0
Your Καλαθι
Ο άνθρωπος και το κοχύλι
Με τα σχέδια του Henri Mondor
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Εχει επισημανθεί από πολλούς σχολιαστές ότι ο Βαλερί αρεσκόταν να μας υπενθυμίζει ότι πολλά από τα έργα του γεννήθηκαν έχοντας ως αφορμή ένα τυχαίο και ασήμαντο γεγονός και όχι μια προϋπάρχουσα αισθητική ιδέα. Αλλωστε, γι' αυτόν τον μαθηματικό μεταξύ των γάλλων ποιητών, η πιθανότητα να βρει κανείς την ιδέα για μια ήδη κατασκευασμένη ρίμα είναι μεγαλύτερη από την αντίθετη περίπτωση, όπου, δεδομένης της ιδέας, αναζητείται η ρίμα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η θεμελίωση της ποιητικής του Βαλερί στη θεωρία των πιθανοτήτων αποτελεί σημείο αναφοράς και για την αισθητική σημασία του αμφίσημου αντικειμένου. Το objet ambigu δεν έχει τον καθορισμό ενός διαρκούς και ανεπανάληπτου εμπειρικού ίχνους μέσα στον χωρόχρονο, δεν εξαντλείται δηλαδή στην εκάστοτε υλική μορφή του αλλά προδιαγράφει έναν ορίζοντα δυνατοτήτων, μέσα από τον οποίο αναδύεται κάθε φορά η καλλιτεχνική ή επιστημονική μορφή ως κάτι απίθανο και απρόβλεπτο. H πιθανότητα του απίθανου συνιστά τον λογικό τύπο του αισθητικού αντικειμένου.
H αμφιβολία του Σωκράτη
Μια προγενέστερη εκδοχή του Ο άνθρωπος και το κοχύλι (1937) περιλαμβάνεται στον διάλογο Ευπαλίνος ή ο αρχιτέκτων (1923). Εκεί ο Σωκράτης διηγείται στον Φαίδρο πώς, περπατώντας στην ακροθαλασσιά, στα σύνορα δηλαδή μεταξύ στεριάς (τάξης) και θάλασσας (αταξίας) - κοινός τόπος στο έργο του Βαλερί -, βρήκε ένα παράξενο αντικείμενο, που του διέγειρε την προσοχή και το περισυνέλεξε για να το μελετήσει. Το εύρημα (objet trouve) χαρακτηρίζεται από τον Σωκράτη ως «ένα αμφίβολο και πολυσήμαντο πράγμα... ένα τιποτένιο αντικείμενο, άξιο να συγκριθεί με το κουτί της Πανδώρας, που έκλεινε μέσα του όλα τα καλά και όλα τα κακά μαζί». H ψυχική διάθεση προς την οποία μεταβαίνει ο 18χρονος ακόμη Σωκράτης είναι εκείνη της αμφιβολίας και της αδυναμίας να αποφασίσει: «Να ήταν το περίεργο εκείνο πράγμα έργο της ζωής ή της τέχνης, ή έργο του χρόνου και παιχνίδι της πλάσης;»
Αντιλαμβανόμαστε ότι η αμφισημία του αντικειμένου είναι της ίδιας τάξης με την αμφιβολία του νεαρού Σωκράτη, ο οποίος δεν έχει ακόμη αποφασίσει εάν θα υλοποιήσει τις καλλιτεχνικές ορμές του («υπήρχε μέσα μου ένας αρχιτέκτων»), αποδεχόμενος την πολυσημία του πράγματος, ή εάν θα γίνει ο στοχαστής που απαλλάσσεται «από την ενοχλητική εικόνα του ευρήματός του...», ρίχνοντάς το πίσω στη θάλασσα. Ο Σωκράτης του Βαλερί δεν ανέχεται αυτή την αμφιβολία, πετά το εύρημά του πίσω στη θάλασσα και, μαζί με αυτό, τον δυνάμει «καλλιτεχνικό Σωκράτη» (Νίτσε). Με την απόρριψη της αισθητικής στάσης, ο φιλόσοφος σπάζει «την αιώνια σιωπή των απέραντων εκτάσεων που τον τρομάζουν» και στρέφεται «προς την ξηρά», για να γίνει ο εχθρός του ποιητή. Εν τούτοις ο Σωκράτης, απευθυνόμενος προς τον Φαίδρο, θα αναγνωρίσει εκ των υστέρων τη χαμένη ευκαιρία: «Σου είπα πως γεννήθηκα πολλοί άνθρωποι και πέθανα ένας μόνο».
Φύση/τέχνη
Στο Ο άνθρωπος και το κοχύλι ο Βαλερί επανέρχεται στο θέμα της διαφοράς φυσικού και τεχνητού αντικειμένου, επιχειρώντας μια πιο διεισδυτική ανάλυση του objet trouve. Ο ανυποψίαστος αναγνώστης θα μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό που κάνει ο Βαλερί είναι να συνεχίζει την πλατωνική παράδοση, που θέλει την τέχνη να μιμείται την, κατά πολύ ανώτερή της, φύση· ή ακόμη ότι δεν προσθέτει τίποτε παραπάνω στη συζήτηση περί φύσης και τέχνης απ' όσα συνεισέφερε σχετικά ο αριστοτελικός στοχασμός. Πρόκειται ωστόσο για ολότελα εσφαλμένη πεποίθηση. Αν υπάρχει κάποιος, μεταξύ των απογόνων του Μαλαρμέ, που ανύψωσε το καλλιτεχνικό αντικείμενο σε περίοπτη θέση, ερμηνεύοντάς το ως προϊόν επιλογής και δόμησης στοιχείων αντλημένων από ένα ευρύ φάσμα δυνατοτήτων, αυτός είναι σίγουρα ο Βαλερί. Μολαταύτα, δεν θα πρέπει να προσχωρήσουμε αβίαστα στην υπόθεση ότι ο Βαλερί αντιστρέφει απλώς τον πλατωνισμό. Μια ενδελεχής προσέγγιση του βαλερικού στοχασμού θα ήταν σε θέση να εντοπίσει ότι αυτό που τονίζεται με την εμφάνιση του αμφίσημου αντικειμένου είναι κάτι που απουσιάζει παντελώς από την κλασική οντολογία. Το εύρημα έχει μεν μια ορισμένη μορφή, αλλά δεν παραπέμπει σε καμία αισθητική ιδέα. Συνεπώς δεν μπορεί να αναχθεί μονομερώς σε κάποιον από τους όρους του γνωστού δίπολου φύση/τέχνη. Το αμφίσημο αντικείμενο είναι, με όρους της πρώιμης νεωτερικής αισθητικής του υψηλού, ένα «σχεδόν τίποτα», ένα «δεν-ξέρω-τι», αφού δύναται να είναι και να σημαίνει τα πάντα. Το κρίσιμο ερώτημα εδώ δεν είναι ποιος το δημιούργησε αλλά ποιος μπορεί να αντέξει - και πόσο - αυτή την γκρίζα ζώνη της απροσδιοριστίας, όπου όλες οι αποφάσεις αναστέλλονται και όπου όλες οι μορφές, φυσικές και τεχνητές, είναι εξίσου πιθανό να εμφανιστούν. Στη θεωρία της πληροφορικής, το φάσμα αυτό ονομάζεται «λευκός θόρυβος». Είναι το βουητό που ο άνθρωπος ο οποίος κινείται στα όρια στεριάς και θάλασσας ακούει όταν βάλει το αφτί του σ' ένα κοχύλι.
Δυνατοί κόσμοι
Ας μη βιαστούμε να συγκρίνουμε το αμφίσημο αντικείμενο του Βαλερί με το ψυχαναλυτικό «αντικείμενο του πόθου» ή με το «πράγμα» του Χάιντεγκερ ή και με το καλλιτεχνικό αντικείμενο του σουρεαλισμού, αν και πολλοί είναι οι ιστορικοί και δομικοί λόγοι που θα συνηγορούσαν υπέρ μιας τέτοιας αναλογίας. Ας αρκεστούμε σε μία και μόνη επισήμανση, η οποία αποκαλύπτει ως αμφίσημο αντικείμενο την ίδια τη λέξη και τη γλώσσα ως ορίζοντα δυνατοτήτων. Για τον γάλλο στοχαστή, το ποιητικό ή λογοτεχνικό «έργο» υφίσταται μόνο ως διαδικασία και κανένας δεν μπορεί να αποφανθεί για την ολοκλήρωσή του, αφού το έργο «είναι», όσον αφορά την υλική του υπόσταση, «μια κατάσταση μεταξύ άλλων, η οποία ανήκει σε μιαν ακολουθία μετασχηματισμών ικανών να συνεχίζονται... επ' αόριστον». Γίνεται αντιληπτό ότι ο Βαλερί αναγνωρίζει τη μορφή αυτού του κόσμου και των αντικειμένων του ως τυχαία και άρα μεταβλητή.
H στροφή της βαλερικής σκέψης προς μια κατάσταση όπου κυριαρχεί ακόμη το σύνολο των δυνατοτήτων μορφοποίησης του υποκειμένου, του αντικειμένου και της γλώσσας εξηγεί γιατί για τον Βαλερί το θαυμαστό δεν συνίσταται στο γεγονός ότι τα πράγματα (π.χ. τα έργα τέχνης) είναι υπαρκτά και όχι ανύπαρκτα, αλλά στο ότι «είναι αυτά που είναι και όχι διαφορετικά».
H δυνατότητα απεριόριστης βελτιστοποίησης του καλλιτεχνικού αντικειμένου φέρει σήμερα μια ονομασία που δεν προέρχεται από τον χώρο της κλασικής αισθητικής αλλά από τον κόσμο της δυνητικής πραγματικότητας: αποσφαλμάτωση (debugging). Το υποκείμενο απολαμβάνει εδώ όχι το ίδιο το αντικείμενο αλλά την πλήρη ελευθερία του από τον κόσμο των «δεδομένων» και των «πεπραγμένων». H λογική έννοια των «δυνατών κόσμων» που διατύπωσε ο Λάιμπνιτς στα τέλη του 17ου αιώνα φαίνεται να αποτελεί και τον ορίζοντα του αμφίσημου αντικειμένου. Ο Βαλερί, ο οποίος διαφωνούσε με τις ενεργειακές έννοιες των Νίτσε και Φρόιντ, θα συμφωνούσε σίγουρα με τον «άνθρωπο χωρίς ιδιότητες» του Μούζιλ, ο οποίος ισχυριζόταν ότι μελλοντικά θα χρειαζόμαστε περισσότερο την αίσθηση της δυνατότητας παρά την αρχή της πραγματικότητας.
Διονύσης Καββαθάς (καθηγητής της Φιλοσοφίας)
Το ΒΗΜΑ, 16/07/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις