0
Your Καλαθι
Θαλασσινή τριλογία του Χάνδακα
Το λιμάνι - Το Νεώριο - Το Φρούριο στη θάλασσα (Κουλές)
Περιγραφή
Εκδόσεις Τυποκρέτα
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το τρίπτυχο των τεχνικών έργων που έκαναν στο λιμάνι του Χάνδακα, δηλαδή του Ηρακλείου Κρήτης, οι αξιωματούχοι και οι μηχανικοί της Βενετίας. Ενα λεύκωμα που αποτυπώνει τις κατασκευές και παρακολουθεί την εξέλιξή τους στον χρόνο.
Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς στο ιστορικό λεύκωμα της Χρυσούλας Τζομπανάκη είναι η καλαισθησία της έκδοσης, σε συνδυασμό με την καλλιέπεια της συγγραφέως. Φαίνεται ότι το θέμα επηρέασε το αποτέλεσμα, αφού ο ναύσταθμος του Χάνδακα (το παλιό λιμάνι του σημερινού Ηρακλείου Κρήτης) υπήρξε δημιούργημα της αισθητικής και της τεχνογνωσίας της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αδρία, του 16ου αιώνα, όταν η Βενετία, πραγματική Dominante, έμοιαζε με μια «υπέρκομψη, καλλιεργημένη και πάμπλουτη ιταλίδα πριγκίπισσα του Quattrocento». Αυτό που η συγγραφέας ονομάζει «Θαλασσινή τριλογία του Χάνδακα» είναι το τρίπτυχο των τεχνικών έργων που πραγματοποίησαν στο λιμάνι του Χάνδακα οι αξιωματούχοι και οι μηχανικοί της Βενετίας, «εκπρόσωποι του ουμανιστικού πνεύματος της ιταλικής Αναγέννησης αλλά και ικανοί "τεχνοκράτες"», δηλαδή τον σχεδιασμό του λιμένα, των νεωρίων και του Φρουρίου στη Θάλασσα. Το τρίπτυχο δεν μας δίνεται απομονωμένο και μετέωρο: η συγγραφέας, προκειμένου να αναδείξει τις «λαμπρές κατασκευές μιας λαμπρής εποχής, της κρητικής Αναγέννησης», εξετάζει εν τάχει την εξέλιξη του Χάνδακα και τις προϋπάρχουσες κατασκευές από παλαιότερες εποχές, καθώς και τη μετέπειτα πορεία τους μέσα στον χρόνο ως και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Πώς βρέθηκαν οι Βενετοί στην Κρήτη; Τι υπήρχε στη θέση του Χάνδακα νωρίτερα; Ποιοι κατοίκησαν τον χώρο κατά τους κλασικούς, τους ελληνιστικούς και τους ρωμαϊκούς χρόνους; Πότε ονομάστηκε Χάνδακας (από το αραβικό «Rabdh el Khandaq», δηλαδή «Φρούριο της Τάφρου») το αρχαίο «Ηράκλειον»; Πώς μετεξελίχθηκαν τα αραβικά όρια της πόλης στη βυζαντινή εποχή που ακολούθησε; Πώς υποχώρησαν σταδιακά οι Βυζαντινοί από την ανατολική Μεσόγειο για να αφήσουν το πεδίο ελεύθερο στη νέα ανερχόμενη δύναμη της Βενετίας; Γιατί η Κρήτη υπήρξε ανέκαθεν πεδίο σκληρών διεκδικήσεων; Στα ερωτήματα αυτά η συγγραφέας απαντά με μια καθαρότητα σκέψης που προσιδιάζει στους θετικούς επιστήμονες: η κυρία Τζομπανάκη είναι αρχιτέκτων μηχανικός και αρχαιολόγος.
Οι μαρτυρίες των πηγών προσθέτουν αυθεντικές ψηφίδες στο μωσαϊκό που βλέπουμε να ανασυντίθεται. Η συναίσθηση της στρατηγικής σπουδαιότητας της Κρήτης, παραδείγματος χάριν, από μέρους των Βενετών φαίνεται σε μια αναφορά αξιωματούχου, το 1589, προς τη Βενετία: «Βρίσκεται [η Κρήτη] στο μέσον της θάλασσας της Μεσογείου, ή, μάλλον, μπορεί να πει κανείς, στο μέσον του κόσμου, απέχοντας σχεδόν την ίδια απόσταση από την Ασία, την Αφρική και την Ευρώπη. Η θέση αυτή, παράλληλα με τα άλλα πλεονεκτήματά της, την καθιστά άξια να γίνει η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας του Κόσμου». Τον καιρό που γράφονταν αυτά η Κρήτη είχε ήδη πάψει να αποτελεί τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αφού από τον 13ο αιώνα είχε γίνει κτήση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αδρία. Τα γεγονότα ξεδιπλώνονται χωρίς περιστροφές: «Μία Σταυροφορία, μία αγοραπωλησία και ένας πόλεμος συνετέλεσαν ώστε το νησί να ζήσει κατά τους επόμενους πέντε, σχεδόν, αιώνες ως τμήμα του αποικιακού κράτους της θαλασσοκράτειρας Βενετίας». Η «ψυχή» του βασιλείου της Κρήτης ήταν το λιμάνι του Χάνδακα, όπως εξηγείται εκτενώς στο κύριο μέρος του βιβλίου. Η «ανατροπή των πραγμάτων» ήρθε το 1669, με έναν πόλεμο άνισο και τρομακτικό, με το τέλος της βενετοκρατίας και με την αρχή της οθωμανικής περιόδου, που σήμανε ένα νέο Μεσαίωνα για τη μεγαλόνησο και την πρωτεύουσά της.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η αφήγηση δίνει τη θέση της στις εικόνες. Η συγγραφέας παρουσιάζει κατ' αρχάς μια συλλογή από έγχρωμες εικόνες χειρογράφων, σχεδίων, μικρογραφιών, ναυτικών χαρτών και άλλου πρωτογενούς υλικού, που προέρχεται από την Bibliotheque Nationale του Παρισιού, την Biblioteca Laurenziana της Φλωρεντίας, την Biblioteca Nazionale Marciana της Βενετίας, του Archivio di Stato της Βενετίας και, ουχ ήττον, τη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη του Ηρακλείου και το Ιστορικό Μουσείο Κρήτης. Ακολουθεί μια σειρά φωτογραφιών των μνημείων και, τέλος, μια σειρά σχεδίων που εκπόνησε η συγγραφέας θέλοντας να αποτυπώσει τα πιθανά περιγράμματα των οχυρώσεων του Χάνδακα κατά τις διάφορες ιστορικές περιόδους, ήτοι τα «μνημεία του πολέμου» σε γραφική αναπαράσταση.
ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-03-1998
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το τρίπτυχο των τεχνικών έργων που έκαναν στο λιμάνι του Χάνδακα, δηλαδή του Ηρακλείου Κρήτης, οι αξιωματούχοι και οι μηχανικοί της Βενετίας. Ενα λεύκωμα που αποτυπώνει τις κατασκευές και παρακολουθεί την εξέλιξή τους στον χρόνο.
Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς στο ιστορικό λεύκωμα της Χρυσούλας Τζομπανάκη είναι η καλαισθησία της έκδοσης, σε συνδυασμό με την καλλιέπεια της συγγραφέως. Φαίνεται ότι το θέμα επηρέασε το αποτέλεσμα, αφού ο ναύσταθμος του Χάνδακα (το παλιό λιμάνι του σημερινού Ηρακλείου Κρήτης) υπήρξε δημιούργημα της αισθητικής και της τεχνογνωσίας της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αδρία, του 16ου αιώνα, όταν η Βενετία, πραγματική Dominante, έμοιαζε με μια «υπέρκομψη, καλλιεργημένη και πάμπλουτη ιταλίδα πριγκίπισσα του Quattrocento». Αυτό που η συγγραφέας ονομάζει «Θαλασσινή τριλογία του Χάνδακα» είναι το τρίπτυχο των τεχνικών έργων που πραγματοποίησαν στο λιμάνι του Χάνδακα οι αξιωματούχοι και οι μηχανικοί της Βενετίας, «εκπρόσωποι του ουμανιστικού πνεύματος της ιταλικής Αναγέννησης αλλά και ικανοί "τεχνοκράτες"», δηλαδή τον σχεδιασμό του λιμένα, των νεωρίων και του Φρουρίου στη Θάλασσα. Το τρίπτυχο δεν μας δίνεται απομονωμένο και μετέωρο: η συγγραφέας, προκειμένου να αναδείξει τις «λαμπρές κατασκευές μιας λαμπρής εποχής, της κρητικής Αναγέννησης», εξετάζει εν τάχει την εξέλιξη του Χάνδακα και τις προϋπάρχουσες κατασκευές από παλαιότερες εποχές, καθώς και τη μετέπειτα πορεία τους μέσα στον χρόνο ως και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Πώς βρέθηκαν οι Βενετοί στην Κρήτη; Τι υπήρχε στη θέση του Χάνδακα νωρίτερα; Ποιοι κατοίκησαν τον χώρο κατά τους κλασικούς, τους ελληνιστικούς και τους ρωμαϊκούς χρόνους; Πότε ονομάστηκε Χάνδακας (από το αραβικό «Rabdh el Khandaq», δηλαδή «Φρούριο της Τάφρου») το αρχαίο «Ηράκλειον»; Πώς μετεξελίχθηκαν τα αραβικά όρια της πόλης στη βυζαντινή εποχή που ακολούθησε; Πώς υποχώρησαν σταδιακά οι Βυζαντινοί από την ανατολική Μεσόγειο για να αφήσουν το πεδίο ελεύθερο στη νέα ανερχόμενη δύναμη της Βενετίας; Γιατί η Κρήτη υπήρξε ανέκαθεν πεδίο σκληρών διεκδικήσεων; Στα ερωτήματα αυτά η συγγραφέας απαντά με μια καθαρότητα σκέψης που προσιδιάζει στους θετικούς επιστήμονες: η κυρία Τζομπανάκη είναι αρχιτέκτων μηχανικός και αρχαιολόγος.
Οι μαρτυρίες των πηγών προσθέτουν αυθεντικές ψηφίδες στο μωσαϊκό που βλέπουμε να ανασυντίθεται. Η συναίσθηση της στρατηγικής σπουδαιότητας της Κρήτης, παραδείγματος χάριν, από μέρους των Βενετών φαίνεται σε μια αναφορά αξιωματούχου, το 1589, προς τη Βενετία: «Βρίσκεται [η Κρήτη] στο μέσον της θάλασσας της Μεσογείου, ή, μάλλον, μπορεί να πει κανείς, στο μέσον του κόσμου, απέχοντας σχεδόν την ίδια απόσταση από την Ασία, την Αφρική και την Ευρώπη. Η θέση αυτή, παράλληλα με τα άλλα πλεονεκτήματά της, την καθιστά άξια να γίνει η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας του Κόσμου». Τον καιρό που γράφονταν αυτά η Κρήτη είχε ήδη πάψει να αποτελεί τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αφού από τον 13ο αιώνα είχε γίνει κτήση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αδρία. Τα γεγονότα ξεδιπλώνονται χωρίς περιστροφές: «Μία Σταυροφορία, μία αγοραπωλησία και ένας πόλεμος συνετέλεσαν ώστε το νησί να ζήσει κατά τους επόμενους πέντε, σχεδόν, αιώνες ως τμήμα του αποικιακού κράτους της θαλασσοκράτειρας Βενετίας». Η «ψυχή» του βασιλείου της Κρήτης ήταν το λιμάνι του Χάνδακα, όπως εξηγείται εκτενώς στο κύριο μέρος του βιβλίου. Η «ανατροπή των πραγμάτων» ήρθε το 1669, με έναν πόλεμο άνισο και τρομακτικό, με το τέλος της βενετοκρατίας και με την αρχή της οθωμανικής περιόδου, που σήμανε ένα νέο Μεσαίωνα για τη μεγαλόνησο και την πρωτεύουσά της.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η αφήγηση δίνει τη θέση της στις εικόνες. Η συγγραφέας παρουσιάζει κατ' αρχάς μια συλλογή από έγχρωμες εικόνες χειρογράφων, σχεδίων, μικρογραφιών, ναυτικών χαρτών και άλλου πρωτογενούς υλικού, που προέρχεται από την Bibliotheque Nationale του Παρισιού, την Biblioteca Laurenziana της Φλωρεντίας, την Biblioteca Nazionale Marciana της Βενετίας, του Archivio di Stato της Βενετίας και, ουχ ήττον, τη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη του Ηρακλείου και το Ιστορικό Μουσείο Κρήτης. Ακολουθεί μια σειρά φωτογραφιών των μνημείων και, τέλος, μια σειρά σχεδίων που εκπόνησε η συγγραφέας θέλοντας να αποτυπώσει τα πιθανά περιγράμματα των οχυρώσεων του Χάνδακα κατά τις διάφορες ιστορικές περιόδους, ήτοι τα «μνημεία του πολέμου» σε γραφική αναπαράσταση.
ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-03-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις