0
Your Καλαθι
Ο κόσμος του χθες
Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Αναμνήσεις από τον κόσμο του Χθες -η αυτοβιογραφία του Στέφαν Τσβάιχ, του πιο πολυδιαβασμένου συγγραφέα του μεσοπολέμου, ζωντανεύει μια πόλη και μια εποχή για πάντα χαμένη: τη Βιέννη της μπελ επόκ, τη χρυσή εποχή της πολυεθνικής πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, που συγκέντρωσε στο γύρισμα του εικοστού αιώνα τις εκλεκτότερες δυνάμεις στις τέχνες και τις επιστήμες, έναν ονειρικό κόσμο, που κατέρρευσε μεμιάς μ' έναν μοιραίο πυροβολισμό στο Σεράγεβο. Κι αργότερα, τη μεταπολεμική εποχή του πληθωρισμού και της ένδειας, το Βερολίνο, την εποχή της Βαϊμάρης, το χαρούμενο Παρίσι του μεσοπολέμου, την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, την απρόσμενη μεγάλη επιτυχία. Και μια ζωή γεμάτη ανατροπές, εκπλήξεις και καινούριους συνοδοιπόρους: Φρόυντ, Ρολλάν, Πιραντέλλο, Στράους, Ρίλκε... Κι ύστερα ο Χίτλερ καταλαμβάνει την εξουσία, τα βιβλία του Τσβάιχ καίγονται δημόσια, ο αντισημιτισμός κυριεύει την Αυστρία, οι γνωστοί γυρίζουν το κεφάλι όταν τον βλέπουν, κι ακολουθεί η αυτοεξορία στην Αγγλία, η φυγή στη Βραζιλία, η βιαστική συγγραφή αυτής της αυτοβιογραφίας, η αυτοκτονία του 1942.
Η ιστορία της ζωής του Στέφαν Τσβάιχ, ένας φόρος τιμής στην Ευρώπη μιας άλλης εποχής, στη γενιά του μοντερνισμού, στους χαρισματικούς Εβραίους της Βιέννης, που της χάρισαν τη λάμψη της και πέθαναν καταδιωγμένοι σ' έναν ολόκληρο κόσμο που χάθηκε για πάντα: στον κόσμο του Χθες.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στην exilliteratur (λογοτεχνία της εξορίας) κατατάσσουν οι Γερμανοί έργα σαν το προκείμενο, του σπουδαίου συμπατριώτη τους συγγραφέα και διανοητή. Και ορθά, διότι το θρυλικό πια κείμενο αναμνήσεων «Ο κόσμος τού χθες» (μέχρι πρότινος γνωστό στα καθ' ημάς με τον όχι ακριβή, πλην «κατακτημένο», τίτλο «Ο χθεσινός κόσμος», στις μεταφράσεις των Κωστή Μεραναίου, Τάκη Μενδράκου, Σωτήρη Πατατζή κ.ά.), συμπυκνώνει όλη εκείνη την ανάγκη του εξόριστου να θυμηθεί τα πάτρια και να επιστρέψει στις αφετηρίες του.
Ας προσέξουμε όμως: μπροστά μας έχουμε να κάνουμε μ' ένα έργο που κατορθώνει να υπερβεί το στενό πλαίσιο της «νοσταλγίας» για τις ρίζες, έτσι γενικά, όπως το ξέρουμε από τη σχετική λογοτεχνία, και όχι μόνο. Εδώ πρόκειται για μια γενναιόδωρη ιδεολογικά διατύπωση που εντυπωσιάζει, παρά τις όποιες επί μέρους αντιρρήσεις. Ο Τσβάιχ ανατρέχει αρχικά (πριν περάσει στην ψηλάφιση της πνευματικής Μεσευρώπης) στη λαμπρή περίοδο της αυστροουγγρικής ακμής, λίγα χρόνια πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, που πυροδότησε το τέλος της, και μιλάει με θαυμαστικό σεβασμό για έναν κόσμο αξεπέραστο.
Αξίζει να παραθέσω ένα απόσπασμα από άρθρο του Κώστα Μαυρουδή για μια προηγούμενη έκδοση του έργου («Βιβλιοθήκη», 24-12-99): «...Το πρώτο μέρος του οργανώνει στη συνείδησή μας εκείνο που ο αντίποδάς του, ο στρατιώτης Σβέικ (τοποθετημένος στις αρχές του αιώνα στα όρια της ίδιας επικράτειας), υπονόμευσε με εκκωφαντικό σαρκασμό, ό,τι στις σελίδες του πρώτου συνιστούσε το σκαρίφημα των ηθών μιας ετοιμόρροπης μοναρχίας... το στοχαστικό δέος για την ατμόσφαιρα της βαθιάς γαλήνης, της κοινωνικής ασφάλειας και πίστης, που εξέθρεψε- είτε κάτω από τα κρύσταλλα των πολυελαίων είτε από τις ταπεινές γειτονιές της Βιένης -τη βαθιά καλλιέργεια και το αμέριμνο πνεύμα μιας πρώιμης παγκοσμιότητας...»
Να θεωρήσουμε ως αυτοβιογράφημα το συγκεκριμένο βιβλίο; Ο Τσβάιχ είναι κατηγορηματικά αρνητικός. Εξάλλου, οι μελετητές του έχουν καταλήξει, με τυπικές και ουσιαστικές προσεγγίσεις του κειμένου, ότι πρόκειται, πολύ απλά, για ένα αφήγημα στοχαστικό πάνω στο «τέλος του γερμανικού-αυστροουγγρικού πολιτισμού», για μια καταγραφή βιωμένων καταστάσεων στον χώρο του ευρωπαϊκού πολιτιστικού χώρου των πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνα, και όχι μία πιο προσωπική αυθιστόρηση.
Οπως μας πληροφορεί ο ρέκτης εργογράφος και λάτρης του Τσβάιχ, Παναγιώτης Τσούκας, «Ο κόσμος...» έτυχε πολλών ελληνικών αποδόσεων μεταπολεμικά και εγώ να προσθέσω ότι έγινε περίπου εγκόλπιο των φιλαναγνωστών της εποχής του '50 και '60, μαζί με κάποια έργα του Εμίλ Λούντβιχ.
Το αφηγηματικό αυτό μελέτημα, όμως, δεν έτυχε και της καλύτερης υποδοχής από κάποιους μαρξιστές διανοουμένους. Η Χάνα Αρεντ, ας πούμε, το ψέγει για μια δήθεν ωραιοποιημένη εικόνα της Αυστροουγγρικής περιόδου, την οποία μας προσφέρει, παραλείποντας τα τρωτά της. Αλλά και κοντινά στον Τβάιχ πρόσωπα, όπως η γυναίκα του, τον έπεισαν κατά τη συγγραφή του έργου να προσθέσει ένα μη «ειδυλλιακό» κεφάλαιο γύρω από την πορνεία, το οποίο, βέβαια, δεν αποτελεί δα και καμιά παραφωνία στον συνολικό αίνο.
Οπωσδήποτε, ο Τσβάιχ, που έγραψε το βιβλίο όντας αυτοεξόριστος στη Βραζιλία (λίγα χρόνια πριν αυτοκτονήσει με τη δεύτερη γυναίκα του, το 1942, διαμαρτυρόμενος για τον Πόλεμο και την καταστροφική παρουσία του ναζισμού), ανακαλεί στη μνήμη του μια «εποχή ασφάλειας και βεβαιότητας». Δηλαδή, επιστρέφει στην περίοδο της αυστροουγγρικής ευημερίας του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, στην κατάρρευση του ονειρικού εκείνου κόσμου, στην μπελ-επόκ της κεντρικής Ευρώπης του Μεσοπολέμου, τις πνευματικές φυσιογνωμίες που συνάντησε, προτείνοντας μια «χρυσή Βίβλο» του προφίλ ενός ανεπανάληπτου πνευματικού στάτους.
Ο Τσβάιχ, διαβάζουμε, αρχικά, προβληματιζόταν πάνω στον τίτλο του βιβλίου, που το είχε στεγάσει προσωρινά κάτω από την προσωπική φράση: «Οι τρεις μου ζωές». Οι συγκεκριμένες λέξεις αφορούσαν τις αντίστοιχες περιόδους του βίου του που περνούσαν στις σελίδες του έργου: Η «πρώτη ζωή» περιλάμβανε την παιδική ηλικία, την εκπαίδευση, τα ταξίδια, τις φιλίες, τις φιλολογικές του αφετηρίες σε αυτόν το «ναό της βεβαιότητας» όπου βρέθηκε. Η «δεύτερη» κάλυπτε τα χρόνια στο Σάλτσμπουργκ, λίγο μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, την έντονη πνευματική του δραστηριότητα (μεταφραστική, δημιουργική) και η «τρίτη ζωή» την περιπέτεια της αυτοεξορίας, η οποία αρχίζει στα 1934, με πρώτο σταθμό την Αγγλία, για να καταλήξει στη μοιραία Λατινική Αμερική.
«Δεν γνωρίζω κανένα άλλο βιβλίο που να αποδίδει τόσο εύστοχα την πολυσύνθετη μοίρα που συνοδεύει την ιδιότητα του να είσαι Ευρωπαίος στο τέλος του ευρωπαϊκού πολιτισμού...» έγραφε η Σούζαν Σόνταγκ για τους «Ξεριζωμένους», το «μυθιστορηματικό δοκίμιο» ενός σύγχρονού μας Γερμανού, του W.G. Sebald (βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την «Αγρα»), οπωσδήποτε πολύ μακρινού απογόνου και ξένου ως προς τους συγγραφικούς τρόπους του Τσβάιχ. Ομως, σε κάποιο σημείο οι ιδέες των δύο συγγραφέων τέμνονται, όσον αφορά το κοσμοπολίτικο βλέμμα τους πάνω στην κοινωνική πραγματικότητα και την έμμεση ή άμεση αναπόληση μιας ιστορικής περιόδου, όπου η «διεθνοποιημένη» πατρίδα τους, πριν από το ναζισμό, κυριαρχούσε πολιτισμικά. Με άλλα λόγια, η συνείδησή τους εμβαπτισμένη σε ένα συγκεκριμένο πνεύμα ελευθερίας αντιμετώπιζε τον κόσμο ως μια κοινή πολιτισμική υπόθεση και όχι ως κάτι φυλακισμένο σε εθνικό πλαίσιο.
Ο Τσβάιχ, γράφει ο Ντόναλντ Πράτερ, ένας από τους μελετητές του, αντιλαμβάνεται την Ιστορία ως «ποίηση», εντός της οποίας το υποκείμενο δρα συλλογικά, χωρίς να ενδιαφέρεται για την προβολή της ατομικότητάς του. Οπότε ο συγγραφέας μας, κατά συνέπεια, δεν απασχολείται με πολύ ιδιωτικές εκμυστηρεύσεις (κάτι τέτοιο το αφήνει σε συγγραφείς όπως ο Κάφκα, ας πούμε). Του αρκεί, λοιπόν, να περιγράψει τον κοινωνικό χώρο, να παρατηρήσει γύρω του διεισδυτικά και με απόλαυση ή συντριβή το θαύμα και την απουσία του...
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/01/2007
Η ιστορία της ζωής του Στέφαν Τσβάιχ, ένας φόρος τιμής στην Ευρώπη μιας άλλης εποχής, στη γενιά του μοντερνισμού, στους χαρισματικούς Εβραίους της Βιέννης, που της χάρισαν τη λάμψη της και πέθαναν καταδιωγμένοι σ' έναν ολόκληρο κόσμο που χάθηκε για πάντα: στον κόσμο του Χθες.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στην exilliteratur (λογοτεχνία της εξορίας) κατατάσσουν οι Γερμανοί έργα σαν το προκείμενο, του σπουδαίου συμπατριώτη τους συγγραφέα και διανοητή. Και ορθά, διότι το θρυλικό πια κείμενο αναμνήσεων «Ο κόσμος τού χθες» (μέχρι πρότινος γνωστό στα καθ' ημάς με τον όχι ακριβή, πλην «κατακτημένο», τίτλο «Ο χθεσινός κόσμος», στις μεταφράσεις των Κωστή Μεραναίου, Τάκη Μενδράκου, Σωτήρη Πατατζή κ.ά.), συμπυκνώνει όλη εκείνη την ανάγκη του εξόριστου να θυμηθεί τα πάτρια και να επιστρέψει στις αφετηρίες του.
Ας προσέξουμε όμως: μπροστά μας έχουμε να κάνουμε μ' ένα έργο που κατορθώνει να υπερβεί το στενό πλαίσιο της «νοσταλγίας» για τις ρίζες, έτσι γενικά, όπως το ξέρουμε από τη σχετική λογοτεχνία, και όχι μόνο. Εδώ πρόκειται για μια γενναιόδωρη ιδεολογικά διατύπωση που εντυπωσιάζει, παρά τις όποιες επί μέρους αντιρρήσεις. Ο Τσβάιχ ανατρέχει αρχικά (πριν περάσει στην ψηλάφιση της πνευματικής Μεσευρώπης) στη λαμπρή περίοδο της αυστροουγγρικής ακμής, λίγα χρόνια πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, που πυροδότησε το τέλος της, και μιλάει με θαυμαστικό σεβασμό για έναν κόσμο αξεπέραστο.
Αξίζει να παραθέσω ένα απόσπασμα από άρθρο του Κώστα Μαυρουδή για μια προηγούμενη έκδοση του έργου («Βιβλιοθήκη», 24-12-99): «...Το πρώτο μέρος του οργανώνει στη συνείδησή μας εκείνο που ο αντίποδάς του, ο στρατιώτης Σβέικ (τοποθετημένος στις αρχές του αιώνα στα όρια της ίδιας επικράτειας), υπονόμευσε με εκκωφαντικό σαρκασμό, ό,τι στις σελίδες του πρώτου συνιστούσε το σκαρίφημα των ηθών μιας ετοιμόρροπης μοναρχίας... το στοχαστικό δέος για την ατμόσφαιρα της βαθιάς γαλήνης, της κοινωνικής ασφάλειας και πίστης, που εξέθρεψε- είτε κάτω από τα κρύσταλλα των πολυελαίων είτε από τις ταπεινές γειτονιές της Βιένης -τη βαθιά καλλιέργεια και το αμέριμνο πνεύμα μιας πρώιμης παγκοσμιότητας...»
Να θεωρήσουμε ως αυτοβιογράφημα το συγκεκριμένο βιβλίο; Ο Τσβάιχ είναι κατηγορηματικά αρνητικός. Εξάλλου, οι μελετητές του έχουν καταλήξει, με τυπικές και ουσιαστικές προσεγγίσεις του κειμένου, ότι πρόκειται, πολύ απλά, για ένα αφήγημα στοχαστικό πάνω στο «τέλος του γερμανικού-αυστροουγγρικού πολιτισμού», για μια καταγραφή βιωμένων καταστάσεων στον χώρο του ευρωπαϊκού πολιτιστικού χώρου των πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνα, και όχι μία πιο προσωπική αυθιστόρηση.
Οπως μας πληροφορεί ο ρέκτης εργογράφος και λάτρης του Τσβάιχ, Παναγιώτης Τσούκας, «Ο κόσμος...» έτυχε πολλών ελληνικών αποδόσεων μεταπολεμικά και εγώ να προσθέσω ότι έγινε περίπου εγκόλπιο των φιλαναγνωστών της εποχής του '50 και '60, μαζί με κάποια έργα του Εμίλ Λούντβιχ.
Το αφηγηματικό αυτό μελέτημα, όμως, δεν έτυχε και της καλύτερης υποδοχής από κάποιους μαρξιστές διανοουμένους. Η Χάνα Αρεντ, ας πούμε, το ψέγει για μια δήθεν ωραιοποιημένη εικόνα της Αυστροουγγρικής περιόδου, την οποία μας προσφέρει, παραλείποντας τα τρωτά της. Αλλά και κοντινά στον Τβάιχ πρόσωπα, όπως η γυναίκα του, τον έπεισαν κατά τη συγγραφή του έργου να προσθέσει ένα μη «ειδυλλιακό» κεφάλαιο γύρω από την πορνεία, το οποίο, βέβαια, δεν αποτελεί δα και καμιά παραφωνία στον συνολικό αίνο.
Οπωσδήποτε, ο Τσβάιχ, που έγραψε το βιβλίο όντας αυτοεξόριστος στη Βραζιλία (λίγα χρόνια πριν αυτοκτονήσει με τη δεύτερη γυναίκα του, το 1942, διαμαρτυρόμενος για τον Πόλεμο και την καταστροφική παρουσία του ναζισμού), ανακαλεί στη μνήμη του μια «εποχή ασφάλειας και βεβαιότητας». Δηλαδή, επιστρέφει στην περίοδο της αυστροουγγρικής ευημερίας του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, στην κατάρρευση του ονειρικού εκείνου κόσμου, στην μπελ-επόκ της κεντρικής Ευρώπης του Μεσοπολέμου, τις πνευματικές φυσιογνωμίες που συνάντησε, προτείνοντας μια «χρυσή Βίβλο» του προφίλ ενός ανεπανάληπτου πνευματικού στάτους.
Ο Τσβάιχ, διαβάζουμε, αρχικά, προβληματιζόταν πάνω στον τίτλο του βιβλίου, που το είχε στεγάσει προσωρινά κάτω από την προσωπική φράση: «Οι τρεις μου ζωές». Οι συγκεκριμένες λέξεις αφορούσαν τις αντίστοιχες περιόδους του βίου του που περνούσαν στις σελίδες του έργου: Η «πρώτη ζωή» περιλάμβανε την παιδική ηλικία, την εκπαίδευση, τα ταξίδια, τις φιλίες, τις φιλολογικές του αφετηρίες σε αυτόν το «ναό της βεβαιότητας» όπου βρέθηκε. Η «δεύτερη» κάλυπτε τα χρόνια στο Σάλτσμπουργκ, λίγο μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, την έντονη πνευματική του δραστηριότητα (μεταφραστική, δημιουργική) και η «τρίτη ζωή» την περιπέτεια της αυτοεξορίας, η οποία αρχίζει στα 1934, με πρώτο σταθμό την Αγγλία, για να καταλήξει στη μοιραία Λατινική Αμερική.
«Δεν γνωρίζω κανένα άλλο βιβλίο που να αποδίδει τόσο εύστοχα την πολυσύνθετη μοίρα που συνοδεύει την ιδιότητα του να είσαι Ευρωπαίος στο τέλος του ευρωπαϊκού πολιτισμού...» έγραφε η Σούζαν Σόνταγκ για τους «Ξεριζωμένους», το «μυθιστορηματικό δοκίμιο» ενός σύγχρονού μας Γερμανού, του W.G. Sebald (βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την «Αγρα»), οπωσδήποτε πολύ μακρινού απογόνου και ξένου ως προς τους συγγραφικούς τρόπους του Τσβάιχ. Ομως, σε κάποιο σημείο οι ιδέες των δύο συγγραφέων τέμνονται, όσον αφορά το κοσμοπολίτικο βλέμμα τους πάνω στην κοινωνική πραγματικότητα και την έμμεση ή άμεση αναπόληση μιας ιστορικής περιόδου, όπου η «διεθνοποιημένη» πατρίδα τους, πριν από το ναζισμό, κυριαρχούσε πολιτισμικά. Με άλλα λόγια, η συνείδησή τους εμβαπτισμένη σε ένα συγκεκριμένο πνεύμα ελευθερίας αντιμετώπιζε τον κόσμο ως μια κοινή πολιτισμική υπόθεση και όχι ως κάτι φυλακισμένο σε εθνικό πλαίσιο.
Ο Τσβάιχ, γράφει ο Ντόναλντ Πράτερ, ένας από τους μελετητές του, αντιλαμβάνεται την Ιστορία ως «ποίηση», εντός της οποίας το υποκείμενο δρα συλλογικά, χωρίς να ενδιαφέρεται για την προβολή της ατομικότητάς του. Οπότε ο συγγραφέας μας, κατά συνέπεια, δεν απασχολείται με πολύ ιδιωτικές εκμυστηρεύσεις (κάτι τέτοιο το αφήνει σε συγγραφείς όπως ο Κάφκα, ας πούμε). Του αρκεί, λοιπόν, να περιγράψει τον κοινωνικό χώρο, να παρατηρήσει γύρω του διεισδυτικά και με απόλαυση ή συντριβή το θαύμα και την απουσία του...
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/01/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις