0
Your Καλαθι
Με τη ραπτομηχανή στην κουζίνα και τους Πολωνούς στους αγρούς
Πόλεις, περιφέρειες και άτυπη εργασία
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Από την «πρωτεύουσα των προσφύγων» ως την «πρωτεύουσα του φασόν»: μια έρευνα για την ιδιαίτερη διάρθρωση των τοπικών αγορών εργασίας καταδεικνύει εύθραυστες ισορροπίες ανάμεσα στην κοινωνική αναπαραγωγή και στην κοινωνική κατάρρευση.
Κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η «σημασία της εργασίας και της διαπλοκής τυπικών και άτυπων μορφών παραγωγής για την κατανόηση της ανάπτυξης συγκεκριμένων τόπων» (σ. 137). Παρά την ακρίβειά της, αυτή η διατύπωση μου φαίνεται πολύ «στεγνή», πολύ «ακαδημαϊκή» για να περιγράψει με λίγες λέξεις ένα βιβλίο γεμάτο χυμούς, που εκτός από την αναμφισβήτητη επιστημονική του σημασία από πλευράς μεθοδολογίας, ιδιαίτερα στις γνωστικές περιοχές της πολιτικής οικονομίας, της περιφερειακής ανάπτυξης, της πολεοδομίας και, φυσικά, της γεωγραφίας, παρουσιάζει ένα ευρύτερο πολιτικό και συνδικαλιστικό ενδιαφέρον.
Το βιβλίο αποτελείται από έξι κεφάλαια. Στα πρώτα δύο οι συγγραφείς αναλύουν τη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν για την κατανόηση τόσο της οργάνωσης του χώρου όσο και της ανάπτυξης των πόλεων και των περιφερειών. Η μεθοδολογία αυτή βασίζεται στην προσέγγιση των προβλημάτων «από τη σκοπιά του κόσμου της εργασίας» που, όπως γράφουν οι συγγραφείς, ξαναβάζει στο παιχνίδι τις «σχεδόν ξεχασμένες έννοιες της εκμετάλλευσης, των ταξικών συγκρούσεων, των αντιθέσεων των δύο φύλων, των τοπικών κοινωνικών συμβιβασμών, των συγκρούσεων μερίδων του κεφαλαίου»... Ειδικότερα στο δεύτερο κεφάλαιο, που έχει τον τίτλο «Ο τόπος και η εργασία», μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την άποψη των συγγραφέων για τη σημασία μιας άλλης χρήσιμης έννοιας, αυτής της «τοπικής αγοράς εργασίας», η οποία αποτελεί το βασικό εργαλείο ανάλυσης στο βιβλίο, καθώς και τους προβληματισμούς τους για τη δυνατότητα σύνθεσης των μακροερμηνευτικών και μικροερμηνευτικών θεωρητικών πλαισίων.
Το τρίτο κεφάλαιο, με τον τίτλο «Ατυπες δραστηριότητες, ευελιξία, τοπική ανάπτυξη: η Ελλάδα στη Νότια Ευρώπη», περιλαμβάνει δύο ιδιαίτερα χρήσιμες για εκπαιδευτικούς, υπό την ευρεία έννοια, λόγους, συνοπτικές κριτικές ταξινομήσεις των άτυπων δραστηριοτήτων και της ευελιξίας, όπως αυτές εμφανίζονται στη διεθνή και στην ελληνική βιβλιογραφία. Το βασικό όμως προτέρημα αυτού του κεφαλαίου είναι ότι δείχνει ότι η εξορκιζόμενη «παραοικονομία» της δεκαετίας του 1980, που το βασικό της πρόβλημα ήταν, όπως υποστήριζαν τότε κάποιοι φίλοι, «η φοροδιαφυγή και οι δυσκολίες που δημιουργούσε στην άσκηση μιας αναγκαίας σταθεροποιητικής» πολιτικής, δεν αποτελούσε κάποια εθνική ιδιαιτερότητα, κάποιον ελληνικό «αναχρονισμό» που «έπρεπε» να διορθωθεί, αλλά ήταν κοινό χαρακτηριστικό του νοτιοευρωπαϊκού καπιταλισμού. Αυτό, μάλιστα, το χαρακτηριστικό ήταν η κύρια αιτία του ιδιαίτερου οικονομικού δυναμισμού που παρουσίασαν, κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, όχι μόνο ορισμένες ελληνικές πόλεις και περιφέρειες, αλλά και κάποιες περιοχές της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Στο κεφάλαιο αυτό ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρουσίαση της αρχής και του τέλους του «θαύματος» της Τρίτης Ιταλίας το οποίο στηρίχθηκε μεταξύ άλλων και στη φτηνή εργασία των γυναικών αλλά ακόμη και παιδιών κάτω των 14 ετών, ενώ είναι βεβαιωμένο ότι κάποιοι από τους κύριους λόγους εφαρμογής τότε και τώρα της ευελιξίας στην παραγωγή ήταν και η αποφυγή καταβολής ασφαλιστικών εισφορών από τους επιχειρηματίες ή ο περιορισμός των απεργιών και γενικότερα του συνδικαλισμού... Παρ' όλ' αυτά και παρά κάποια πρόσθετα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής που διαμορφώθηκαν στον ιστορικό χρόνο (πλούσια γεωργική κληρονομιά, οικογενειακή γεωργία, δυναμικοί συνεταιρισμοί, πολιτική κουλτούρα που εξασφάλιζε τη σταθερότητα κλπ.), τα οποία δύσκολα μπορεί να μεταφερθούν σε άλλες περιοχές, η Τρίτη Ιταλία δεν κατάφερε να αποφύγει την κρίση, που άρχισε να εμφανίζεται στο τέλος της δεκαετίας του 1980 και συνεχίζεται ως τις ημέρες μας. Επιπλέον, και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς, από τις εξελίξεις σε διάφορους κλάδους (π.χ. των ηλεκτρονικών και των τροφίμων) προκύπτει ότι όσοι είχαν θεωρήσει ότι σε αυτήν τουλάχιστον την περιοχή της Ευρώπης είχε επέλθει το οριστικό «τέλος του συγκεντρωτισμού» και του λεγόμενου «φορντισμού» φαίνεται να διαψεύδονται.
Τα κεφάλαια 4 και 5 ασχολούνται με την ελληνική περίπτωση, στην οποία άλλωστε παραπέμπει και ο τίτλος του βιβλίου. Στο τέταρτο κεφάλαιο, που έχει τον τίτλο «Τοπικές αγορές εργασίες στη Μακεδονία και Θράκη: εύθραυστος δυναμισμός και άνιση ανάπτυξη», οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι τη δεκαετία του 1980 η Β. Ελλάδα και ειδικότερα κάποια μεσαίου μεγέθους αστικά κέντρα και μεγάλες ημιαστικές ή αγροτικές εκτάσεις (Κοζάνη - Πτολεμαΐδα, Κιλκίς, Σέρρες, Εβρος, Καστοριά) παρουσίασαν έναν ιδιαίτερο οικονομικό δυναμισμό. Αυτός οφειλόταν σε έναν ιδιόμορφο συνδυασμό τυπικών και άτυπων μορφών παραγωγής και εργασίας. Ειδικότερα ως προς την «άτυπη» δραστηριότητα και τη συναφή «ευελιξία» τονίζεται ο ρόλος των προσλήψεων χωρίς συμβάσεις, των συχνών απολύσεων, της πολλαπλής απασχόλησης στη βιομηχανία, στη γεωργία, στις υπηρεσίες και στον τουρισμό και της έντονης διάκρισης των εργαζόμενων ανάλογα με το φύλο και την εθνικότητά τους, που διαμόρφωσαν, θα έλεγε κανείς, έναν «ιστορικό συμβιβασμό» κράτους, κεφαλαίου, αγροτών και εργαζομένων, ο οποίος εξασφάλισε για μια μακρά χρονική περίοδο την απρόσκοπτη και γρήγορη ανάπτυξη των περιοχών αυτών. Ειδικότερα για το ζήτημα των επιπτώσεων αυτής της διαπλοκής του άτυπου με το τυπικό, με καταλύτη την πολυαπασχόληση, πρέπει να πούμε ότι αυτές ήταν σοβαρές στο ζήτημα της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων που παρουσιάζει έντονες διαφοροποιήσεις.
Όπως και η Τρίτη Ιταλία έτσι και οι «ενδιάμεσες» περιφέρειες της Β. Ελλάδας παρουσίασαν έντονη κρίση στο τέλος της δεκαετίας του 1980, όταν ο ανταγωνισμός από χώρες χαμηλού κόστους αλλά και η γενικότερη ύφεση της οικονομίας έκαναν την εμφάνισή τους, διαρρηγνύοντας τον προηγούμενο ιστορικό συμβιβασμό. Παρ' όλ' αυτά, όπως παρατηρούν οι συγγραφείς, λόγω της ιδιαίτερης διάρθρωσης των τοπικών αγορών εργασίας, περιοχές μεγάλης ανεργίας, όπως η Κοζάνη, η Νάουσα και η Κομοτηνή, δεν παρουσίασαν φαινόμενα κοινωνικής κατάρρευσης όπως π.χ. η Β. Εύβοια και το Λαύριο.
Στο πέμπτο κεφάλαιο οι συγγραφείς παρουσιάζουν τρία συγκεκριμένα παραδείγματα διαπλοκής των άτυπων με τις τυπικές δραστηριότητες, που αφορούν το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, τους Νομούς Ημαθίας και Πέλλας και την πόλη της Καστοριάς. Η ανάλυση εδώ βασίζεται σε έρευνες των ίδιων των συγγραφέων, από τις οποίες οι δύο τελευταίες χρησιμοποιούνται, από όσο ξέρω, για πρώτη φορά. Εδώ φαίνεται περισσότερο καθαρά και με πολύ γλαφυρό τρόπο ο αναντικατάστατος ρόλος των γυναικών φασονιστριών στις «κουζίνες» της Θεσσαλονίκης των πολωνών και αλβανών παρανόμων μεταναστών στην Πέλλα και στην Ημαθία και των ανασφάλιστων γουνεργατών και γουνεργατριών στα εργαστήρια της Καστοριάς.
Προκύπτει, πρώτον, ότι το «φορντικό» μοντέλο ή καλύτερα η «τυπική» μισθωτή απασχόληση σε μεγάλες επιχειρήσεις ουδέποτε έγινε κυρίαρχη στην Ελλάδα. Στη χώρα μας θα μπορούσε να πει κανείς ότι το «κανονικό», το «τυπικό», πρότυπο είναι το «άτυπο», οι λεγόμενες «άτυπες» δραστηριότητες, όπως η εργασία σε μικρές επιχειρήσεις (η οποία μάλιστα μερικές φορές δεν αμείβεται καν), η οικογενειακή εργασία, η αυταπασχόληση, η εποχική, ευκαιριακή και ασυνεχής εργασία κλπ. Συνεπώς η προτροπή προς μεγαλύτερη «ευελιξία», που απευθύνει για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν έχει κανένα νόημα.
Δεύτερον, ότι η «ευελιξία» είχε πράγματι θετικά αποτελέσματα στην οικονομική «ανάπτυξη» ορισμένων πόλεων και περιφερειών της Ελλάδας (αλλά και γενικότερα της Νοτίου Ευρώπης) κατά τις δεκαετίες του 1970 και κυρίως του 1980, χωρίς να μπορέσει να αποτρέψει την κρίση του 1990, η οποία σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο συγκεκριμένο «ευέλικτο» πρότυπο παραγωγής και κοινωνικής αναπαραγωγής.
Τρίτον, και σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου, ότι το τίμημα που πλήρωσε ο κόσμος της εργασίας, και ιδιαίτερα τα πιο ευάλωτα τμήματά του, καθώς και το περιβάλλον, για αυτήν την περιορισμένη χρονικά «ανάπτυξη» ήταν πολύ βαρύ για να σκέπτεται κανένας να το επεκτείνει και σε άλλες ομάδες του πληθυσμού.
Στην αρχή του τελευταίου κεφαλαίου οι συγγραφείς αναφέρουν ότι το βιβλίο τους αποτελεί το τέλος του ερευνητικού τους ταξιδιού στον χώρο των άτυπων δραστηριοτήτων. Αν και γνωρίζω την προσοχή με την οποία οι δύο συγγραφείς επιλέγουν τις λέξεις στα κείμενά τους, ελπίζω ότι στο σημείο αυτό ξαστόχησαν και ότι το βιβλίο είναι απλώς η τελευταία στάση ενός ταξιδιού που συνεχίζεται. Ο λόγος για τον οποίο πιστεύω ότι δεν πρέπει να σταματήσει η συγκεκριμένη ερευνητική τους δραστηριότητα (που διαρκεί πάνω από δέκα χρόνια και δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τη γενικότερη ιδεολογική και πολιτική τους στάση), είναι ότι τη θεωρώ ιδιαίτερα χρήσιμη για την κατανόηση του κόσμου γύρω μας. Μπορεί να μην υπάρχει σήμερα κάποιος «κοινωνικός αυτοματισμός» που να συνδέει τη γνώση του κόσμου με την αλλαγή του, αλλά αν καταφέρνουμε να ερμηνεύουμε τις παλιότερες και τις πρόσφατες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις τουλάχιστον δεν θα πέφτουμε θύματα της οποιασδήποτε προπαγάνδας.
Χαράλαμπος Γολέμης, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 22-03-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις