0
Your Καλαθι
Να σ αγαπάει η ζωή
Περιγραφή
Με τη νέα συλλογή διηγημάτων του ο Τσιαμπούσης επιχειρεί να επαληθεύσει την πραγματικότητα ανάγοντάς την σε θέμα μυθοπλασίας. Οι πιο εξεζητημένες καθημερινές εμπειρίες και οι ακραίοι ανθρώπινοι χαρακτήρες δοκιμάζονται στο εργαστήριο του συγγραφέα, για να αποδείξουν την αντοχή τους στις «πιέσεις» των δικών μας ανοχών.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μάλλον δεν είναι υπερβολή ο ισχυρισμός ότι το εγχώριο διήγημα συλλαμβάνει καλύτερα και αποδίδει πιο πειστικά από το αντίστοιχο μυθιστόρημα τη σχετικά μικρή και σε ομαλή τροχιά πλέον, αλλά και κατακερματισμένη, εξατομικευμένη και απομαγευμένη από τις χίμαιρές της, σημερινή ελληνική κοινωνία και τις ποικίλες και πολλαπλές όψεις των κινήσεων των ανθρώπων και των κάθε είδους σχέσεων και στάσεων στο εσωτερικό της. Τα τελευταία χρόνια, άλλωστε, παρά την εκδοτική και εμπορική κυριαρχία του μυθιστορήματος, το διήγημα έδωσε εξαιρετικά δείγματα γραφής και οπτικής, και συχνά μάλιστα και εκτός των αθηναϊκών τειχών.
Ο Βασίλης Τσιαμπούσης, ο οποίος γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Δράμα, είναι ένας από εκείνους που ξεχώρισαν ιδιαίτερα στο είδος. Στο μέχρι τώρα ενεργητικό του έχει τρεις συλλογές διηγημάτων -ανάμεσά τους και η «Γλυκιά Μπονόρα» («Κέδρος», 2000)- ένα μυθιστόρημα και την επιμέλεια ενός λευκώματος για την ξακουστή κάποτε ποδοσφαιρική ομάδα της γενέθλιας πόλης του, τη Δόξα. Η Δράμα, άλλωστε, όχι με τοπικές φολκλορικές ιδιαιτερότητες αλλά με τον σύγχρονο επαρχιακό χαρακτήρα της, είναι ο χώρος όπου συνήθως εκτυλίσσονται οι αφηγήσεις του και ζουν και κινούνται οι ήρωές του.
Στιγμιότυπα της καθημερινότητας
Στη νέα του συλλογή, με τον τίτλο «Να σ' αγαπάει η ζωή», η πόλη της Δράμας είναι και πάλι συχνά παρούσα, χωρίς όμως αυτό να προσδιορίζει το ύφος, τη ματιά και το είδος των αφηγήσεων. Ο συγγραφέας διαλέγει τα πρόσωπα των διηγήσεών του από το πλήθος των απλών ανθρώπων, εντοπίζει και αποδίδει απλά ή σημαντικά συμβάντα, μικρά ή μεγάλα στιγμιότυπα από την καθημερινότητά τους, αναδεικνύοντας παράλληλα τις τραγικές και τις κωμικές συνάμα όψεις των πραγμάτων της ζωής. Τις θεματικές του χαρακτηρίζουν η ποικιλία και η πολυμέρεια, ενώ μεγάλη και πλούσια, κοινωνικά και χαρακτηρολογικά, είναι και η γκάμα των ηρώων του. Παρά την πολυμορφία των εξιστορούμενων καταστάσεων και των πρωταγωνιστών τους, ο Τσιαμπούσης δεν κρατά κάποια απόσταση από τους ήρωες και τις περιπέτειές τους. Η αφήγηση άλλωστε, σχεδόν σε όλα τα διηγήματα, εκφέρεται σε πρώτο πρόσωπο, με τον αφηγητή να μετέχει στην ανέλιξη των μυθοπλασιών, σε διαφορετικό ρόλο κάθε φορά, να συμπάσχει και να παρατηρεί τα διαδραματιζόμενα. Ετσι, όταν ένα φύσημα του αέρα παίρνει από έναν φίλο και επισκέπτη το καπέλο του, στο ομώνυμο πρώτο διήγημα της συλλογής, ο αφηγητής καταλαβαίνει την αιτία της μελαγχολίας του και την υπόγεια ένταση της ατμόσφαιρας, ενώ στο πολυπρόσωπο «Μπουγάτσα με κρέμα», από μια σχετικά πλάγια θέση εξιστορεί με πολλές υφολογικές διακυμάνσεις τα παθήματα μιας ομάδας συγγενών σ' ένα ιδιότυπο αφήγημα δρόμου. Αντιθέτως, στο «Γατάκι» ο αντιδήμαρχος ήρωάς του, φορτωμένος ήδη με τα προσωπικά του