0
Your Καλαθι
Ο άλλος εαυτός
Περιγραφή
Μπορούμε να ξαναδιαβάσουμε βασικά κείμενα της νεοελληνικής πεζογραφίας με διαφορετικούς τρόπους από τους καθιερωμένους; Ωε ποιο βαθμό αυτές οι νέες ερμηνευτικές αναγνώσεις σχετίζονται με τις τρέχουσες πολιτισμικές εξελίξεις; Γιατί ιστορικές και πατριωτικές προσεγγίσεις των αφηγηματικών κειμένων έχουν κυριαρχήσει μέχρι τώρα; Πώς ταυτότητα και κοινωνία συλλειτουργούν στη σύνθεση των κειμένων; Επιδιώκοντας να δώσει απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα και να διερευνήσει τη σχέση ατομικής ταυτότητας και κοινωνίας, καθώς και την αυτοβιογραφική ενδοσκόπηση ή την ιδιάζουσα συνύπαρξη λογοτεχνικών ειδών, το βιβλίο έχει δύο αλληλένδετα σημεία εκκίνησης. Το πρώτο σχετίζεται με τη σταδιακή μετάβαση του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού από την έννοια της κοινότητας στο άτομο, ενώ το δεύτερο αφορά στη διαλογική σχέση εγώ και άλλου, ταυτότητας και κοινωνίας. Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Μεταξύ ατομικότητας και κοινωνικής συνείδησης
Οταν ο μυθιστορηματικός πρωταγωνιστής διαφοροποιείται από το κοινωνικό σύνολο
Οσοι επιχειρούν να ερμηνεύσουν τη νεοελληνική πεζογραφία καταφεύγουν συνήθως σε μεμονωμένες αποτιμήσεις, οι οποίες, αν και συχνά είναι ιδιαίτερα εύστοχες, εξασθενούν στο ότι δεν δίνουν στον αναγνώστη κλειδιά για τη γενικότερη κατανόηση της λογοτεχνίας μας. Βεβαίως δεν λείπουν και οι προσπάθειες να σκιαγραφηθεί η πορεία της ελληνικής μυθιστοριογραφίας και διηγηματογραφίας κατά τους δύο τελευταίους αιώνες βάσει μιας κεντρικής γραμμής που να εξηγεί τους θεματικούς ή μορφολογικούς προβληματισμούς τους και τις λύσεις που κάθε φορά δίνονται. Τα πιο συνηθισμένα δίπολα, πάνω στα οποία τίθενται σε κάθε εποχή τα διλήμματα, είναι παράδοση ή (μετα)νεωτερικότητα, ευρωκεντρισμός ή ελληνοκεντρισμός, αριστερά ή δεξιά κ.λπ.
Ο Δημήτρης Τζιόβας, επιφανής Νεοελληνιστής τόσο εκ θέσεως όσο και εξ ερευνητικών αποτελεσμάτων, επιχειρεί να ανατάμει την πεζογραφία μας στηριζόμενος στο θέμα της ταυτότητας. Οι πόλοι μεταξύ των οποίων βλέπει ότι κινούνται τα κείμενα που μελετά είναι κατά βάση δύο: από τη μια, οι κοινωνικές συνθήκες και το ιστορικό-εθνικό status quo, το οποίο καθορίζει ή και περιορίζει το άτομο, και από την άλλη, η ιδιαιτερότητα κάθε ανθρώπου, που επιχειρεί να αυτονομηθεί από την κοινωνία και να αναδειχθεί ο ίδιος στον βασικότερο συντελεστή σχηματισμού της προσωπικότητας και της μοίρας του.
Από τον Πολυπαθή στον Ισμαήλ Φερίκ πασά
Με άξονα της σκέψης του αλλά και με υπόθεση εργασίας τη σχέση κοινωνίας και ατόμου, ο Τζιόβας μελετάει μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα από τα πρώτα χρόνια του ελεύθερου ελληνικού κράτους ώς τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ώστε να ανακαλύψει πόσο (συνδε)δεμένος ή ανεξάρτητος από το ευρύτερο σύνολο μπορεί εντέλει να σταθεί ο πρωταγωνιστής κάθε έργου. Ξαναδιαβάζει, επομένως, τα κείμενα αναιρώντας ή συμπληρώνοντας τις υπάρχουσες αναγνώσεις και ανιχνεύοντας παραγνωρισμένες πτυχές των κεντρικών χαρακτήρων τους, πτυχές που δίνουν εντελώς διαφορετική εικόνα και για το σύνολο του λογοτεχνήματος.
Ο «Πολυπαθής» (1839) του Γρ. Παλαιολόγου είναι ένα πικαρικό μυθιστόρημα με δόσεις μυθιστορίας, το οποίο αναζητεί στα πρώτα χρόνια της μετεπαναστατικής Ελλάδας μέσα από τη μετακίνηση έναν σταθερό προσωπικό (και κοινωνικό) χώρο δράσης. Η μελέτη της «Φόνισσας» (1903) συνοψίζει τη στάση της κριτικής απέναντι σ' αυτό το προσφιλές έργο του Αλ. Παπαδιαμάντη: ο αφηγητής βλέπει ταυτόχρονα με συμπάθεια αλλά και απόσταση την ηρωίδα, που προσπαθεί να λύσει τις κοινωνικές-σεξιστικές ανισότητες με επιστροφή σε μια δαρβινικού τύπου φυσική επιλογή. Στη συνεξέταση του «Κατάδικου» (1919) του Κ. Θεοτόκη -με τη χριστιανική του συγκατάβαση απέναντι στην κοινωνική σήψη- και δύο Bildungsroman, του «Λεωνή» (1940) του Γ. Θεοτοκά και του «Ηλιου του θανάτου» (1959) του Π. Πρεβελάκη, επιχειρείται να φανεί πόσο οι ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες καθορίζουν την προσωπικότητα του αναπτυσσόμενου ατόμου.
Σε άλλο μήκος κύματος κινούνται ο «Βασίλης ο Αρβανίτης» (1943) του Στρ. Μυριβήλη και ο «Καπετάν Μιχάλης» (1953) του Ν. Καζαντζάκη, χαρακτήρες οι οποίοι θεωρούνταν ώς τώρα ηρωικές μορφές. Νέες αναγνώσεις δείχνουν πως ο μεν πρώτος, αν και προβαίνει σε πράξεις ανδρείας, χαρακτηρίζεται από σύγχυση ταυτότητας και στην ουσία αναδεικνύεται σε αντιήρωα. Ο δεύτερος, παρόλο που εντάσσεται στο ηρωικό κλίμα της επανάστασης στην Κρήτη, χειραγωγείται και από προσωπικά κίνητρα -λ.χ. μιας ανταρσίας απέναντι στον πατέρα, όπως υποστηρίζει ο Τζιόβας-, και γι' αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί αμιγώς επική μορφή.
Στο «Τρίτο στεφάνι» (1962) του Κ. Ταχτσή εξετάζεται ο καταλυτικός ρόλος της οικογένειας στη χειραγώγηση / χειραφέτηση των μελών της, ενώ στο διηγηματικό και μυθιστορηματικό έργο του Δ. Χατζή προβάλλεται το θέμα της εξορίας, της μετανάστευσης, και ως επακόλουθο της μοναξιάς, σε μια προσπάθεια να αποδειχθεί πόσο το κοινωνικό περιβάλλον καθορίζει τη στάση του ατόμου και πόσο το τελευταίο μπορεί να αυτοκαθοριστεί. Δύο ζεύγη μυθιστορημάτων κλείνουν το βιβλίο: οι γυναικείες αφηγήσεις αυτοαποκάλυψης, όπως «Η αρχαία σκουριά» (1979) της Μ. Δούκα και «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» (1987) της Α. Ζέη, ενώ φαίνονται πολιτικά βιβλία κοινωνικής ανατομίας, είναι στην ουσία προσωπικές προσπάθειες διαμόρφωσης της ταυτότητας μέσα και έξω από τις πολιτικές εξελίξεις. Από την άλλη, κείμενα με διφυείς πρωταγωνιστές, όπως ο «Μοσκώβ Σελήμ» (1895) του Γ. Βιζυηνού και «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά» (1989) της Ρ. Γαλανάκη, εστιάζουν σε περιπτώσεις διχασμένων προσωπικοτήτων, οι οποίες επιθυμούν να ισορροπήσουν σε μια εθνική ή/και θρησκευτική αμφιταλάντευση.
Ηρωες, αντιήρωες και διχασμένες προσωπικότητες
Ο Τζιόβας στην ουσία καταπιάνεται με χαρακτήρες που παρεκκλίνουν από τον μέσο όρο της κοινωνικής συμπεριφοράς, στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τον ετεροκαθορισμό και να αυτονομηθούν απέναντι στις εθνικές, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες της εποχής τους. Σύμφωνα με μελέτες, η ελληνική κοινωνία πιστεύει περισσότερο στη συλλογικότητα, έστω κι αν αμφισβητεί τους θεσμούς, σε αντίθεση με τις άλλες δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, όπου ο ατομισμός είναι περισσότερο παγιωμένος. Συνεπώς, και στη λογοτεχνία ο κεντρικός χαρακτήρας στην πεζογραφία του 19ου και 20ού αιώνα, από τη μια, προσδιορίζεται ντετερμινιστικά από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ανήκει και από την άλλη, προσπαθεί -άλλοτε με μικρές ή μεγάλες επαναστάσεις, άλλοτε με αναζήτηση της προσωπικής του ταυτότητας κι
Χωρίς να το δηλώνει, ο διαπρεπής Νεοελληνιστής μιλάει σε πολλές περιπτώσεις για αντιήρωες (το επισημαίνει φευγαλέα στον «Πολυπαθή»), αφού πολλοί χαρακτήρες, όπως ο Βασίλης ο Αρβανίτης ή η Μυρσίνη στην «Αρχαία σκουριά», μπορούν να θεωρηθούν πρόσωπα που αποκλίνουν σε σχέση με τον ορίζοντα προσδοκιών, τόσο σε λογοτεχνικό όσο και σε εξωλογοτεχνικό επίπεδο. Η Φραγκογιαννού, από την άλλη, ταλαντεύεται -με ενσυνείδητη τη συγγραφική πρόθεση- ανάμεσα στον αντιηρωικό και τον αρνητικό χαρακτήρα. Πρόκειται για πρόσωπα αντισυμβατικά, που αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της κοινωνίας με συμπεριφορές άλλοτε κομφορμιστικές κι άλλοτε αντικομφορμιστικές, άλλοτε με όρους στοίχισης κι άλλοτε σύγκρουσης με αυτήν. Είναι προσωπικότητες που δεν συγκροτούνται μονοφωνικά, αλλά ως γαλαξίας ποικίλων εγώ προσπαθούν να διαμορφώσουν την ταυτότητά τους σε μια συνεχή ανταλλαγή με την κοινωνική πραγματικότητα.
Ο Δημήτρης Τζιόβας παρακολουθεί τους χαρακτήρες -και μαζί και τη νεοελληνική πεζογραφία- στην προσπάθειά τους να σταθούν όρθιοι με το δίλημμα πορεία προς τα μπροστά ή επιστροφή προς τα πίσω. Το δίλημμα παίρνει ενίοτε ποικίλες μορφές, αλλά ποτέ δεν ξεφεύγει από τους πόλους ατομικότητα - συλλογικότητα. Είναι αλήθεια ότι δεν έχουμε μυθιστορηματικούς χαρακτήρες που να έχουν αφήσει το όνομά τους σε τύπους ανθρώπων (λ.χ. σαν τον Ζορμπά), και γι' αυτό η εξέταση της πορείας των μυθοπλαστικών ηρώων μέσα στις δεκαετίες μπορεί να αναδείξει τις αλλαγές στο πολιτισμικό υπόβαθρο και στις κοινωνικές συνιστώσες.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ,ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/11/2007
Κριτική:
Μεταξύ ατομικότητας και κοινωνικής συνείδησης
Οταν ο μυθιστορηματικός πρωταγωνιστής διαφοροποιείται από το κοινωνικό σύνολο
Οσοι επιχειρούν να ερμηνεύσουν τη νεοελληνική πεζογραφία καταφεύγουν συνήθως σε μεμονωμένες αποτιμήσεις, οι οποίες, αν και συχνά είναι ιδιαίτερα εύστοχες, εξασθενούν στο ότι δεν δίνουν στον αναγνώστη κλειδιά για τη γενικότερη κατανόηση της λογοτεχνίας μας. Βεβαίως δεν λείπουν και οι προσπάθειες να σκιαγραφηθεί η πορεία της ελληνικής μυθιστοριογραφίας και διηγηματογραφίας κατά τους δύο τελευταίους αιώνες βάσει μιας κεντρικής γραμμής που να εξηγεί τους θεματικούς ή μορφολογικούς προβληματισμούς τους και τις λύσεις που κάθε φορά δίνονται. Τα πιο συνηθισμένα δίπολα, πάνω στα οποία τίθενται σε κάθε εποχή τα διλήμματα, είναι παράδοση ή (μετα)νεωτερικότητα, ευρωκεντρισμός ή ελληνοκεντρισμός, αριστερά ή δεξιά κ.λπ.
Ο Δημήτρης Τζιόβας, επιφανής Νεοελληνιστής τόσο εκ θέσεως όσο και εξ ερευνητικών αποτελεσμάτων, επιχειρεί να ανατάμει την πεζογραφία μας στηριζόμενος στο θέμα της ταυτότητας. Οι πόλοι μεταξύ των οποίων βλέπει ότι κινούνται τα κείμενα που μελετά είναι κατά βάση δύο: από τη μια, οι κοινωνικές συνθήκες και το ιστορικό-εθνικό status quo, το οποίο καθορίζει ή και περιορίζει το άτομο, και από την άλλη, η ιδιαιτερότητα κάθε ανθρώπου, που επιχειρεί να αυτονομηθεί από την κοινωνία και να αναδειχθεί ο ίδιος στον βασικότερο συντελεστή σχηματισμού της προσωπικότητας και της μοίρας του.
Από τον Πολυπαθή στον Ισμαήλ Φερίκ πασά
Με άξονα της σκέψης του αλλά και με υπόθεση εργασίας τη σχέση κοινωνίας και ατόμου, ο Τζιόβας μελετάει μυθιστορήματα, νουβέλες και διηγήματα από τα πρώτα χρόνια του ελεύθερου ελληνικού κράτους ώς τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ώστε να ανακαλύψει πόσο (συνδε)δεμένος ή ανεξάρτητος από το ευρύτερο σύνολο μπορεί εντέλει να σταθεί ο πρωταγωνιστής κάθε έργου. Ξαναδιαβάζει, επομένως, τα κείμενα αναιρώντας ή συμπληρώνοντας τις υπάρχουσες αναγνώσεις και ανιχνεύοντας παραγνωρισμένες πτυχές των κεντρικών χαρακτήρων τους, πτυχές που δίνουν εντελώς διαφορετική εικόνα και για το σύνολο του λογοτεχνήματος.
Ο «Πολυπαθής» (1839) του Γρ. Παλαιολόγου είναι ένα πικαρικό μυθιστόρημα με δόσεις μυθιστορίας, το οποίο αναζητεί στα πρώτα χρόνια της μετεπαναστατικής Ελλάδας μέσα από τη μετακίνηση έναν σταθερό προσωπικό (και κοινωνικό) χώρο δράσης. Η μελέτη της «Φόνισσας» (1903) συνοψίζει τη στάση της κριτικής απέναντι σ' αυτό το προσφιλές έργο του Αλ. Παπαδιαμάντη: ο αφηγητής βλέπει ταυτόχρονα με συμπάθεια αλλά και απόσταση την ηρωίδα, που προσπαθεί να λύσει τις κοινωνικές-σεξιστικές ανισότητες με επιστροφή σε μια δαρβινικού τύπου φυσική επιλογή. Στη συνεξέταση του «Κατάδικου» (1919) του Κ. Θεοτόκη -με τη χριστιανική του συγκατάβαση απέναντι στην κοινωνική σήψη- και δύο Bildungsroman, του «Λεωνή» (1940) του Γ. Θεοτοκά και του «Ηλιου του θανάτου» (1959) του Π. Πρεβελάκη, επιχειρείται να φανεί πόσο οι ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες καθορίζουν την προσωπικότητα του αναπτυσσόμενου ατόμου.
Σε άλλο μήκος κύματος κινούνται ο «Βασίλης ο Αρβανίτης» (1943) του Στρ. Μυριβήλη και ο «Καπετάν Μιχάλης» (1953) του Ν. Καζαντζάκη, χαρακτήρες οι οποίοι θεωρούνταν ώς τώρα ηρωικές μορφές. Νέες αναγνώσεις δείχνουν πως ο μεν πρώτος, αν και προβαίνει σε πράξεις ανδρείας, χαρακτηρίζεται από σύγχυση ταυτότητας και στην ουσία αναδεικνύεται σε αντιήρωα. Ο δεύτερος, παρόλο που εντάσσεται στο ηρωικό κλίμα της επανάστασης στην Κρήτη, χειραγωγείται και από προσωπικά κίνητρα -λ.χ. μιας ανταρσίας απέναντι στον πατέρα, όπως υποστηρίζει ο Τζιόβας-, και γι' αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί αμιγώς επική μορφή.
Στο «Τρίτο στεφάνι» (1962) του Κ. Ταχτσή εξετάζεται ο καταλυτικός ρόλος της οικογένειας στη χειραγώγηση / χειραφέτηση των μελών της, ενώ στο διηγηματικό και μυθιστορηματικό έργο του Δ. Χατζή προβάλλεται το θέμα της εξορίας, της μετανάστευσης, και ως επακόλουθο της μοναξιάς, σε μια προσπάθεια να αποδειχθεί πόσο το κοινωνικό περιβάλλον καθορίζει τη στάση του ατόμου και πόσο το τελευταίο μπορεί να αυτοκαθοριστεί. Δύο ζεύγη μυθιστορημάτων κλείνουν το βιβλίο: οι γυναικείες αφηγήσεις αυτοαποκάλυψης, όπως «Η αρχαία σκουριά» (1979) της Μ. Δούκα και «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» (1987) της Α. Ζέη, ενώ φαίνονται πολιτικά βιβλία κοινωνικής ανατομίας, είναι στην ουσία προσωπικές προσπάθειες διαμόρφωσης της ταυτότητας μέσα και έξω από τις πολιτικές εξελίξεις. Από την άλλη, κείμενα με διφυείς πρωταγωνιστές, όπως ο «Μοσκώβ Σελήμ» (1895) του Γ. Βιζυηνού και «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά» (1989) της Ρ. Γαλανάκη, εστιάζουν σε περιπτώσεις διχασμένων προσωπικοτήτων, οι οποίες επιθυμούν να ισορροπήσουν σε μια εθνική ή/και θρησκευτική αμφιταλάντευση.
Ηρωες, αντιήρωες και διχασμένες προσωπικότητες
Ο Τζιόβας στην ουσία καταπιάνεται με χαρακτήρες που παρεκκλίνουν από τον μέσο όρο της κοινωνικής συμπεριφοράς, στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τον ετεροκαθορισμό και να αυτονομηθούν απέναντι στις εθνικές, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες της εποχής τους. Σύμφωνα με μελέτες, η ελληνική κοινωνία πιστεύει περισσότερο στη συλλογικότητα, έστω κι αν αμφισβητεί τους θεσμούς, σε αντίθεση με τις άλλες δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, όπου ο ατομισμός είναι περισσότερο παγιωμένος. Συνεπώς, και στη λογοτεχνία ο κεντρικός χαρακτήρας στην πεζογραφία του 19ου και 20ού αιώνα, από τη μια, προσδιορίζεται ντετερμινιστικά από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ανήκει και από την άλλη, προσπαθεί -άλλοτε με μικρές ή μεγάλες επαναστάσεις, άλλοτε με αναζήτηση της προσωπικής του ταυτότητας κι
Χωρίς να το δηλώνει, ο διαπρεπής Νεοελληνιστής μιλάει σε πολλές περιπτώσεις για αντιήρωες (το επισημαίνει φευγαλέα στον «Πολυπαθή»), αφού πολλοί χαρακτήρες, όπως ο Βασίλης ο Αρβανίτης ή η Μυρσίνη στην «Αρχαία σκουριά», μπορούν να θεωρηθούν πρόσωπα που αποκλίνουν σε σχέση με τον ορίζοντα προσδοκιών, τόσο σε λογοτεχνικό όσο και σε εξωλογοτεχνικό επίπεδο. Η Φραγκογιαννού, από την άλλη, ταλαντεύεται -με ενσυνείδητη τη συγγραφική πρόθεση- ανάμεσα στον αντιηρωικό και τον αρνητικό χαρακτήρα. Πρόκειται για πρόσωπα αντισυμβατικά, που αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της κοινωνίας με συμπεριφορές άλλοτε κομφορμιστικές κι άλλοτε αντικομφορμιστικές, άλλοτε με όρους στοίχισης κι άλλοτε σύγκρουσης με αυτήν. Είναι προσωπικότητες που δεν συγκροτούνται μονοφωνικά, αλλά ως γαλαξίας ποικίλων εγώ προσπαθούν να διαμορφώσουν την ταυτότητά τους σε μια συνεχή ανταλλαγή με την κοινωνική πραγματικότητα.
Ο Δημήτρης Τζιόβας παρακολουθεί τους χαρακτήρες -και μαζί και τη νεοελληνική πεζογραφία- στην προσπάθειά τους να σταθούν όρθιοι με το δίλημμα πορεία προς τα μπροστά ή επιστροφή προς τα πίσω. Το δίλημμα παίρνει ενίοτε ποικίλες μορφές, αλλά ποτέ δεν ξεφεύγει από τους πόλους ατομικότητα - συλλογικότητα. Είναι αλήθεια ότι δεν έχουμε μυθιστορηματικούς χαρακτήρες που να έχουν αφήσει το όνομά τους σε τύπους ανθρώπων (λ.χ. σαν τον Ζορμπά), και γι' αυτό η εξέταση της πορείας των μυθοπλαστικών ηρώων μέσα στις δεκαετίες μπορεί να αναδείξει τις αλλαγές στο πολιτισμικό υπόβαθρο και στις κοινωνικές συνιστώσες.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ,ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/11/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις