0
Your Καλαθι
Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν
Περιγραφή
Ένα χρονικό του τέλους της ληστοκρατίας ανάμεσα στα χρόνια 1920-1935, με πρωταγωνιστές τους τελευταίους «ωραίους των ορέων», όπως αποκλήθηκαν οι φοβεροί αχερούσιοι αρχάγγελοι των ελληνικών βουνών Γκαντάρας, Παπαγεωργίου, Γιαγκούλας, Πάντος και Λεωνίδας Μπαμπάνης, Τσαμήτας, Τζατζάς, Ρετζαίοι, Κουμπαίοι κ.ά. Ένα χρονικό σκληρό και συνάμα τρυφερό, γεμάτο προδοσία, λεβεντιά, θάνατο. Η τοιχογραφία μιας μακρινής αλλά και αφάνταστα κοντινής Ελλάδας, με τους ανυπότακτους λήσταρχους σε πρώτο πλάνο και την ένστολη και μη εξουσία του χωροφύλακα και του πολιτικού, τα διαπλεκόμενα, τις ίντριγκες και τις αυθαιρεσίες τους σε δεύτερο. Μια «εγκληματογραφία» εποχής, που διανθίζεται από επίκαιρα άρθρα για το πρόβλημα της ληστείας στην Ελλάδα και άγνωστες σελίδες για τους σταυρικούς τόπους του μαρτυρίου και του ανείπωτου πόνου, όπως υπήρξαν για χρόνια το Παλαμήδι και το διαβόητο Γεντί Κουλέ της Θεσσαλονίκης.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αρχισα να γράφω για τους ληστές περίπου στα τυφλά, το 1978, εντυπωσιασμένος από το γεγονός ότι τα ληστρικά αναγνώσματα (ένα κατ' εξοχήν περιφρονημένο είδος λαϊκού αναγνώσματος), μας παρείχαν τόσο ζωντανές και αποτρόπαιες εικόνες της Ελλάδος του 19ου αιώνα και -κυρίως- των ανθρώπων της, ώστε μπορούσε να τα θεωρήσει κανείς και ως ένα αδιάψευστο (και εξοβελισμένο) κάτοπτρο της ελληνικής κοινωνίας.
Μετά από περιπλανήσεις σε βιβλία περιηγητών, σε κείμενα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, αλλά και σε φυλλάδια με τα απομνημονεύματα πρωταγωνιστών της εποχής (καταγραφές και σκέψεις επί της καταδιώξεως της ληστείας), δημοσίευσα, το 1978, στην «Καθημερινή» τρία εκτεταμένα επί του θέματος άρθρα -αρκετά ερασιτεχνικά, ενοείται.
Επανήλθα, το 1979, σχολιάζοντας το βιβλίο του Γιάννη Κολιόπουλου (που στο μεταξύ κυκλοφόρησε) Ληστές (Η Κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα) -και με την ευκαιρία αυτή προσέθεσα στο βιβλίο μου ένιες βιβλιογραφικές παραπομπές, στις οποίες περιλαμβάνεται και το κείμενο του Βασίλη Ι. Τζανακάρη «Οι Ληστές» (1983).
Ολα, σχεδόν, τα παραπάνω αναφέρονται στον 19ο αιώνα και στην Κεντρική, κυρίως, Ελλάδα.
Ενας παθιασμένος συλλέκτης και βαθύτατος γνώστης των ληστρικών αναγνωσμάτων, ο αείμνηστος Απόστολος Δούρβαρης, κυκλοφορεί το 1992 το βιβλίο Ο Αριστείδης Ν. Κυριακός και το Λαϊκό Ανάγνωσμα (εδόσεις «στιγμή») -και ακριβώς το κείμενο του Δούρβαρη «Οι βασιλείς των ορέων» χρησιμοποιεί ως πρόλογο στο σημερινό του βιβλίο ο Βασίλης Τζανακάρης.
Στο μεταξύ, το 1995 τώρα, επανακυκλοφορεί το πιο απολαυστικό (και, πάντως, το πιο αθώο) ληστρικό ανάγνωσμα, το βιβλίο του Κωνσταντίνου Π. Πανόπουλου Η εξομολόγησις ενός πάλαι ποτέ ληστάρχου προς την Κοινωνίαν.
* * *
Ολως προσφάτως το καλοκαίρι του 2002, ο Βασίλης Τζανακάρης (εκδότης του περιοδικού των Σερρών Γιατί) με το βιβλίο του Τα Παλληκάρια τα καλά... πραγματοποιεί έναν απίστευτον άθλο: αναδιφώντας και αποδελτιώνοντας έναν όγκο 4.500 (!), περίπου, εφημερίδων της εποχής, συνθέτει το συναρπαστικό και συγκλονιστικό χρονικό του τέλους της ληστοκρατίας στην Ελλάδα (1920-1935).
Χρονικό; Τρόπος του λέγειν... Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ανάγνωσμα, το οποίο διαβάζεται με κομμένη ανάσα, για ένα βιβλίο-ορυχείο ανεξάντλητων πληροφοριών (από εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, πρακτικά της Βουλής, συνεντεύξεις και επιστολές επιγόνων, επισκέψεις σε τόπους όπου έλαβαν χώρα τα αιματηρά γεγονότα κ.ά.) - για μια περίεργη αναβάπτιση και αναβίωση ρεπορτάζ του παρελθόντος, που συντήκονται απροσδόκητα σε σύγχρονο ρεπορτάζ! Πέρα και πάνω από όλα αυτά αναδύεται, εν τέλει, μια σκληρή και ηρωική εποχή, μια ανθρωπογεωγραφία του τόπου αποξεχασμένη (ή, και άγνωστη), ένα ανθρώπινο και φυσικό τοπίο που (για άλλη μια φορά, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα παληότερα ταξιδιωτικά κείμενα) μας αφήνει τωόντι άναυδους...
* * *
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσει κανείς αναλυτικά για το βιβλίο, όχι απλώς εξ αιτίας του όγκου του, αλλά κυρίως λόγω του πλούτου των πληροφοριών του, των πολύπλοκων παραμέτρων του θέματος της ληστείας, των χυδαίων διαπλοκών, των άθλιων κοινωνικών συνθηκών, της αδυναμίας μας να εννοήσουμε σήμερα τι σήμαινε, τότε, η Εξουσία, τι σήμαινε κάτοικος ορεινών χωρίων, τι σήμαινε φτώχεια, αγραμματοσύνη, εγκατάλειψη, αποκλεισμός, αδυναμία συγκοινωνιακής πρόσβασης κ.ο.κ.
Ο Κολιόπουλος μνημονεύει τρεις, χαρακτηριστικότατους αριθμούς: οι αστοί αποτελούσαν μόλις το 8% του συνόλου του πληθυσμού, το 64% της καλλιεργούμενης έκτασης κατείχαν οι τσιφλικάδες, η νομαδική κτηνοτροφία διέθετε 5.000.000 αιγοπρόβατα...
Ληστής ήταν οιονεί επάγγελμα που το κάλυπτε, μάλιστα, μια ιδιαίτερη (τοπική) αίγλη.
- Ποιος ο σκοπός όπου ασπάζεσθε τον ληστρικόν βίον; θα ερωτήσει εν συνεχεία η Αρχή!
Και ο ληστής Νικόλαος Παλιουράκης, ετών 18, λίγο προτού καρατομηθεί (πριν λίγες ημέρες είχε καρατομηθεί ο αδελφός του Γεώργιος), θα απαντήσει αθωότατα:
- Διά να καζαντήσωμεν.
Δικαιοσύνη;
* * *
Μετά τον τίτλο του Απόστολου Δούρβαρη με τίτλο «Οι βασιλείς των ορέων», ο Τζανακάρης επιχερεί μια εκτεταμένη αναδρομή για την ληστεία - και, κυρίως, για τους ληστές.
Το τρίγωνο Κοζάνη-Κατερίνη (Αικατερίνη!)-Λάρισα θα αναδειχθεί το κατ' εξοχήν ληστρικό (και ληστοτρόφο) τρίγωνο: οι λόγοι είναι προφανείς, αλλά και αναλύονται διεξοδικά στα επιμέρους κεφάλαια. Οι ληστές, εδώ, παρά τις (μικρές) επί μέρους αρωγές στον τοπικό πληθυσμό, υπήρξαν άγριοι και σκληροί, απάνθρωποι ενίοτε, πρωτόγονοι, που θησαύριζαν κυριολεκτικά όχι μόνον από τις ληστείες, αλλά κυρίως από τα μυθώδη ποσά, τα οποία εξασφάλιζαν ως λύτρα.
Παρακολουθώντας μέσα από το βιβλίο του Τζανακάρη τον βίο και την πολιτεία τους, διαπιστώνει κανείς ότι η ρήση του αλαφροήσκιωτου, μωραΐτη λήσταρχου(;) Κωνσταντίνου Πανόπουλου: «Εμείς δεν είμαστε ληστές. Κοινωνιστές μάλλον...», μάλλον δεν διέβη τον Ισθμόν.
* * *
Η φήμη ληστάρχων της ύστερης ληστοκρατίας σέρνεται ακόμη: ας αναλογισθούμε ότι ο Νταβέλης (η μνήμη του οποίου επιζεί και σήμερα), είναι νεκρός από το 1856!
Οι λήσταρχοι είχαν απόλυτη συνείδηση της δύναμης που διέθεταν, την οποίαν φρόντιζαν να τονίζουν και με την εξωτερική τους εμφάνιση: πλουμιστές στολές, μαλαματένια όπλα, σειρές με χρυσά νομίσματα στις κάλτσες, ακριβά ρολόγια. Χρησιμοποιούσαν προσωπικές σφραγίδες με βαρύγδουπους τίτλους, όπως: «Βασιλεύς των ορέων», «Αρχιλήστραρχος Ελλάδος» κ.ά., φαίνεται δε ότι η σύγκρουσή τους με την Εξουσία (και η προσπάθειά τους να την καταξεφτιλίσουν), έπαιρνε και κάποιο χαρακτήρα σχεδόν ιδεολογικό...
Στο βιβλίο του ο Τζανακάρης μιλάει για τους ληστές με κάποιον υπόγειο σεβασμό και, πάντως, με πλήρη αίσθηση του καθοριστικού ρόλου που έπαιζαν οι σύνθετες εξωτερικές συνθήκες. Φιλοτεχνεί με πάσα λεπτομέρεια τα πορτραίτα των σεσημασμένων, όπως του Φώτη Γιαγκούλα και του Πάντου Μπαμπάνη, των Μπλαντέμη Παπαγεωργίου, Τσιυτάρη, Ψαλλίδα, Γκαντάρα, Φορφόλια, Τράντου, Λεβέντη, του Μήτρου Τζατζά, των αδελφών Τάκη και Κώστα Κουμπή, Γιάννη και Θύμιου Ρέτζου και άλλων.
Ο αναγνώστης, που παρακολουθεί τους άθλους και τα κατορθώματα των παραπάνω, συνειδητοποιεί ξαφνικά πως παρακολουθεί μια ατελείωτη λιτανεία κομμένων κεφαλών.
Υψηλή κυβερνητική εμπνεύσει, προκειμένου να απαλλαγούν του ληστρικού άγους οι ληστόπληκτες περιοχές (και να αποκατασταθεί η πληγείσα κυρίως τιμή της χώρας),
Αρθρον μόνον
Απαλλάσσεται πάσης ποινής ο ληστής, όστις συνέλαβε και προσήγαγεν ή εφόνευσε ληστήν επικεκηρυγμένον... Απασαι αι μέχρι της ημέρας ταύτης τελεσθείσαι υπό του ληστού αξιόποινοι πράξεις, θεωρούνται αυτοδικαίως απεσβεσμέναι...
Εν Αθήναις τη 14 Νοεμβρίου 1925
Μετά τη δημοσίευση του ανωτέρω Νομοθετικού Διατάγματος «Περί αμνηστείας ληστών φονευόντων ληστήν», άρχισαν οι πλέον αιμοχαρείς (και τα μεγαλύτερα καθάρματα των ορέων) να επανεντάσσονται στις τοπικές κοινωνίες, κουβαλώντας απλώς (μέσα σε ένα ντορβά), την κομμένη κεφαλή κάποιου επικεκηρυγμένου - συνήθως του αδελφοποιτού ληστάρχου και αρχηγού τους.
Ο Τζανακάρης παραθέτει, από τις εφημερίδες της εποχής, ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από τη διαδικασία αποκοπής της κεφαλής του ληστή και μεταφοράς της στο πλησιέστερο αστικό κέντρο:
«...Ηταν Αύγουστος, έκανε πολλή ζέστη, ρίχναμε κάθε τόσο αλάτι μέσα στον κουβά, ώστε στο τέλος αι κεφαλαί εδέησε να καταστούν αλίπαστοι»,
προκειμένου τελικώς να εκτεθούν στην πλατεία εις δημόσια θέα, ή να παλουκωθούν στα κάγκελα του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης.
* * *
Εκτός από το κίνητρο της προσκομίσεως των κομμένων κεφαλών ληστών, το επίσημο κράτος προσπαθεί να πατάξει την ληστεία μέσω των επικηρύξεων και των εκτελέσεων.
Η επικήρυξη των ληστάρχων ανερχόταν ενίοτε σε μυθώδη ποσά. Το κίνητρο ήταν ισχυρότατο - και ακολουθούσαν άγριοι καβγάδες για την διανομή της επικήρυξης μεταξύ των φονευσάντων, των καταδοτών, των πληροφοριοδτών, των επί κεφαλής του αποσπάσματος κ.λπ.
Δεν έλειψαν ούτε οι σκηνοθετημένες εκτελέσεις εναντίον κομμένων ήδη κεφαλών -θέμα, που απασχόλησε ακόμη και την τότε Βουλή... Η παροχή, γενικότερα, αμνηστίας είχε εξελιχθεί, κατά τα έτη εκείνα, σε μια εξαιρετική ευκαιρία διαπλοκής μεταξύ ληστών, ληστροτρόφων και (κυρίως!) πολιτευτών της περιοχής. Λέγεται ότι μετά την αμνήστευση (1924) των αδελφών Ρετζαίων, ακολούθησε η επίσημη και πανηγυρική είσοδος των ληστών στα Γιάννενα: κατά την υποδοχή, πλην του πλήθους, έσπευσαν εις προϋπάντησιν ακόμη και ο διευθυντής της Ασφαλείας Ιωαννίνων, ως και ο Μέραρχος.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι οι Ρετζαίοι ομολογούσαν περί τους 40, περίπου, φόνους -ενώ η Χωροφυλακή ανεβίβαζε τον αριθμό εκείνων, τους οποίους είχαν δολοφονήσει, σε... 82!
* * *
Τέλος, οι επίσημες εκτελέσεις των ληστών μετά από καταδικαστικές αποφάσεις των δικαστηρίων, αποτελούν επίσης ανατριχιαστικές σελίδες του βιβλίου και επαναφέρουν εμμέσως επί τάπητος την βαρβαρότητα της θανατικής ποινής.
Ας παρακολουθήσουμε την περιγραφή της εκτέλεσης των γνωστών μας ήδη Ρετζαίων, οι οποίοι λίγο καιρό μετά την θριαμβευτική τους είσοδο στα Γιάνεννα, ξαναβγήκαν στο κλαρί:
Η εκτέλεση των Ρετζαίων θα γίνει στην Κέρκυρα, στις 5 Μαρτίου 1930... Στις τέσσερεις και μισή τα ξημερώματα ο Γιάννης Ρέτζος θα ζητήσει έναν παπά, για να εξομολογηθεί τα κρίματά του... Σε λίγη ώρα θα καταφθάσουν ο αρχιμανδρίτης Ιουστινιάνης και ο ιερέας Αρώνης, που θα τους κοινωνήσουν και στη συνέχεια θα ψάλουν τη νεκρώσιμη ακολουθία... Υστερα θα βγουν ο ένας πίσω από τον άλλον από τα κελιά τους στο προαύλιο, κάνοντας το σημείο του σταυρού με τα δεμένα με χειροπέδες χέρια τους... Υστερα ζητούν από τους παριστάμενους συχώρεση... Ο Θύμιος Ρέτζος βλέπει τις κάννες των όπλων να είναι στραμμένες καταπάνω του και ουρλιάζει:
- «Χτυπάτε, παιδιά, απ' την κοιλιά και πάνω»...
Τα νεκρά κορμιά των διαβόητων ληστών, «διαπιστωθέντος του θανάτου υπό ιατρού», αφέθησαν εις κοινήν θέα από τις επτά και μισή το πρωί μέχρι την μία το μεσημέρι... Την επομένη παραδόθηκαν στη μητέρα τους για ταφή.
* * *
Το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη με τις λεπτομερείς ιστορικές, γεωγραφικές, τοπογραφικές και άλλες πληροφορίες (ο Τζανακάρης έχει την πρόνοια να παραθέτει στα επί μέρους τοπωνύμια και την σημερινή τους ονομασία), τις εκτεταμένες αναφορές στην πολιτική ιστορία εκείνων των χρόνων, τις άφθονες υποσημειώσεις και παραπομπές, τον χάρτη της περιοχής, τις αναλυτικές συνθέσεις των συμμοριών, αλλά και των καταδιωκτικών αποσπασμάτων (καταγράφοντας, έτσι, ονόματα περίφημων ληστοφάγων), τις περιγραφές απίστευτων μαχών, καθώς και ηρωικών κατορθωμάτων εκατέρωθεν, φωτίζει τελικώς λεπτομερέστατα (και γλαφυρότατα) το φαινόμενο της ύστατης ληστοκρατίας στην Ελλάδα.
Το βιβλίο λειτουργεί ταυτοχρόνως σαν είδος περίεργου χρονικού, που ζωντανεύει τον τόπο και τους ανθρώπους του σε μια εποχή κατ' εξοχήν μεταβατική και συγκεχυμένη.
ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/11/2002
Κριτικές
10/09/2014, 18:21
30/08/2011, 13:35