προβλήματα, διηγείται την εμπλοκή του σε μια παρανοϊκή ιστορία, η οποία αναδεικνύει το σουρεαλιστικό πολλές φορές δημόσιο χώρο. Ενας άλλος όμως ήρωας, στο «Γράμμα», σε μια ανεπίδοτη επιστολή του, αναπλάθει ελλειπτικά την ιστορία της οικογένειας του και τον τρόπο της εμπορικής δραστηριότητας τους διασώζοντας το ήθος και τις χαμένες αξίες μιας άλλης εποχής. Δύο ηλικιωμένες, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους και ιδωμένες αφηγηματικά με άλλο τρόπο η καθεμιά, εμφανίζονται στα διηγήματα «Κολιοί πλακί» και «Γιαγιά νονά;», αντίστοιχα. Η μία θρησκόληπτη και κλειστή, ενώ η άλλη ανοιχτή στον κόσμο και κυρίως στους βασανισμένους μετανάστες. Στα διηγήματα «Τροφή για κουνέλια» και «Του Αγίου Ελευθερίου», ο περιβάλλων κοινωνικός χώρος της αφήγησης αλλάζει. Ο οικείος, έστω και μουντός, χώρος της πόλης δίνει τη θέση του στη φυλακή. Στο πρώτο, ο αφηγητής επισκέπτεται τον συνώνυμο με τον καταδιωγμένο αριστερό παππού του ξάδελφό του στη φυλακή και θυμάται και μια δική του παλιότερη γκροτέσκα παραβατική συμπεριφορά, ενώ στο δεύτερο οι μαθητές που παρευρίσκονται στον Εσπερινό της φυλακής πλάθουν με τη φαντασία τους διάφορες περιπετειώδεις ιστορίες, ώσπου ανακαλύπτουν ότι και η πραγματικότητα μπορεί να κρύβει απίθανα μυστήρια. Ο «γεροπαράξενος» διευθυντής τής Τεχνικής Σχολής υποχρεώνει δύο μπασκετμπολίστες από άλλες πόλεις να μάθουν την ιστορία και την περιοχή της Δράμας, προκειμένου να τους γράψει στη σχολή για να πάρουν αναβολή και τελικά καταφέρνει να αγγίξει την ψυχή τους στο διήγημα «Προς τα πού πέφτει το Παγγαίο;», στο οποίο η αφήγηση είναι σε τρίτο πρόσωπο, με αρκετές όμως αυτοβιογραφικές νύξεις. Παρόμοιες νύξεις διαθέτει και το «Ο θεοδόλιχος», όπου με τη μορφή ημερολογιακών καταγραφών αποτυπώνεται η σχετικά ανάλαφρη πρόσληψη των καθοριστικών γεγονότων του Ιουλίου του '74 από έναν φοιτητή στη Θεσσαλονίκη μαζί με τις ερωτικές του επιθυμίες και τους ανάλογους συμβιβασμούς. Η συλλογή, τέλος, κλείνει με τον αντιδήμαρχο του προηγούμενου διηγήματος να αποχωρεί από τα δημόσια πράγματα, αφού καταλαβαίνει ότι από τους κάθε είδους μηχανισμούς είναι προτιμότερο «Να σ' αγαπάει η ζωή», όπως τιτλοφορείται και το καταληκτικό αυτό αφήγημα. Η ματιά τού Τσιαμπούση και των διηγημάτων του δεν είναι ανατρεπτική ούτε υπονομευτική των συνθηκών ύπαρξης των ηρώων του. Αντιθέτως είναι ζεστή, τρυφερή και γεμάτη κατανόηση. Διάχυτη όμως είναι μια πικρή ειρωνεία για τη ζωή, της οποίας το νόημα διαρκώς διαφεύγει. Οι αφηγηματικοί τρόποι του συγγραφέα στηρίζουν την οπτική του και αναδεικνύουν, ακόμα και στο ίδιο διήγημα συχνά, τις εναλλαγές και τις μεταπτώσεις των συναισθημάτων, τη ρεαλιστική απεικόνιση με την ειρωνεία, το υπόκωφο δράμα με το γκροτέσκο και τον αυτοσαρκασμό. Το ίδιο υποστηρικτική είναι η λιτή και χωρίς ψιμύθια ουσιαστική χρήση της γλώσσας. Το τελικό αποτέλεσμα είναι άκρως θετικό και επιβεβαιώνει τη συγγραφική δεινότητα του Βασίλη Τσιαμπούση. Επιβεβαιώνει όμως και τη θέση του διηγήματος στη σύγχρονη εγχώρια πεζογραφική παραγωγή.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΚΩΤΙΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 08/04/2005
Κριτικές
30/08/2013, 20:40