Το στρίψιμο της βίδας ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
55%
Περιγραφή
Το στρίψιμο της βίδας του Χένρυ Τζέημς είναι ένα από τα διασημότερα έργα του συγγραφέα και ταυτόχρονα ένα από τα θαυμαστότερα κείμενα της φανταστικής λογοτεχνίας. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1898. Σχολιάζει ο Julien Green: "Αριστούργημα της υπαινικτικότητας. Η δεξιοτεχνία είναι τόσο ευρηματική που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Το μυστικό που συνδέει τον Κούιντ με τον Μάιλς ή τη Φλώρα με τη Μις Τζέσελ, γίνεται τρομακτικότερο με το να μην εκφράζεται ξεκάθαρα".[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
«...Ολόκληρο το Στρίψιμο της βίδας αναφέρεται στην ανθρώπινη ελευθερία, την προσωπική ελευθερία, τα δικαιώματα του ατόμου ενάντια σε κάθε είδους απροσδιόριστη δουλεία.... Φυσικά δεν υπαινίσσομαι πολιτικές θέσεις από τις οποίες ο Χ. Τζέιμς πιστεύουμε εξαιρείτο. Αυτό που πολεμά είναι η επιρροή, η καταπίεση της οικογένειας, η καταπίεση μιας προσωπικότητας πάνω σε μια άλλη...»
Εζρα Πάουντ
Πριν σχολιάσει κανείς τη φράση του Πάουντ για το ανά χείρας μυθιστόρημα του Χένρι Τζέιμς (1843-1916), που γράφτηκε το 1898, θα άξιζε να παραμείνει σε μια άποψη του τελευταίου σχετικά με την περίφημη οπτική γωνία της αφήγησης. Σε παλαιότερο σημείωμα για τη νουβέλα του Το θηρίο στη ζούγκλα είχα αναφερθεί στην περίπλοκη θεωρία του Χ. Τζέιμς για τη θέση, τη γωνία λήψης που επιλέγει εκείνος που εξιστορεί, καλύτερα δείχνει.
Εδώ, μία προσωπική εμπειρία από τη σχέση μου με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ίσως είναι ενδιαφέρουσα όσον αφορά τα προηγούμενα. Στα μέσα της δεκαετίας του '60 είδα την ταινία του Τζακ Κλέιτον Μια μορφή στο παράθυρο, ένα ασπρόμαυρο, καθηλωτικό φιλμ του φανταστικού σινεμά, πάνω στην ιστορία μιας γκουβερνάντας που αναλαμβάνει τη φύλαξη δύο ανήλικων σε έναν πύργο στην επαρχιακή Αγγλία του τέλους του 19ου αιώνα και βρίσκεται μάρτυρας της επίσκεψης των φαντασμάτων δύο νεκρών υπηρετών, περίεργων, βασανιστικών φυλάκων των παιδιών.
Δεν είχα τότε διαβάσει το μυθιστόρημα του Τζέιμς, το θέμα, την ιστορία του οποίου ο ίδιος συνοψίζει υποβλητικά ως εξής (την παραθέτει ο Μορίς Μπλανσό στο επίμετρο που δημοσιεύεται στην παρούσα έκδοση): «(Είναι) η ιστορία κάποιων μικρών παιδιών... που τα έχουν εμπιστευθεί σε υπηρέτες, σ' έναν παλιό πύργο στην εξοχή, ύστερα από το θάνατο των γονιών τους. Οι υπηρέτες, κακοί και διεφθαρμένοι, εξαχρειώνουν και εκμαυλίζουν τα παιδιά· τα παιδιά γίνονται κακά και φοβερά διεστραμμένα. Οι υπηρέτες πεθαίνουν ...και τα φαντάσματά τους, οι μορφές τους, επιστρέφουν στο σπίτι και κυνηγούν τα παιδιά προς τα οποία γνέφουν, προσκαλώντας και παρακινώντας τα από το βάθος των πιο επικίνδυνων σημείων.... Οσον καιρό τα παιδιά κρατιούνται μακριά τους, διασώζονται -οι πονηρές όμως αυτές παρουσίες προσπαθούν συνεχώς να τα αρπάξουν, να τα τραβήξουν προς τα εκεί όπου βρίσκονται...». Και ο Χ. Τζέιμς καταλήγει με μια πολύ σημαντική παρατήρηση: «Ολα αυτά είναι σκοτεινά και ατελή -ο πίνακας, η ιστορία-, υπάρχει όμως ο υπαινιγμός μιας αίσθησης, ένα περίεργο ρίγος τρόμου. Την ιστορία πρέπει να τη διηγηθεί -με αρκετή αληθοφάνεια- ένας θεατής, ένας εξωτερικός παρατηρητής».
Ο Τζέιμς δεν ήταν λάτρης τού, βρεφικού στις μέρες του, σινεμά όσο ήταν του θεάτρου (υπήρξε μάλλον αποτυχημένος θεράπων του). Εάν έβλεπε, όμως, ένα από τα έργα του εικονοποιημένα στην οθόνη, ίσως ολοκλήρωνε τη θεωρία του σχετικά με τον (αντικειμενικό) αφηγητή, που τον ταλάνιζε. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι ένας άλλος σημαντικός αφηγητής, ο Τζότζεφ Κόνραντ, προβληματιζόταν πώς θα κάνει τον αναγνώστη θεατή, δηλαδή με ποιο τρόπο θα τον ανάγκαζε να δει, όπως χαρακτηριστικά έλεγε.
Το πρόβλημα της αναπαράστασης «σύγχυζε» όλους τους μυθιστοριογράφους στα τέλη του 19ου αιώνα, μέσα σε εκείνο τον κυκεώνα από θεωρίες για το ρεαλισμό, το νατουραλισμό και όλα τα συναφή.
Υπήρχε ένα ζήτημα για τον Τζέιμς και τους μελετητές του σχετικά με το βλέμμα του αφηγητή στη ...Βίδα. Είναι η ματιά της γκουβερνάντας, μέσα από την οποία παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα· μήπως χτίζονται (οι πιθανές) παραισθήσεις εξαιτίας της; Στην ταινία του Κλέιτον, πάντως, ο φακός, ένα τρίτο μάτι, ας το πούμε έτσι, ερχόταν σαν ένας παράδοξος μάρτυρας να δει την ιστορία. Σε αυτή την εισβολή, την παρέμβαση, ο Τζέιμς πιθανότατα να αναγνώριζε τον αφηγητή που αναζητούσε...
Μπορεί, διαπιστώνοντας την περίεργη υποκλοπή της πραγματικότητας από την κινούμενη εικόνα, να εμπλούτιζε τις απόψεις του για την αφήγηση και τα όσα έγραφε στο κλασικό δοκίμιό του The art of fiction (Η τέχνη της μυθοπλασίας).
Ο Τζέιμς πίστευε στην «άμεση, προσωπική εντύπωση της ζωής» που υπηρετεί το μυθιστόρημα και στη διαβάθμιση αυτού του στοιχείου με βάση την ένταση αυτής της εντύπωσης. Στο Στρίψιμο της βίδας έχουμε να κάνουμε με μία υπαινικτική γραφή, η οποία ακριβώς αποδίδει όσα πίστευε ο συγγραφέας σχετικά με την τονικότητα των εντυπώσεων.
Επηρεασμένος από τον ιμπρεσιονισμό, βέβαια, «φωτίζει» εδώ το σκηνικό της δράσης ανάλογα. Οι φωτισμοί του αυξομειώνονται σε σχέση με εσωτερική συνομιλία των ηρώων με το περιβάλλον τους. Εχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με έναν απολύτως «κλειστό» και υπάκουο κόσμο στις απαιτήσεις της ευαισθησίας των προσώπων. Ο αναγνώστης καλείται να αναπαραστήσει μέσα από μια σειρά άλλες συλλήψεις όσων συμβαίνουν, μέσα από μια γραφή η οποία συνεχώς ... απεκδύεται της ευθύνης όσων αφηγείται, «φορτώνοντάς» τη στις πλάτες των ηρώων. Αρα, όντας σε πλεονεκτική θέση, μπορεί και επεξεργάζεται τελευταίος τον εφιάλτη της ιστορίας.
Ο δημιουργός του Πορτρέτου μιας κυρίας, προφητικός όσον αφορά την αναγνωστική θεωρία που σήμερα κυριαρχεί, προτείνει μέσα από αυτό το δαιδαλώδες, σε αφηγηματικό επίπεδο, κείμενο ένα ατμοσφαιρικό σύνολο, στην κυριολεξία (με ό,τι μπορεί να σημαίνει ο κάπως φθαρμένος αυτός όρος).
Βέβαια, με το άλλο πόδι ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας πατάει γερά στην παράδοση, θέλοντας να εξαφανίσει το συγγραφέα, τον παντοδύναμο αφηγητή: αφήνοντας, δηλαδή, ει δυνατόν, τα πράγματα να μιλήσουν μόνα τους, κάτι που ο μοντερνισμός αρνήθηκε λίγο μετά.
Εν πάση περιπτώσει, το αποτέλεσμα εν προκειμένω είναι εντυπωσιακό. Εχουμε να κάνουμε με ένα γκόθικ μυθιστόρημα του φανταστικού είδους, ανατριχιαστικά λιτό μέσα στην αναπαραστατική του δύναμη. Η ιδέα του θανάτου καταγράφεται ως μια ανελέητη επανάληψη πολλών άλλων θανάτων σε ηθικό επίπεδο. Η εμμονή του Τζέιμς στον ηθικό άνθρωπο και οι ενοχές του συνθέτουν μιαν απόκοσμη παρτιτούρα, που πολλά χρωστάει, να το πούμε, στον Νερβάλ και τον Πόε. Και για να θυμηθούμε τον Πάουντ: η πίεση του οικογενειακού θεσμού πάνω στα πρόσωπα, οι τυραννικές διανθρώπινες σχέσεις, είναι και αυτές μοτίβα που τα βρίσκουμε να λανθάνουν και στη ...Βίδα.
Εισάγοντας στο παιχνίδι, ανελέητα, τον παιδικό κόσμο, δεν διατάζει να μιλήσει γι' αυτόν τον ευαίσθητο συντελεστή ρισκάροντας πολλά. Θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς εντυπωσιοθήρα και δημαγωγό που εμεταλλεύεται ταμπού. Αλλά ο Τζέιμς ξεπερνάει το σκόπελο μέσα από τη χημεία της πρόζας του. Η αφήγηση κυλάει με τη μορφή ταραγμένης επιφάνειας που συνεχώς υπαινίσσεται κάτι βαθύτερα ανησυχητικό. Μια απειλή, πάνω απ' όλα, κυριαρχεί που θα μπορούσε να διαγράψει ως ανεκδοτολογική σχεδόν την εμφάνιση των νεκρών υπηρετών, εάν η τόσο υποψιασμένη γραφή τού Τζέιμς δεν κρατούσε στο ίδιο ύψος με μαεστρία τις τονικότητες.
Τα μέρη συνεργάζονται στο έπακρο και το σύνολο γίνεται ένα σκοτεινό μετάλλευμα. Οι λεπτομέρειες με προσοχή δομούν το κείμενο και ο «σωματότυπος» παίρνει τη μορφή ενός μασίφ υλικού. Και επειδή δεν απασχολούσε τον Τζέιμς το θριλερικό, σασπένς στοιχείο σε κάνενα του βιβλίο, εδώ, αποφεύγοντας τον πειρασμό, λόγω θέματος, αφήνει τα καθέκαστα να λειτουργήσουν μέσα μας πιο μακροπρόθεσμα, ως μια ...απλή ιστορία φαντασμάτων.
Η συμπεριφορά τού Κοσμά Πολίτη απέναντι στο βιβλίο δείχνει ότι ο εκπρόσωπος αυτός της «γενιάς του '30» είχε βαθιά σχέση με το γλωσσικό και καταλάβαινε τη χρησιμότητα ενός διαχρονικού, απλού οργάνου στη μεταφορά ξένων κειμένων στα καθ' ημάς, χωρίς λογοτεχνικούρες.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/09/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις