Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο
40%
Περιγραφή
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Ο φόβος της φθοράς
Από το πεδίο της πολιτικής και της Ιστορίας, στην ατομικότητα
Μια γυναίκα μιλάει. Και μιλώντας, αφηγείται τη ζωή της. Αυτό είναι, απ' αρχής έως τέλους, το «Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο» του Θ. Βαλτινού, που πρωτοεκδόθηκε το 1985 και σήμανε την επάνοδο του συγγραφέα ύστερα από 21 ολόκληρα χρόνια στη λογοτεχνία [τα «Τρία ελληνικά μονόπρακτα», εκδομένα το 1978, είναι θεατρικό, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη οι επανεκδόσεις των: «Η κάθοδος των εννιά» (πρώτη δημοσίευση: 1963) και «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη» (πρώτη δημοσίευση: 1964)]. Μεγάλο διάστημα, ικανό να εξηγήσει αναπροσανατολισμούς και μετατοπίσεις.
Η γυναίκα, μοναδική ηρωίδα, πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια του βιβλίου, μιλάει από μνήμης και, όπως είναι γνωστό, το υλικό της μνήμης είναι ένας από τους προνομιούχους τόπους του συγγραφέα, έστω και αν δεν αφηγείται τη δική του ζωή. Το υλικό αυτό, είτε σε άμεση, ευθεία χρήση ως βιωματικό υλικό είτε υπό την παρενδυτική μορφή των αναδρομών των ηρώων του, ο συγγραφέας έχει την ευχέρεια να το εντάξει στο αισθητικό του πρόγραμμα και στην αφηγηματική του προοπτική κατά το δοκούν, αναθέτοντάς του ποικίλους ρόλους. Εύπλαστο και προσωπικό, σε στενή συνάφεια με το πρόσωπο του συγγραφέα, του επιτρέπει πολυάριθμους μυθοπλαστικούς χειρισμούς - ακόμα κι όταν αυτοί οι τελευταίοι δεν βγαίνουν στο προσκήνιο ή, ακόμα, όταν βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα στο κείμενο.
Ο Βαλτινός, κατά προσφιλή του τακτική, χρησιμοποιεί το υλικό μιας αλλότριας μνήμης -είτε αυτή η τελευταία είναι επινοημένη είτε πραγματική-, για να συνθέσει μια πυκνή, συμπαγή αφήγηση, της οποίας το πιο έκτυπο στοιχείο είναι αυτό της αναδρομής και του απολογισμού, και μέσ' απ' αυτό της τραγικής μοίρας του ανθρώπου, που είναι προορισμένος να γεννηθεί, να ζήσει και να πεθάνει. Με διάφορα συστατικά -από την τύρβη της καθημερινότητας μέχρι τα μεγάλα αισθήματα και από εκεί μέχρι τις (οδυνηρές) σχέσεις αίματος- και με κύρια μοτίβα τη μοναξιά και τον φόβο της φθοράς ανασυνθέτει, αναδρομικά, τον βίο της ηρωίδας του.
Η ζωή που ιστορεί η πρωταγωνίστρια δεν είναι μια ζωή εξαιρετική. Παρά τη φαντασμαγορία της, την ευγενική καταγωγή και τις ποικίλες επαφές μ' έναν κόσμο με τον οποίο δεν έρχεται εύκολα σ' επαφή ο μέσος άνθρωπος, η αφήγηση του Βαλτινού επικεντρώνεται και εστιάζει στο μικρό και ευτελές, εκεί όπου πράγματι τελείται το ανθρώπινο δράμα. Λεπτομέρειες του καθημερινού βίου, σχήματα, θραύσματα από εικόνες, κερματισμένες αναμνήσεις, χρεοκοπημένα αισθήματα είναι τα κυριότερα συστατικά αυτού του βίου και του αφηγηματικού υλικού που παρέχει στον συγγραφέα. Ωστόσο ο Θ.Β., ευτυχώς, αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι τον εκδραματισμό του υλικού του, και το φολκλόρ που αυτός συνεπάγεται. Με καίριους χειρισμούς και, βέβαια, με την, περιβόητη πια, απόσταση που οφείλει να κρατά ο συγγραφέας από το υλικό του, το βιβλίο, σιγά σιγά, σταδιακά, μετασχηματίζεται από «βιογραφία» σε «ελεγεία», μια ελεγεία που την κινεί, κατά τη γνώμη μας, ένας υπόρρητος φόβος θανάτου.
Με το βιβλίο αυτό, όταν πρωτοεκδόθηκε, ο Θ.Β. σημείωσε μια, αν όχι στροφή, πάντως μια μετατόπιση, που αφορά, όχι μόνο τη θεματογραφία του, αλλά και τη γραφή του, καθώς μετατοπίστηκε από τον κόσμο της αντικειμενικοποιημένης Ιστορίας σε ό,τι υποκειμενικότερο μπορεί να υπάρξει: στην εσωτερική καταγραφή μιας ζωής και στην εξίσου εσωτερική ιστόρησή της. Εμφανίζεται λοιπόν ένα ζεύγος που δεν υπήρχε στα προηγούμενα βιβλία του, το ζεύγος: (ατομική) ζωή-γραφή, και μάλιστα υπό την ακραία, ετερόφωνη, μορφή μιας γυναικείας διήγησης.
Αυτή η μετατόπιση συνοδεύεται και από ένα παράδοξο: ο Βαλτινός είναι ένας συγγραφέας που έχει χρησιμοποιήσει σε μεγάλο βαθμό το υλικό της συλλογικής-ιστορικής μνήμης. Μεταβαίνοντας, εδώ, στην ατομική μνήμη, δεν το κάνει για να τη συνάψει -όπως θα περίμενε κανείς και όπως κάνει σε άλλα, προγενέστερα και μεταγενέστερα, βιβλία του- με τη συλλογική περιπέτεια, αλλά για να καταδυθεί σε ζώνες της ανθρώπινης συνείδησης, ακόμα πιο ατομικές, αυστηρώς ιδιωτικές.
Ο συγγραφέας, για να υλοποιήσει το αφηγηματικό του σχέδιο, καταφεύγει στην αναδρομική ιστόρηση, η οποία, με τη σειρά της, υλοποιείται μέσω ενός πρωτοπρόσωπου, μετωπικού, εσωτερικού μονολόγου. Αυτού του είδους τα κείμενα υπονοούν έναν (φανταστικό) αναγνώστη-ακροατή ή, καλύτερα, έναν αναγνώστη που, διαρκώς, υποδύεται τον ακροατή. Αυτό, πέρα από την προφανή αμεσότητα, έχει και μιαν άλλη, βαρύνουσα, συνέπεια: ο αναγνώστης-ακροατής νιώθει να συνδιαμορφώνει -εν τη γενέσει της μάλιστα και από κοινού με τον αφηγητή- την κειμενική πραγματικότητα. Ετσι, κατά κάποιον τρόπο, η αυθεντία του συγγραφέα καταπίπτει, επανερχόμαστε τεχνητά στην αρχαία παράδοση της προφορικής, «λογοτεχνικής» αφήγησης και μένει ανοιχτό το πεδίο των ερμηνειών για εκείνο το μυστηριώδες «εσύ», που εμφανίζεται μία ή δύο φορές μέσα στο βιβλίο. Εμείς, εντελώς αυθαίρετα, βλέπουμε σε αυτό το «εσύ» αυτόν τον αναγνώστη-ακροατή. Εκτός κι αν πρόκειται για τον συγγραφέα-ακροατή...
Σε γλωσσικό επίπεδο, στο «Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο», ο Βαλτινός υιοθετεί την προφορικότητα του λόγου, ακόμα και όταν αυτή οδηγεί σε αντιγραμματικά σχήματα και λύσεις. Και επινοώντας (ας μας συγχωρηθεί η διατύπωση) έναν μετα-ρεαλιστικό ρεαλισμό μέσω ενός λεπτοφυούς μηχανισμού μετακύλισης των σημασιών, μας παραδίδει μια αφήγηση καινοτόμο και ρωμαλέα, η οποία δικαιώνει τη θέση που έχει ήδη λάβει στα ελληνικά γράμματα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/06/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις