0
Your Καλαθι
Στέφανος
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Νάσος Βαγενάς, αφού ασχολήθηκε ως είρων και παρωδός παρά ως νοσταλγός και μιμητής με πάμπολλα παραδοσιακά είδη (ωδή, σονέτο, παντούμ, μπαλάντα, ύμνος, χάικου κ.ά), με την τελευταία του συλλογή στράφηκε προς το επίγραμμα, το οποίο, και όταν ακόμη εμφανίζεται σαν επιτύμβιο ή συμποτικό, επιδεικτικό κ.λπ., δεν αποκλείει το σκώμμα και τις ποικίλες του διαβαθμίσεις. Θα περίμενε κανείς ότι το είδος αυτό με τη χαρακτηριστική του πυκνότητα και ολιγοστιχία -η γενετική και ιδανική του έκταση είναι το δίστιχο -θα προσφερόταν ιδιαίτερα για να υπονομεύσει κανείς την αμορφία του ελεύθερου στίχου. Ο Νάσος Βαγενάς δεν προτείνει αυτή τη φορά μια μνημονική ανάκληση ενός εύθραυστου και ήδη σπασμένου μορφικού κελύφους· επανέρχεται στην πλήρη ελευθεροστιχία, εφόσον το όριο κάθε στίχου δεν ρυθμίζεται, έστω και εικονικά, από το μέτρο ή την ομοιοκαταληξία, εκτός από μία ή δύο εξαιρέσεις. Γράφει λοιπόν μια σειρά από τριάντα τρία επιγράμματα -ανάμεσά τους δύο δίστιχα, το δεύτερο τέλειο, και δύο με δύο στροφές!- κατά ποιητών ή/ και «γραμματικών» (κριτικών).
Βασιζόμενοι στις παρακειμενικές ζώνες, ιδιαίτερα σημαίνουσες στο υπό κρίση βιβλίο, και κυρίως στην αφιέρωση και το παράθεμα (μότο) θα επιχειρήσουμε μια πρώτη ανάγνωση.
Επίδειξη αυτοσχεδιασμού
Στην εκτός αριθμήσεως σελ. (9) η επιτύμβια συλλογή αφιερώνεται «Στον Αλέξανδρο Κοτζιά, συγγραφέα της φανταστικής περιπέτειας». Ο τύπος της αφιέρωσης προσημαίνει μια ιδιαίτερη σχέση των δύο συγγραφέων και βέβαια των δύο βιβλίων. Επιπλέον με τον τίτλο και με την υπότιτλη ειδολογική ένδειξη «Μυθιστόρημα» εξαίρεται η συμμετοχή της μυθοπλασίας και της φαντασίας τόσο στο πεζογράφημα του Κοτζιά όσο και, συνεκδοχικά, στην ποιητική συλλογή του Βαγενά. Η αλήθεια είναι ότι ο συγγραφέας της «Πολιορκίας» (1953), του «Εωσφόρου» (1959) και της «Αντιποίησης αρχής» (1979), ενώ αφηγείται τα του βίου ενός μετριότατου συγγραφέα, άπληστου για διακρίσεις, χαμερπούς και αξιολύπητου, του Αλέξανδρου Καπάνταη, εισάγει στην αφήγηση πραγματικά και ζώντα πρόσωπα. Ετσι παρελαύνουν από τις σελίδες του μυθιστορήματος και άλλοι, και ο Λάσκος σε επίδειξη αυτοσχεδιασμού με δοσμένες ρίμες, ο Τσίρκας, ο Σαββίδης, ο Αλκης Θρύλος, ο Μπάμπης Κλάρας, ο Γιάννης Κοντός, και ο ίδιος ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, ως πρόσωπο του μυθιστορήματός του. Πράγματι σε μια αμίμητη σκηνή ο Αλέξανδρος Κοτζιάς με σάρκα και οστά συναντάται στα γραφεία του «Κέδρου» με τον ήρωά του Αλέξανδρο Καπάνταη, που απεκδύεται κατά τη λογική του αντιθετικού ζεύγματος την πλασματικότητά του.
Στο μεταξύ παρέχεται στον Κοτζιά η ευκαιρία να παίξει με έννοιες και όρους, όπως «κριτικίσκοι», με εξεζητημένες ομοιοκαταληξίες, ηδη σε μεγάλη ζήτηση από λιγότερο ή περισσότερο ένθερμους νοσταλγούς της έμμετρης ποίησης, με όχι ιδιαίτερα επιδέξιες παρωδίες (: «Στων κακών την ασίγαστη αμάχη/ λυγερόκορμη η Αίγλη σαν στάχυ...») καθώς επίσης με σατιρική επωνυμιολογία. Της τελευταίας αυτής αποκορύφωμα το επώνυμο του ήρωα Αλέξανδρος Καπάνταης, το ληκτικό μέρος του οποίου παρά ταύτα δεν εμπόδισε να σχηματιστεί, κατά το καβαφικό ανέκδοτο, το καταξιωτικό επίθετο «καπανταϊκός» («Καπανταϊκή δημιουργία»)!
Στη συλλογή του Νάσου Βαγενά, κι αν ακόμη υποθέσουμε ότι η λίαν έντεχνη αφιέρωση υποβάλλει την ιδέα, τη δυνατότητα ή έστω την επιθυμία για μια μυθιστορηματική ανάγνωση των ποιημάτων, όπως ήδη έχει σπεύσει να υιοθετήσει μια μερίδα της κριτικής, συμβαίνει μάλλον το αντίθετο. Κανένα από τα επιγραφόμενα πρόσωπα δεν είναι πραγματικό ή αναγνωρίσιμο με ασφάλεια. Ακόμη και στη μοναδική περίπτωση κατά την οποία αλλάζοντας το αρχικό ενός επωνύμου με το αμέσως επόμενο στο αλφάβητο ψηφίο, σχηματίζουμε το πλήρες ονοματεπώνυμο προσφιλούς στο συγγραφέα ποιητή, η ταύτιση είναι επίσης επισφαλής. Τα επιτύμβια (σκωπτικά) επιγράμματα είναι συνθεμένα με περισσή τέχνη, έτσι ώστε να παρακινούν τον αναγνώστη σε αναγνωρίσεις προσώπων και συγχρόνως να τις αναιρούν. Η παιδιά αυτή, στην οποία λέγεται ότι επιδόθηκε εκτός κειμένου κατά τους πρώτους μήνες μετά τη δημοσίευση της συλλογής και ο ίδιος ο συγγραφέας, καθώς και άλλοι φιλοπαίγμονες λόγιοι ή και άσχετοι ψιθυριστές, συνίσταται στην επισύνθεση στοιχείων και πληροφορίων που δακτυλοδεικτούν συγχρόνως δύο ή τρεις ή και περισσότερους ποιητές και λόγιους.
Εστω ως παράδειγμα το υπό τον τίτλο Κλεάνθης πρώτο και ένα από τα ευτυχέστερα της συλλογής:
Κλεάνθης Νικολάου. Δραμηνός/ με ρίζες μακρινές από τη Θεσπρωτία. / Συμβολιστής, με τάσεις πεισιθάνατες/ και επίγνωση της ματαιότητας των εγκοσμίων./ Θα 'λεγες, αθεράπευτα ελεγειακός./ Κρατώντας αποστάσεις από την αιωνιότητα/ εξερευνούσε το ενδιάμεσο κενό/ με ιάμβους βυθομετρικούς. Που ανάποφευκτα/ κολλούσαν στον πυθμένα.
Είναι αποκαλυπτικό ως προς την τεχνική που ακολούθησε ο σκώπτης συγγραφέας ότι σε μια πρώτη δημοσίευση του ίδιου επιγράμματος στο περιοδικό «Νέα Εστία» (τεύχ. 1.762, Δεκέμβριος 2003) ο επιγεγραμμένος ποιητής φερόταν ως «Αλιμούσιος», ενώ στην παρούσα συλλογή η γενέτειρα μετατοπίζεται αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα προς Βορράν. Εξάλλου εάν παρακινούμενοι από το «Δραμηνός» του πρώτου στίχου αποδώσουμε το επίγραμμα στον Νάσο Βαγενά, οξύνοντας και αμβλύνοντας ανάλογως προς την υπερβολή ή την έλλειψη τα άλλα χαρακτηριστικά, και υποθέσουμε ότι ο ποιητής αυτοσαρκάζεται, θα την έχουμε πατήσει διπλά. Την εκδοχή του αυτοσαρκασμού φαίνεται να ευνοεί το παράθεμα (μότο), περισσότερο διαθλαστικό παρά καθοδηγητικό, που αποτελείται από τέσσερους βραχύτατους στίχους, λεπτομέρεια που τους διαφοροποιεί από τα λοιπά ποιήματα της συλλογής: «Μπαίνοντας στον Αχέροντα/ βράχηκαν τα χειρόγραφα./ Μου πήραν την περούκα τα νερά./ Εμεινα δίχως λύρα». Το ελαφρώς περιγελαστικό αυτό κείμενο υπογράφει ο Πάτροκλος Γιατράς, ο φανταστικός μεταφραστής και μεταπλάστης της «Ερημης χώρας» του Ελιοτ. Αλλά ο Πάτροκλος Γιατράς δεν είναι ο Νάσος Βαγενάς, όπως δεν είναι ο Μενέλαος Σοϊλελμετζίδης ούτε η θεία Ρωξάνη, παρά μόνο μέσα στη γενικότατη παιδιά, μέσα στο «εις τινάς (ποιητάς) παίζειν» του ευφυέστατου συγγραφέα. Το ίδιο ισχύει και για τα επιγράμματα εκείνα στα οποία εμφανίζεται ή και επιγράφεται ο Πάτροκλος Γιατράς.
Παιγνιώδες και εμπαθές
Προτιθέμενος να σχολιάσω άλλοτε κι αλλού ένα προς ένα «επιγράμματα» του ποιητή, και να επιχειρήσω εν καιρώ τη συνολική επισκόπηση των κριτικών που γράφονται ήδη και θα γραφούν για τον «Στέφανο», θα στραφώ, όσο επιτρέπει ο χώρος, στο αινιγματικότερο και «τωθαστικότερο», κατά έναν αρχαίο χαρακτηρισμό που περισυλλέγει όλες τις σχετικές σημασίες (τωθάζω=εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ, σκώπτω, μυκτηρίζω, χλευάζω κ.ά.). Πράγματι το ειρωνικό, παιγνιώδες και εμπαθές του Νάσου Βαγενά -και η εμπάθεια είναι μέσα στο παιχνίδι, όταν μάλιστα εξασφαλίζεται η δυνατότητα ανταπόδοσης- συμπίπτουν ικανώς και κορυφώνονται στο επίγραμμα της σελ. 29:
ΔΑΝΙΗΛ ΜΙΣΡΑΧΗΣ
Αντί επιτυμβίου μου έχω χαράξει
-του το ανταποδίδω από αυτή τη θέση-
το επίγραμμα που θα μου είχε επιδαψιλεύσει
ο αλήστου μνήμης Πάτροκλος Γιατράς:
«Ατάλαντος. Το μόνο καλό του ποίημα
ήταν οι στίχοι που δεν έγραψε».
Στο λίαν πολύπλοκο όσο και δηλητηριώδες αυτό ποίημα ο επιγραφόμενος Δανιήλ Μισράχης, ή Μισραχής (κατά οξυτονία που επιβάλλει ο πίνακας «περιεχομένων» για όσους βέβαια αναγνώστες θα τύχει να τον συμβουλευτούν) συντάσσει και χαράζει κατά πρόνοια στην επιτύμβια στήλη του -τη στήλη που προορίζεται για τον ίδιο- το ακόλουθο χλευαστικό επίγραμμα: «Ατάλαντος. Το μόνο καλό του ποίημα / ήταν οι στίχοι που δεν έγραψε». Το δίστιχο ποίημα, ένα επίγραμμα μέσα σε επίγραμμα (!), εικάζει ο εν ζωή Δανιήλ Μισραχής, θα είχε, δυνητικά, συντάξει εις βάρος του, περιμένοντας το θάνατό του, ο ήδη νεκρός Πάτροκλος Γιατράς. Τους δύο εξουθενωτικούς για ποιητή στίχους εμπνέεται, συνθέτει και επιγράφει προληπτικά ο εβραϊκής πιθανώς καταγωγής Δανιήλ Μισραχής, αυτοσκωπτόμενος και αυτολοιδορούμενος; Μπορεί να είναι έτσι; Μόνον αν δεχτούμε ότι ο Δανιήλ Μισραχής εφαρμόζει το δόγμα της Παλαιάς Διαθήκης (Εξοδος) «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού...», οπότε επί του προκειμένου «επίγραμμα αντί επιγράμματος». Αλλά πώς; Υιοθετώντας το δεινό εμπαιγμό του αντίτεχνου και αντίζηλού του, δεν ανταποδίδει το κακό, το πλήγμα, το επίγραμμα. Δεν του βγάζει τα μάτια... Βγάζει τα δικά του! Ο Πάτροκλος Γιατράς μένει άτρωτος και απρόσβλητος. Καμία θεωρία για αμοιβαίο αντικατοπτρισμό των σκωμματίων εδώ ή στον Αδη δεν σώζει τα πράγματα. Για να βρει το ποίημα την ισορροπία του οφείλουμε να δεχτούμε ότι ο Δανιήλ Μισραχής είναι ένας αυτοτιμωρούμενος, ένας (αυτο)εκμηδενιζόμενος. Θυμίζει τους αυτόχειρες που, κατά την ψυχανάλυση, δεν σκοτώνουν τους εαυτούς τους αλλά έναν μισητό Αλλο.
Αλλά τότε το επίγραμμα που επιλέξαμε να σχολιάσουμε, θέλει και επιζητεί να υπαχθεί στην κατηγορία του ωμού. Ενα δείγμα από την Ελληνική Ανθολογία, με την οποία ο Νάσος Βαγενάς είχε κάθε άλλο παρά μικρή γνωριμία, όπως καταφαίνεται από ενδείξεις διάσπαρτες στο ποιητικό του έργο: ένας κυνηγός που παρά τον βαρύ θηρευτικό του εξοπλισμό και τα λαγωνικά του δεν αξιώθηκε να χτυπήσει το παραμικρό θήραμα, μη έχοντας τι άλλο να θυσιάσει στο βωμό του Πανός, κρέμασε τα σκυλιά του. Το άκρον άωτον που αποτελεί τη βάση της επιγραμματοποιίας, παλαιάς και νέας, άγεται έτσι στο μη περαιτέρω.
Τελειώνοντας οφείλω να σημειώσω ότι εάν κάποιοι αναγνώστες ισχυριστούν ότι στα περί αγράφων στίχων απηχείται παλαιότερος στίχος του Ν. Βαγενά από τη συλλογή «Βιογραφία» του 1978 («Με το κεφάλι βαρύ από άγραφα ποιήματα...») ή άλλων ποιητών (π.χ. του Χρ. Ρουμελιωτάκη), ασκούν το αναγνωστικό τους δικαίωμα, το οποίο πάντως δεν είναι υποχρεωτικό για κανέναν.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΕΛΕΖΙΝΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/01/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις