0
Your Καλαθι
Μία αλφάβητος κωφαλάλων ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Με 27 κολάζ του Νάνου Βαλαωρίτη
Έκπτωση
46%
46%
Περιγραφή
Τα κολάζ αυτά έγιναν τη δεκαετία του 1970 στην Καλιφόρνια κι είχαν εκτεθεί σε μια μικρή γκαλερί του Σαν Φρανσίσκο και μερικά παρουσιάστηκαν στο περιοδικό Androgyne. Η ιδέα ήταν να φτιαχτεί ένα αλφάβητο κωφαλάλων σε συνδυασμό με ορισμένες εικόνες, έτσι ώστε να μιλάνε με την άηχη εικαστική γλώσσα που να υποβάλλει προοπτικές. Σ' αυτή τη σειρά έρχονται τώρα να προστεθούν και ποιήματα, που δεν αντιστοιχούν μεν θεματικά αλλά που απηχουν λεπτομέρειες στις εικόνες έτσι ώστε ο αναγνώστης να τις συλλαμβάνει μόνος του. Η ονειρική ατμόσφαιρά τους γίνεται τότε εικονολεκτική.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι ο άνθρωπος-φαινόμενο των ελληνικών γραμμάτων του τελευταίου τρίτου του 20ού αιώνα. Από πολλές απόψεις, με το έργο του, τη στάση του και τις πράξεις του έχει χαράξει ανεξίτηλα όσο κανένας άλλος το σώμα της πρωτοποριακής ελληνικής λογοτεχνίας. Και τι δεν έχει γράψει: ποίηση, μυθιστόρημα, διήγημα, δοκίμιο, θέατρο. Ανατρεπτικός, επαναστατικός και κοσμοπολίτης, «συνέφαγε» ως ίσος με τον Αντρέ Μπρετόν στα σουρεαλιστικά μαγειρεία των Παρισίων, όπου έζησε τη δεκαετία του '50. Επανελθών στο Κολωνάκι ίδρυσε το περιοδικό «Πάλι», το οποίο τάραξε, από το 1963 ως το 1967, τα λιμνάζοντα ύδατα των παλαιομοντερνιστών του Οίκου Γεώργιος Κατσίμπαλης και Σία. Επί χούντας πήγε στην Αμερική όπου δίδαξε στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο Ομηρο, Θέατρο και Σουρεαλισμό. Τα τελευταία δέκα χρόνια, με το ένα πόδι στο Κολωνάκι και το άλλο στην Καλιφόρνια, «βγάζει» βιβλία με μεγάλη συχνότητα και ταχύτητα. Θα σταματήσω όμως εδώ τα βιογραφικά για να μην εκληφθεί η παρούσα παρουσίαση ως «νεκρολογία», αφού ο Νάνος Βαλαωρίτης, αν και ογδοηκοντούτις, ζει, βασιλεύει, εξακολουθεί να δημιουργεί, να γράφει, να είναι πολέμιος της μετριότητας και να συμπεριφέρεται τουλάχιστον ως πενηντάρης.
Ειρωνεία και χιούμορ
H Αλφάβητος κωφαλάλων είναι το γνήσιον τέκνον του σουρεαλισμού. Θέλω να πω ότι αν τα ποιήματα και τα κολάζ της δεν είναι ο κατ' εξοχήν και κατ' εξακολούθησιν σουρεαλισμός, τότε δεν ξέρω ποιος μπορεί να είναι. Επειδή έτυχε να είμαι αυτόπτης μάρτυρας της κατασκευής των κολάζ της συλλογής στο σπίτι του ποιητή στην Οκλάνδη της Καλιφόρνιας τη δεκαετία του 1970, νομίζω ότι δικαιούμαι να πω τη γνώμη μου τώρα που ήρθαν και τα ποιήματα και «έδεσε» η αλφαβήτα. Μόνα τους τα κολάζ ήταν σαν τα επτά μας φωνήεντα, ορφανά, άηχα και α-σύλλαβα. Με τα ποιήματα (που είναι τα δεκαεπτά μας σύμφωνα), γραμμένα από το 1990 ίσαμε το 2003, τα κολάζ βρήκαν ήχο και λόγο ύπαρξης. Πρόκειται για 19 ποιήματα που διεισδύουν μέσα στον μαγικό κόσμο των 27 κολάζ. Γραμμένα όχι για να ερμηνεύουν τα κολάζ αλλά για να παραπλανήσουν τον αναγνώστη δημιουργώντας του την ψευδαίσθηση ότι, τάχα, υπάρχει αλληλεξάρτηση ποιήματος-κολάζ, τα ποιήματα είναι αυτοτελείς και αυτόνομες σουρεαλιστικές συνθέσεις που «σπρώχνουν» τον αποδέκτη στον κόσμο της σουρεαλιστικής ποιητικής ανάπτυξης μέσω της ειρωνείας, του χιούμορ, της ερεθιστικής εικονοπλασίας και μιας α-συνεπούς ροής με υπαινικτικότητα και χειμαρρώδη φαντασία. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για αλφάβητο κωφαλάλων, οπότε δεν θα ήταν παράδοξο αν τα ποιήματα διαβάζονταν και με τη γλώσσα των σημείων, των συμβόλων, των αλληγοριών και των μεταφορών. Και σε όλα αυτά ο Νάνος Βαλαωρίτης έχει αποκτήσει τρομερή πείρα και ειδίκευση, διεκπεραιώνοντας με μεγάλη ακρίβεια το παιχνίδισμα του υπαινιγμού, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να μας περνάει στην απέναντι όχθη της σουρεαλιστικής μαγείας αβρόχοις ποσί. Συγχρόνως, η Αλφάβητος κωφαλάλων είναι το έσχατο στάδιο της αυτόματης γραφής η οποία, ειδικά με τον Βαλαωρίτη, κατακτά νέα πεδία, προωθώντας ένα βήμα πιο πέρα την ελληνική πρωτοπορία.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι αναμφισβήτητα ο τελευταίος των γνησίων ελλήνων υπερρεαλιστών και μόλις πρόσφατα επανέκαμψε στα πατρώα εδάφη. Από τους λόφους της Οκλάνδης λοιπόν, στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Από το «Savoy Tivolli» και το «Vezouvio» του Αγίου Φραγκίσκου, στη «Λυκόβρυση», στο «Φίλιον» και στου «Κοραή» της Αθήνας. Τα στέκια αλλάζουν, αλλά οι εμπνεύσεις και οι ποιητικοί παλμοί παραμένουν οι ίδιοι, δυνατοί, ανατρεπτικοί, με φαντασία και τόλμη. Και ο Νάνος στέκει ως φάρος που αναβοσβήνει στο λιμάνι της σύγχρονης ποίησης, δείχνοντας στους ομιλούντες με ποιον τρόπο ο κόσμος των κωφαλάλων αποκτά εικονολεκτική ατμόσφαιρα.
Ντίνος Σιώτης (είναι εκδότης της λογοτεχνικής επιθεώρησης «Mondo Greco»)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-01-2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η ιστορία του καινούριου ποιητικού βιβλίου του Νάνου Βαλαωρίτη ξεκινάει από τη δεκαετία του '70, στην Καλιφόρνια, όταν μια σειρά από κολάζ του παρουσιάστηκαν σε μια μικρή γκαλερί του Σαν Φραντσίσκο, καθώς και στο περιοδικό «Androgyne». Η ιδέα, όπως σημειώνει ο ίδιος, ήταν να «φτιαχτεί ένα αλφάβητο κωφαλάλων σε συνδυασμό με ορισμένες εικόνες», οι οποίες θα δημιουργούσαν μιαν «άηχη γλώσσα», ικανή να παίξει με τον υπαινιγμό και την υποβολή. Τα χρόνια πέρασαν και στη σειρά των κολάζ ήρθαν να προστεθούν και κάποια ποιήματα, τα οποία μπορεί να μη λειτουργούν ακριβώς ως λεκτική τους προέκταση, αλλά σίγουρα δεν είναι άσχετα με τον παράταιρο και ετερόκλιτο εικαστικό τους κόσμο. Ο παράταιρος και ετερόκλιτος κόσμος αποτελεί, εντούτοις, πέραν της εικαστικής εκδοχής του, μια πραγματικότητα, η οποία συνοδεύει τον Βαλαωρίτη από την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα μέχρι σήμερα. Αναθρεμμένος με τις αναζητήσεις του κύκλου του Αντρέ Μπρετόν, αλλά και με τις εκφραστικές ανατροπές του Ανδρέα Εμπειρίκου και του Νίκου Εγγονόπουλου, ο ιδιότυπος και απόκεντρος αυτός ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, που έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεών του και στην πεζογραφία (πάντα, όμως, από μιαν εμφανώς ποιητική σκοπιά), δεν απέβαλε ποτέ το εικονοκλαστικό του πνεύμα, το οποίο παραμένει ακέραιο και ασταμάτητα εφευρετικό (όπως αποδεικνύει και η ανά χείρας έκδοση) ώς την πλήρη ωριμότητά του.
Συνεπής πορεία
Οσοι έχουν παρακολουθήσει τα σχετικά πρόσφατα ποιήματα και πεζά του Βαλαωρίτη (από την «Αλληγορική Κασσάνδρα» του 1998 και την «Κάθοδο των Μ.» του 2002, σε ό,τι αφορά τα ποιήματα, και από την «Παραμυθολογία» του 1996 και το «Σκύλο του Θεού» του 1998 ώς τα «Σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου» του 2002, σε ό,τι αφορά τα πεζά), δεν θα εκπλαγούν ασφαλώς με την τωρινή, καινούρια συλλογή του, που συνεχίζει με συνέπεια μιαν από καιρό αποφασισμένη και προσδιορισμένη πορεία. Ο,τι πρωτίστως απασχολεί τον Βαλαωρίτη στη γραμμή αυτής της πορείας είναι η δημιουργία ενός επίμονα ειρωνικού και ψευδαισθητικού περιβάλλοντος, όπου τον κυρίαρχο ρόλο κρατούν οι αλληλοαντικρουόμενες, σαφώς αντιθετικές ή και εντελώς παράλογες συνευρέσεις. Η αθωότητα συναντά εδώ την πορνεία, η υψηλότερη ευγένεια ανακατώνεται με την ταπεινότερη χυδαιότητα, ο μύθος αγκαλιάζεται με την Ιστορία, το υπερβατικό συνυπάρχει με το ρεαλιστικό, το τοπικό σαλεύει πίσω από το κοσμοπολίτικο, το εύλογο και το πιθανό ανοίγουν διάλογο με το απίθανο και το τυχαίο.
Κάθε ποίημα ξεχωριστά, όπως και η συλλογή στο σύνολό της, είναι μια διαρκής μετάλλαξη: Ενα μεγάλο και ακανθώδες συμπίλημα, στο εσωτερικό του οποίου συγχωνεύονται τα πλέον ετερογενή υλικά, προκειμένου να απειλήσουν (ή εν πάση περιπτώσει να υποβάλουν τη φαντασίωση μιας τέτοιας απειλής) την έλλογη, καρτεσιανή τάξη των πραγμάτων (αν μπορούμε να ονομάσουμε έτσι την εποχή μας). Κι εκείνο που κυριαρχεί σ' αυτό το εξαρχής και προγραμματικά υπονομευμένο πλαίσιο είναι, βέβαια, το αναρχικό πανηγύρι της διάσπασης και της διάλυσης όλων των καθιερωμένων μορφών, μοτίβων και αξιών προς όφελος μιας πέρα για πέρα κερδισμένης ατομικής ελευθερίας, που καλείται να στηρίξει και να υποστυλώσει την ύπαρξη ακόμη και στις δυσκολότερες στιγμές της, ξορκίζοντας κοροϊδευτικά τόσο τις ποικίλες, επιμελώς κρυμμένες ανασφάλειές της όσο και τα βαθύτερα, απειθάρχητα και ανεξέλεγκτα άγχη της: «Ενα ανέκδοτο αισχρό έγινε αφορμή / στα εξ ων συνετέθη να διαλυθεί / μιας μοναχής η αυστηρή αρετή / Ποιο απίθανο ρητό θα έκανε / σε μια γωνιά του παράδεισου / να πεθάνει απ' τα γέλια ο Θάνατος;»
Από το μοντερνισμό στο μεταμοντέρνο
Η κοροϊδία, ωστόσο, και το προτεταμένο, αναιδές ύφος δεν αποτελούν για τον Βαλαωρίτη μέσα μιας απλής ψυχικής αποφόρτισης. Πιο πολύ στήνουν τη γέφυρα για να περάσει η ποίησή του από τη δραματική συνθήκη του μοντερνισμού (από την επαναστατική άρνηση της ενότητας και της συνέχειας) στη σκόπιμη ελαφρότητα του μεταμοντέρνου (στο κατά τόπους, προσωρινό και κατά περίσταση ρήγμα), που όλο και αυξάνει (σαν μια περίπου αναπόφευκτη κατάσταση) τη δύναμη και την επιρροή του: «Γι' αυτό Αχυρένιε άνθρωπε σώνει και καλά / Θέλεις να μάθεις τ' αδύνατα δυνατά / Ποιος άθλιος άνεμος σε πήρε και σε σήκωσε / Και σ' άφησε στην πόρτα μου μπροστά; / - Μην το πεις ετούτο σε κανέναν - Μα / Δυστυχώς είμαι λιγάκι ελαφρός / Και δεν παίρνω τίποτα στα σοβαρά / Και μ' έπιασε απ' τα μαλλιά ο ουρανός / Τα μαλλιά σου σκόρπισαν σαν άχνα / Που αλωνίζουνε αλωνιστές στ' αλώνι / Μα 'συ Αχυρένιε μου πρόσεξε καλά / Μη σε ξεφτίσουν γρήγορα οι χρόνοι».
Αναλόγως χαλαρή είναι και η γραφή του ποιητή. Επιστρέφοντας από τον ανομοιοκατάληκτο λόγο στη ζευγαρωτή και τη σταυρωτή ρίμα, τις μάλλον απλούστερες περιπτώσεις ομοιοκαταληξίας, τις οποίες και τηρεί μόνο κατά το δοκούν, εγκαταλείποντας αμέσως τη ρότα τους όταν του προκύψει εκ νέου η ανάγκη του ελεύθερου στίχου, ο Βαλαωρίτης αποφεύγει και τις περίπλοκες ή τις ανοίκειες και σκοτεινές διατυπώσεις. Τα ποιήματά του είναι ένα ανοιχτό, φύσει εύληπτο και ευανάγνωστο τοπίο, στο οποίο ανθούν τα ονόματα τόπων και ανθρώπων. Ονόματα που μπορεί να φτιάξουν δεκάδες παιγνιώδεις καταλόγους, αλλά κι εκατοντάδες ηχητικά κατάστιχα, των οποίων τα πολλαπλά ακούσματα δεν χρειάζεται ούτε να ερμηνεύσουμε λογικά ούτε να αποκρυπτογραφήσουμε πραγματολογικά. Αρκεί, νομίζω, στο σημείο αυτό να χαρούμε την απροσδόκητη εναλλαγή τους και τους ξαφνικούς μετατονισμούς τους, που μας θυμίζουν πως η ποίηση είναι πριν και πάνω απ' όλα ένα εντατικό και ανυποχώρητο παιχνίδι με τη γλώσσα και τις αναρίθμητες δυνατότητές της.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/03/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις