0
Your Καλαθι
Ο δέκατος κύκλος της κόλασης
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Και μη με κρίνει κανείς, σας παρακαλώ, μην κάνετε τον κόπο. Σ' αυτή τη διεστραμμένη χώρα κανείς δεν έχει δικαίωμα να κρίνει κανέναν, έγινε κατανοητό; Μην τολμήσει να με κρίνει κανένας σ' αυτό τον τόπο όπου, μετά τους στρατιωτικούς, που ήταν γουρούνια και ανίκανοι, τώρα κυβερνάνε οι μαφιόζοι, οι κλέφτες και τα καθάρματα.
Μέσα στο κλίμα της γενικευμένης διαφθοράς που διαποτίζει την Αργεντινή, ένα παράνομο ζευγάρι, που ασφυκτιά σε μια επαρχιακή κωμόπολη, σπάζει κάθε φραγμό. Το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι παρά ο πόλεμος όλων εναντίον όλων, η προσθήκη ενός Δέκατου Κύκλου στη δαντική «Κόλαση», που επιβεβαιώνει τις χειρότερες προβλέψεις: πάθη, προδοσίες, βία, αίμα, φόνοι, φυγή και καταδίωξη, σε μια ιστορία έρωτα και θανάτου, ή έρωτα μέχρι θανάτου.
ΚΡΙΤΙΚΗ
H βαρύτητα θεμάτων όπως ο φόνος ή ο θάνατος στην τέχνη εξαρτάται πάντοτε από το ύφος του δημιουργού και τον τρόπο με τον οποίο τα μεταχειρίζεται. Υπάρχει π.χ. ο τρόπος του Σπίλμπεργκ στη Λίστα του Σίντλερ, όπου χρειάζεται πρώτα η απεικόνιση ενός Ολοκαυτώματος για να επιτευχθεί το σοκ της θέας ενός νεκρού κοριτσιού με κόκκινο παλτό, αλλά και ο τρόπος του Σαμπρόλ στο Να πεθάνει το κτήνος, όπου στο πρώτο κιόλας πλάνο ένα αυτοκίνητο περνάει τρέχοντας από μια πλατεία και κάνει ένα μικρό αγόρι χαλκομανία.
Και αν οι πρώτοι συνειρμοί που εγείρει ο Δέκατος κύκλος της Κόλασης του Μέμπο Τζαρντινέλι είναι κινηματογραφικοί, αυτό συμβαίνει γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας με τον λιτό, ευθύγραμμο τρόπο αφήγησης της ιστορίας του - καθώς και με το θέμα που επιλέγει - παραπέμπει σε κινηματογράφο, και μάλιστα όχι υψηλών αισθητικών απαιτήσεων. Σε ένα πρώτο επίπεδο, δηλαδή, το βιβλίο του Τζαρντινέλι διαθέτει όλα τα «εχέγγυα» μιας ξεγυρισμένης χολιγουντιανής μπαρούφας. Το στόρι κοινότοπο: ένας μεσήλικος από παράφορο έρωτα για τη σύζυγο του καλύτερού του φίλου αποφασίζει να ρισκάρει την ηρεμία του και τη ζωή του την ίδια σκοτώνοντας τον φίλο του και επιχειρώντας παρέα με την άπιστη μια ξέφρενη φυγή που βάφεται με νέο αίμα σε κάθε σελίδα. H εξέλιξη του μύθου έρχεται ανεμπόδιστα, χωρίς καν την πολυτέλεια των φλας μπακ ή της ανατομίας των αισθημάτων των ηρώων, χωρίς ιδιαίτερες ανησυχίες για έννοιες όπως η ανθρώπινη ζωή ή το δικαίωμα να την αφαιρείς. Μικρά κεφάλαια, σαν διαδοχικές μπομπίνες που ξεκινούν ακριβώς εκεί όπου τελειώνει η προηγούμενη. Και ένα καθ' όλα προβλέψιμο «ανατρεπτικό» φινάλε, η απλή αναφορά του οποίου το πολύ πολύ να φέρει στο μυαλό ένα κακέκτυπο των φινάλε τύπου Μπουαλό - Ναρσεζάκ («Diabolique», «Vertigo»). Με άλλα λόγια, εξωτερικά το βιβλίο του Τζαρντινέλι φλερτάρει επικίνδυνα με την κοινοτοπία.
Αλλεπάλληλοι φόνοι
Ωστόσο - και αυτή είναι η αξιοπερίεργη αρετή του - όλοι αυτοί οι σκόπελοι αποφεύγονται με τέτοια ταχυδακτυλουργική μαεστρία που αφήνοντας κάτω το βιβλίο μετά από λίγη ώρα (γιατί είναι και σχετικά σύντομο) αναρωτήθηκα: «Εμένα τώρα αυτό γιατί μου άρεσε;». Και, όπως είναι γνωστό, όταν ένα έργο τέχνης καταφέρνει να εντυπώνεται θετικά στη μνήμη χωρίς να έχει κάποια στοιχεία που να το καθιστούν άμεσα ελκυστικό ή αξιομνημόνευτο, πάει να πει πως ο δημιουργός έχει μεριμνήσει πολύ για θέματα ύφους, στησίματος και χειρισμού του υλικού του. Πράγματι η απάθεια που εκφράζει σε πρώτο πρόσωπο ο συγγραφέας-αφηγητής για τους αλλεπάλληλους φόνους που διαπράττουν αυτός και η ερωμένη του προκειμένου να καλύψουν τον αρχικό φόνο του συζύγου, ενώ στην αρχή δημιουργεί ένα αμήχανο χαμόγελο, όπως τα υπερβολικά μακάβρια αστεία, βαθμηδόν γίνεται μαγνητική, εθιστική, παράφορη, όπως η μανία του καπνιστή να ξανακαπνίσει, παρ' όλο που κανένα τσιγάρο δεν είναι πιο συγκινητικό από το προηγούμενο. H επιπέδωση του αισθήματος, που μας φέρνει αντιμέτωπους με δύο ήρωες σχεδόν κατατονικούς (δεν ξέρουν ούτε γιατί είναι ερωτευμένοι μεταξύ τους), χρησιμεύει εξαιρετικά στο να αντιληφθούμε το μέγεθος της μεταξύ τους σαρκικής εξάρτησης αλλά και την έλλειψη ενοχής, που μπροστά στον έστω και ανερμήνευτα κτηνώδη έρωτά τους ωχριά ως αίσθημα.
Επίσης υποδειγματικός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Τζαρντινέλι ενσταλάζει στον μύθο του τη συσσωρευμένη πικρία του για την παρακμή της χώρας του, της Αργεντινής, αλλά και για τα πράγματα στη Λατινική Αμερική τού σήμερα, εντός της οποίας κινείται το ζεύγος των εραστών-μανιακών φονιάδων. Και ενώ αυτές οι παρενθέσεις γίνονται αυθαίρετα, συχνά και με τρόπο επιθετικό (σε δεύτερο πληθυντικό, σχεδόν σαν εκρήξεις μαθητικών εκθέσεων του τύπου: «Και αν νομίζετε εσείς... οι ισχυροί της οικουμένης...»), στο τέλος πετυχαίνουν να μυήσουν τον αναγνώστη στον τρόπο σκέψης και στις απόψεις του συγγραφέα, να δημιουργήσουν ένα αίσθημα δίκαιης αγανάκτησης για χώρες σαν την Αργεντινή, όπου ο μόνος νόμος είναι η κοινωνική σήψη και η διαφθορά, αλλά και για μικρές, άχρωμες πολιτείες σαν τη Ρεζιστένσια (την πόλη του πρωταγωνιστή), όπου καθετί ζωντανό, όπως ένας κρυφός έρωτας, αντιμετωπίζεται σαν κάτι φαύλο, εις πείσμα όσης φαυλότητας μπορεί να κρύβεται στη σάπια μικροαστική καρδιά τους. Στο τέλος, κάθε τέτοιο σημείο στο κείμενο λειτουργεί ως κόλαφος στον αναγνώστη, σαν να φοβάται να διαφωνήσει με ένα υπαρκτό πρόσωπο που του μιλάει και τυγχάνει να είναι δολοφόνος αθώων.
Μελόδραμα;
Θα έπρεπε ακόμη να τονισθεί η συγγένεια του συγγραφέα με ομοτέχνους του από τη Λατινική Αμερική, όπως ο Λουίς Σεπούλβεδα, ο οποίος μνημονεύεται μάλιστα στην αφιέρωση του βιβλίου. Τον χιλιανό συγγραφέα φέρνει στο μυαλό, εκτός από τη λιτότητα του στυλ και την απουσία οποιασδήποτε επιτήδευσης, η περιστασιακή ροπή προς το μελόδραμα (γιατί όπου υπάρχει αναφορά στον αισθηματικό κόσμο των πρωταγωνιστών αυτό γίνεται με τρόπο αιφνιδιαστικό και σχεδόν δακρύβρεχτο), καθώς και η διαρκώς παρούσα, έστω και συγκεκαλυμμένη, αγάπη του αφηγητή για τον τόπο του. Ο Τζαρντινέλι φαίνεται λοιπόν στ' αλήθεια να αγαπά την αχανή, άγρια ήπειρο που τον γέννησε, έτσι που ο θυμός του για την παρακμή της, ακόμη και για την παρακμή του ερωτικού μύθου που μας αφηγείται, σχετίζεται θαρρείς με το σκηνικό, με τον τόπο όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Αυτή είναι άλλωστε και η έννοια του «δέκατου κύκλου της Κόλασης», μιας φράσης που επανέρχεται σαν ατάκα σε φιλμ νουάρ, για να μας υπενθυμίσει την προδεδικασμένη αποτυχία κάθε απόπειρας να ομορφύνεις τη ζωή σου μέσα σε έναν άσχημο κόσμο.
Ισως να φταίει ότι διάβασα το βιβλίο του Τζαρντινέλι μέσα σε ένα τρένο που με πήγαινε στην ιδιαίτερη πατρίδα μου περνώντας ξυστά από την ανάκατη ομορφιά και την αθλιότητα της δικής μας χώρας, πάντως σε πολλά σημεία ταυτίστηκα. Και ακόμη και αν κάποιος αισθάνεται πως μία ακόμη τριτοπρόσωπη, αποστασιοποιημένη ιστορία δολοφονικού πάθους δεν έχει τίποτε να του προσθέσει, είμαι βέβαιος πως ο Δέκατος κύκλος θα τον διαψεύσει. Οπως συνήθως μας διαψεύδουν τα απλά, ωραία πράγματα.
Αύγουστος Κορτώ (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-06-2003
Κριτικές
27/06/2021, 11:15