0
Your Καλαθι
Ο χορός των ωρών ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Διηγήματα
Έκπτωση
38%
38%
Περιγραφή
"Ένα περίεργο πράγμα: γράφοντας ελληνικά, μετά από τόσα χρόνια θητείας στα αγγλικά (στην πρώτη γλώσσα, σε μια πόλη της ελληνικής Διασποράς), γράφοντας με αμφιβολίες, με φόβους επιτέλους, στο τέλος της ζωής μου, ελληνικά, ανακαλύπτω ότι γράφω πολύ διαφορετικά απ' ό,τι έγραφα στην άλλη γλώσσα. Άλλες παγίδες τώρα, άλλες αντιστάσεις, άλλες επιταγές, αλλά και άλλες γοητείες. Για μια φορά ακόμα μου φανερώνεται όλη η θαυμαστή πολυμορφία, οι μυστηριώδεις συμπεριφορές του γραπτού λόγου. Κάτι άλλο ακόμα: άλλες, κρυφές πτυχές του εαυτού μου έρχονται στην επιφάνεια μέσα από την καινούργια γραφή.
Δεν ξέρω αν πέτυχε το εγχείρημα, αν γεφυρώθηκε τελικά το χάσμα της διγλωσσίας μου με αυτό το βιβλίο - το πρώτο μου βιβλίο γραμμένο εξ ολοκλήρου σχεδόν στα ελληνικά. Ξέρω όμως ότι το πέρασμα αυτό μου επέτρεψε να ξαναδοκιμάσω τη μαγεία της εξερεύνησης σε άγνωστες περιοχές: σαν να έγραφα για πρώτη φορά."
Καίη Τσιτσέλη
Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της συγγραφέας, στα ελληνικά.
Ανθρώπινες σχέσεις ξετυλίγονται σε κάθε σελίδα του βιβλίου
αυτού, δίνοντας μας το μεγαλείο τους μέσα από τις καθημερινές
εκφάνσεις της ζωής.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο περίφημος Χορός των ωρών (από την γ' πράξη της πιο γνωστής όπερας του Αμιλκάρε Πονκιέλι, Η Τζιοκόντα), μια ευαίσθητη μεταφορά που υπογραμμίζει με κάποια ειρωνεία το πέρασμα του χρόνου, τιτλοφορεί την πρόσφατη συλλογή διηγημάτων της Καίης Τσιτσέλη.
Το βιβλίο περιέχει 15 διηγήματα. Τα πιο πολλά έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά (κυρίως στο «Δέντρο») την περίοδο της τρέχουσας δεκαετίας και δύο είναι αδημοσίευτα. Η τρίτη ηλικία καταλαμβάνει προνομιακή θέση στη συλλογή· όχι τόσο επειδή τα περισσότερα διηγήματα θίγουν αντίστοιχα προβλήματα ή επειδή κάποιοι ήρωες είναι νοσταλγοί της νεότητας, αλλά κυρίως επειδή η οπτική των διηγημάτων μοιράζεται το ύφος, τη γλώσσα, τον στοχασμό αλλά και τις συχνά... νεανικές αντιφάσεις αυτής της δύσκολης ηλικίας.
Καμία αυταπάτη δεν διακόπτει το σταθερό κύλισμα των ωρών. Αλλά και καμία μοναξιά, καμία λόγω γήρατος ανημπόρια δεν εκλιπαρεί τη συνδρομή, τη στήριξη ή έστω τη διασκέδαση αυτής της μόνιμης έγνοιας που φέρνει η σιωπή του προϊόντος χρόνου. Ο άνθρωπος είναι πάντα μόνος με το φορτίο και τη βακτηρία του. Αυτή η συμφιλιωτική αξιοπρεπής θα λέγαμε στάση απέναντι στη φύση διατρέχει με σαφήνεια όλο το βιβλίο της Τσιτσέλη.
Όταν Η νύχτα χαίνει (το πρώτο διήγημα της συλλογής), η γηραιά κυρία ρίχνει ανελέητες πασιέντζες (πασιέντζα=καρτερία) παλεύοντας σκληρά, με δοκιμασμένη υπομονή και τέχνη, το Αόρατο που την πολιορκεί. Τη Νύχτα της ολοκληρωτικής νίκης (νύχτα όπου η γηραιά κυρία «έβγαλε» επιτυχημένα τη μία μετά την άλλη ακόμη και τις δυσκολότερες πασιέντζες της) η μέθη της απρόσμενης επιτυχίας δεν μείωσε στο ελάχιστο τη σκληρά κατακτημένη γνώση της ωριμότητας αυτήν που της επιτρέπει να συνεχίζει συμφιλιωμένη με την ασάλευτη ζωή της.
Η νηφάλια αποδοχή της κανονικότητας επιβάλλεται ως αγωγή απέναντι στην κούραση που επιφέρει ο χορός των ωρών. Σε αυτή τη θεραπευτική αγωγή επιστρέφει κάθε ώριμος ήρωας, αφού προηγουμένως τη διαταράξει για λίγο τόσο μόνο όσο χρειάζεται για να κρυφοκοιτάξει ο αναγνώστης την άλλη, την ταραγμένη πλευρά, τόσο μόνο όσο χρειάζεται για να σταθμιστεί το βάθος της γηρασμένης ζωής. Στην «άλλη πλευρά» ο χρόνος πότε σαρκώνεται ως «παις πεσσεύων» (Χορός των ωρών), πότε ως πεισμωμένος γέροντας (Στιγμιότυπο)· κατά κανόνα όμως παραμένει μια ασφυκτική ζωική δύναμη που η ταυτότητά της, ευμετάβλητη στα όρια της πλαδαρότητας ενός Μονήρους Όντος (ή ενός τυχάρπαστου στον απρόοπτο χρόνο Αλφα ή Βήτα ατόμου), προσδιορίζεται αποκλειστικώς από την αντανάκλασή της στα μάτια των άλλων (Προσωπογραφία, Ο πλησίον, Τρίτο χέρι).
Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος σε αυτή την αχαρτογράφητη «άλλη πλευρά» ξοδεύεται, κατά κάποιο περίεργο τρόπο, ανεξάρτητος από τον εκάστοτε ήρωα που τον βιώνει, τον αφηγείται ή τον αναπολεί. Ο χρόνος, από μια ηλικία κι έπειτα, φαίνεται να ξοδεύεται αποκλειστικώς σε στοχασμό πάνω στον χρόνο. Τα καλύτερα κομμάτια αυτού του βιβλίου αποτελούν μια διεισδυτική σπουδή στην τρίτη ηλικία, σπουδή η οποία αδικείται αν συρρικνωθεί μόνο στην ανάπτυξη της πλοκής. Μια ανελέητη αφηγηματική ματιά, φαινομενικά ήσυχη, σαν το περισκοπικό βλέμμα των κουρασμένων σωμάτων, σκαλίζει τυχαίες όψεις των ωρών μας και, στην κυριολεξία, τις βασανίζει. Ίδια όπως το θολό και ταυτοχρόνως ανάλγητο βλέμμα της κυρίας Καλλιόπης, το μονίμως στραμμένο στον έξω κόσμο, βασανίζει τον θεατή-αναγνώστη δίχως να αποκρίνεται (Η τελετή)· έτσι ακριβώς η Καίη Τσιτσέλη υποβάλλει σε μια μεθοδική, σχεδόν στυγνή, βάσανο εικόνες του ρέοντος χρόνου που διαφεύγουν ασήμαντες στην υποχρεωτική καθημερινότητα.
Τόσο στην τριλογία με τις νουβέλες της (Ο δρόμος προς τον Κολωνό, Ερμής, 1979) όσο και στα διηγήματά της (Το χαμένο πάτωμα, Κέδρος, 1984) η Καίη Τσιτσέλη έχει διαμορφώσει ένα αφηγηματικό ύφος που τώρα για πρώτη φορά αποδίδει η ίδια στα ελληνικά. Ώς τώρα τα βιβλία της γραμμένα στα αγγλικά περνούσαν υποχρεωτικά από την «προδοσία» της μετάφρασης. Σημαντικοί μεταφραστές και συγγραφείς, όπως η Λίνα Κάσδαγλη, ο Κοσμάς Πολίτης και ο Νίκος Φωκάς, φρόντισαν στο παρελθόν τις μεταφράσεις. Μια σύγκριση όμως του The Way to Colonos (Grove Press, Inc., New York, 1960), για παράδειγμα, με την ελληνική του απόδοση το 1979 αποκαλύπτει μια σαφή απόσταση ύφους: το αγγλικό πρωτότυπο πηγάζει από τη μακρά παράδοση που ανοίγει η ψυχρή εποπτεία του Τζέιμς. Το ελληνικό κείμενο είναι εμφανώς πιο «μεσογειακό», πιο «δημώδες». Στον Χορό των ωρών νομίζω ότι η Τσιτσέλη (δεινή άλλωστε μεταφράστρια και η ίδια με πιο γνωστή της μετάφραση την Τριλογία του Τσίρκα στα αγγλικά) απέδωσε με ακρίβεια το ψύχραιμο «αγγλικό» της ύφος (πράγμα που έκαναν εξίσου άψογα σε δύο μεταφρασμένα διηγήματα της συλλογής οι Νίκος Φωκάς και Μίλτος Φραγκόπουλος).
Στον Χορό, με σαξονικό φλέγμα, δίχως περιφράσεις, με κοφτές περιόδους, δίχως εξάρσεις, δηλώνονται στην αφήγηση πρόσωπα, τόποι και στοιχειώδη γεγονότα που συνθέτουν μια κατά κανόνα αναμενόμενη πλοκή. Ωστόσο όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η επιμελέστατα φροντισμένη καθαρότητα λόγου και πλοκής όσο καλών διαθέσεων εμφανίζεται ο αφηγητής με την επιμονή του να μη διηγηθεί περίπλοκες ιστορίες τόσο βαθύτατα ειρωνική είναι στην ουσία της. Ένα άγριο μυστικό, ακατονόμαστο (εφάμιλλο με εκείνο που βρίσκεται στο κέντρο της ιστορίας Τρίτο χέρι), φαίνεται να ταλανίζει τον μικρόκοσμο που χαρτογραφεί η Τσιτσέλη· και όποτε η γλώσσα «σκοτώνεται» να αγγίξει, να «ιδεί» αυτό το μυστικό, μάταιος κόπος στο τέλος μένει η «αντανάκλαση μιας αντανάκλασης».
Καλός ή κακός ο κόσμος, χορεύει σε μια ανεξάντλητη πασιέντζα τις ώρες του τακτοποιημένου μέλλοντός του: «Αυτό που έγινε χθες, σήμερα, [...] αυτό που θα ήταν ωραίο να γίνει αλλά ίσως δεν γίνει ποτέ, τα χρήματα, τα πρόσωπα, ο θάνατος, οι αυριανές υποχρεώσεις, οι χθεσινές παραλείψεις, ο θάνατος, η αρρώστια, ο θάνατος, το σπίτι, γράμματα, τηλεφωνήματα, μακροσκελείς κατάλογοι, κουβέντες ειπωμένες και ανείπωτες, λέξεις που επιμένουν ώσπου να αδειάσουν εντελώς από νόημα» (Ορφέας-Μορφέας).
Ο Χορός των ωρών περιέχει στο ειλικρινές ύφος του την ειρωνεία που μεταδίδουν τα μάτια ενός μικρού κλέφτη που παραμένουν ακόμη αθώα: τα «καλοπλυμένα» ελληνικά της αφήγησης αφοπλίζουν με την υποδειγματική καθαρότητά τους την ανάγνωση· πότε απορημένη, πότε στενόχωρη, πότε σχεδόν μυστικιστική, μα πάντα αθώα, «προκλητικά αθώα», η γλώσσα του αφηγητή γοητεύει με την αυθεντικότητά της, πολλαπλασιάζοντας απολαυστικά και υπαινικτικά τις υποψίες του αναγνώστη ακόμη και για τα πλέον ασφαλή ζητήματα.
Είναι ασφαλώς αγαθή τύχη που η δίγλωσση συγγραφέας (γενν. στη Μασσαλία, 1926) έγραψε για πρώτη φορά ελληνικά ύστερα από τόσα αγγλικά βιβλία: τα νέα (στην κυριολεξία) ελληνικά της Καίης Τσιτσέλη διηθίζονται όχι απλώς στην (χρόνια τριβή με την) «άλλη» γλώσσα αλλά κυρίως στην κάμινο της διαφορετικής παιδείας και λογοτεχνικής παράδοσης. Το ενδιαφέρον προϊόν αυτής της σπάνιας διγαμίας είναι μια γλώσσα όλο φρεσκάδα, που εντείνει ακόμη περισσότερο τη λανθάνουσα ειρωνεία του κειμένου εφόσον ακόμη και ο κόσμος της τρίτης ηλικίας αποδίδεται εν τέλει με ύφος περίπου εφηβικής ανεμελιάς! Κατόπιν τούτου μπορούμε να θεωρήσουμε αυτό το απολαυστικό βιβλίο το πλέον αντιπροσωπευτικό του ύφους της Καίης Τσιτσέλη.
Αρης Μαραγκόπουλος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-02-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις