0
Your Καλαθι
Ανθη της Αβύσσου
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Ο Γερο-Σολωμός βγαίνει έξω στο μεγάλο χαγιάτι. Είναι σαν αποχαιρετισμός. Η ματιά του σκορπάει στη φθινοπωρινή διαύγεια. Μακριά, μέσα στα λιοστάσια, ανεβαίνει καπνός. Κάπου καίνε καλαμιές. Ακούει τη φωνή της Αγγελικής, της νεαρής παλλακίδας του, που καλεί τα παιδιά. Τον μικρό Διονύσιο και τον Μίμη. Πηγαίνει και ακουμπάει στο στηθαίο του χαγιατιού. Τη βλέπει κάτω, λίγο μακρύτερα από την άμαξα, στην άκρη των δέντρων. Είναι νέα, λαϊκή αισθησιακή ομορφιά. Ύστερα βλέπει τα τα δυο τους αγόρια να κατηφορίζουν από το λόφο παίζοντας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Σολωμός δεν είναι μόνον ένας θρύλος της κριτικής και της φιλολογίας (δεν νιώθω έτοιμος να πω ότι ισχύει το ίδιο και για το αναγνωστικό του κοινό), αλλά και της δημόσιας ιστορίας - των εικόνων που σχηματίζονται για πρόσωπα ή πράγματα του παρελθόντος έξω από το πλαίσιο της ιστοριογραφικής επιστήμης. Η αντίθεσή του με τον αδελφό του Δημήτριο και, κυρίως, η δικαστική του διαμάχη με τη μητέρα του Αγγελική Νίκλη και τον ετεροθαλή αδελφό του Ιωάννη Λεονταράκη έχουν απασχολήσει, εδώ και ενάμιση αιώνα, τις πιο διαφορετικές μορφές λόγου (βιογραφία, χρονικό, θέατρο) κι έχουν αποκτήσει πελώριες διαστάσεις. Στο καινούριο πεζογραφικό βιβλίο του, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ανθη της αβύσσου», ο Θανάσης Βαλτινός μπαίνει σε αυτή την πολλαπλά σημαδεμένη περιοχή με έναν αρκετά διαφορετικό τρόπο: σκηνοθετώντας το γράψιμο ενός σεναρίου.
Προειδοποιώντας μας στον άτυπο πρόλογο του κειμένου του πως ό,τι ακολουθεί έχει προκύψει από την παραγγελία ενός κινηματογραφικού παραγωγού, που ενδιαφέρθηκε σε δεδομένη στιγμή να κάνει ταινία τη ζωή του Σολωμού, αλλά στη συνέχεια εγκατέλειψε, για άγνωστους λόγους, το εγχείρημα, ο Βαλτινός μάς προετοιμάζει για τη μορφή της αφήγησης την οποία αποφασίζει να υιοθετήσει προκειμένου να ζωντανέψει το πρόσωπο ενός θεϊκά προικισμένου ως προς την τέχνη του, αλλά εξαιρετικά δύστροπου ως προς τις καθημερινές και τις οικογενειακές του σχέσεις ποιητή. Ο συγγραφέας αναπλάθει το πρόσωπο του Σολωμού χρησιμοποιώντας τη στεγνή φόρμα του σεναρίου: με ξηρές περιγραφές των εσωτερικών και των εξωτερικών χώρων (μολονότι πολλοί χώροι καταλήγουν συχνά σ' ένα έντονα σκιτσαρισμένο ποιητικό κάδρο), όπως και με πλήρη εστίαση της προσοχής στις ατάκες τις οποίες ανταλλάσσουν οι πρωταγωνιστές, χωρίς την παραμικρή ανάμειξη του αφηγητή στη διερμηνεία των αισθημάτων τους, αλλά με τη φανερή επιμονή του στην ανάδειξη των αντιθέσεων, οι οποίες προκύπτουν από τους διαλόγους τους.
Αποστασιοποιημένη προσέγγιση
Εξοικειωμένος τόσο με τη σεναριογραφία όσο και με την τεχνική του ασχολίαστου (τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως) ντοκουμέντου, την οποία έχει εφαρμόσει πολλές φορές και προς ποικίλες κατευθύνσεις στα γραπτά του, ο Βαλτινός καταπιάνεται με μιαν από τις πιο ευαίσθητες αλλά και τις πιο σκοτεινές πλευρές της προσωπικότητας του Σολωμού υπό την προστασία μιας σοφής αποστασιοποίησης. Μακριά από τα ούτως ή άλλως μαχητά εχέγγυα της επιστήμης, αλλά και από τους κινδύνους της αυθαιρεσίας που φύσει εμπεριέχουν οι προσωπικές ερμηνείες (όλα έχουν παίξει στις κατά καιρούς βιογραφήσεις του Σολωμού), ο Βαλτινός διαλέγει την κατά τεκμήριο ασφαλέστερη ασπίδα της λογοτεχνίας, που προτιμά να εικάσει με το διαισθητικό της βλέμμα την πραγματικότητα, αντί να υποβληθεί στην οποιαδήποτε διαδικασία πιστής αναπαραγωγής της (από το «αναγκαίον» στο «εικός»). Και, αίφνης, ο Σολωμός του Βαλτινού δεν αντιπροσωπεύει έναν ολόκληρο και ολοκληρωμένο (με αρχή, μέση και τέλος) βίο, αλλά μιαν ελλειπτική τροχιά ζωής, πλήρως εναρμονισμένη με το βαριά και ανεπανόρθωτα αποσπασματικό του έργο.
Ο Βαλτινός διαλέγει ως χρόνο δράσης του κειμένου του την περίοδο της ολιγόμηνης παραμονής του Σολωμού στη Ζάκυνθο, εν έτει 1831, όταν καταφτάνει στο νησί από την Κέρκυρα και συμφιλιώνεται με τον αδελφό του Δημήτριο, για να αρχίσουν λίγο αργότερα μαζί τον μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα με τον Ιωάννη Λεονταράκη για την πατρική κληρονομιά (σε τίτλους, χρήματα και ακίνητα) του γερο-Σολωμού, αγώνα ο οποίος θα ξεκινήσει το 1833 και θα τερματιστεί μία πενταετία αργότερα με τη δικαίωσή τους. Ο Βαλτινός διασπά τις σκηνές του αφηγηματικού παρόντος με άτακτα πίσω - μπρος στον χρόνο, ταξιδεύοντας άλλοτε στην παιδική και άλλοτε στη νεανική ηλικία του Σολωμού και εμπλέκοντας στην ιστορία του τους περισσότερους από τους λογίους και τους καλλιτέχνες που πρωταγωνίστησαν στη ζωή του ποιητή: από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη και τον Αντώνιο Μάτεση μέχρι τον Νικόλαο Μάντζαρο και τον Νικόλαο Λούντζη. Ο Σολωμός που προκύπτει από αυτή την πορεία είναι μοιρασμένος ανάμεσα σε μια μονίμως χολερική διάθεση για τον οικογενειακό ή τον κοινωνικό περίγυρο (με ιδιαίτερα τονισμένη τη σχέση μίσους - λατρείας με τη μάνα) και στην αταλάντευτη προσήλωσή του στο υψηλό ιδανικό της ποίησης: τόσο υψηλό ώστε να καταλήξει δραματικά απραγματοποίητο.
Εσκεμμένη ασυνέχεια
Μακριά από το να μπλέκεται με το ιστορικό μυθιστόρημα ή με τη μυθιστορηματική βιογραφία, ο Βαλτινός προβάλλει το ιστοριογραφικό-βιογραφικό υλικό του σαν μια μεταφορά για τον εκστατικό ορίζοντα αλλά και το παραλυτικό κενό στο οποίο μπορεί να οδηγήσει η αφιέρωση στη συγγραφική τέχνη, ιδίως όταν έχει μετατραπεί σε ιερό και απαραβίαστο συστατικό τού καθ' ημέραν βίου, όπως φαίνεται ότι συνέβη στην περίπτωση του Σολωμού. Κι αν ο τελευταίος παρουσιάζεται στο κείμενο του Βαλτινού με μιαν αρραγή, σιδερένια εμβληματικότητα, που ακόμη και αν υπολογίσουμε τη σαφή φροντίδα για την υπόδειξη των άπειρων αντιφάσεων και διχοστασιών της, ελάχιστα διαφοροποιείται από τον σεβαστικό τόνο των μαρτυριών τις οποίες έχουμε παραλάβει σχετικά με τη δημόσια συμπεριφορά του, δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσε να υπηρετηθεί το σχήμα το οποίο επέλεξε ο συγγραφέας για κεντρικό άξονα του βιβλίου του.
Μιαν επιφύλαξη θα κρατήσω για τη γλώσσα την οποία προκρίνει ο Βαλτινός στα «Ανθη της αβύσσου»: οι στιλπνές και πεντακάθαρες (εργαστηριακά αποκαθαρμένες) διατυπώσεις της κοντράρουν εμφανώς τα μυστήρια και παράξενα (στα όρια του μυστηριακού) ελληνικά του Σολωμού, που κατορθώνουν πάντα και μας αιχμαλωτίζουν με την τόσο απρόβλεπτη γοητεία τους. Αλλά κι εδώ δεν ξέρω αν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά: μια γλώσσα εγγύτερη στη σολωμική γλώσσα είναι πιθανόν να πρόδιδε αμέσως τις ρεαλιστικές της φιλοδοξίες, ακυρώνοντας το σύνολο της προσπάθειας. Μια προσπάθεια η οποία τώρα μας κερδίζει σίγουρα με τη γεωμετρία της εσκεμμένης ασυνέχειας που τηρεί τόσο στην αρχιτεκτονική της δομή όσο και στον γλωσσικό σχεδιασμό της.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/05/2008
Κριτικές
29/07/2010, 19:46