0
Your Καλαθι
Και στα Ταταύλα χιόνι
Περιγραφή
Πολλοί πιστεύουν ότι η ζωή της ελληνικής ομογένειας στην Πόλη ήταν πάντα χιονισμένη.
Με μια πολύ ενδιαφέρουσα μείξη νοσταλγίας και χιούμορ, ο συγγραφέας περιγράφει αυτό που ελάχιστοι γνωρίζουν, μια κοινωνία ήπια και ανεκτική, οπλισμένη μ' έναν πολυεθνισμό γεμάτο αυτοπεποίθηση, που είχε τη δύναμη να απορροφά και να επουλώνει τους μεγάλους κλυδωνισμούς και τις καταστροφές που γνώριζε κατά καιρούς η ιστορική μειονότητα της Πόλης.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οποιος είπε «Λωξάντρες δεν υπάρχουν πια, τις έφαγε η ιστορία», τον προτρέπω να πάει σ' ένα βιβλιοπωλείο και να ζητήσει το βιβλίο «Και στα Ταταύλα χιόνι» του Γιώργου Βαλασιάδη, Ελληνα εκ Κωνσταντινουπόλεως, νυν κατοίκου Γερμανίας -...Θεός σ'χωρέσ' τα πεθαμένα του Ομήρου με τον Οδυσσέα του. Τσιράκια του μας έκανε (σελ. 65)- καθ' όλα ευυπόληπτου Πολίτη, νοικοκυρεμένου οικογενειάρχη, συνεπούς και επιτυχημένου επαγγελματικά και κοινωνικά επιστήμονα, πράγματα που δεν θα τα ξέρει οπωσδήποτε ο βιβλιοπώλης, ο οποίος απλώς θα του δώσει το βιβλίο, όπως θα του 'δινε ένα οποιοδήποτε βιβλίο, ίσως με κάποια ιδιαίτερη ευχαρίστηση, γιατί θα ξέρει πως οι εκδόσεις «Γαβριηλίδη» όλο και κάτι καλό θα σκέφτηκαν πάλι να εκδώσουν. Και τι σημασία έχει αυτός ο συγγραφέας; Δεν τον γνωρίζω, τη σήμερον ημέρα αυτοί ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Και τι με νοιάζει από πού είναι κι ότι ζει όπου γης, κι αν είναι τρεις φορές μετανάστης, κι αν έβγαλε βιβλίο σε μια ηλικία που άλλοι είναι πια φτασμένοι; Ε, αυτός δεν το 'βαλε κάτω. Ασε να δούμε πώς θα πάει. Τι να σου πω τώρα αν είναι καλό, μήπως το διάβασα; Τι να προλάβεις πια να διαβάσεις μ' αυτήν την υπερπαραγωγή. Να, κοίτα το οπισθόφυλλο, ενδιαφέρον ακούγεται, έχει και γλωσσάρι. Τι το θέλει το γλωσσάρι; Δεν γράφει ελληνικά ο άνθρωπος; Πάντως το ότι το προλογίζει ο Μάρκαρης κάτι σημαίνει. Αυτός εξάλλου είναι και πολύ γνωστός εκεί πάνω σε σας, στη Γερμανία. Δεν είναι κι ακριβό, πάρ' το και πες μου, αν ξαναπεράσεις, τη γνώμη σου!
Κι εκείνος θα το πάρει τελικά, γιατί το ένστικτό του κάτι του λέει εμπιστευτικά και, μα τον Θεό, δεν θα το μετανιώσει. Μαζί του θα περάσει μερικές ωραίες ώρες, θα χορτάσει νοσταλγία, θα ευχαριστηθεί ειρωνεία, θα γλεντήσει με τα στιγμιότυπα αυτής της ιδιαίτερης καθημερινότητας της Πόλης και των περιχώρων που περιγράφονται με μια αβάσταχτη ελαφρότητα όσο τραγικά κι αν είναι, μονολεκτικά σχεδόν, και γι' αυτό συγκλονιστικά: Σαν να μην έφτανε αυτό, επιστρατέψανε και τους δυο γιους της, τον Γιώργο και τον Ξενοφώντα, και τους έστειλαν, τον έναν στην Ερζουρούμ και τον άλλον στο Σίβας. Ο μεν Γιώργος γύρισε μετά τέσσερα χρόνια ψυχικό ράκος, ο δε Ξενοφών σωματικό (σελ. 40). Σας θυμίζει Δαρείου και Παρυσάτιδος γίγνονται παίδες δύο...;
Μέσα από μικρές, προσωπικές ιστοριούλες - κεφάλαια, 16 τον αριθμό, που αρχίζουν με τους προπάτορες, ίσον Γένεσις, έπειτα νηπιακή περίοδος, πρώτα βήματα στο σχολείο, και προχωρούν ηλιακιακά για να τελειώσουν με το Εχε γεια, Παναγιά,... ίσον Ο τελευταίος κρίκος και Επίλογος ή Φινάλε, αναβιώνει ολοζώντανη η μικρή κοινωνία της οικογένειας, των συγγενών, κουμπάρων, φίλων, γειτόνων, όλου αυτού του μικρόκοσμου που αυτοαποκαλούνταν «η ομογένεια», με όλες της τις χαρές και λύπες, τα τερτίπια, τις καλοσύνες, τις μικροαπάτες και μικροπονηριές, τις μεγαλειώδεις αντοχές των γυναικών, από τις πιο αθώες σκανταλιές των παιδιών ώς τις πιο επικίνδυνες αμάχες, τον τρόπο βιοπορισμού των πατεράδων, επαγγέλματα και τα ονόματά τους, που βρίσκεις πια μόνο στα ειδικά λεξικά, οι σχέσεις με τους Τούρκους ατόφια και ειλικρινά, μικροέρωτες και το ξύπνημα της σεξουαλικότητας, ακόμη και μια γοητευτική τοπιογραφία της Πόλης, κυρίως της περιοχής των Ταταύλων, βεβαίως, -ας θυμηθούμε τον τίτλο.
Και ενώ η κατάταξη του περιεχομένου μοιάζει κατ' αρχάς ολίγον τι αφελής, ο αναγνώστης βρίσκεται σύντομα μπροστά σ' ένα σχεδόν σπονδυλωτό μυθιστόρημα με αρχή και τέλος τραγικό, αλλά χωρίς θρηνολογήματα και εξηγήσεις:... Επεσα στην αγκαλιά του φίλου μου που ήρθε να αντικρύσει τον αδερφό του. Τον χαιρετάω και «πότε με το καλό θα φάμε κουφέτα από το σουμπιάνι;» με ρωτάει. «Πάμε για κανένα καφεδάκι και στα λέω» του κάνω εγώ σκουπίζοντας κάτι υγρό στο μάγουλο... (σελ. 139).
Και όλα αυτά με ένα ξεκαρδιστικό, συχνά πικρό χιούμορ, που δεν τραβάει μακριά, παρά είναι αυθόρμητο και επομένως στιγμιαίο, έτσι σαν επιστέγασμα μιας σκηνής, που ώσπου να την καλοσκεφτείς σε συνεπήρε η επόμενη. Κι αυτό, γιατί ο συγγραφέας μας ξέρει να κρατά τις ισορροπίες, να μην το παρακάνει ξεχειλώνοντας τη διήγηση, αλλά να την κόβει στα αποκορύφωμά της.
Για τη σεμνή γοητεία της γλώσσας τι να πω εγώ; Αρκεί να διαβάσει κανείς αυτό το προλόγισμα του Πέτρου Μάρκαρη, του συντοπίτη του, και θα μπει αμέσως στο νόημα.
Μία διαπίστωση μόνον. Πόσο δηλαδή έχουμε ήδη απομακρυνθεί εμείς απ' αυτήν τη ντοπιολαλιά, την ανάμεικτη με τούρκικες, αλλά μορφολογικά εξελληνισμένες λέξεις, ώστε να χρειάζομαστε απαραίτητα το γλωσσάρι που γενναιόδωρα πρόσθεσε στο βιβλίο ο Πέτρος Μάρκαρης, και που συχνά αποδείχνεται, για μένα τουλάχιστον, ανεπαρκές, γιατί οι ελλείψεις της «αποκαθαρμένης» εν τω μεταξύ γλώσσας μού είναι σχεδόν οδυνηρές.
Και στα Ταταύλα χιόνι είναι το πρώτο βιβλίο του Γιώργου Βαλασιάδη που βγήκε στην Ελλάδα. Ειρήσθω, εντούτοις, εν παρόδω, όχι και το πρώτο του δημοσίευμα. Ηδη το 1992 δημοσιεύτηκε το διήγημά του «Ο νονός μου και ο Αριστοτέλης» στα ελληνικά, γερμανικά και τουρκικά, στην τρίγλωσση ανθολογία KALIMERHABA (Κολονία, εκδόσεις «Romiosini»), που έφερε εν δυνάμει στοιχεία του τωρινού του βιβλίου. Στη συνέχεια, δημοσιεύτηκαν, το 1999, το διήγημά του «Κάθαρσις», στα ελληνικά και γερμανικά, στη δίγλωσση ανθολογία «Γερμανία οι Ελληνές σου», και το 2000, στα γερμανικά, το διήγημά του «Sayonara», στην Ανθολογία «Γεράματα στα ξένα», στον ίδιο εκδοτικό οίκο, ενώ στο συρτάρι του κρύβονται σίγουρα κι άλλα διαμαντάκια.
ΝΙΚΗ ΑΪΝΤΕΝΑΪΕΡ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/08/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις