Η Μεγαλύτερη Διήγηση

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 20.00
12.00
Τιμή Πρωτοπορίας
+
224981
Συγγραφέας: Τσιρογιάννη, Μάγδα
Εκδόσεις: Ίνδικτος
Σελίδες:237
Ημερομηνία Έκδοσης:01/07/2004
ISBN:9789605181703
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Η αφήγηση της αληθινής ιστορίας μιας πολύκλαδης οικογένειας από το Πήλιο, μέσα από τα μάτια μιας πολύπαθης γυναίκας, γίνεται η αφορμή για να ξετυλιχθεί με ύφος απαράμιλλο ο τρόπος που βιώνει και νιώθει τα πάθη της ζωής η ελληνική ψυχή, στην περιπετειώδη της πορεία από τα προπολεμικά χρόνια έως τα τώρα.
Η χαρά, η λύπη, ο γάμος, ο θάνατος, οι σχέσεις, οι προδοσίες, ο πόλεμος, η ξενητειά, το αντάμωμα, όλα αυτά που ορίζουν για δεκαετίες ολόκληρες τους ρυθμούς της ελληνικής ζωής προσφέρονται απλόχερα μέσα από την ντοπιολαλιά της γυναικείας αφήγησης. Η απουσία συναισθηματικής υπερβολής καθιστά το λόγο αυστηρό, γήινο, στέρεο και την ίδια στιγμή γλαφυρό, συγκινητικό, καίριο.
Η συλλογική μας μνήμη βρίσκεται εδώ -για όλους μας υπάρχει κάτι λίγο ή κάτι πολύ να συλλέξουμε και να αφυπνίσουμε εντός μας!

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



Από την αρχοντική Μακρυνίτσα του Πηλίου η Μάγδα Τσιρογιάννη ξεκίνησε τη συγγραφική της πορεία ως ποιήτρια, με δύο συλλογές εντός της δεκαετίας του '80. Στην πεζογραφία στράφηκε, όπως και έτεροι αυτής της γενιάς, την επόμενη δεκαετία. Δύο ολιγοσέλιδα βιβλία: Το 1993, η συλλογή πεζογραφημάτων Οι κόρες (εκδόσεις Ζώδιο), για κάποιες σύγχρονες γυναίκες από την επαρχία, που προσπαθούν να επιβιώσουν στην Αθήνα. Και το 1996, το αφήγημα Χρονογραφία (εκδόσεις Ροδακιό), γύρω από τον τόπο της Κύπρου και τις περιπέτειες των ανθρώπων της, στο πρότυπο του Χρονικού του Λεοντίου Μαχαιρά, με το οποίο και συνομιλεί. Ωστόσο, «η μεγαλύτερη διήγηση» έβαλε, τελικά, σε πειρασμό την Τσιρογιάννη. Ακριβώς, το δέλεαρ της μεγάλης διήγησης για έναν συγγραφέα έρχεται να περιγράψει ο ήρωας του καινούργιου βιβλίου της, ο Δημήτρης, που αυτοσυστήνεται ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος και συγγραφέας με χρόνια δυστοκία. Τυχόν ιστορίες που ακούει στον στενό του περίγυρο, φέρνουν «καταιγισμό ιδεών και προτάσεων», κι έτσι παρασύρεται και αντλεί την πρώτη ύλη από τα οικογενειακά του βιώματα και μόνο. Ο Δημήτρης είναι από τη Λεμεσό της Κύπρου, αλλά αγαπά «σαν δεύτερη πατρίδα» του τον τόπο της πηλιορείτισσας γυναίκας του, της Δέσποινας.



Αυτούσια τα ονόματα



«Αληθινές ιστορίες» δηλώνει ευθαρσώς πως αφηγείται η Τσιρογιάννη, διατηρώντας αυτούσια ακόμη και τα ονόματα. Το βιβλίο της μοιράζεται ανάμεσα στους δύο προσφιλείς της τόπους, τον γενέθλιο και την Κύπρο. Εξ αγχιστείας η σχέση της με τη Μεγαλόνησο, χρονολογούμενη από τις αρχές της δεκαετίας του '70, ως φαίνεται, κατέληξε σε δεσμό πολύ ισχυρότερο των όποιων επιγαμιών. Τα δύο μέρη αυτής «της μεγαλύτερης διήγησης» επιγράφονται «εισαγωγή» και «κυρίως θέμα». Συντομότερη η «εισαγωγή», εστιάζεται στον Δημήτρη, αποτυπώνοντας την καθημερινότητα ενός συγγραφέα, που αναζητά μετά μανίας ένα πρόσφορο θέμα. Ο Δημήτρης ανήκει στους λιγοστούς εναπομείναντες που πιστεύουν στην ελληνική παράδοση, ωστόσο οι απόψεις των άρτι αφιχθέντων από το εξωτερικό φίλων του τον επηρεάζουν. Τελικά, η «εισαγωγή» συνιστά μυθιστορηματικό πλαίσιο νεωτερικής σύλληψης, καθώς αποσπάσματα από τα σημειωματάρια του συγγραφέα με ρήσεις μεγάλων συγγραφέων, στοχαστικές αποφάνσεις και στίχους διακόπτουν την αφήγηση. Μέχρι επιστολή του γιου του, του Νάκη, που σπουδάζει στο Λονδίνο, και η δική του, η απαντητική, παρεμβάλλονται, υποθέτουμε για να αναδείξουν το χάσμα των γενεών. Πέραν όμως από πλαίσιο, στη «μεγαλύτερη διήγηση», η «εισαγωγή» εξελίσσεται αυτόνομα με κυρίως θέμα το κυπριακό σόι του Δημήτρη, οπότε και επανέρχονται τα πρόσωπα του προηγούμενου βιβλίου της Τσιρογιάννη. Μόνο που η Χρονογραφία είναι μια ελλειπτική αφήγηση, ποιητικής πνοής, όπου τα πρόσωπα προβάλλουν με ένα σχεδόν μυθικό φωτοστέφανο, όπως δένονται με την οδύσσεια του τόπου. Πρόσωπα που από τη διαφορετική οπτική γωνία της «εισαγωγής» θα μπορούσαν να αποκτήσουν μυθιστορηματική υπόσταση, αν δεν περιορίζονταν σε μια επί τροχάδην αναφορά δίκην προλόγου. Πάντως, αυτό το αμάλγαμα οικογενειακών ιστοριών, παρατηρήσεων και συναισθημάτων του μυθιστορηματικού συγγραφέα δίνει ένα, εν τέλει, αντιπροσωπευτικό στίγμα της γηγενούς διανόησης, όπως παραδέρνει ξυλάρμενη.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, η συγγραφέας προσπαθεί να συνθέσει την τοιχογραφία της οικογένειάς της. Το «κυρίως θέμα» είναι η μακριά αφήγηση μιας θείας της γυναίκας του Δημήτρη, αδελφής του πατέρα της, που κατεβαίνει στην Αθήνα για μια εγχείρηση και λίγο μετά πεθαίνει. Υποτίθεται πως διηγείται η Ελένη Τσιρογιάννη, γεννηθείσα το 1915, και η ανιψιά της κρατάει σημειώσεις. «Πάρ' τα, αγάπη μου, δικά σου και κάν' τα ό,τι θέλεις» λέει, εκ των υστέρων, η ανιψιά στον σύζυγό της, συντρέχοντας τη δυσκίνητη φαντασία του. Κι αυτός ανασκουμπώνεται και στρώνει την ιστορία της θείας της. Μακάρι και οι συγγραφείς μας να είχαν τέτοιες συζύγους, θα απέφευγαν τις αγανακτισμένες καταγγελίες στον Τύπο ή και τις μηνύσεις όσων ανακαλύπτουν έντρομοι πως τους «έκλεψαν» τη ζωή τους.



Χωρίς περιστροφές



H Τσιρογιάννη ανασυσταίνει τον λόγο μιας πηλιορείτισσας γερόντισσας, ιδιόλεκτο και γλαφυρό, χωρίς συναισθηματική ένταση και περιστροφές, όπως διηγούνταν οι παλαιότεροι. Ξεκινώντας από τα τέλη του 19ου αιώνα, η θεία ανακαλεί τους βίους των γονιών της, για να συνεχίσει με τις δικές της περιπέτειες, των αδελφιών της και του άντρα της. Ενα κομπολόι από προξενιά και μάγια, τάματα και θαύματα, γάμους και γεννήσεις, αρρώστιες και θανάτους. Με την έμφαση να δίνεται στις τύχες των γυναικών, που ήταν ριζωμένες στον τόπο, κι ας τους έδιναν για προίκα χρήματα και όχι γη, αφού αμπέλια και χωράφια, σπίτια και περιβόλια, έπρεπε να μένουν στα αρσενικά της οικογένειας. Σε αυτές έφτανε μόνο ο αντίκτυπος του πολέμου, υφίσταντο όμως τις συνέπειες από τις εξορίες και τις φυλακές συζύγων και αδελφών. Ενδιαφέρουσες όλες αυτές οι επιμέρους ιστορίες, μόνο που καθώς πολλαπλασιάζονται το μυθιστόρημα δείχνει να ασφυκτιά. Με δύο πατρίδες η συγγραφέας και ένα τόσο πλούσιο απόθεμα διηγήσεων ήταν αναμενόμενο η ζύμη να απλώσει σε βάρος της οικονομίας της αφήγησης. Υστερα, ως γνωστόν, η μεγάλη αδυναμία των συγγραφέων μας εντοπίζεται στη δυσφορία που τους προκαλούν οι οποιεσδήποτε περικοπές. Από την άλλη, αν δεχτούμε ως «κυρίως θέμα» την καθημερινή ζωή στα χωριά του Πηλίου κατά τον Μεσοπόλεμο και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, το βιβλίο δείχνει πολύτιμο, καθώς αποτυπώνει νοοτροπίες και συνήθειες, αναδεικνύοντας τον πλούτο των πραγμάτων στα οποία στηριζόταν κάποτε η επιβίωση και που, σήμερα, έχουν περιπέσει σε αχρηστία. Σε αυτήν «τη μεγαλύτερη διήγηση», η Μακρυνίτσα και η γύρω περιοχή αποκτούν τις διαστάσεις ενός ολόκληρου σύμπαντος. Προεξάρχει το ελληνικό χωριό πριν από την ερήμωση και την ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας· αύταρκες, με τους δικούς του, αργόσυρτους ρυθμούς.



MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΟ ΒΗΜΑ , 26-09-2004

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!