0
Your Καλαθι
Παραβολή
Περιγραφή
Ο κόσμος ανήκει πρωτίστως στην σφαίρα του πιθανού. Παρότι πεπερασμένος, εκτείνεται πέρα από κάθε ανθρώπινη βεβαιότητα. Ο Χ. Α. Ρόντας αναρωτιέται συχνά για το νόημα αυτού του παράλογου μεγέθους. 'Αδειος από αγάπη, επιβεβαρημένος με υπερβολικά διαδεδομένες πεποιθήσεις και αδιαπραγμάτευτα κίνητρα, είναι αναγκασμένος να επικαλείται διαρκώς τις δικές του διαστάσεις, προκειμένου να αποδώσει μια κάποια σημασία στην ύπαρξή του... Ο ίδιος είναι βέβαιος πως τα όρια του κόσμου απλώνονται πολύ πέρα από τα δικά του. Γι' αυτό όσα αποζητά να καταλάβει αφορούν ένα μικρό, ασήμαντο κομμάτι του. Ένα κάθε φορά. Είναι σημαντικό σ' αυτή την διαδικασία να προσδιορίζει κανείς εκ των προτέρων τους στόχους του. Ακόμη σημαντικότερο είναι να θέτει έναν μόνο στόχο κάθε φορά.
Η "Παραβολή" μιλά για την ελπίδα, τον έρωτα, την ζωή και τον θάνατο, που φτωχαίνουν όταν απολέσουν την αλήθεια τους. Μια αλληγορία μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, μια ιστορία για την άνιση μάχη ανάμεσα σε ό,τι πραγματικά είμαστε και σε όσα θα θέλαμε να έχουμε υπάρξει.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αν το φρικτότερο λάθος της ζωής είναι ο θάνατος, η διόρθωσή του ενδεχομένως να καταλήξει σε έναν απρόβλεπτο εφιάλτη, πολύ πιο δυσβάσταχτο από την οδύνη της απώλειας. Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης στο τέταρτο βιβλίο του στοχάζεται τις παρενέργειες μιας ανάλογης προοπτικής, μιας πραγματικότητας που θα επιδέχεται βελτίωση ως προς το μείζον δεινό της θνητότητας. Ο θάνατος αγαπημένων προσώπων, η πλέον επώδυνη έκφανση του τέλους, δεν τραυματίζει τα πρόσωπα της καινούριας του νουβέλας καθώς τους προσφέρεται η δυνατότητα της ψηφιακής αναπαράστασης των προσφιλών εκλιπόντων. Αρμόδιος για την παροχή αυτής της υπηρεσίας ο Χ. Α. Ρόντας, με την ιδιότητα του ειδικού παραλήπτη, παραλαμβάνει, όχι ψυχές, αλλά ιδιόμορφες διαθήκες. Προσωπικά αντικείμενα, ντοκουμέντα γραπτά, ηχητικά και φωτογραφικά, αντιπροσωπευτικά του εκλιπόντος, συλλεγμένα από τους ενδιαφερομένους προκειμένου να αποκτήσουν το ολόγραμμα του οικείου τους νεκρού. Με αφετηρία αυτό το έξοχο εύρημα ο Τζαμιώτης αποδύεται στο ξετύλιγμα εξαιρετικά κρίσιμων στοχασμών πάνω στη σημερινή καθημερινότητα, τις απονεκρωμένες σχέσεις, τη σεξουαλικότητα, τον απομονωτισμό και τον αυτοματισμό, σκέψεις που επανέρχονται σε όλα του τα βιβλία, υποστηριγμένες πάντα από ευφάνταστες συλλήψεις. Τα πεζογραφήματά του ισορροπούν δεξιοτεχνικά μεταξύ φιλοσοφικού δοκιμίου και μυθοπλασίας, χωρίς ουδέποτε να ξεπέφτουν σε στρυφνές, στεγνές θεωρητικολογίες ή κενές επινοήσεις. Οι μυθοπλαστικές ιδέες έρχονται να αναδείξουν συγκροτημένες θέσεις, συχνά πρωτότυπες, ενώ από τη μεταξύ τους συναρμογή προκύπτουν αποκαλυπτικές όψεις της σύγχρονης πραγματικότητας. Η εξαντλητική γλωσσική επεξεργασία προστίθεται σ' ένα αρτιότατο και πολύ προσεκτικά δομημένο σύνολο.
Συναντήσεις και διαξιφισμοί
Ο Τζαμιώτης αποδεικνύεται αριστοτέχνης στην απόδοση λογομαχιών, κλιμακούμενων έτσι ώστε να αντανακλούν την ιδιοσυγκρασία των ομιλητών, να απηχούν εύγλωττα ακόμα και όσα αποσιωπούνται. Οι συνομιλίες, παρά την εξευγενισμένη τους επίφαση, την υποδειγματική αβρότητα με την οποία οι συζητητές ανταλλάσσουν ακίνδυνες κοινοτοπίες και υπολογισμένες κολακείες, καταλήγουν σταδιακά σε αψιμαχίες, συγκρατημένες αρχικά, πιο παράφορες στη συνέχεια, μέχρι να εξελιχθούν σε ευθείες επιθέσεις, συχνά ακόμα και σωματικές. Πρώτα απ' όλα, ωστόσο, οι διαπληκτισμοί στον Τζαμιώτη συνιστούν σφοδρές στοχαστικές αναμετρήσεις, επιδείξεις φλεγματικής ευστοχίας, όπου περισσότερο και από το κύρος, τη διάνοια ή τη δολιότητα των ομιλητών, προέχει ο προσανατολισμός του συγγραφέα προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Στο προτελευταίο του βιβλίο, το συναρπαστικό μυθιστόρημα «Ο βαθμός δυσκολίας» (2004), η προεξάρχουσα προβληματική εκδιπλώνεται στο κεφάλαιο της συνάντησης των δύο ηρώων. Στην πρώτη του νουβέλα, επίσης, «Η συνάντηση» (2002), το περίφημο αντάμωμα μπορεί να μην αναπαρίσταται, η προοπτική του όμως δίνει το έναυσμα για την εξοντωτική καταβύθιση του πρωταγωνιστή στα ελλείμματα της ύπαρξής του. Στην πρόσφατη νουβέλα τόσο οι εξελίξεις όσο και το σκεπτικό της σύλληψης υποκινούνται από έξι συναντήσεις, με σταθερό συνομιλητή, πλην μίας, τον Χάροντα. Αξίζει να προσεχθεί πως οι συνομιλίες είναι ζευγαρωτές, η καθεμιά δηλαδή συμπληρώνεται ύστερα από μερικές σελίδες από μία ανάλογη συνάντηση που έρχεται να ανατρέψει ή να παρωδήσει υπογείως την προηγούμενη. Ας γίνω σαφέστερη. Κατ' αρχάς, ο Χ. Α. Ρόντας, υψηλόβαθμο στέλεχος μιας εταιρείας που ειδικεύεται στην παραγωγή ολογραμμάτων (θα μπορούσε να είναι και διαφημιστική), επισκέπτεται έναν υπερήλικο αριστοκράτη, ο οποίος ενόψει του επερχόμενου τέλους επιθυμεί να διασφαλίσει την «παρουσία» του προς χάριν της ευαίσθητης κόρης του. Βαθύπλουτος, εκκεντρικός και δυσάρεστα κοντά στον θάνατο, όπως και ο συνομήλικος ήρωας της «Συνάντησης», ο ηλικιωμένος μοιράζεται επίσης μαζί του την προτίμηση για μια περίτεχνη μινιατούρα που «αναπαριστά την άνιση πάλη μεταξύ ενός ελέφαντα και μιας ινδικής τίγρης». Το λεπτούργημα κοσμούσε λαβή μπαστουνιού εκεί, ενώ εδώ έχει μεταλλαχθεί σε πεσσό. Ανισες και οι συγκρούσεις των προσώπων με τα ερωτήματα που τους θέτει η συνείδησή τους. Προς το τέλος του βιβλίου τα ίδια πρόσωπα -ο Χάροντας και ο ετοιμοθάνατος- ξαναβρίσκονται ενώπιος ενωπίω. Τώρα όμως οι εκλεπτυσμένοι τρόποι της προηγούμενης συνάντησης σαρώνονται από μια απροσδόκητη αποκάλυψη και ο ειδικός παραλήπτης δικαιώνει σ' ένα άγριο ξέσπασμα το όνομά του. Ενας απολαυστικός διάλογος, ενδεικτικός του εγωισμού, της ματαιοδοξίας και της σύμφυτης ανασφάλειας που φωλιάζουν σε όλους σχεδόν τους διαξιφισμούς του Τζαμιώτη, διαμείβεται μεταξύ του Χ. Α. Ρόντα και του νεαρού βοηθού του, Κ. Ρ. Βέρου. Στις τελευταίες σελίδες ο Κ. Ρ. Βέρος έχοντας αφομοιώσει την τακτική εκφοβισμού του πρώην προϊσταμένου του, την εφαρμόζει πιστά κατά την ενημέρωση του δικού του πια υφισταμένου.
Μακράν οι πιο υποβλητικές συζητήσεις, αυτές του Χάροντα με την έγκλειστη σ' ένα γυάλινο κουβούκλιο νεαρή κόρη της οικογένειας. Συγκλονιστική η δεύτερη συνομιλία τους, όπου ο άντρας αποτολμά μια άκρως ιδιάζουσα ερωτική εξομολόγηση, προτείνοντας την αδήριτη ανάγκη της συντροφικότητας ως απόρροια της ατέλειας της ανθρώπινης υπόστασης. Η έκφραση του πόθου του εκτρέπεται σε μια ελεγεία της αφής, στην πυρετώδη υπεράσπιση της ύψιστης δικαίωσης, που είναι η κατάκτηση ενός άλλου σώματος. Οι θέσεις του μας επιστρέφουν στο δεύτερο κεφάλαιο της «Συνάντησης», όπου εκτίθεται μια εκπληκτική ανατομία της ερωτικής επιθυμίας. Η δριμύτητα της ειρωνείας τώρα έγκειται στο ότι η παθιασμένη επιχειρηματολογία του ήρωα απευθύνεται σ' ένα πλάσμα που το ευάλωτο ανοσοποιητικό του σύστημα το υποχρεώνει να ζει φυλακισμένο σε ένα αποστειρωμένο, άθραυστο περίβλημα.
Πέρα από τα προρρηθέντα τρία ζεύγη συναντήσεων, υπάρχουν στο βιβλίο δύο σκηνές που εμφανίζονται επίσης διπλασιασμένες. Ενα οικογενειακό χριστουγεννιάτικο δείπνο και η μοναχική εκτόνωση της αυτοϊκανοποίησης. Οι δύο σκηνές ανοίγουν και κλείνουν τη νουβέλα, αντιστοίχως. Οι πρώτες σελίδες παρουσιάζουν μια οικογενειακή σύναξη, κάπως περίεργη για το αυστηρό εθιμοτυπικό της, που παραπέμπει σε μια ελαφρώς ιλαρή τελετουργία. Ο παραλογισμός της σκηνής μπορεί να καταλογιστεί στην παράνοια, τη φαιδρότητα ενίοτε, των συγγενικών δεσμών. Οταν όμως μερικές σελίδες αργότερα η σκηνή επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτούσια, φορτισμένη από μια ανατριχιαστική ευφορία, αποκαλύπτεται η νοσηρότητά της. Σε μια πραγματικότητα τόσο βαθιά διαταραγμένη οι οικογενειακές, οι επαγγελματικές, οι ερωτικές σχέσεις έχουν μοιραία διαβρωθεί. Επομένως οι εξ αποστάσεως εραστές, ο Χ. Α. Ρόντας και η νεαρή γυναίκα, δεν γίνεται να κάνουν έρωτα, παρά μόνο να αυνανίζονται, ερεθισμένοι από τις ψηφιακές μεταλλάξεις των συντρόφων τους.
Ηλεκτρονικά προγραμματισμένη ζωή
Αν ακόμα και ο θάνατος χάσει το όποιο νόημά του, η ζωή θα χάσει κάθε αξία. Μια ύπαρξη που δεν θα τη συνταράσσει το πένθος, που η μνήμη της θα βρίσκεται σε καταστολή, αναπότρεπτα θα γυμνωθεί από κάθε ανθρώπινο γνώρισμα. Ακόμα και αν η ανθρώπινη κατασκευή είναι αφόρητα ανεπαρκής, η επούλωση των αναπηριών της, όπως η θνητότητα ή η επιθυμία για κοινωνικότητα, θα την καθιστούσε αποκρουστική. Αυτή είναι η εικασία του Τζαμιώτη και η σημασία της «Παραβολής» του. Στο φανταστικό μυθοπλαστικό σχήμα διακρίνεται ακόμα η κριτική στην υστερική προσποίηση της ευτυχίας, νεόκοπη πάθηση που καλουπώνει αντιδράσεις και εκφράσεις σε αυτιστικά χαμόγελα. «Μη σας ξεγελά η ιδιότητά μου, δεν γνωρίζω τίποτα για τη ζωή. Ισως γι' αυτό μάχομαι τόσο επίμονα την απουσία της». Διαπεραστικός ο σαρκασμός στην προειδοποίηση του Χάροντα προς τον υποψήφιο πελάτη του, ο κυνισμός για μια ζωή που ολοένα ευτελίζεται, που συνθλίβεται από παντοειδείς επινοήσεις για τον εξωραϊσμό της και η οποία εν τέλει γίνεται ανεκτή μόνο με την προσφυγή σε ψευδαισθήσεις, «ζωτικά ψεύδη» και αμυντικές μεταμφιέσεις. Οι ήρωες του Τζαμιώτη, μολονότι κινούνται σ' ένα περιβάλλον απροσδιόριστο χρονικά και τοπικά -όπου η μελλοντολογική δυστοπία συναιρείται, όλως παραδόξως, αρμονικά, με μια κάπως ρετρό αριστοκρατική αύρα- καλούνται επί της ουσίας να αναμετρηθούν με τις καταπιεστικότερες πλευρές της καθημερινότητας -με την ευτέλεια και την υποκρισία των διαπροσωπικών επαφών, το στρίμωγμα σε ψυχοφθόρες βιοτικές συνθήκες, την παγίδευσή τους σε άγονες αναζητήσεις, την υπόδυση του εαυτού τους, την εξουθενωτική επανάληψη κυκλοτερών κινήσεων. Οπως η διπλή σκηνή του δείπνου συγκαταλέγεται αδιαμφισβήτητα στις κορυφαίες του μυθιστορήματος, το ίδιο ισχύει για την περιγραφή της κλασικής διαδρομής «δουλειά-σπίτι».
Η αυταρέσκεια και ο εγωισμός, η μίμηση της αυτάρκειας και της ευδαιμονίας, δεν συνιστούν παρά σπασμωδικές προσπάθειες αυτοπροστασίας, θλιβερά όπλα για φοβισμένες υπάρξεις, όχι πιο έμψυχες από οντότητες προγραμματισμένες και ελεγχόμενες από ηλεκτρονικές συσκευές. Το σώμα, πάντα κυρίαρχο στις μυθοπλασίες του Τζαμιώτη, ανεκτίμητο μέσο ερμηνείας της πιο ερμητικής ακόμα ψυχοσύνθεσης, ανοχύρωτο και ίσως εξευτελιστικό με τις ανάγκες που προτάσσει, συνοψίζει την ελάχιστη ελπίδα για τη δικαίωση μιας ύπαρξης -δικαίωση που κρίνεται από την αλληλεπίδρασή του με τα άλλα σώματα. «Ενα ανθρώπινο σώμα δεν είναι εύκολος στόχος, είναι μόνιμος», σημείωνε ο συγγραφέας στη «Συνάντηση», κρυσταλλώνοντας εδώ τον προβληματισμό του στη διατύπωση: «Η επικαρπία ενός ξένου σώματος θα είναι πάντοτε το πιο ακριβοθώρητο αγαθό αυτού του λειψού κατά τα φαινόμενα κόσμου».
Ακριβοθώρητα αγαθά επίσης, πεζογραφήματα όπως αυτά του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/03/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις