0
Your Καλαθι
Ο θάνατος μιας πόλης
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Στο πεζογράφημά της η Καίη Τσιτσέλη αφηγείται το σεισμό της Κεφαλονιάς του Αυγούστου του 1953 -στον οποίο ήταν παρούσα- και την επίδρασή του στη ζωή και τη συμπεριφορά των ηρώων της, μ' έναν νηφάλιο τόνο και μια συγκρατημένη, αποστασιοποιημένη συγκίνηση.
Είναι το δεύτερο βιβλίο της που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα μετά το «Ο χορός των ωρών», που της χάρισε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 1999. Έχει πρωτοεκδοθεί στα αγγλικά το 1954.
Απόσπασμα
«Στις 5.30 το πρωί, κανένας Ληξουριώτης δεν είχε ακόμα ξυπνήσει, ούτε καν ο Ναπολέων Βουρδουβάνος, που συνήθως ήταν στο πόδι από τους πρώτους. Για το λόγο αυτό, ο σεισμός της ενδεκάτης Αυγούστου ήταν απ' όλους ο πιό εξωπραγματικός. Ανακατεύτηκε με τα όνειρα κι όπως ξεφύτρωσε μέσα απ' την ψευδαίσθηση του ύπνου, ταλαιπώρησε τον Ναπολέοντα με τις παράξενες, άπιαστες κινήσεις του ονείρου.[...]
[...] Ο χρόνος έχει σταματήσει. Δεν είναι πλέον σήμερα το πρωί, είναι οποιοδήποτε πρωί. Η εικόνα είναι ακίνητη, όπως προηγουμένως· σταθερή και καθαρή. Στο πρώτο πλάνο, η θάλασσα. Στη μέση, σωροί από σκουριασμένα ερείπια. Δεξιά κι αριστερά, οι καταυλισμοί. Και στο βάθος της φωτογραφίας, το τοπίο που αποκαλύφθηκε.[...]»
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μεταξύ 1950 και 1960 η Καίη Τσιτσέλη έκανε το συγγραφικό της στάδιο ως αγλλόφωνη πεζογράφος, δημοσιεύοντας πέντε βιβλία, που κάλυψαν όλο το ειδολογικό φάσμα της πρόζας: μυθιστόρημα,νουβέλα και διήγημα. Ο εγκλιματισμός της στον ελληνικό χώρο άρχισε το 1979, με τη μετάφραση του τελευταίου αγγλόφωνου έργου της, υπό τον τίτλο Ο δρόμος προς τον Κολωνό (νουβέλες). Ακολούθησαν δύο συλλογές διηγημάτων, που γράφτηκαν απευθείας στα ελληνικά: το Χαμένο πάτωμα (1984) και ο Χορός των ωρών (1998), ο οποίος και απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1999. Η νουβέλα Ο θάνατος μιας πόλης είναι το δεύτερο βιβλίο της Τσιτσέλη που μεταφράζεται από τα αγγλικά. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1954, και αναφέρεται στο σεισμό ο οποίος ισοπέδωσε την Κεφαλονιά ένα χρόνο νωρίτερα, τον Αύγουστο του 1953.
Μια φωτογραφία εν κινήσει
Η αφήγηση ξεκινάει λίγο πριν από το σεισμό και ολοκληρώνεται αρκετούς μήνες μετά τα καταστροφικά του αποτελέσματα στο Ληξούρι και στο Αργοστόλι. Ο αφηγηματικός, ωστόσο, χρόνος του βιβλίου στέκει από την αρχή ώς το τέλος εγκιβωτισμένος: ένας πρωτοπρόσωπος, κατά πάσα πιθανότητα αυτοβιογραφικός αφηγητής (η καταγωγή της Τσιτσέλη είναι κεφαλονίτικη και η ίδια βρισκόταν στο νησί κατά τη διάρκεια του σεισμού), μας εισάγει στο θέμα, καταγράφοντας με λεπτομέρειες το περιεχόμενο μιας πολυπρόσωπης (εξωτερικής) φωτογραφίας, στην οποία γρήγορα αναλαμβάνει να δώσει πλήρη ζωή και κίνηση: τη ζωή και την κίνηση της Κεφαλονιάς κάτω από τις τρομακτικές συνθήκες του σεισμού, που σύντομα θα σκορπίσουν τον εξανδραποδισμό και το θάνατο, εξαφανίζοντας ανθρώπους, κτίρια και περιουσίες. Ο αφηγητής είναι τώρα τριτοπρόσωπος και η φωτογραφία παραμένει εν κινήσει μέχρι να εξαντληθούν και οι τελευταίες συνέπειες του σεισμού, οπότε και ξαναπαγώνει, για να επανέλθει η αφήγηση στο πρώτο ενικό, χωρίς, παρ' όλα αυτά, να κλείσει τα πάντα σ' ένα μνημειωμένο κάδρο.
Ο χρόνος, γράφει ολοκληρώνοντας το βιβλίο της η Τσιτσέλη, έχει σταματήσει. Δεν είναι πλέον σήμερα το πρωί, είναι οποιοδήποτε πρωί. Η εικόνα είναι ακίνητη, όπως προηγουμένως· σταθερή και καθαρή. Στο πρώτο πλάνο, η θάλασσα. Στη μέση, σωροί από σκουριασμένα ερείπια. Δεξιά και αριστερά, οι καταυλισμοί. Και στο βάθος της φωτογραφίας, το τοπίο που αποκαλύφθηκε. Υπάρχει μια μονοτονία και μια ακινησία. Μια εικόνα αφανισμού, μια εικόνα ασάλευτου χειμώνα, μια εικόνα αναμονής. Εν τούτοις, είναι η φωτογραφία μιας πόλης. Γι' αυτό, δεν θα την τοποθετήσω ακόμη σε κορνίζα.
Αποδραματοποιημένος λόγος
Αδιακόσμητη περιγραφή, σύντομες φράσεις, αποφορτισμένη ατμόσφαιρα, αλλά και υπόγεια, ανεκδήλωτη διάθεση προσεταιρισμού του δράματος μέσα από μια σχεδόν βουβή διαδικασία πένθους· ο πολύ προσεκτικός έλεγχος της έκφρασης, έτσι ώστε να μην εκτραπεί στην αισθηματολογία, αλλά και να μη χάσει τη θέρμη που απαιτεί η ένταση των γεγονότων, αποτελεί πάγια μέριμνα (καλύτερα είναι να πω απαράβατη προϋπόθεση γραφής) της Τσιτσέλη σε όλη την ανάπτυξη της αφήγησης. Και τα μέσα που χρησιμοποιεί προς αυτή την κατεύθυνση δεν είναι μόνο η ελλειπτική εικονογράφηση και οι αφαιρετικές παραστάσεις που μόλις είδαμε, αλλά και το χιούμορ ή η αγαθή και απροσποίητη σάτιρα, που επανέρχονται συχνά, ακόμη και στις πιο κρίσιμες (ή μάλλον κατά κανόνα στις πιο κρίσιμες) ώρες, για να διώξουν τα περιττά βάρη και να κρατήσουν την ουσία στην καθαρή μορφή της, η οποία δεν είναι άλλη από τον αποδραματοποιημένο (όχι, όμως, και εξ αποστάσεως ή ουδέτερο) σχολιασμό των συμβάντων:
Το μπουκάλι της λεμονάδας έφυγε από το χέρι του Ναπολέοντα. Σαστισμένος, έσκυψε να το μαζέψει. Λίγο έλειψε να χάσει την ισορροπία του, γιατί το έδαφος δεν βρισκόταν στη θέση του. Τίναξε χέρια και πόδια προς κάθε κατεύθυνση, προσπαθώντας να συναντήσει ξανά τη γη κάτω απ' τα πόδια του. Ξάφνου το αριστερό του πόδι παγιδεύτηκε ανάμεσα σε δύο πολύ δυνατά σαγόνια. Κοίταξε κάτω κι είδε πως είχε πιαστεί σ' ένα βαθύ ρήγμα. Δοκίμασε να απαγκιστρωθεί, μα βρέθηκε καταγής. Ένα κορίτσι έτρεξε προς το μέρος του κι έπεσε πάνω του, κλαίγοντας. Ο Ναπολέων δεν το γνώριζε. Υστερα απ' αυτό, δεν επιχείρησε να κινηθεί, αλλά συνέχισε να έχει τα μάτια καρφωμένα στο φανοστάτη που απείχε μόλις μερικά μέτρα. Μέτρησε πόσες φορές πήγε κι ήρθε δεξιά κι αριστερά, σαν να 'ταν από λάστιχο. Όμως αυτό που τον μαγνήτισε ήταν το άγαλμα του Δεσπότη. Το είδε να πέφτει καταπάνω του, με τα δυο του χέρια τεντωμένα -αθόρυβα, κατά πώς του φάνηκε.
Θέλω να τονίσω στο σημείο αυτό πως ο αφηγηματικός σχολιασμός στο Θάνατο μια πόλης διαθέτει κι έναν άλλο, εξίσου αποτελεσματικό τρόπο να βάζει τον αναγνώστη στο κλίμα, κερδίζοντας, από την πρώτη σχεδόν στιγμή τη συμμετοχή του. Μιλώ για τη φροντίδα της Τσιτσέλη να διατηρεί τα εντόπια χρώματα της δράσης (την ολοζώντανη, πολυκύμαντη καθημερινότητα της μικρής ληξουριώτικης κοινωνίας), χωρίς να ηθογραφεί, να διασώζει και να καλλωπίζει -χωρίς, με άλλα λόγια, να μετατρέπει το υλικό της σε μια τοπική, καθαρώς εσωτερική υπόθεση. Κι από αυτή την άποψη, δεν είναι, βεβαίως τυχαίο το ότι ο Θάνατος μιας πόλης έκανε πρώτα διεθνή καριέρα. Τα συλλογικά πάθη που ξετυλίγονται στις σελίδες του θα μπορούσε να συμβούν παντού, αλλά μόνον εδώ τα βλέπουμε να αποκτούν την πραγματική τους δύναμη και ενέργεια, γιατί μόνον εδώ και τώρα γίνεται αυτομάτως στο βιβλίο της Τιτσέλη καθολική συνθήκη -ένας κανόνας για τη μέτρηση του πανικού και της οδύνης, αλλά και της ικανότητας για διαφυγή και επιβίωση, σε κάθε βαθμίδα της ανθρώπινης κλίμακας. Οπωσδήποτε, ένα σημαντικό βιβλίο.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/02/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις