0
Your Καλαθι
Ο Μακεδονικός Αγών (3 τόμοι)
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πρόκειται αναμφίβολα για το σημαντικότερο ντοκουμέντο του Μακεδονικού Αγώνα. Σε όλη την έκταση της νεοελληνικής Ιστορίας, άλλωστε, σπάνια είναι τα διαθέσιμα κείμενα τέτοιας σημασίας: φανταστείτε να διαθέταμε, λ.χ., τα καθημερινά ημερολόγια του Ζέρβα, του Ψαρρού ή του Σαράφη, όπου να καταγράφεται κάθε κίνηση, επικοινωνία ή σκέψη τους επί δυόμισι συνεχόμενα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης!
Ο λόγος για το ημερολόγιο του Γεωργίου Τσόντου-Βάρδα, διαδόχου του Παύλου Μελά στη γενική αρχηγία των μακεδονομάχων του βιλαετίου Μοναστηρίου από το Νοέμβριο του 1904 μέχρι το τέλος σχεδόν της ελληνικής εξόρμησης. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της 28μηνης παραμονής του στη Μακεδονία, ο Σφακιανός αξιωματικός σημείωνε καθημερινά τις ενέργειές του σε μικρά χαρτιά, με πυκνά μικροσκοπικά γράμματα και στοιχειώδεις κρυπτογραφικούς κώδικες. Το συγγραφικό αυτό έργο προκαλούσε πανικό στους διπλωμάτες του ελληνικού προξενείου, οι οποίοι αναλογίζονταν με τρόμο τι θα μπορούσε να συμβεί αν πέσει στα χέρια του αντιπάλου ή των οθωμανικών αρχών.
Ο,τι για τους σύγχρονους του Βάρδα ήταν δείγμα ακραίας επιπολαιότητας, για τον ιστορικό (αλλά και για τον απλό φιλίστορα αναγνώστη) αποδεικνύεται θησαυρός. Οχι μόνον επειδή οι επιτόπιες, αναλυτικές καταγραφές του ημερολογίου μάς επιτρέπουν να διορθώσουμε τα (σκόπιμα ή αθέλητα) κενά και σφάλματα της μνήμης όσων άλλων μας άφησαν τη μαρτυρία τους, αλλά και γιατί οι 1.500 σελίδες του, γραμμένες σε συνθήκες παρανομίας, δίνουν μια εικόνα του Μακεδονικού Αγώνα συμπληρωματική -και συχνά ακριβέστερη- αυτής που αποτυπώνεται στην προξενική αλληλογραφία της ίδιας περιόδου.
Μαθαίνουμε έτσι ότι, όπως ακριβώς συνέβη και με την πρώτη περιοδεία του Μελά, ενάμιση χρόνο νωρίτερα, το πρώτο καθήκον του αρχηγού ήταν να άρει κάποιες παρεξηγήσεις σχετικά με τις προτεραιότητες και τα μέτωπα του αγώνα. Μπαίνοντας στα πρώτα ελληνόφωνα χωριά των Γρεβενών, οι μακεδονομάχοι γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό από Ελληνες κατοίκους «αναμένοντας εναγωνίως την αποτίναξιν του ζυγού» -του οθωμανικού, εννοείται. Ο Βάρδας, αντιθέτως, τους κάνει «σύστασιν» για «αναμονήν των αισθημάτων των μέχρι καταλλήλου χρόνου», αφού στόχος του είναι η σύμπλευση με την οθωμανική εξουσία στην καταστολή των κομιτατζήδων (τ. Α', σ. 17).
Φυσικά, η συνεργασία αυτή διεκπεραιώνεται με όλες τις επιφυλάξεις που επιβάλλει η ιδιότυπη παρανομία των μακεδονομάχων: «Οι Τούρκοι δεν φαίνονται και πολύ να μας καταδιώκουσι, εννοείται αι Αρχαί, οι εντόπιοι τουναντίον, μεγάλοι και μικροί, φαίνονται πολύ ευχαριστημένοι», γράφει στις 25.2.1905. «Προχθές είχον συνέντευξιν μετά τινος κεχαγιά Αλβανού είς τι τσιφλίκι βέη, όστις πολλάς υπηρεσίας θα μας παράσχη, αρκεί να είναι ασφαλής διά τας εργασίας του εις τα χωρία μας» (τ. Α', σ. 90).
Δυόμισι χρόνια αργότερα, η σύμπραξη αυτή περιλαμβάνει δολοφονίες επί παραγγελία (τ. Β', σ. 801), ακόμη και κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στην επιδρομή των μακεδονομάχων στο Αετόζι (20.10.1907), λ.χ., συμμετέχουν 10 Τούρκοι μισθοφόροι. «Εχουν μεγάλην μανίαν, θα κάμη καλές δουλειές με αυτούς», ενημερώνεται ο Βάρδας από τον επικεφαλής τους, καπετάν Ανδριανάκη. «Αλλά τον πέθαναν εις τα χρήματα. Και ως γνωρίζω, χωρίς λεπτά δεν κάνουν τίποτα» (τ. Β', σ. 997). Η συγκεκριμένη επιχείρηση θεωρείται πάντως «καλλίστη επιτυχία», καθώς «εκάησαν 14 οικίαι, 16 αχυρώνες και άνω των 60 μεγάλων οικιακών ζώων», ενώ υπήρξαν «4 άνδρες φονευμένοι και 4 γυναίκες και 4 άνδρες βαρέως πληγωμένοι» (σ. 995 & 998). Ακόμα μεγαλύτερος ενθουσιασμός συνοδεύει ωστόσο την τυφλή σφαγή 8 κατοίκων του Ξινού Νερού, οι οποίοι είχαν πάει να κόψουν ξύλα (15.9.1907), «διότι πρώτην φοράν φονεύονται παρ' ημών άνθρωποι εκ του φανατικού τούτου χωρίου» (τ. Β', σ. 933).
Διαφορετική από τις «στεγνές» προξενικές αναφορές, είναι επίσης η περιγραφή των επιχειρήσεων «ένοπλης προπαγάνδας» που διενεργούν οι μακεδονομάχοι στα εξαρχικά χωριά, για να τα αναγκάσουν να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο. Παρά το λακωνικό, στρατιωτικό ύφος του συντάκτη τους, οι λεπτομέρειες που καταγράφονται μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια αρκετά ζωντανή εικόνα του κλίματος και των μεθόδων της εποχής. Τυπικό δείγμα από την Μπέσφινα (σημ. Σφήκα) στις 21.10.1905:
«Συνηθροίσαμεν αρκετούς εκ των χωρικών, ους ωδήγησαν εις την έξω του χωρίου εκκλησίαν, εν οις μετά πολλάς προσπαθείας και τον μουχτάρην [κοινοτάρχη]. Αδύνατον όμως να εύρωμεν τους ιερείς, ως απουσιάζοντας δήθεν, αλλά το πιθανότερον απεκρύβησαν. [...] Συνιστώμεν εις τους εν τη εκκλησία να επανέλθωσιν εις την ορθοδοξίαν, να μη τολμήσωσι και δηλώσωσιν εις την απογραφήν ότι είναι βούλγαροι και εντός ολίγων ημερών να μεταβώσιν εις την Μητρόπολιν, η οποία ατυχώς δι' αυτούς σήμερον είναι εις Κρούσοβον (των Πρεσπών). Διά δαρμών και απειλών παρουσιάζουσί τινές τα όπλα των, οδηγηθέντες δεμένοι υπ' ανδρών εκ της εκκλησίας εις τα σπίτια των. [...] Τον μουχτάρην σφάζει ο Δικώνυμος ως αρνίον» (τ. Α', σ. 264-5).
Οι τρεις τόμοι του ημερολογίου ξεχειλίζουν από τέτοιες περιγραφές. Κάποιες φορές, πάλι, εντυπωσιάζει η αμφισημία της χρησιμοποιούμενης ορολογίας. Στα σχέδια του Βάρδα, το καλοκαίρι του 1906, ο οπλαρχηγός Παύλος Κύρου επιφορτίζεται π.χ. «να προστατεύη» κάποια χωριά, «ότε απειλών, ότε φονεύων»· ανάλογο πεδίο δράσης επιφυλάσσεται και σ' έναν άλλο καπετάνιο -με τη σκέψη ότι, «έχων έκαστος την περιφέρειάν του, θα εφιλοτιμείτο να υποτάξη αυτήν, με φόνους, με απειλάς κ.λπ.» (τ. Β', σ. 133).
Αλλά και για την «επικράτησιν» των μακεδονομάχων στον κάμπο της Φλώρινας απαραίτητο θεωρείται να διαπραχθούν στα τυφλά «αθρόοι φόνοι, διά βομβών και περιστρόφων», όσων κατοίκων παρακολουθούν τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία της εκεί βουλγαρικής εκκλησίας. Το εγχείρημα τελικά δεν υλοποιήθηκε για τεχνικούς λόγους, αξιοσημείωτη είναι όμως η ψυχρή λογική με βάση την οποία σχεδιάστηκε: «Μόνον η μάχαιρα δύναται να φέρη αγαθά αποτελέσματα· η μάχαιρα θα φέρη αντίδρασιν, ακριβώς δ' εξ αυτής της αντιδράσεως θα ωφεληθώμεν και θα υπερισχύσωμεν, διότι είμεθα πολυπληθέστεροι των εχθρών μας» (τ. Β', σ. 977).
Ο ίδιος κυνισμός επικρατεί και κατά την αποτίμηση των «ημέτερων» θυσιών. «Εις Κότορι έκαυσαν την εκκλησίαν Βούλγαροι, απειλήσαντες τους χωρικούς ότι θα τους κατασφάξουν όλους», σημειώνει ο Βάρδας στις 16.4.1907, για να συμπληρώσει αμέσως μετά: «Μικρά ζημία, εν αυτή ελειτουργούντο οι ημέτεροι και οι σχισματικοί εκ περιτροπής» (τ. Β', σ. 703). Η εναλλάξ χρησιμοποίηση των ναών, από πατριαρχικούς κι εξαρχικούς αντιμετωπιζόταν πάντοτε από τους επιτελείς του ελληνικού μηχανισμού σαν ανεπίτρεπτη υποχώρηση, καθώς ακύρωνε στην πράξη την αποβολή της «σχισματικής» Εξαρχίας από την «οικουμενική» Ορθοδοξία.
Η τρομοκρατία δεν περιορίζεται στους φόνους ή τα καψίματα. Από το Περιστέρι, ο ντόπιος μακεδονομάχος καπετάν Πέτρος ενημερώνει, π.χ., τον Βάρδα ότι «τρεις γυναίκες εκ Βελουσίνας μετέβησαν εις την βουλγαρικήν Αγ. Κυριακήν εις Βιτόλια» και ζητεί οδηγίες: «Τι πρόστιμον να τοις επιβάλη; Αυτός έχει σκοπόν να τας δείρη και να κόψη τα μαλλιά των» (τ. Β', σ. 634). Λιγότερο διστακτικός φαίνεται, αντιθέτως, ο καπετάν Ανδριανάκης: «ουδέν ευρίσκει δύσκολον», σημειώνει λακωνικά ο αρχηγός, «διότι θέλει κάπου να σφάξωμεν» (τ. Β', σ. 935).
Ο ίδιος ο Βάρδας, πάλι, σημειώνει τις εντολές που εξέδωσε στην αλβανόφωνη Μπελκαμένη: «Απαγορεύω πάσαν συγκοινωνίαν μετά Πρεκοπάνας, οπωσδήποτε, μετά Κ. Κότορι ή άλλου οιουδήποτε σχισματικού χωρίου. Δέρω δε ο ίδιος γραίαν πρόσφυγα ενταύθα εκ Πρεκοπάνας, ήτις μετέβη άνευ αδείας εις Κ. Κότορι» (τ. Β', σ. 958). Σοβαρότερα προβλήματα θα προκύψουν τις ίδιες μέρες, εξαιτίας ενός γάμου μεταξύ κοντοχωριανών: «Σήμερον αφίκοντο εκ Κ. Κότορι (αλβανοφώνου), ίνα παραλάβωσι νύμφην τινά. Διά ταύτην είχον διατάξη να στεφανωθή εδώ, άλλως να μη δοθή· αλλ' ενέδωσα εις τας παρακλήσεις του Κ 42 [Κέντρο Φλώρινας], προς ο εδόθησαν υποσχέσεις ότι θα στεφανωθή εις Φλώριναν, υπό ημετέρου ιερέως» (όπ.π., σ. 959-60). Λεπτομέρειες που αποτυπώνουν εύγλωττα την έκταση της παρέμβασης των ένοπλων μηχανισμών στην καθημερινότητα των ανθρώπων, αλλά και τις αντιστάσεις που η περιχαράκωση των εθνικών στρατοπέδων έβρισκε σε μια ενιαία, λίγο-πολύ, χριστιανική κοινωνία.
Ανάγλυφα προβάλλει επίσης η εικόνα της ανασφάλειας των μαχητών απέναντι στους πάντες. Τοπικές φυσιογνωμίες που έχουν περάσει στο πάνθεο των εθνομαρτύρων του Αγώνα, όπως ο Οισοδερίτης Παπασταύρος Τσάμης ή ο ζελοβίτης Παύλος Κύρου, στολίζονται από τον αρχηγό με κάθε λογής κατηγορίες και υπονοούμενα, ελάχιστες μέρες ή και ώρες πριν από το θάνατό τους. Από την πρώτη στιγμή, άλλωστε, ο Βάρδας έχει τη γνώμη ότι οι υφιστάμενοί του τοπικοί οπλαρχηγοί δεν είναι παρά «όρνεα αρπακτικά, δι' ουδέν άλλο σκεπτόμενα ή διά την τσέπην των» (τ. Α', σ. 68).
Και, φυσικά, ακόμη πιο απλή είναι η μεθοδολογία με την οποία επιχειρεί την ανοικοδόμηση του «ελληνικού κόμματος», το οποίο είχε κυριολεκτικά αποδιαρθρωθεί μετά την εξέγερση του Ιλιντεν. «Εφθάσαμεν πλέον εις τα σχισματικά χωρία», γράφει την άνοιξη του 1905, και «τα πάντα δέον να ενεργώμεν διά υποσχέσεων και δωροδοκίας, ιδίως τώρα εν αρχή, μέχρις ότου κάμωμεν ρεύμα υπέρ ημών». Το τελευταίο, εκτιμά, «δεν είναι δύσκολον, ένεκα της διαφθοράς των ανθρώπων και της απεχθείας ην αισθάνονται προς τους κομίτας διά τα έκτροπά των» (τ. Α', σ. 76).
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε επ' αόριστον, και πάλι να έχουμε την αίσθηση ότι δεν αναπαράγουμε παρά ένα ελάχιστο δείγμα απ' τον απίστευτο πληροφοριακό πλούτο του ημερολογίου. Ο χώρος όμως δεν επαρκεί. Αντί επιλόγου θα επισημάνουμε, απλώς, ότι αυτό το συγκλονιστικό ντοκουμέντο έμεινε ουσιαστικά αναξιοποίητο πάνω από μισό αιώνα, αφότου κατατέθηκε το 1950 στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Ωσπου, το 1994, «έξαφανίστηκε» μυστηριωδώς από τα ΓΑΚ χωρίς κάποια επίσημη εξήγηση, παρά μόνον αντιφατικές και όχι ιδιαίτερα πειστικές δικαιολογίες. Αντίγραφά του είχαν φυσικά προωθηθεί από καιρό σε ειδικευμένα ιδρύματα (όπως το ΙΜΧΑ), η πρόσβαση όμως των ερευνητών σε αυτά εξακολουθεί να είναι πολύ προβληματική. Αποτελεί έτσι ευτύχημα το γεγονός ότι είχε εγκαίρως φωτοτυπηθεί στο σύνολό του από έναν ερευνητή, τον Γιώργο Πετσίβα, που είχε την ευαισθησία να το δώσει -επιτέλους!- στη δημοσιότητα.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 05/11/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις