας τα καθέκαστα από την οπτική του ενός ή του άλλου ήρωα κάποτε σε εναλλαγή. Καθώς όμως η αφήγηση προχωρά, σωρεύει εξαιρετικά συμβάντα απογειώνοντας τη συγκινησιακή φόρτιση.
Ωστόσο, κατά μία άλλη ανάγνωση, όσα δραματικά ή και απίθανα συμβαίνουν, κάνουν τα διηγήματα να ρέουν όπως ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που μάλιστα σε ορισμένα σημεία παίρνει σχεδόν θεατρική μορφή. Εμείς πάντως θα μείνουμε θιασώτες της προηγούμενης ενδεκάδας· βρίσκουμε γοητευτικότερα τα Χερουβικά από την πληθωρική συγκίνηση του «Αλλου».
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 11-02-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Βασίλης Τσιαμπούσης εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1989, με τη συλλογή διηγημάτων Η βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα. Ακολούθησαν το μυθιστόρημα Εκτός έδρας (1993) και μία ακόμη συλλογή διηγημάτων, τα Χερουβικά στα κεραμίδια, που τυπώθηκε το 1996. Και τα τρία βιβλία έδειξαν έναν κατά τεκμήριο ικανό συγγραφέα, που ξέρει να χειρίζεται με άνεση τα θέματά του και να μη φωνάζει ποτέ το μήνυμά τους. Ο Τσιαμπούσης δουλεύει αφανώς την τεχνική του, χωρίς τερτίπια και επιδεικτικά σουσούμια, με μια απλότητα, ωστόσο, η οποία μόνο τυχαία δεν είναι. Και τα χαρακτηριστικά του αυτά φαίνονται πεντακάθαρα και στην καινούργια συλλογή διηγημάτων του - καλύτερα, ίσως, από κάθε άλλη φορά.
Ευρωπαϊκό τοπίο;
Υπάρχει άραγε κάποια κεντρική γραμμή που συνδέει, εσωτερικά ή εξωτερικά, τα έντεκα κομμάτια της Γλυκιάς Μπονόρας; Η εύκολη απάντηση, προσαρμοσμένη ταιριαστά στο κλίμα της εποχής, είναι να πει κανείς πως ο Τσιαμπούσης, που τοποθετεί έτσι κι αλλιώς (από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του) το σκηνικό του χώρο στη μεθόριο, ανοίγεται τώρα στις διασυνοριακές επαφές και συνευρέσεις, βάζοντας τους ήρωές του να κινούνται στο βαλκανικό και στο ευρύτερα ευρωπαϊκό τοπίο: από την Ελλάδα προς τη Βουλγαρία και από τη Βουλγαρία προς την Ελλάδα, από την Ισπανία προς τα Σκόπια και από τα Σκόπια προς την Ισπανία και προς την Ελλάδα ή από την Ελλάδα προς το Βερολίνο και από το Βερολίνο προς την Ελλάδα. Θα μπορούσε ακόμη κανείς να κάνει λόγο, παραμένοντας στο ίδιο πλαίσιο, για ετερογενείς ταυτότητες και για φυλετικές και πολιτισμικές αναμίξεις ή και (αν χρειαζόμαστε παλαιότερης κοπής στερεότυπα) για απόβλητα και περιθωριοποιημένα στρώματα, που βυθίζονται στο κενό υπό την πίεση της άτεγκτης κοινωνικής τους μοίρας.
Παρ' όλα αυτά δεν νομίζω πως αυτή είναι η ουσία στα διηγήματα του ανά χείρας τόμου. Και τούτο όχι μόνο επειδή πολλά εξ αυτών παραμένουν αυστηρά εντός των ορίων της ελληνικής επαρχίας (με επίκεντρο την περιοχή της Θράκης, που αποτελεί την ιδιαίτερη πατρίδα και το μόνιμο τόπο διαμονής του συγγραφέα), αλλά και γιατί η ίδια η ανθρωπογεωγραφία τους (στο σύνολο πλέον της συλλογής) αποδεικνύεται, αν τα διαβάσουμε προσεκτικά και χωρίς ετοιμοπαράδοτες συνταγές, πολύ διαφορετική στη βαθύτερη σύσταση και λειτουργία της.
Από το δράμα στη γελοιοποίηση
Η καλύτερη μέθοδος για να δούμε τι ακριβώς κάνει ο Τσιαμπούσης στη Γλυκιά Μπονόρα, όπως και το τι ακριβώς επιδιώκει με τις ιστορίες του, είναι να εξετάσουμε τα κομμάτια της συλλογής μέσα από μια πολύ σύντομη ανάλυση περιεχομένου.
Θα χώριζα το προκείμενο υλικό σε τρεις κατά βάσιν ομάδες: τα αμιγώς δραματικά διηγήματα («Το κλουβί», «Ο βιβλιοθηκάριος», «Αλτσχάιμερ», «Πικρές μελιτζάνες» και «Το ψυγείο»), τα διατοπικά, για τα οποία λέγαμε και πρωτύτερα («Ο μαέστρος» και «Ο Σάντσο») και, τέλος, εκείνα που συνδυάζουν την κομεντί με τη φαρσοκωμωδία («Οι "ψείρες"», «Η γλυκιά Μπονόρα», «Το "κτήμα"» και «Berlin»), με κάποια και πάλι διατοπικά στοιχεία.
Στην πρώτη ομάδα παρακολουθούμε από κοντά τον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλώνονται διάφορα καθημερινά μικρά δράματα: ένα ζευγάρι που αναγκάζεται να γίνει μάρτυρας στον αργό θάνατο της κόρης του, ένας πιτσιρικάς που συνδέεται στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια με έναν περιπλανώμενο βιβλιοθηκάριο, μια μάνα που τσακίζει το γιο της με την ασθένειά της, μια ξεπεσμένη αριστοκράτισσα που δαιμονίζει τον παλαιό της υπηρέτη, ένας παλιατζής που σκοτώνει από αμέλεια ένα κοριτσάκι. Ο αφηγητής διεκτραγωδεί εδώ από τη δέουσα απόσταση τη ζωή των προσώπων του, φροντίζοντας να υποδείξει όχι τα συναισθήματα, αλλά τις καταστάσεις οι οποίες τα βαραίνουν, τα αποσυντονίζουν και εντέλει τα καταστρέφουν. Στη δεύτερη ομάδα βλέπουμε ξανά μια δραματική και αδιέξοδη καθημερινότητα, που προβάλλεται τώρα και στις διεθνείς της διαστάσεις, με την ίδια, ωστόσο, πάντα αποστασιοποιητική μέθοδο: ένας υπερήλικας Ελληνας μαέστρος στο εξαθλιωμένο κοινωνικό περιβάλλον της μετακομμουνιστικής Βουλγαρίας, ένας Ισπανός που κυνηγημένος από το καθεστώς του Φράνκο γίνεται νεκροθάφτης στα Σκόπια, για να επιστρέψει κάποια στιγμή στον τόπο του τόσο άπρακτος όσο και όταν έφυγε από κει, κι ένας Ελληνας που δεν θα κατορθώσει ποτέ να γυρίσει από τα Σκόπια στον δικό του. Στην τελευταία, τέλος, ομάδα, που κατά τη γνώμη μου είναι και η μήτρα από την οποία ο Τσιαμπούσης μπορεί να αντλήσει άφοβα δυνάμεις για το μέλλον, το δράμα κρύβεται πίσω από τη σταδιακή γελοιοποίηση ή και τον έως εσχάτων εξευτελισμό του κεντρικού ήρωα, ο οποίος είτε στην Ελλάδα βρίσκεται είτε στο εξωτερικό φτάνει μέσα από αυτή τη διαδικασία στην αυτοκάθαρση και στην αυτογνωσία: ένας Δον Ζουάν που πιάνεται από το δόκανο της αγάπης, ένας καταχραστής που εξαπατάται απανωτά από τους φίλους του, ένας αδέξιος εραστής που χάνει απρόσμενα τα αβγά και τα πασχάλια, ένας εκπαιδευτικός που χρειάζεται να πάει στη Γερμανία για να διαλύσει τη ζωή του εις τα εξ ων συνετέθη.
Το δράμα της καθημερινής ύπαρξης είναι, όπως κι αν το ζυγίσουμε, η προνομιακή περιοχή της Γλυκιάς Μπονόρας, που αποτελεί την ωριμότερη, πιστεύω, μέχρι σήμερα δουλειά του Τσιαμπούση, δηλώνοντας ένα συγγραφέα και ένα έργο πορείας. Περιμένουμε ασφαλώς τη συνέχεια.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/03/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις